Προδημοσίευση αποσπάσματος από τον πρόλογο του συγγραφέα Παναγιώτη Γούτα της ανθολογίας κειμένων του «Κήπος βιβλίων – Διαβάζοντας Θεσσαλονικείς και Αμερικανούς πεζογράφους», που θα κυκλοφορήσει στις 17 Μαΐου από τις εκδόσεις Νησίδες.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Το δικό μου «Μανχάταν»
Ως «αμερικανικό όνειρο» έχει οριστεί η πεποίθηση ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής η σκληρή εργασία μπορεί να οδηγήσει τους υπηκόους της σε μια καλύτερη ζωή, μέσω των χρηματικών απολαβών. Οι πρώτοι Ευρωπαίοι άποικοι σ’ αυτήν την ήπειρο διακατέχονταν από αυτήν την αντίληψη, κι έτσι διαμορφώθηκε μια παγιωμένη, στερεότυπη άποψη πως ευημερία, για τον μέσο Αμερικανό, σημαίνει η απόκτηση δύο παιδιών, η διαβίωση σε προαστιακό σπίτι, με οικονομική ασφάλεια και γκαράζ δύο αυτοκινήτων. Η απόκτηση των υλικών αγαθών ταυτίστηκε με κάτι παραπάνω από την ευημερία και την πρόοδο: ταυτίστηκε με την ευτυχία. Στην ουσία, ο μέσος Αμερικανός, κυνηγώντας την υλοποίηση αυτού του «ονείρου», ζούσε μια διαρκή ψευδαίσθηση, πιστεύοντας πως ζει μια τέλεια ζωή, κι έτσι εφησύχαζε δραματικά, μένοντας στάσιμος ως προς την πνευματική και ψυχική του εξέλιξη. Ένα πρώτο κοινό σημείο σύγκλισης των Αμερικανών πεζογράφων, με τους οποίους ασχολήθηκα, πέρα από αφηγηματικές τεχνικές, ρεαλισμό, κοινή καταγωγή, θεματολογία, στιλ γραφής κτλ., είναι πως όλοι τους αποδομούν το ιδεολόγημα του «αμερικανικού ονείρου», παίρνοντας τη σκυτάλη από τον πρωτεργάτη αυτής της αποδόμησης που δεν ήταν άλλος από τον Σκοτ Φιτζέραλντ, κυρίως μέσα από το αριστουργηματικό του Ο υπέροχος Γκάσμπυ. Ένα δεύτερο σημείο σύγκλισης όλων των Αμερικανών πεζογράφων του βιβλίου είναι η βιωματικότητα, που αποτελεί και κοινή συνισταμένη, κοινός τόπος του έργου του Φίλιπ Ροθ με τους υπόλοιπους σπουδαίους δημιουργούς της δεύτερης ενότητας (ο Μπουκόβσκι, ο Χένρι Μίλερ και ο Γκουτιέρες είναι, στο μεγαλύτερο μέρος του έργου τους, αυτοβιογραφικοί).
Αρκετοί συγγραφείς της εν λόγω ενότητας, όλοι τους κατά δήλωσή τους «παιδιά του Χέμινγουεϊ», κατηγορήθηκαν –ιδίως από τη μαρξιστική κριτική– πως ήταν αρνητές της ζωής, ομφαλοσκόποι, παρακμιακοί, απαισιόδοξοι, εγωτικοί, πως βούλιαξαν και βυθίστηκαν στον προσωπικό τους μικρόκοσμο, δίχως να προτείνουν λύσεις στα προβλήματα της ζωής, τα οποία, απλώς, τα αποτύπωναν στα βιβλία τους. Σαν απορρίμματα του καπιταλισμού τούς αντιμετώπισε μερίδα της αριστερής διανόησης. Δεν είχαν, δήθεν, ούτε κοινωνική ούτε πολιτική ματιά, και δεν εξέφρασαν δραστικές και προοδευτικές συλλογικότητες. Του Ροθ τού προσήψαν ακόμη πιο φριχτές κατηγορίες, επί προσωπικού επιπέδου: μισογύνης, αντιδραστικός, μη πολιτικώς ορθός, σεξιστής, οπισθοδρομικός. Για κάποιο διάστημα, μάλιστα, ο Ροθ δεχόταν πυρά εκατέρωθεν, τόσο από θεοσεβούμενους ραβίνους και ορθόδοξους Εβραίους, όσο και από πανεπιστημιακούς και φεμινιστικούς κύκλους, για τις απόψεις που απηχούσαν τα μυθιστορήματά του. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Υπάρχει πιο πολιτική, πιο αιχμηρή, πιο ανατρεπτική λογοτεχνία από εκείνη που τόλμησε να αποκαθηλώσει σ’ αυτή την αχανή χώρα το ιδεολόγημα του «αμερικανικού ονείρου»; Που ανέδειξε τα σαθρά του θεμέλια, καυτηριάζοντας την επιτήδευση, την κούφια λάμψη, τον καθωσπρεπισμό και τον ύπουλο και σκοτεινό συντηρητισμό της Αμερικής σε όλες του τις εκφάνσεις; [...]
