
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο του Θόδωρου Σούμα «Ο έρωτας στο σινεμά» το οποίο θα κυκλοφορήσει μέχρι το τέλος του μήνα από τις εκδόσεις Αιγόκερως.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Μίκαελ Χάνεκε, «Η Δασκάλα του Πιάνου»
Ο Μίκαελ Χάνεκε ανήκει στο ρεύμα του ανεξάρτητου, διαφορετικού ευρωπαϊκού κινηματογράφου κατά τη δεκαετία του 1990 (σ' αυτόν συγκαταλέγονται και οι αδελφοί Νταρντέν, ο Λαρς Φον Τρίερ, ο Γερμανός Κρίστιαν Πέτζολντ, ο Τουρκογερμανός Φατίχ Ακίν, οι Γάλλοι Λοράν Καντέ και Ολιβιέ Ασαγιάς, κ.ά.). Ο Χάνεκε περιγράφει στα έργα του μια κοινωνία νοσηρή, ψυχρή και βίαιη. Μερικές φορές, η τεχνολογία και τεχνοκρατία παίζουν σημαντικό ρόλο στην ψυχοπαθολογία και την εν γένει λειτουργία της (π.χ. στα «Έβδομη ήπειρος» και «Κρυμμένος»). Στη θεματική του εντάσσεται πρωταρχικά η απεικόνιση ενός παγερού κόσμου, κατοικημένου από αποξενωμένα, προβληματικά κι αλλοτριωμένα άτομα…
«Η δασκάλα του πιάνου» (2001) είναι διασκευή του σημαντικού, ομώνυμου μυθιστορήματος της Αυστριακής Ελφρίντε Γέλινεκ. Μας εκθέτει, με ψυχρή και δυνατή σκηνοθετική προσέγγιση, το ψυχογράφημα μιας γοητευτικής μα στριμμένης, γεροντοκόρης δασκάλας πιάνου (Ιζαμπέλ Ιπέρ), που, πίσω από την αυστηρότητα και την αποστέρηση, κρύβει βαθιά μέσα της παρεκκλίνουσες ερωτικές διαθέσεις κι επιθυμίες, έναν νοσηρό κόσμο βιαιότητας, πόθων, τρέλας κι αυτοκαταστροφικότητας. Η ψυχοσεξουαλική κατάσταση της ηρωίδας, της Ερικά, προσδιορίζεται καθοριστικά από την προβληματική, έντονα συγκρουσιακή, σχεδόν σαδομαζοχιστική, λανθανόντως ερωτική, παθολογική σχέση με την αυταρχική, παρεμβατική και πουριτανή μητέρα της (Ανί Ζιραρντό).
Με τη μητέρα της κοιμάται ακόμη στο ίδιο κρεβάτι ως παιδί (ή ως σύζυγος), τη μία την αγκαλιάζει με πάθος και την άλλη δέρνονται… Η Ερικά ικανοποιεί, ξεδιψά τις παρεκκλίνουσες επιθυμίες της παίρνοντας μάτι σε ζευγαράκια στο drive in και βλέποντας πορνό (κατόπιν, όμως, προσβάλλει φριχτά έναν μικρό μαθητή της που κοιτάζει τα πορνοφίλμ στο βιντεοκλάμπ), ή προκαλώντας απελπισμένη πόνο στο σώμα της και ειδικότερα στα γεννητικά της όργανα… Το περιβάλλον της, των ανθρώπων της κλασικής μουσικής, συντείνει στη δημιουργία ενός συντηρητικού, αντισηπτικού και αυστηρού κλίματος που επιτείνει την ερωτική αποστέρησή της. Να επισημάνουμε, όμως, ότι παράλληλα η μουσική δραστηριότητά της είναι μερικώς μια μετουσίωση, μια εξιδανίκευση των ερωτικών ορμών της.
Στη ζωή της εμφανίζεται, αναπάντεχα, ένας δυναμικός, σαγηνευτικός, ωραίος και ταλαντούχος, νεαρός μαθητής που τη θαυμάζει, την ποθεί και την ερωτεύεται, διαταράσσοντας και αναπροσανατολίζοντας την ηρωίδα μα και τη μυθοπλασία. Ο νεαρός Βαλτέρ (Μπενουά Μαζιμέλ) στην αρχή την κοπλιμεντάρει, την κολακεύει και τη φλερτάρει με θράσος. Η δασκάλα, βαλτωμένη στην έλλειψη ερωτικής ικανοποίησης και στις απαγορεύσεις, αρχικά αντιδρά και αρνείται, μα ύστερα διεγείρονται οι μαζοχιστικές και σαδιστικές τάσεις της. Οι μαζοχιστικοί πόθοι της έρχονται, όμως, σε σύγκρουση με τον έρωτα και τη διάθεση του Βαλτέρ για ολοκληρωμένο, γενετήσιο σεξ.
