
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο του Thomas C. Foster «Τα μυστικά της λογοτεχνίας – Πώς να διαβάζετε τη λογοτεχνία σαν ειδικός» (μτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης), που κυκλοφορεί στις 16 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Δικό μου είναι το σύμβολο και, αν θέλω, θα κλάψω
Eως τώρα έχουμε μιλήσει για μορφές που είναι αρκετά κοινές και γνωστές. Πολλά πράγματα στον κόσμο ενέχουν περισσότερες ή λιγότερες ετοιμοπαράδοτες συσχετίσεις –ή συσχετίσεις που χρησιμοποιούνται ήδη τόσον πολύ καιρό, ώστε μοιάζουν ετοιμοπαράδοτες σ' εμάς τους όψιμους. Οι ποταμοί; Αλλαγή, ροή, πλημμύρα ή ξηρασία. Οι βράχοι; Ακινησία, αντίσταση στην αλλαγή, μονιμότητα. Όταν ο Γέιτς τοποθετεί μια φανταστική πέτρα στον υποθετικό του ποταμό στο ποίημα «Πάσχα 1916» ("Easter 1916"), αντιπαραθέτει την ορμή του ποταμού με την ανυποχώρητη πέτρα, και όλοι μας πιάνουμε το νόημα χωρίς να χρειαστεί να σκεφτούμε πολύ βαθιά. Ως εδώ, καλά.
Τι συμβαίνει, όμως, όταν δεν πρόκειται για κάτι που το βλέπουμε στο σπίτι της λογοτεχνίας κάθε μέρα; Κι αν πρόκειται, ξέρω κι εγώ, για μια γελάδα; Ή για μια κατσίκα; Έχουμε πολλά πρόβατα στα βουκολικά ποιήματα, αλλά όχι και πολλές κατσίκες. Για να πάμε στα περίεργα, εν προκειμένω· τι λέτε για έναν ψύλλο; Θαρρείτε ότι αστειεύομαι, έτσι δεν είναι; Ο Τζον Νταν πήγε σ' αυτά τα περίεργα πριν από πάρα πολύ καιρό κι έβγαλε πολύ πράγμα από το εν λόγω μικροσκοπικό έντομο. Ανέφερα προηγουμένως ότι ο Νταν ήταν δικηγόρος και κληρικός στο επάγγελμα –ήταν ηγούμενος στον καθεδρικό ναό του Αγίου Παύλου στο Λονδίνο την τελευταία δεκαετία της ζωής του–, αλλά νωρίτερα ήταν άσωτος κι επίσης συγγραφέας που αρεσκόταν σε σεξουαλικές μεταφορές. Ήταν καθήκον κάθε λόγιου ασώτου ν' απευθύνεται στους στόχους που ορεγόταν, δελεάζοντάς τους να του προσφέρουν αυτό που επιθυμούσε με τον πιο έξυπνο τρόπο. Ιδού μια από τις προσπάθειες του Ντον:
Δες τούτο τον ψύλλο, και δες
Τι λιγοστό είναι αυτό που δεν μου δίνεις·
Εμέ ρούφηξε πρώτα, και τώρα εσέ ρουφά,
Και μες στον ψύλλο τον τόσο δα μικρό
Το δικό μου και το δικό σου αίμα έγινε κοινό.
Και ξέρεις πως δεν λογίζεται αυτό
Γι' αμάρτημα ή όνειδος ή παρθενιάς χαμό
Κι όμως αυτός γλεντάει πριν τον έρωτα γευτεί
Και φουσκώνει απ' το αίμα που έγινε κοινό
Και φευ!, πιο πολύ από μας τους δυο.
Δεν είναι παρά η πρώτη στροφή του ποιήματος "The Flea" [«Ο ψύλλος»], αλλά, αν λάβουμε υπόψη τα «εσέ» και τα «εμέ», πιάνουμε το νόημα. Ο άντρας ομιλητής ζητάει από τη διστακτική του αγαπημένη να συλλογιστεί ότι ο ψύλλος έχει κάνει αυτό που εκείνη δεν τον αφήνει να κάνει: έχει σμίξει τις δύο υπάρξεις τους, εν προκειμένω παίρνοντας αίμα από καθεμία τους. Βλέπεις, της λέει, έχουν ήδη ενωθεί τα αίματά μας, οπότε τι θα πείραζε να ενώσουμε και τα κορμιά μας; Δεν έχει αιδημοσύνη ο ψύλλος, ούτε είναι ντροπή το ότι μας τσίμπησε και μας ρούφηξε· γιατί, λοιπόν, να είναι ντροπή το να κάνουμε έρωτα;
Αυτό το είδος του σχήματος λόγου, που διατρέχει το ποίημα ως οργανωτικό τέχνασμα, αποκαλείται μεταφορική εκζήτηση (conceit), και σε αυτό διέπρεψαν πραγματικά ο Τζον Νταν και οι λεγόμενοι μεταφυσικοί ποιητές. Συχνά, όπως εδώ, το τέχνασμα αυτό μοιάζει πιο σημαντικό και από το θέμα, και είναι σάμπως το δεύτερο να επινοήθηκε προκειμένου να χρησιμοποιηθεί το πρώτο.
