moma 1960

Την πρώτη μέρα, όταν ο Βασίλης έπιασε δουλειά στο βενζινάδικο, φορούσε μαύρη φόρμα και κολεγιακό φούτερ. Είχε να ξυριστεί δυο μέρες και τα μάγουλά του φαίνονταν κάπως μπλάβα. Το πρόσωπό του ήταν χλωμό σαν του νεκρού, λόγω της αϋπνίας που τον ταλάνιζε σταθερά, απ' όταν είχε πατήσει το πόδι του στην Γερμανία.

Του Νίκου Μ. Δημητρόπουλου 

Ένας μελαψός τύπος με απότομους τρόπους και σπαστή προφορά στα αγγλικά είχε αναλάβει να του δείξει τα κατατόπια. Δεν υπήρχαν αποδυτήρια για το προσωπικό και την ολόσωμη φόρμα εργασίας με την επωνυμία της εταιρείας, την οποία ήταν υποχρεωμένοι να βάζουν σε κάθε βάρδια, την φορούσαν σ' ένα στενάχωρο αποχωρητήριο, το οποίο βρισκόταν στο μίνι μάρκετ του βενζινάδικου. Έβγαζαν τα παπούτσια και το παντελόνι, έσπρωχναν τα πόδια στα μπατζάκια, κουμπώνανε τις τιράντες και ξαναφόραγαν τα παπούτσια.
Η γυναίκα που καθότανε πίσω απ' το ταμείο του μίνι μάρκετ, μια σιτεμένη ξανθιά, μαραμένη απ' τα τσιγάρα κι από 'να είδος μικρόψυχης ανίας, ήτανε η γυναίκα του αφεντικού, όπως πληροφορήθηκε ο Βασίλης. Το «αφεντικό» δεν ήταν εκεί. Ερχότανε πάντα μια ώρα μετά την έναρξη της βάρδιας. Η αργοπορία του ήταν ηθελημένη: πίστευε πως του έδινε το προσήκον κύρος. «Αν στήνομαι να περιμένω εγώ τους υπαλλήλους, θα μου πάρουνε τον αέρα», έλεγε, «Έτσι τους δείχνεις ποιος είναι το αφεντικό».
Το «αφεντικό» ήτανε γύρω στα πενήντα, με γκριζωπό μαλλί και περιποιημένο γενάκι. Ήτανε πάντα ντυμένος στην πένα και φρόντιζε έτσι ώστε τα τεφρά σακάκια που φορούσε να ταιριάζουν με την απόχρωση του μαλλιού του. Ήταν ψηλός και γεροδεμένος, αλλά, εξ αιτίας ενός παλιού τραυματισμού, μπορούσες να διακρίνεις στη βαριά περπατησιά του ένα αδιόρατο μπατάρισμα προς τα δεξιά. Ήταν πάντα παρφουμαρισμένος και ακτινοβολούσε ζωτικότητα, ο άνθρωπος που δεν θα τον έβλεπες ποτέ κακόκεφο και με μαύρους κύκλους κάτω απ' τα μάτια – αυτά τα άγρυπνα μάτια αρπακτικού που δεν εφησύχαζαν ποτέ.

Μισή ώρα μετά την άφιξή του, ο ιδιοκτήτης του βενζινάδικου, κάλεσε τον «καινούριο» στο γραφείο του.

