
Ένα κεφάλαιο από το βιβλίο «Ανταποκριτές του σύμπαντος» ("Reporting the Universe") του σπουδαίου αμερικανού συγγραφέα E.L. Doctorow, που περιλαμβάνει σκέψεις για την τέχνη του μυθιστορήματος και γενικότερα για τη λογοτεχνία.
Μετάφραση: Μέμη Κατσώνη
Ως μυθιστοριογράφος, πρέπει να παραμείνω εκτός του συστήματος εμπειρογνωμοσύνης που συγκροτεί την πνευματική ζωή της κοινωνίας μας. Ο μυθιστοριογράφος δεν είναι ειδικός σε κανένα θέμα, δεν βρίσκει στήριγμα σε καμιά επιστήμη, κι έτσι είναι ελεύθερος να διασχίζει τα σύνορα που οριοθετούν τους διάφορους τομείς γνώσης. Μπορώ να χρησιμοποιήσω τις έννοιες των θετικών επιστημών και την ποιητική της θεολογίας. Μπορώ να μιλήσω σαν ανθρωπολόγος, φιλόσοφος ή πορνογράφος. Να χρησιμοποιήσω τα υλικά της Ιστορίας, να μεταδώσω ειδήσεις σαν δημοσιογράφος, να καταφύγω στην εξομολόγηση, την αυτοβιογραφία, σε μύθους, θρύλους, όνειρα, παραισθήσεις και στα ψελλίσματα του παράφρονα στο δρόμο. Όλα αυτά είναι ισοβαρή για μένα. Θα χρησιμοποιήσω όλες τις λέξεις του κάθε τρόπου σκέψης με τη βεβαιότητα πως θα συντηχθούν σε μια εύλογη σύνθεση. Πιστεύω απόλυτα στη μυθοπλασία, αυτή την υπερεπιστήμη που εμπεριέχει όλες τις άλλες, θολώνοντας τα όρια ανάμεσα στα είδη για να συγχωνεύσει την πραγματικότητα με την φαντασία και που στην καλύτερή της μορφή επιβεβαιώνει την αρμοδιότητα του ανεξάρτητου πνεύματος να απεικονίσει τον κόσμο. Με τον ίδιο τρόπο που το έκανε τα αρχαία χρόνια, τότε που οι ιστορίες αποτελούσαν σύστημα γνώσης, τον καιρό που οι ιστορίες ήταν ο πρωταρχικός τρόπος οργάνωσης και αποθήκευσης γνώσης – τότε που η πραγματικότητα ήταν συνάρτηση της πίστης του οραματιστή, τότε που άνθρωποι δημιουργούσαν τις ιστορίες που διαβάζουμε και ακολουθούμε ως τις μέρες μας. Τις Γραφές μας, τις ιστορίες του Θεού.
Οι ιστορίες είναι τα πρώτα μέσα γνώσης, ο καθολικός τρόπος έκφρασης που προηγείται των ειδικών λεξιλογίων της νεωτερικής νόησης.
Οι επαγγελματίες της λογοτεχνίας είναι συντηρητικοί εραστές των ιδανικών δομών του ανθρώπινου νου, καλλιεργητές της παγκόσμιας τάσης του σκέπτεσθαι δια των ιστοριών. Οι ιστορίες είναι τα πρώτα μέσα γνώσης, ο καθολικός τρόπος έκφρασης που προηγείται των ειδικών λεξιλογίων της νεωτερικής νόησης.
Αλλά, παρ’ όλες της τις δυνατότητες, η λογοτεχνία δεν ζητά οπαδούς. Είναι αποκλειστικά διπολική, η αμφιβολία πάντα συνυπάρχει με το αξίωμα, υπάρχει πάντα ένα όχι μέσα στο ναι κι ένα ναι μέσα στο όχι. Προσφέρει ηθική πολυπλοκότητα, παραδοξότητα, ειρωνεία, οδύνη, ανθρώπινη αποτυχία και αποτυχία –κωμική ή τραγική– των ανθρώπινων θεσμών. Είναι ο καθρέφτης της αμφιταλαντευόμενης ανθρώπινης ψυχής. Λέει, «Έτσι νιώθουμε, αυτή είναι η αλήθεια της αισθητής ζωής». Κι έτσι ανατρέπει την απλουστευτική πίστη, ανθίσταται στον περιορισμό της ελευθερίας που είναι σύμφυτη με το σύνολο των κοινωνικών μύθων, αυτών που με την αδράνειά τους αποχαυνώνουν τη σκέψη. Η λογοτεχνία δεν ζητά οπαδούς.