Συνεχίζει έτσι επί ματαίω και στις δύο επόμενες στροφές, ζητώντας της αρχικά να μη σκοτώσει τον ψύλλο, μιας και θα ήταν σαν να σκοτώνει, της λέει με κάποια αστεία δόση παραλογισμού, και τους τρεις τους, ενώ αποκαλεί το έντομο «του γάμου μας κρεβάτι». Αντιλαμβανόμαστε σε όλη την έκταση του ποιήματος ότι ο ομιλητής δεν είναι απολύτως ειλικρινής και ότι ο ψύλλος είναι ένα πρόσχημα για να αστειευτεί και συνάμα να εκλιπαρήσει από την αγαπημένη του να του δοθεί ερωτικά. Στην τρίτη στροφή, εκείνη πράγματι σκοτώνει τον ψύλλο –διόλου ευχάριστος οιωνός για τον ικέτη του έρωτα– και εκείνος της λέει ότι δεν θα χαθεί περισσότερη τιμή αν σμίξουν ερωτικά απ' όση χάθηκε όταν εκείνη σκότωσε τον ψύλλο. Αυτό το είδος του σχήματος λόγου, που διατρέχει το ποίημα ως οργανωτικό τέχνασμα, αποκαλείται μεταφορική εκζήτηση (conceit), και σε αυτό διέπρεψαν πραγματικά ο Τζον Νταν και οι λεγόμενοι μεταφυσικοί ποιητές. Συχνά, όπως εδώ, το τέχνασμα αυτό μοιάζει πιο σημαντικό και από το θέμα, και είναι σάμπως το δεύτερο να επινοήθηκε προκειμένου να χρησιμοποιηθεί το πρώτο. Η περίσταση, δηλαδή η επιτακτική παράκληση ενός ερωτευμένου, μπορεί να είναι διασκεδαστική, αλλά ακόμα πιο διασκεδαστική είναι η χρησιμοποίηση ενός ενοχλητικού ψύλλου ως εφαλτηρίου για μια τέτοια παράκληση.
Ιδού, λοιπόν, η ανταμοιβή: Πόσες φορές έχετε συναντήσει μια τέτοια στρατηγική; Όχι την παράκληση για ερωτικό σμίξιμο αλλά τη χρήση ενός ψύλλου (ή, εναλλακτικά, ενός κουνουπιού, ενός τσιμπουριού, μιας αλογόμυγας ή οποιουδήποτε άλλου εντόμου που τσιμπάει). Σχεδόν ποτέ, έτσι δεν είναι; Ένα από τα ζητήματα που πραγματευόμαστε στο παρόν βιβλίο είναι το πώς μπορούμε να συγκροτήσουμε μια λογοτεχνική βάση δεδομένων σχετικά με την εικονοποιία και τις χρήσεις της: η βροχή, ναι· κοινά δείπνα και γεύματα, ναι· περιπλανήσεις, ναι· και πάει λέγοντας. Αυτό στο οποίο βασίζεται η εν λόγω βάση δεδομένων είναι, φυσικά, η επανάληψη. Εάν αρκετοί συγγραφείς χρησιμοποιούν ένα δεδομένο αντικείμενο ή μια δεδομένη κατάσταση σε αρκετά έργα, αρχίζουμε να αναγνωρίζουμε και να καταλαβαίνουμε την εμβέλεια των πιθανών νοημάτων. Δεν είναι ανάγκη να μας πουν: «Έι, προσέξτε! Βρέχει!» Απλώς βάζουν στις σελίδες τους μια βροχή, και τα υπόλοιπα θα τα κάνουμε εμείς. Οι συγγραφείς δεν είναι καν ανάγκη να το σκεφτούν· μπορεί κάλλιστα να βρέξει εφόσον το απαιτήσει η πλοκή. Κι εμείς εξιχνιάζουμε τα πράματα από κει και πέρα.
Το ζήτημα είναι ότι εμείς διαθέτουμε, ως συγγραφείς, ως καλλιτέχνες και ως αναγνώστες, μια κοινή δεξαμενή από μεταφορικά λογοτεχνικά δεδομένα, που συγκροτήθηκε με αιώνες χρήσης σ' ένα πλήθος καταστάσεων και με μια πολλαπλότητα προθέσεων –μια αποθήκη από εικόνες, σύμβολα, παρομοιώσεις και μεταφορές, στην οποία όχι μόνο μπορούμε να έχουμε πρόσβαση αλλά πράγματι έχουμε, σχεδόν αυτομάτως. Μπορεί να μη σκεφτόμαστε όλες τις νύξεις σ' έναν κατακλυσμό σε μια κινηματογραφική ταινία, αλλά νιώθουμε την επίπτωσή του –πέρα από το επιφανειακό γεγονός ότι κατακλύζονται τα πάντα– σε ένα επίπεδο πριν από αυτό της συνειδητής σκέψης. Αυτή η αποθήκη υπαινιγμών, λοιπόν, επιτρέπει στα κείμενα να σημαίνουν ταυτοχρόνως περισσότερα από ένα πράγμα.