Το γραφείο ήταν ένα ψευτοδωματιάκι, στενάχωρο και χαμηλοτάβανο σαν πλυσταριό, το οποίο βρισκότανε πάνω απ' το μίνι μάρκετ. Η οροφή ήταν επικλινής και, στη μία άκρη, εκεί όπου το ταβάνι ψήλωνε, ο αρχιτέκτονας είχε καταφέρει να σφηνώσει αυτό το δωματιάκι. Στον ένα τοίχο υπήρχε ένα μεγάλο τζάμι που έβλεπε στο εσωτερικό του μίνι μάρκετ. Ένα γραφείο και δυο καρέκλες ήτανε στριμωγμένες εκεί μέσα. Πάνω στο γραφείο υπήρχε ένα λάπτοπ και στον τοίχο, ακριβώς από πίσω, κρεμόταν ένα ημερολόγιο περασμένης δεκαετίας, το οποίο απεικόνιζε μια ημίγυμνη γυναίκα.
Το αφεντικό προέτρεψε τον Βασίλη να καθίσει. Ο Βασίλης υπάκουσε δίχως να προφέρει λέξη. Το αφεντικό άναψε ένα μικρό πούρο και κατόπιν προσέφερε και στον υπάλληλό του. Ο Βασίλης αρνήθηκε ευγενικά κι ο άλλος τον κοίταξε εξονυχιστικά, μ' εκείνα τα σχιστά μάτια του αρπακτικού να στενεύουν ακόμη περισσότερο.
«Από σήμερα και στο εξής θα δουλεύεις για 'μένα. Ξέρεις τι πάει να πει αυτό;»
«Τα είχαμε πει και στην συνέντευξη: συνέπεια, έγκαιρη προσέλευση και όχι πολλά λόγια».
«Δεν είναι μόνο αυτά».
«Τι άλλο;» έκανε ο Βασίλης.
«Θα πρέπει να είσαι ευγνώμων που σου δίνω ψωμί να τρως».
«Κι εγώ σου προσφέρω τη δουλειά μου», αντέτεινε ήρεμα ο Βασίλης.
«Ποιος ήταν ο πρώτος όρος;», αναπήδησε το αφεντικό.
«Ποιος;»
«Όχι πολλά λόγια, έτσι δεν είπαμε;»
«Δεν καταλαβαίνω προς τι όλο αυτό, προς τι η επίπληξη», μουρμούρισε κακόκεφα ο Βασίλης.
«Δεν είναι επίπληξη. Τώρα θα πέσει η επίπληξη: ήθελα να σου πω να φοράς μονόχρωμες μπλούζες και να ξυρίζεσαι καθημερινά», πέταξε το αφεντικό. Ο Βασίλης τον μέτρησε για μια στιγμή με το βλέμμα και ύστερα, κοιτάζοντας τη μύτη του παπουτσιού του, είπε :
«Εντάξει, θα ξυρίζομαι».
«Και μπλούζες μονόχρωμες», είπε ο άλλος προστακτικά. Ο Βασίλης συγκατένευσε και έκανε να σηκωθεί.
«Για μισό λεπτό...», τον πισωγύρισε ο βενζινάς. «Δε μου είπες, τι γνώμη έχεις για τους σκούρους».
«Τι γνώμη να 'χω;»
«Τους συμπαθείς;»
«Δεν έχω πρόβλημα».
«Δεν τους ξέρεις καλά!»
«Ενδεχομένως...», είπε ο Βασίλης, σαν να βιαζόταν να κλείσει την κουβέντα.
«Δε φαντάζομαι να 'σαι απ' αυτούς που πιστεύουν ότι είναι ίσοι κι όμοιοι μ' εμάς».
Ο Βασίλης κοκάλωσε.
«Απ' αυτούς είμαι», παραδέχτηκε τελικά. Το αφεντικό χτύπησε τις παλάμες μ' ένα επιφώνημα, σαν να τον είχε πιάσει στα πράσα.
«Χα! Ήμουνα σίγουρος!», θριαμβολόγησε.
«Μπορώ να φύγω τώρα;»
«Το ξέρεις ότι σε πληρώνω σχεδόν τα διπλά από δαύτους;»
«Όχι».
«Υποπτεύεσαι το γιατί;»
«Όχι».
«Επειδή σε θεωρώ ανώτερο. Να μην το ξεχνάς αυτό, όταν θα προσπαθούν να σε στρέψουν εναντίον μου. Να θυμάσαι ότι είμαστε ίδια φάρα εμείς οι δυο».
«Θα το θυμάμαι».
«Δε μου λες...», στο σημείο αυτό, ο μαγαζάτορας σταμάτησε, χτυπώντας τον αντίχειρα με τον μέσο, σαν να προσπαθούσε να θυμηθεί το όνομα του υπαλλήλου του.
«Βασίλης», του υπενθύμισε ο υπάλληλος.
«Πιστεύεις στον Θεό, Βασίλη;»
«Όχι», απάντησε ο Βασίλης χωρίς περιστροφές.
«Ούτε κι εγώ», είπε ο βενζινάς κι απόμεινε για μια στιγμή συλλογισμένος. «Μπορείς να πηγαίνεις», είπε.

***

Γερμανικά δεν ήξερε λέξη ο Βασίλης και δεν είχε την παραμικρή όρεξη να μάθει. Ακόμα και τον ήχο της γλώσσας τον απεχθανόταν. Ίσως εξαιτίας των πολλών αντιναζιστικών ταινιών που είχε δει. Υποσυνείδητα είχε ταυτίσει τον ήχο της γλώσσας με τη βαρβαρότητα και το απόλυτο κακό. Όταν ήθελε να συνεννοηθεί, λοιπόν, αναγκαζόταν να χρησιμοποιεί τα λίγα αγγλικά που ήξερε. Πολλές φορές, οι Γερμανοί, τον κοιτούσαν με διάχυτη περιφρόνηση. Καταλάβαιναν ότι ήτανε νότιος και του μιλούσαν αγενώς. Ορισμένοι μάλιστα, δεν είχαν διστάσει και να τον βρίσουν, λέγοντάς του ότι εκεί ήταν Γερμανία και ότι αν ήθελε να παραμείνει στη χώρα, θα 'πρεπε να μάθει τη γλώσσα.
Πέραν τούτων όμως και το ίδιο το μέρος δεν του άρεσε καθόλου. Απέπνεε κάτι το θανατερά στάσιμο. Το πιο ενδιαφέρον πράγμα στο Κίελο ήταν τα βαπόρια που απέπλεαν, με προορισμό άλλες χώρες και πόλεις. Μόνο στο λιμάνι υπήρχε κίνηση και ζωντάνια.