Αναφέρομαι βέβαια στη λογοτεχνία μετά την Εποχή του Χαλκού και του Σιδήρου. Γιατί στις προγονικές λογοτεχνίες των εποχών εκείνων, στα ιερά κείμενα των θρησκειών μας, αποδίδεται μια πατρότητα που απαιτεί οπαδούς. Οι Γραφές του Ιουδαϊσμού, του Χριστιανισμού και του Ισλάμ δημιουργήθηκαν ή ήρθαν στην επιφάνεια τότε που οι ιστορίες ήταν τα μόνα διαθέσιμα κείμενα – και η εφεύρεσή τους ήταν ο λόγος του Θεού. Αυτά τα σωζόμενα κοινοτικά κείμενα που μας διέπλασσαν ήταν οδηγίες επιβίωσης δομημένες με κόπο και νοηματικές ανακαλύψεις διαμορφωμένες μέσα από εικόνες και σε κάποιες περιπτώσεις έμμετρα ώστε να διαδίδονται από στόμα σε στόμα, πολύ πριν καταγραφούν. Έδιναν συμβουλές. Συνέδεαν το παρόν με το παρελθόν, το ορατό με το αόρατο. Διαμοίραζαν την οδύνη για να γίνει ανεκτή. Σαν τις σημερινές ιστορίες, δεν έκαναν διακρίσεις μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας, μεταξύ καθημερινής επικοινωνίας και υψηλής γλώσσας. Αλλά δεν ήταν συνειδητές λογοτεχνικές πράξεις. Όλες οι μορφές γλώσσας που τώρα διακρίνουμε ανάλογα με τις εκάστοτε καταστάσεις δεν είχαν ακόμα επινοηθεί. Η γλώσσα ήταν μαγική. Η πράξη και μόνο της αφήγησης προϋπέθετε αλήθεια.
Η εβραϊκή Βίβλος είναι προφανώς μια επιμελημένη κοινοτική δημιουργία, αν και αποδίδεται από τους πολύ θρήσκους εν μέρει στον Μωυσή. Και ο Μωάμεθ θεωρείται συγγραφέας, αν και τα λόγια του τα έγραψαν άλλοι – και οι λόγοι του Ιησού, οι πράξεις και ο βίος του περιγράφονται στα ευαγγέλια εξ ίσου αντιφατικά και με την αμφίβολη αντικειμενικότητα που θυμίζει ορισμένους σημερινούς ανταποκριτές. Αλλά στην αρχαιότητα μόνο ο Θεός και οι προφήτες του έφεραν τον τιμητικό τίτλο του δημιουργού. Τα ιερά κείμενα όλων των θρησκειών που στηρίζονται στην εβραϊκή Βίβλο έχουν κοινοτικά τροποποιηθεί, ξαναγραφεί, σχολιαστεί, ερμηνευθεί από ραβίνους, ιερείς και ιμάμηδες, για να μετατραπεί o θρησκευτικός τρόμος σε εκκλησία, το αμεσολάβητο δέος σε δόγμα, το αδιαμόρφωτο αίσθημα σε θεία κοινωνία, ο ωμός τρόπος έκφρασης σε ηθική εντολή. Αλλά η θεϊκή συγγραφή δια μεσαζόντων δεν αμφισβητείται. Και αν ένα τμήμα ιερού κειμένου είναι παράλογο, ακατανόητο, αντιφατικό, διπολικό, αινιγματικό, ο Θεός μέσα στην συγγραφική του τελειότητα δεν αμφισβητείται, μόνο εμείς οι αναγνώστες αποδεικνυόμαστε ανεπαρκείς.
Σ’ αυτόν τον νέο κόσμο, που έχασε μέσα από τον ορθολογισμό και την επιστήμη την ομπρέλα της μαγείας που προσφέρει η θεία σύλληψη του σύμπαντος, όλοι οι δημιουργοί αναγνωρίζονται ως θνητοί. Και κάθε ιστορία πρέπει να επιβιώσει αφ’ εαυτής.