Ας γίνουμε πιο ξεκάθαροι, για να μην εκτροχιαστεί κανείς: αυτοί οι υπαινιγμοί είναι όλοι ανεξαιρέτως δευτερεύοντες. Το πρωτεύον νόημα του κειμένου είναι η ιστορία που αφηγείται, η συζήτηση στην επιφάνεια (περιγραφή τοπίου, δράση, επιχείρημα και πάει λέγοντας). Έρχεται ένα σημείο στη λογοτεχνική μας εξέλιξη που σχεδόν χάνουμε από τα μάτια μας το γεγονός. Αν θέλετε να μπερδέψετε τους σπουδαστές ενός τμήματος Αγγλικής Φιλολογίας για προχωρημένους, ρωτήστε τους: «Τι μας λέει η ιστορία;» Πραγματικά μπερδεύονται και αρχίζουν να μιλάνε για «κρυμμένα» νοήματα, πολλά από τα οποία μπορεί όντως να είναι σωστά. Απλώς ξεχνάνε να σας πουν ότι η ιστορία λέει για έναν μισαλλόδοξο τύπο που η σύζυγός του καλεί για φαγητό έναν τυφλό. Ακόμα κι ένας μαθητής της Πέμπτης Δημοτικού μπορεί να το κάνει αυτό, αλλά εντέλει χάνουμε τούτη την ικανότητα ενόσω αναζητούμε τι κρύβεται από κάτω, συνεπώς αξίζει τον κόπο να ασκούμαστε κάθε τόσο στο να αντιλαμβανόμαστε απλώς τι λέει μια ιστορία. Σκεφτείτε το ως εξής: Εάν ένα μυθιστόρημα είναι παταγώδης αποτυχία ως αφήγηση, δεν θα το σώσουν όλα τα σύμβολα του κόσμου. Όχι, δεν καταδίκασα μόλις τον Μόμπι Ντικ· είναι έργο απολύτως πετυχημένο, σύμφωνα με αφηγηματικούς κανόνες που δεν μπορούν να συλλάβουν πολλοί άνθρωποι (ιδίως στα δεκαεφτά ή στα είκοσι, τότε που οι περισσότεροι από εμάς μπερδευόμαστε μες στις αράδες του).
Τίποτε από τα παραπάνω δεν μειώνει τη σημασία αυτών των δευτερευόντων νοημάτων· παραμένουν σημαντικά. Αυτά προσφέρουν υφή και βάθος σε ένα έργο· δίχως αυτά, το λογοτεχνικό σύμπαν θα ήταν λιγάκι επίπεδο. Ενσταλάζουν απόηχους καθώς αναγνωρίζουμε σε ένα νέο έργο κάτι που ίσως το έχουμε συναντήσει αλλού ή που βαθαίνει το νόημα της ιστορίας που εκτυλίσσεται στην επιφάνεια. Άλλο είναι, φέρ' ειπείν, μια νέα γυναίκα να νιώσει παθιασμένα συναισθήματα για τον άντρα που την έσωσε από πνιγμό (και όχι από ένα εκτροχιασμένο βαγόνι ή από μια αγέλη λύκων), μιας και στον παραλίγο πνιγμό της βίωσε κάτι πολύ κοντινό στον θάνατο. Κατά μία έννοια, αναγεννήθηκε. Αυτή η κοινή αποθήκη μεταφορικής γλώσσας –δηλαδή, σχημάτων λόγου, όπως τα σύμβολα, οι μεταφορές, η αλληγορία, η εικονοποιία– μας επιτρέπει, και μας ενθαρρύνει ακόμα, να ανακαλύψουμε σε ένα κείμενο δυνατότητες πέρα από τις κυριολεκτικές. Έχουμε αφιερώσει πολύ χρόνο στο να συζητούμε ποικίλα πράγματα αποθηκευμένα σε τούτο το θησαυροφυλάκιο, από τους κήπους και τις βαπτίσεις μέχρι τα ταξίδια και τον καιρό και τις εποχές και το φαγητό και την αρρώστια, αλλά τα περιεχόμενά του είναι αδιανότητα περισσότερα απ' ό,τι θα μπορούσε να καλύψει ένα και μόνο βιβλίο. Ευτυχώς, άπαξ και καταλάβετε τη βασική αρχή, μπορείτε να ανακαλύψετε μεμονωμένες περιπτώσεις και να καταπιαστείτε μαζί τους όσο προχωράτε. Εξάλλου, αυτό κάνατε σε όλη σας τη ζωή δίχως να το ξέρετε, και η μοναδική διαφορά είναι ότι τώρα το κάνετε συνειδητά και εμπεριστατωμένα.