Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο του Χέρφριντ Μίνκλερ [Herfried Münkler] «Μαρξ, Βάγκνερ, Νίτσε – Ένας κόσμος σε αναταραχή» (μτφρ. Έμη Βαϊκούση), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 9 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Διόπτρα.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Ο Μαρξ και ο Βάγκνερ απεβίωσαν το 1883, ο πρώτος στο Λονδίνο, ο δεύτερος στη Βενετία. Η κηδεία του Βάγκνερ, όσο και η μεταφορά της σορού από τη Βενετία στο Μπαϊρόιτ μέσω Μονάχου, ήταν σχεδόν πριγκιπική, σε αντίθεση με αυτή του Μαρξ, όπου παραβρέθηκαν ελάχιστα άτομα. Ο Βάγκνερ ήταν μια ευρωπαϊκή διασημότητα όταν πέθανε, ο Μαρξ έμελλε να γίνει μετά θάνατον. Το ίδιο ισχύει σε μεγαλύτερο ακόμα βαθμό για τον Νίτσε, αν λάβει κανείς ως μέτρο τον θάνατο «της διάνοιάς του» στις αρχές Ιανουαρίου 1889 και όχι τον φυσικό: βυθισμένος στην τρέλα, ο Νίτσε δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί ότι η σκέψη του είχε στο μεταξύ κατακτήσει όλη την Ευρώπη. Ο Νίτσε πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του αρχικά στην ψυχιατρική πτέρυγα του πανεπιστημιακού νοσοκομείου της Ιένας, στη συνέχεια με τη φροντίδα της μητέρας του και τέλος με τη φροντίδα της αδελφής του. Ο Νίτσε, γεννημένος το 1844 στο Ρέκεν, μια κοινότητα στην περιοχή της πόλης Λίτσεν, κοντά σε ένα από τα πεδία των μαχών του Τριακονταετούς Πολέμου, απεβίωσε το 1900. Η Ελίζαμπετ Φέρστερ-Νίτσε έκανε τα πάντα για να εξασφαλίσει ότι η κηδεία του στο Ρέκεν, πολύ κοντά στη γενέθλια οικία, θα αναδείκνυε την ανανεωμένη φήμη του φιλοσόφου.
Άρα και οι τρεις ήταν άνθρωποι του 19ου αιώνα· όμως ποια ακριβώς είναι η σημασία του 19ου αιώνα; Ο Βρετανός ιστορικός Έρικ Χομπσμπάουμ μίλησε για τον «μακρύ 19ο αιώνα» που ξεκίνησε με τη Γαλλική Επανάσταση και έληξε με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Άλλοι έχουν συνδέσει την αρχή του 19ου αιώνα με την Αμερικανική Επανάσταση το 1776 και τη λήξη με τη Ρωσική Επανάσταση το 1917. Όποια χρονολόγηση κι αν υιοθετήσει κανείς, το συμπέρασμα είναι ένα: ο 19ος αιώνας ήταν μια εποχή επαναστάσεων που αναμόρφωσαν ριζικά το πολιτικό καθεστώς της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής. Ήταν ταυτόχρονα μια περίοδος εκβιομηχάνισης που άλλαξε τη ζωή των ανθρώπων στη Δυτική Ευρώπη τουλάχιστον όσο οι πολιτικές επαναστάσεις, καθώς και μια περίοδος κατίσχυσης της ευρωπαϊκής παγκόσμιας κυριαρχίας, μολονότι οι απαρχές της χρονολογούνται στον 16ο αιώνα.
Πιθανότατα δεν υπήρξε ποτέ στην Ιστορία της Ανθρωπότητας μια εποχή με τόσο έντονες αποκλίσεις ανάμεσα στον «χώρο της εμπειρίας» και στον «ορίζοντα της προσδοκίας» όσο στον 19ο αιώνα. Ήταν μια εποχή ανατροπών και μετασχηματισμού του κόσμου. Η εμπειρία της μιζέριας και της εκμετάλλευσης καθώς και της μαζικής φτωχοποίησης (Pauperismus), την οποία ούτε η κοινωνική φιλανθρωπία, ούτε η μαζική μετανάστευση μπορούσαν να μετριάσουν, όπως την είχε ιδεαστεί ο Χέγκελ στη Φιλοσοφία του Δικαίου, συμβάδιζε με την ιδέα της επιστροφής της Χρυσής Εποχής, μιας εποχής απεριόριστης ευδαιμονίας για την ανθρωπότητα. Η πρόσληψη αυτών των αντιφατικών εμπειριών ακολούθησε δυο κατευθύνσεις: μία με την προοπτική της παρακμής και μία με την προοπτική της προόδου. Ο Βάγκνερ και ο Νίτσε προσέλαβαν την ανατροπή ως μια παρακμή που θέλησαν να ανακόψουν και να αντιστρέψουν. Ο Μαρξ, από την άλλη πλευρά, διέκρινε εκεί το ξεκίνημα μιας άνευ προηγουμένου προόδου που έπρεπε να επιταχυνθεί.