Στις ιστορίες των πολιτισμών, το δικαίωμα δημιουργίας κατεβαίνει σαν βροχή κάθαρσης από τους ουρανούς στη γη. Πόλεμοι διεξάχθηκαν, ορθοδοξίες καταρρίφθηκαν, η ανθρώπινη συνείδηση πέρασε μέσα από επαναστάσεις και τα ανθρώπινα όντα αναδομήθηκαν μέσα από την ελευθερία για να το κατορθώσουν αυτό. Σ’ αυτόν τον νέο κόσμο, που έχασε μέσα από τον ορθολογισμό και την επιστήμη την ομπρέλα της μαγείας που προσφέρει η θεία σύλληψη του σύμπαντος, όλοι οι δημιουργοί αναγνωρίζονται ως θνητοί. Και κάθε ιστορία πρέπει να επιβιώσει αφ’ εαυτής.
Όταν ο Βάκων και ο Γαλιλαίος επέμεναν να θέσουν τους ισχυρισμούς της γνώσης σε δοκιμασία με παρατήρηση και πειράματα, η αυθεντία της αφήγησης ιστοριών ως κύριος τρόπος κατανόησης του κόσμου συρρικνώθηκε τόσο που σήμερα μόνο τα παιδιά συνεχίζουν να πιστεύουν πως οι ιστορίες είναι εκ της εκφοράς τους αληθείς. Τα παιδιά είναι φονταμενταλιστές.
Από τις 11 Σεπτέμβρη του 2001 σκέφτομαι τα αρχαία κείμενα. Φυσικά υπάρχουν πραγματιστικές πολιτικές ερμηνείες της ανόδου της παγκόσμιας τρομοκρατίας. Αλλά ακολουθώντας τον Έμερσον θα μπορούσαμε να περιγράψουμε τη φρίκη που προκαλούν οι θρησκευτικά αφιονισμένοι μηδενιστές ως προερχόμενη από τόπους όπου, για πολλούς, το σύμπαν δεν είναι αντικείμενο μελέτης γιατί έχει ήδη ερμηνευθεί και αποδοθεί συνολικά και αιώνια στον Υπέρτατο Συγγραφέα.
Είναι αδιανόητο για μια απολυταρχική θεοκρατία, μια περιοχή υπό θρησκευτικό νόμο –είναι αδιανόητο για κάθε κοινωνία στην οποία όλες οι απαντήσεις έχουν ήδη δοθεί, οι κανόνες του ζην είναι ανελαστικοί και η αυθεντία καλύπτει όλη τη σκέψη ως άρχων τρόπος– να δει την ελεύθερη έκφραση και την πολλαπλότητα των μαρτυριών ως κάτι άλλο παρά βδέλυγμα, κίνδυνο για το κράτος και προσβολή κατά του Θεού, αφού ο Θεός ή το κράτος έχουν ολοκληρώσει το απαραίτητο αφήγημα, εις τον αιώνα τον άπαντα.
Έτσι, η υφέρπουσα σύγκρουση του μέλλοντος μπορεί να γίνει κατανοητή και ως σύγκρουση των παλαιών με τις νέες ιστορίες, ή ως διαμάχη μεταξύ φανατικών αναγνωστών των παλαιών και θρασύτατων αναγνωστών των νέων ιστοριών, μεταξύ των αρχαίων αποκαλυπτικών, ιερών κειμένων και κειμένων των πρόσφατων πολιτισμών που γράφτηκαν από θνητούς, διακριτούς συγγραφείς οι οποίοι, χωρίς ιερά διαπιστευτήρια και κάθε άλλο παρά απαλλαγμένοι από κακότητες, βιοπορίζονται ως ανταποκριτές του σύμπαντος.
* Η ΜΕΜΗ ΚΑΤΣΩΝΗ είναι συγγραφέας και μεταφράστρια.
Τελευταίο της βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Ο Λένιν στον Άγιο Αντώνιο» (εκδ. Γαβριηλίδη).
→ Περισσότερα για το βιβλίο, εδώ.