Ο νεαρός Βαλτέρ (Μπενουά Μαζιμέλ) στην αρχή την κοπλιμεντάρει, την κολακεύει και τη φλερτάρει με θράσος. Η δασκάλα, βαλτωμένη στην έλλειψη ερωτικής ικανοποίησης και στις απαγορεύσεις, αρχικά αντιδρά και αρνείται, μα ύστερα διεγείρονται οι μαζοχιστικές και σαδιστικές τάσεις της.
Η πρώτη ερωτική επίθεσή του γίνεται στις τουαλέτες του ωδείου. Εκεί η Ερικά μισοενδίδει, αλλά τελικά δεν καθίσταται δυνατό να τον ικανοποιήσει, γιατί η στάση της είναι κυριαρχική, κατ' ουσίαν σαδιστική και αυταρχική. Τη μία τον αυνανίζει και την άλλη του ζητά να της κάνει σεξουαλική επίδειξη του οργάνου του, τον ταλαιπωρεί και τον βασανίζει γιατί τον αφήνει ανικανοποίητο, μη θέλοντας να του προσφέρει γενετήσιο σεξ. Προτείνει στον νεαρό μια λίστα σαδιστικών σεξουαλικών πράξεων που είναι οι μοναδικές που του επιτρέπει να επιτελέσει στο σώμα της. Θέλει, λόγω της μαζοχιστικής της προδιάθεσης, να νιώσει ανίσχυρη κι αδύναμη, να τη δένει και να τη δέρνει. Στην ουσία, όμως, επιθυμεί να σκηνοθετεί η ίδια τα διαστροφικά ερωτικά παιχνίδια, διατηρώντας τον έλεγχο, και τον προστάζει να πραγματοποιήσει τις σεξουαλικές οδηγίες της. Ο Βαλτέρ αρνείται γιατί τη θεωρεί ψυχικά άρρωστη που χρειάζεται ψυχοθεραπεία.
Η Ερικά, ξεσηκωμένη και διεγερμένη, διαπιστώνοντας ότι δεν περνάει το δικό της, η δική της βούληση και οι δικοί της ιδιόμορφοι, διαστροφικοί πόθοι, δίνεται αργότερα στον Βαλτέρ με τους δικούς του όρους, στο γήπεδο του χόκεϊ όπου αυτός αθλείται. Όμως, πάλι, δεν καταφέρνει να ανταπεξέλθει στο ολοκληρωμένο σεξ και από αντίδραση κάνει εμετό, κάτι που απωθεί ξανά τον νεαρό που την παρατάει, φοβισμένος ότι θα τον «μολύνει» και θα του μεταδώσει τις διαστροφές της. Κάτι που τελικά γίνεται στην τελευταία ερωτική σκηνή στο σπίτι της: Η δασκάλα έχει πια περάσει στον μαθητή της τις διαστροφές της…
Ο Βαλτέρ καταφθάνει στο σπίτι της ερεθισμένος και με άγριες διαθέσεις, παρασύρεται κι αυτός, χωρίς να ξέρει πώς, στα σαδομαζοχιστικά παιχνίδια και αναλαμβάνει, λόγω του θυμού, της απόγνωσης και της μη ικανοποίησής του, τον σαδιστικό ρόλο. Κλειδαμπαρώνει τη μητέρα στο δωμάτιό της, σύμφωνα με τις προγενέστερες γραπτές οδηγίες της Ερικά και χτυπά τη δασκάλα του. Η βία του μάλλον ξεπερνά τις θεωρητικού τύπου οδηγίες και προδιαγραφές της Ερικά. Τελικά της κάνει σεξ για να εκτονωθεί, πράγμα που γίνεται μέσα σε γενικευμένη απελπισία, οδύνη και ψυχικό πόνο εκατέρωθεν. Η σαδομαζοχιστική σχέση που ευαγγελιζόταν η στερημένη δασκάλα εκτροχιάστηκε και τους παρέσυρε σε μια δίνη καταστροφής, διάλυσης των συναισθημάτων και ανημπόριας, σε ένα αδιέξοδο. Αδιέξοδο από το οποίο, όμως, ο νεαρός μαθητής δείχνει, αργότερα, να βγαίνει αρκετά εύκολα, σε αντίθεση με τη σαραντάρα γυναίκα που, αντί να δώσει το κονσέρτο της, αυτομαχαιρώνεται, επειδή ο πρώην παρτενέρ της δεν της δίνει προσοχή…
Ο Χάνεκε κατορθώνει να φτιάξει, με σκηνοθετική έμπνευση, δύναμη και διαύγεια, ένα διεισδυτικό, ζοφερό φιλμ που ανατέμνει ψυχρά τα σκοτάδια της ανθρώπινης ψυχής και καρδιάς, της ερωτικής επιθυμίας που έχει χάσει τον στόχο της, του πόθου του σύγχρονου, καλλιεργημένου ανθρώπου που έχει παρεκκλίνει του πρωταρχικού σκοπού του.