Πιθανότατα δεν υπήρξε ποτέ στην Ιστορία της Ανθρωπότητας μια εποχή με τόσο έντονες αποκλίσεις ανάμεσα στον «χώρο της εμπειρίας» και στον «ορίζοντα της προσδοκίας» όσο στον 19ο αιώνα. Ήταν μια εποχή ανατροπών και μετασχηματισμού του κόσμου.
Έτσι, η φυσιογνωμία του 19ου αιώνα, με κυρίαρχο γνώρισμα την ανατροπή, διαμορφώθηκε μέσα από αντινομικά πολιτικά ρεύματα που εξελίχθηκαν στη βάση ποικίλων εμπειριών και προσδοκιών. Η παράδοση εκθρονίστηκε, έχασε τον ρόλο της ως αλφάδι, η θρησκεία έχασε τη σημασία της ως πολιτική και κοινωνική παράμετρος, η θεολογία έχασε τον ρόλο της ως εξέχουσα επιστήμη, ενώ η άνοδος των φυσικών επιστημών έφερε την υπόσχεση ενός αδιανόητου ως τότε ελέγχου του κόσμου. Οι αναδυόμενες κοινωνικές επιστήμες –από τον Ανρί ντε Σεντ-Σιμόν ως τον Ογκίστ Κοντ και τον Χέρμπερτ Σπένσερ– πρόσθεσαν σ’ όλα αυτά την ιδέα της προβλεψιμότητας των κοινωνικο-οικονομικών διεργασιών. Ο Κάρολος Δαρβίνος αντιπαρέθεσε στη μέθη των ατέρμονα πολλαπλασιαζόμενων επιλογών τη βιολογική θεωρία της εξέλιξης, υπό το πρίσμα της οποίας οι δυνατότητες της ανθρώπινης παρέμβασης στα πράγματα συρρικνώθηκαν ξανά. Τόσο η ιδέα πως όλα είναι εφικτά όσο και η ιδέα ότι σχεδόν τα πάντα είναι προκαθορισμένα διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη σκέψη του Μαρξ, του Βάγκνερ και του Νίτσε, στο έργο των οποίων ανιχνεύεται τόσο ο ουτοπισμός, η φαντασιακή πραγμάτωση του επιθυμητού, όσο και η αντιπαράθεση με τον δαρβινισμό, μια θεωρία της εξέλιξης θεμελιωμένη στο παιχνίδι του Τυχαίου.
Και οι τρεις, ο Μαρξ, ο Βάγκνερ και ο Νίτσε, προσπάθησαν να κατανοήσουν αυτό τον αιώνα, να διερευνήσουν τις αλλαγές που επέφερε, να περιγράψουν τις προοπτικές που προέκυψαν από αυτές και να ανακαλύψουν φορείς ανάπτυξης και, κατ’ επέκταση, διαμόρφωσης της αλλαγής. Το έργο τους μπορεί να κατανοηθεί ως μια μόνιμη αναμέτρηση με την ασάφεια του 19ου αιώνα. Καθένας τους άλλαξε επανειλημμένα άποψη για την εκάστοτε συγκυρία και αναθεώρησε προηγούμενες εκτιμήσεις. Το ερώτημα λοιπόν παραμένει, ποια είναι εντέλει η «πραγματική» τους άποψη για τον 19ο αιώνα; Η απάντηση συνήθως δίδεται μέσα από ένα έργο τους, αυτό που καταγράφηκε με ορισμένα αμετάβλητα κριτήρια ως «μείζον»: το Δαχτυλίδι του Βάγκνερ, το Κεφάλαιο του Μαρξ, ο Ζαρατούστρα του Νίτσε. Οι δικές μου εκτιμήσεις εδώ δεν ακολουθούν αυτή τη διαδικασία. Η σκέψη των τριών δεν εστιάζεται ούτε περιορίζεται σε ένα συγκεκριμένο θέμα, αλλά αντιμετωπίζεται ως μια σφαιρική άποψη των πραγμάτων, όπου βεβαίως τίθεται πάντα το ζήτημα του τι γίνεται αντιληπτό και τι όχι.