Ένα πρώτο κοινό σημείο σύγκλισης των Αμερικανών πεζογράφων, με τους οποίους ασχολήθηκα, πέρα από αφηγηματικές τεχνικές, ρεαλισμό, κοινή καταγωγή, θεματολογία, στιλ γραφής κτλ., είναι πως όλοι τους αποδομούν το ιδεολόγημα του «αμερικανικού ονείρου», παίρνοντας τη σκυτάλη από τον πρωτεργάτη αυτής της αποδόμησης που δεν ήταν άλλος από τον Σκοτ Φιτζέραλντ, κυρίως μέσα από το αριστουργηματικό του Ο υπέροχος Γκάσμπυ.
Την ίδια εποχή που οι Αμερικανοί συγγραφείς αυτού του βιβλίου (τουλάχιστον οι περισσότεροι) δίνουν στην Αμερική τα σπουδαιότερα έργα τους κι ενώ η Αθήνα ως αστικό, μητροπολιτικό κέντρο της χώρας έχει ήδη απορροφήσει το αστικό μυθιστόρημα και ψηλαφεί τα σύγχρονα ρεύματα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, στη Θεσσαλονίκη η «Διαγώνιος» του Ντίνου Χριστιανόπουλου κάνει ένα είδος λογοτεχνικής ανταρσίας απέναντι στον εσωτερικό μονόλογο (εκφραστές του οι Ξεφλούδας, Πεντζίκης, Δέλιος, Γιαννόπουλος) και τη γόνιμη επίδραση στα Γράμματα του μοντερνιστή Τζόυς, που κυριάρχησαν στην πόλη στα τέλη της δεκαετίας του ’20, όντας για εκείνη την εποχή κάτι το πρωτοποριακό. Με αντίστοιχους του Χέμινγουεϊ πνευματικούς πατέρες τους Παπαδιαμάντη και Βιζυηνό καλλιεργήθηκε κυρίως το διήγημα και η μικρή αφηγηματική φόρμα, και η πεζογραφική σοδειά, από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, στρέφεται, πλέον, στον ρεαλισμό. Τα χαρακτηριστικά αυτής της πεζογραφικής τάσης ήταν ο χαμηλόφωνος εξομολογητικός τόνος, η απλότητα της γραφής και η συντομία των κειμένων, στοιχεία που παραπέμπουν στο αδιαπραγμάτευτο συγγραφικό τρίπτυχο του Χέμινγουεϊ: απλότητα, ειλικρίνεια, συντομία. Κάποιοι, μάλιστα, κριτικοί (π.χ. Ζήρας) κάνουν λόγο για «ηθική στάση απέναντι στη ζωή» και για «πεζογραφία του ηθικού βιώματος» της «Διαγωνίου» (Ιωάννου, Καζαντζής, Σφυρίδης, Κάτος, Ναρ κ.ά).
