Της Τασούλας Τσιλιμένη
Μπήκε, γύρισε το κλειδί στην πόρτα και έβγαλε τα παπούτσια. Τρεις μέρες έλειπε. Όχι, δεν επέστρεφε από ταξίδι. Ήταν το συνηθισμένο δρομολόγιο κάθε βδομάδας. Είκοσι χρόνια τώρα. Δευτέρα με Τετάρτη, εκτός. Αγαπούσε την οδήγηση. Κάθε φορά έβρισκε κάτι ενδιαφέρον στη διαδρομή. Αλλαγές χρωμάτων σε δέντρα και θάμνους της εθνικής, αποχρώσεις του πράσινου στον θεσσαλικό κάμπο, αγγελοπούπουλα τον Νοέμβρη –πώς να φυλακίσεις το βαμβάκι σε φορτηγό;– σχηματισμοί πουλιών, το ροζ ή μολυβί του ουρανού και σύννεφα, σύννεφα… αυτά ήταν τα αγαπημένα...
Μπήκε κατευθείαν στην κουζίνα αριστερά κι άνοιξε το ψυγείο. Έπιασε μια μπύρα και βγήκε προς το σαλόνι. Δεν ήταν η κούραση που έφερε την ανάγκη του αλκοόλ. Όχι. Δεν ήταν η κούραση. Ήταν εκείνο το μήνυμα στο κινητό που ήρθε εν μέσω της εθνικής.
Είχε σχεδόν σκοτεινιάσει και το τηλέφωνο, όπως πάντα, δεξιά, στην υποδοχή με τα κέρματα για τα διόδια. Πάντα τακτοποιούσε τα ψιλά για να μην ψάχνεται τελευταία στιγμή. Δεν άκουσε τον ήχο του μηνύματος. Άκουγε «πρώτο πρόγραμμα». Ειδήσεις, μουσική, εκπομπές με σχολιασμό της επικαιρότητας. Ο Τσίπρας στην Ν. Υόρκη, στη συνηθισμένη συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και οι ανταποκρίσεις ανά μισή ώρα στο δελτίο ειδήσεων. Δεν ήταν «φαν» των ειδήσεων. Μόνο στο ραδιόφωνο, όταν ταξίδευε, τις παρακολουθούσε.
Με την άκρη του ματιού αναγνώρισε το όνομα του αποστολέα. Ανεπαίσθητα άγγιξε το φρένο.
Ήταν το φως που τράβηξε το βλέμμα. Με την άκρη του ματιού αναγνώρισε το όνομα του αποστολέα. Ανεπαίσθητα άγγιξε το φρένο. Έπιασε δεξιά λωρίδα και μειώνοντας ταχύτητα άρχισε να αναζητά πινακίδα για πάρκινγκ. Έβγαλε φλας και σταμάτησε πίσω από μια νταλίκα. Έπιασε το κινητό και έσυρε το δάχτυλο στην οθόνη. Σύντομο μήνυμα. Πέντε λέξεις. Πέντε λέξεις και δυο animation, όπως συνήθως. Το διάβασε και το ξαναδιάβασε. Μια στιφάδα στο στόμα. Όχι, δεν έλεγε κάτι περίεργο. Μήνυμα εκφραστικό, με τις γνωστές λέξεις που αντάλλασσαν εδώ και σχεδόν ενάμιση χρόνο. Λέξεις που χτυπούσαν στο τερέν του έρωτα που έτρεφε και τους δυο. Όσο το διάβαζε όμως, τόσο η στιφάδα στρογγυλοκάθονταν στο στόμα. Ήταν εκείνη η λεξούλα που έλειπε από το μήνυμα. Ούτε καν λέξη δηλαδή, που όμως άλλες φορές την λατρεύεις κι άλλες προσπαθείς να απαγκιστρωθείς από αυτή. Μόνο στον έρωτα επιζητάς να σε τυλίξει ολόκληρο. Γι’ αυτό την χαίρονταν πάντα στα μηνύματα που έπαιρνε. Γι’ αυτό και ξαφνιάστηκε τώρα με την απουσία της. Ξανά και ξανά, και πάλι από την αρχή, διάβαζε και ξαναδιάβαζε μια μια τις ορφανές λέξεις…
Ούτε κατάλαβε πότε έφυγε η νταλίκα. Πήρε βαθιά ανάσα. Άφησε το κινητό στη θέση του και γύρισε το κλειδί. Με κολλημένο το πόδι στο γκάζι και το μυαλό στο μήνυμα, σ’ όλη τη διαδρομή αναζητούσε την αιτία της απουσίας της λέξης –μιας τόσης δα συλλαβής– που δημιούργησε εκείνη την αίσθηση που μόνο ένα ερωτηματικό αμφιβολίας ξέρει να γεννά.
