
Προδημοσίευση αποσπάσματος από την εισαγωγή του βιβλίου του Eric Hobsbawm «Η σκηνή της τζαζ» (μτφρ. Τάκης Τσήρος, επιμέλεια Γιάννης Λειβαδάς), που κυκλοφορεί την 1η Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Εξάντας.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Το βιβλίο αυτό ασχολείται με ένα από τα πιο αξιοπρόσεκτα πολιτισμικά φαινόμενα του αιώνα μας. Θέμα του δεν είναι απλώς και μόνον ένα είδος μουσικής, αλλά κάτι πολύ περισσότερο: μια μοναδική κατάκτηση και μια πραγματικά αξιοσημείωτη όψη της κοινωνίας μέσα στην οποία ζούμε.
Στην παρούσα έκδοση παρουσιάζεται μια νέα, αναθεωρημένη και διορθωμένη μορφή της μετάφρασης που κυκλοφόρησε το 1988 και το 1993, καθώς η ανάγκη για κάτι τέτοιο ήταν αναγκαία και επιτακτική. Διορθώθηκαν όλα τα λάθη και οι αβλεψίες, καθώς επίσης προστέθηκαν ορισμένες σημειώσεις.
Τον κόσμο της τζαζ δεν τον αποτελούν μονάχα οι ήχοι που βγαίνουν από ορισμένα μουσικά όργανα όταν παίζονται με ιδιαίτερο τρόπο· τον αποτελούν και οι μουσικοί που τα παίζουν, έγχρωμοι ή λευκοί, Αμερικανοί ή όχι. Τον κόσμο της τζαζ τον αποτελούν ακόμη οι χώροι όπου παίζεται, το οικονομικό και τεχνικό οικοδόμημα που χτίστηκε γύρω από τους ήχους της, οι συνειρμοί τους οποίους οι ήχοι της ξυπνούν μέσα μας. Τον αποτελούν οι άνθρωποι που ακούνε την τζαζ, καθώς κι εκείνοι που φροντίζουν για τη διάδοσή της.
Το πως η τζαζ, ακόμη και σήμερα, δεν διαθέτει μια ενοποιημένη αφήγηση της ιστορίας της οφείλεται σε μεροληπτικές κρίσεις και σε μη ακροθιγείς, μολονότι κοπιώδεις, αποτιμήσεις. Η καλλιτεχνική της πολυτροπία, ο πραγματικός της πλούτος, εκτιμήθηκε από πολλούς μόνο ως αφορμή για αναλυτικούς επιμερισμούς οι οποίοι περιορίστηκαν στη μερικότητα και στη βαρύτητα των δευτερευόντων ενσωματωμένων της ειδών και στοιχείων, αφήνοντας ασχολίαστη ή μερικώς σχολιασμένη την αισθητική της.
Η εποχή μας και ο πολιτισμός μας έχουν ανάγκη αυτές τις περιοδικές μεταγγίσεις αίματος που αναζωογονούν την κουρασμένη και εξαντλημένη αστική τέχνη ή τη λαϊκή τέχνη που η ζωτικότητά της έχει στραγγιχτεί από τη συστηματική εμπορική νόθευση και την υπερεκμετάλλευση.
Στην παρούσα έκδοση παρουσιάζεται μια νέα, αναθεωρημένη και διορθωμένη μορφή της μετάφρασης που κυκλοφόρησε το 1988 και το 1993, καθώς η ανάγκη για κάτι τέτοιο ήταν αναγκαία και επιτακτική. Διορθώθηκαν όλα τα λάθη και οι αβλεψίες, καθώς επίσης προστέθηκαν ορισμένες σημειώσεις ώστε η νέα αυτή έκδοση να συμβαδίσει τρόπον τινά με τις αναθεωρήσεις και τα ενδείγματα της σύγχρονης ιστοριογραφίας της τζαζ.
Η πρώτη, παλαιά μετάφραση του βιβλίου, είχε γίνει από τον Τάκη Τσήρο. Την αναθεώρησή της καθώς και τη επιμέλεια της έκδοσης ανέλαβε ο ποιητής Γιάννης Λειβαδάς ο οποίος δεν τυγχάνει μόνο μελετητής και aficionado της τζαζ μα είναι και ο υπεύθυνος της σειράς «Νήματα» του Εξάντα.
Με το πέρας τόσων ετών, καθότι οι δύο παλαιές εκδόσεις του βιβλίου υπήρξαν καίριες για την ελληνική βιβλιογραφία, Η Σκηνή Της τζαζ επανέρχεται στην κυκλοφορία κατά τα μέτρα μιας εργασίας που διαλαμβάνεται το κορυφαίο, ίσως, καλλιτεχνικό ρεύμα του εικοστού αιώνα μα και κατά το δέον που αρμόζει σε αυτή, ως έργο του οποίου η συνάφεια με τη σύγχρονη ζωή είναι αποφασιστική.
Ο Έρικ Χόμπσμπαουμ διακρινόταν για την ισόρροπη και αντικειμενική του προσέγγιση, η οποία, εντός των πλαισίων της, υπήρξε ιδιαίτερα διαφωτιστική και ως μέθοδος δημιούργησε σχολή. Η καταγραφή της ιστορίας της τζαζ δεν έχει νόημα εάν δεν καταχωρίζεται μέσω κρίσεων και συγκρίσεων∙ έως ενός σημείου αποτελεί μουσικολογία, εκπόνηση έργου που εστιάζει ως επί το πλείστον σε σημασίες που άγουν στο απρόσμενο.
Ο συγγραφέας επεδίωξε πρώτα και κύρια να τοποθετήσει την τζαζ σε ιστορική προοπτική. Προσπάθησε ν’ ανιχνεύσει τις κοινωνικές ρίζες και την ιστορία της, να αναλύσει την οικονομική δομή της, το σώμα των μουσικών της, τη φύση του κοινού της και τους λόγους της εκπληκτικής έλξης που έχει ασκήσει παγκοσμίως.
Η γοητεία της τζαζ οφείλεται στην ικανότητά της να προσφέρει όλα όσα η εμπορική ελαφρά μουσική αποκλείει από τη δική της παραγωγή. Η τζαζ είναι τέχνη και όχι άλλο ένα μουσικό είδος που προσφέρεται για παθητική απόλαυση. Είναι έντονη, εμπνευσμένη και ρηξικέλευθη, δεν είναι ένα συναισθηματικό κατασκεύασμα. Είναι επίσης μουσική διαμαρτυρίας, απροσδόκητη και οικουμενική.
Ανάμεσα στον μουσικό της τζαζ και στον ακροατή επιτελούνται μια σειρά από δυσεξήγητα φαινόμενα τα οποία αφορούν, ως επί το πλείστον, την ακόρεστη μεταλαμπάδευση ενός μυστηρίου το οποίο ουδέποτε αναλύεται οριστικά∙ ο κριτικός και ο ιστορικός της τζαζ στην πραγματικότητα αυτό το μυστήριο αποπειρώνται να ερμηνεύσουν ή να σχολιάσουν.