Αναρωτιέμαι αν, αυτή η ηθική στάση των πεζογράφων της Θεσσαλονίκης απέναντι στη ζωή, διαφέρει τελικά και κατά πόσο από την ειλικρίνεια του Ροθ και των άλλων Αμερικανών συγγραφέων, αλλά και την αίσθηση του χρέους που τους διακρίνει στη γραφή τους. Χρέος στο να καυτηριάσουν τη σαπίλα της αμερικανικής κοινωνίας, τα αδιέξοδα του έρωτα, τα προσωπικά ναυάγια, τον παραλογισμό της οικογένειας, το συλλογικό τραύμα του πολέμου στο Βιετνάμ, τους δήθεν διανοούμενους του καιρού τους. Πιστεύω τελικά πως αυτό το ηθικού τύπου «συγγραφικό καλούπι», αν μπορώ να το ορίσω έτσι, είναι κοινό τόσο στους Αμερικανούς όσο και στους Θεσσαλονικείς πεζογράφους. Και αν ο αντικομφορμισμός και η αντισυμβατικότητα των Αμερικανών συγγραφέων αυτής της περιόδου είχε ως αιχμή του δόρατος τη στηλίτευση του ιδεολογήματος του «αμερικανικού ονείρου», στη Θεσσαλονίκη του ’60 και του ’70, το ισοδύναμο των επιπτώσεων του αμερικανικού ονείρου σε κοινωνικό επίπεδο ήταν ο συντηρητισμός, ο μικροαστισμός και η απέραντη ηθικολογία των ανθρώπων της – στοιχεία που, βοηθούσης και της θρησκοληψίας, επιβιώνουν, δυστυχώς, μέχρι και σήμερα σ’ αυτήν εδώ την πόλη. Έναν συντηρητισμό και μια ηθικολογία που «τσάκισε» με τα έργα του (ως ένα σημείο και με τη στάση ζωής του) ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, αλλά και ο Ιωάννου, ο Σφυρίδης, ο Κάτος, ο Δημητράκος, που εδώ έζησε μέρος της ζωής του κι εδώ δημιούργησε, και τόσοι ακόμη.
Το συγγραφικό ήθος, δηλαδή, (ή το ηθικό βίωμα, αν προτιμάτε) απέναντι στους φτηνούς ηθικολόγους των καιρών, σε Ελλάδα και Αμερική – να το κοινό σημείο επαφής και αναφοράς όλων των συγγραφέων αυτού του βιβλίου. Και η βαθιά πίστη και πεποίθηση πως η λογοτεχνία έχει τη δύναμη, αναδεικνύοντας τις παθογένειες της ζωής, αν όχι να αλλάξει τον κόσμο, τουλάχιστον να αλλάξει τις ζωές αυτών που, έχοντάς την ως αποκούμπι, έχουν ταχθεί στο να την υπηρετούν, ως ένα είδος αδιευκρίνιστου, μυστικού, ακατανόητου πολλές φορές, χρέους. [...]
Ο αναγνώστης του βιβλίου θα βρει ασφαλώς παραλείψεις – πώς θα γινόταν αλλιώς, αφού οι επιλογές των συγγραφέων αφορούν προσωπικές προτιμήσεις μου και η παράθεση και άλλων σπουδαίων ονομάτων και βιβλίων, ιδίως αναφορικά με τους Αμερικανούς πεζογράφους, θα στεκόταν εμπόδιο στην οικονομία αυτού του τόμου. Και μπορεί όλο αυτό που επιχειρώ να περιγράψω αναφορικά με την ώσμωση και τη συγγένεια των Αμερικανών βιωματικών πεζογράφων με τους αντίστοιχους της Θεσσαλονίκης να φαντάζει ως βάσιμη υποψία ή ως ισχυρή διαίσθηση, ωστόσο αυτή η σύζευξη, που δικαιολογεί σε μεγάλο βαθμό την αγάπη, που χρόνια τώρα, τρέφω τόσο για τους ρεαλιστές πεζογράφους αυτής της πόλης, όσο και για τους αντίστοιχους της αμερικανικής ηπείρου, θέλω να πιστεύω πως είναι και ουσιώδης και θεμιτή. Πάνω απ’ όλα είναι μια προσωπική αναγνωστική προσέγγιση, δίχως να βασίζομαι σε θεωρίες λογοτεχνίας και άλλου τύπου θεωρητικές προσεγγίσεις. Θα ήμουν, λοιπόν, ευτυχής αν αυτή η πολυετής λογοτεχνική αποτύπωση, ιδωμένη πάντα μέσα από ένα απολύτως προσωπικό βλέμμα, καταφέρει να υποδείξει έναν τρόπο συνδυαστικής προσέγγισης κάποιων λογοτεχνικών βιβλίων, ακόμη κι αν τους συγγραφείς τους τους χωρίζουν μία θάλασσα κι ένας ωκεανός.