Οι διαφορές αναδεικνύονται ξεκάθαρα: Ο Μαρξ επέλεξε τη συστηματική σκέψη – αν και ο ίδιος δεν δημιούργησε ένα σύστημα (αυτό είναι έργο των επιγόνων του). Ο Νίτσε απέρριψε αυστηρά, από τα τέλη της δεκαετίας του 1870, το σύστημα και το στοιχείο του συστηματικού, πράγμα που εκφράστηκε υφολογικά στην προτίμησή του για τους αφορισμούς. Ο Βάγκνερ, τέλος, ανέπτυξε μέσα από την ποικιλότητα των μοτίβων που εντάσσουν τα επί σκηνής δρώμενα σε ευρείες συνάφειες μια σύνθετη προοπτική, μια πολυ-προοπτική και άρα μια πολυσημία των τεκταινομένων. Το πώς γίνεται ή έγινε κάτι εξαρτάται από τη στιγμή της αφήγησης και τη μουσική μνήμη, καθώς και από την εκάστοτε οπτική γωνία του αφηγητή. Όλα αυτά κάθε άλλο παρά συνηγορούν σε μια εστιασμένη παρουσίαση των τριών, τους οποίους δεν «ακινητοποιώ» σε μια συγκεκριμένη στάση, αντίθετα, τους εμφανίζω κάθε τόσο στην πορεία της αφήγησης ως άλλους, ως πρόσωπα που άλλαξαν. Στο βιβλίο αυτό γίνεται λόγος για ζητήματα και καταστάσεις που τους φωτίζουν αλλιώς από όπως έχουμε συνηθίσει ή θέλουμε να βλέπουμε. Επίσης, μέσα από αυτή την παράλληλη προσέγγιση, ο Μαρξ, ο Βάγκνερ και ο Νίτσε φωτίζονται αμοιβαία από το φως, αλλά και από τη σκιά ο ένας του άλλου. Έτσι, στο φως και στη σκιά, τους γνωρίζουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια, με περισσότερη διαύγεια.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Μαρξ, Βάγκνερ, Νίτσε, τρεις στοχαστές που άφησαν το στίγμα τους στον 19ο και τον 20ό αιώνα. Σύγχρονοι που τίμησαν, απέρριψαν ή αγνόησαν ο ένας τον άλλον, σφράγισαν μια εποχή επιστημονικής πολυφωνίας και εκρηκτικής κοινωνικής δυναμικής. Οι ανταγωνισμοί και οι αντιπαραθέσεις τους βρίσκονται στον πυρήνα των εξελίξεων στη Γερμανία, και όχι μόνο, εκείνης της περιόδου. Ο Herfried Münkler παρακολουθεί αυτούς τους γίγαντες του πνεύματος τοποθετώντας τους στην τεράστια τοιχογραφία της εποχής τους.
Περιγράφει την εντυπωσιακή παραλληλία στη ζωή του Μαρξ και του Βάγκνερ: τη συμμετοχή τους στην επανάσταση του 1848, τη φυγή, τις διώξεις και την εξορία, τη δημιουργία ενός σημαντικού έργου που προσέλκυσε έναν αντίστοιχα σημαντικό αριθμό οπαδών, καθώς και την τύχη του έργου αυτού στα χέρια των διαχειριστών του. Ο Νίτσε, λίγο νεότερος, αποτελεί από μόνος του μια μοναδική φιλοσοφική οντότητα, με ισχυρότατο αποτύπωμα στις επόμενες γενιές.
Μαρξ, Βάγκνερ, Νίτσε: και οι τρεις διέρρηξαν τις συμβάσεις του αστικού κόσμου και δημιούργησαν κάτι καινούριο, που κυοφόρησε με τη σειρά του μια νέα πραγματικότητα. Μέσα από τις ζωές τους, τις ομοιότητες, τις αντιθέσεις, τις διαφωνίες τους, ο Μίνκλερ απεικονίζει εξαιρετικά τον ελπιδοφόρο γερμανικό 19ο αιώνα, που κατέληξε στον αιώνα των άκρων και των πολιτικών καταστροφών. Απεικονίζει αυτόν τον «κόσμο σε αναταραχή», που γέννησε τον νεότερο κόσμο.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Herfried Münkler [Χέρφριντ Μίνκλερ] (γενν. στις 15 Αυγούστου 1951) είναι Γερμανός πολιτικός επιστήμονας, καθηγητής Πολιτικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Χούμπολτ του Βερολίνου. Ο Μίνκλερ είναι τακτικός σχολιαστής στα γερμανόφωνα μέσα ενημέρωσης και έχει γράψει πολλά βιβλία για την Ιστορία των ιδεών, για την διαμόρφωση του Κράτους και για τη θεωρία του πολέμου, μεταξύ των οποίων τα Gewalt und Ordnung, Die neuen Kriege (Οι νέοι πόλεμοι, Εκδόσεις Καστανιώτη) και Machiavelli. Το 2009 ο Münkler τιμήθηκε με το Βραβείο της Έκθεσης Βιβλίου της Λειψίας στην κατηγορία Δοκίμιο για το βιβλίο Die Deutschen und ihre Mythen.