Μ’ αυτή την αίσθηση πάρκαρε, μ’ αυτήν έβγαλε τα παπούτσια, μ’ αυτή κρατώντας την μπύρα έφτασε στο σαλόνι.
Και τότε την είδε! Καθόταν στον καναπέ, όπως τότε. Στη συνηθισμένη της θέση, δηλαδή. Και την περίμενε, όπως τότε, όπως πάντα, αυτό το πάντα που είχε γίνει –είχε πιστέψει ότι είχε γίνει– παρελθόν. Ξαφνιάστηκε γιατί η τελευταία φορά που την είδε να περιμένει στην ίδια αυτή θέση, ήταν πριν ένα χρόνο και πέντε μήνες. Όπως και τότε ήταν χαμογελαστή. Έκανε χώρο και την κάλεσε να καθίσει δίπλα της. Έμεινε να την κοιτά αμήχανα με το μπουκάλι στο χέρι. Νόμιζε ότι είχε ξεπλέξει μαζί της. Είναι αλήθεια ότι είχαν περάσει μαζί καιρό, πολύ καιρό… Είδαν τα μέσα και τα έξω τους, καταδύθηκαν σε πηγάδια και κολύμπησαν σε άπατα νερά χωρίς τη βεβαιότητα του να βγουν ξανά στο φως. Πλάγιαζαν και ξυπνούσαν μαζί, έτρωγε και οδηγούσε, κι αυτή εκεί. Δεν απουσίασε στιγμή από τότε που για πρώτη φορά συναντήθηκαν – δε θυμάται με ακρίβεια το πότε. Ήταν σίγουρα μετά που το σπίτι ανέπνεε μόνο τη μυρωδιά ενός ατόμου. Τότε που το ξεφύλλισμα των άλμπουμ με τις φωτογραφίες διαρκούσε όλο και περισσότερο. Από τότε που το βλέμμα στρεφόταν όλο και πιο συχνά προς το μέσα, για να ανασυγκροτηθεί…
Κι ήταν πάλι –σαν σήμερα– κάποιο βράδυ που επιστρέφοντας και βγάζοντας πάλι τα παπούτσια την είχε δει στον καναπέ, όπως απόψε. Κι έμειναν μαζί μέχρι εκείνον τον Μάρτη, που μες στη νύχτα έφτασε ένα απρόσμενο μήνυμα στο κινητό που έφερε τα πάνω κάτω.
Μπορεί ένα μήνυμα να πετάξει τη μοναξιά απ’ το παράθυρο; Αναρωτιόταν τότε.
Μπορεί! Απάντησε πριν ενάμιση σχεδόν χρόνο.
Γι’ αυτό πάγωσε απόψε που την είδε εκεί στον καναπέ. Κι αναρωτήθηκε κοιτάζοντάς τη και φέρνοντας το μπουκάλι στο στόμα: Μπορεί η ξαφνική απουσία μιας κτητικής αντωνυμίας σε ένα μήνυμα –ένα απλό «μου»– να φέρει πίσω τη μοναξιά;
Τασσούλα Τσιλιμένη
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr.
Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επανακτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική και συντακτική επιμέλεια.