Τα απογεύματα, όταν τελείωνε τη βάρδια, έπαιρνε το λεωφορείο και κατέβαινε μέχρι το λιμάνι. Υπήρχε ένας χώρος αναμονής στην προβλήτα, ένα πρόχειρο υπόστεγο με πλαστικές θέσεις και πάντα καθόταν εκεί. Σήκωνε το κεφάλι και ατένιζε τη θάλασσα με βλέμμα απλανές. Όταν έδενε κάποιο εμπορικό, παρακολουθούσε τους ναυτικούς που ξεφόρτωναν αστειευόμενοι μεταξύ τους. Φαίνονταν ανέμελοι άνθρωποι οι ναυτικοί, κεφάτοι. Πρόσχαροι όλοι τους. Όλοι εκτός από τους Κινέζους. Αυτοί ήτανε πάντοτε σκυθρωποί και αμίλητοι.
Υπήρχαν και δυο άστεγοι που περιφέρονταν εκεί γύρω. Οι ναυτικοί τους έδιναν ελεημοσύνη και φαγητό. Ο ένας από τους δύο ήταν μουσουλμάνος, με καταξεσκισμένη κελεμπία, λερό σαρίκι και μακριά γκρίζα γενειάδα κι ο άλλος, ένας θεόχοντρος Γερμανός, που 'ταν μονίμως σκνίπα απ' το ποτό. Ύστερα από λίγο καιρό οι άστεγοι άρχισαν να τον αναγνωρίζουν και να τον χαιρετάνε μ' ένα διακριτικό νεύμα. Ο Βασίλης ανταπέδιδε τον χαιρετισμό. Του έκανε εντύπωση που ποτέ δεν του απηύθυναν τον λόγο, που πότε δεν τον ενοχλούσαν για να ζητήσουν ελεημοσύνη. Ψυχανεμίζονταν καθώς φαίνεται ότι ένας άνθρωπος ο οποίος κάθεται μόνος του σε μια προβλήτα ατενίζοντας τη θάλασσα με τις ώρες θα πρέπει να 'χει σίγουρα μεγάλο νταλκά στο στήθος του και πως μάλλον δεν είχε την παραμικρή όρεξη για κουβέντες. Και πράγματι, έτσι ήτανε. Ο Βασίλης πήγαινε εκεί για να ακούσει τον παφλασμό του κύματος και ν' αφήσει το βλέμμα του να αρμενίσει στην ανοιχτωσιά.

Ένα απόγευμα έφτασαν στ' αυτιά του ομιλίες στα ελληνικά. Αμέσως τινάχτηκε μέσα απ' τη ρέμβη του και κοίταξε ολόγυρά του αλαφιασμένος, μέχρι που εντόπισε τους συμπατριώτες του. Κάθονταν καμιά εικοσαριά μέτρα μακριά. Είχαν κάνει ένα πηγαδάκι και αστειεύονταν μεγαλοφώνως. Ένας απ' αυτούς είχε καθίσει πάνω στον ντόκο και κοιτούσε τους άλλους τρεις που χειρονομούσαν όρθιοι κι έκαναν σαματά. Ο Βασίλης τους πλησίασε, χωρίς δεύτερη σκέψη. Εκείνοι τον είδανε καθώς ερχόταν προς το μέρος τους και τα γέλια κόπηκαν αμέσως. Οι τέσσερις άντρες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, παραξενεμένοι.
«Γεια σας πατριώτες!», φώναξε ο Βασίλης από μακριά.
«Γεια σου κι εσένα», ανταπάντησε αυτός που καθότανε στον ντόκο. Ο Βασίλης δεν ήξερε πώς να συνεχίσει. Δεν ήξερε καν με τι πρόθεση τους είχε πλησιάσει, ευθύς εξ αρχής. Η αντίδρασή του ήταν αυθόρμητη και τώρα δεν ήξερε τι να πει και τι να κάνει.
«Τι γυρεύετε εδώ;» είπε τελικά.
«Ναυτικοί είμαστε. Εσύ τι γυρεύεις εδώ;» είπε ο πιο νέος της ομήγυρης, ένα ψηλόλιγνο παλληκάρι γύρω στα είκοσι πέντε, με κορακίσιο μαλλί και ηλιοκαμμένη επιδερμίδα.
«Μετανάστης είμαι», απάντησε ο Βασίλης.
«Πώς σε λένε, ρε πατριωτάκι;» ρώτησε αυτός που καθότανε στον ντόκο, ένας πενηντάρης με λαμπερά μάτια και αέρα πειραιώτικο. Η αξυρισιά προσέδιδε κάτι το σεβάσμιο σ' εκείνο το πρόσωπο, πάνω στο οποίο η άρμη είχε χαράξει τα παράξενα ιερογλυφικά της.
«Βασίλη Τσεμπερόπουλο».
«Από πού 'σαι ρε Βασίλη;» έκανε ερωτηματικά ένας ψηλός, με μάτια ελαφρώς αλλήθωρα.
«Αθήνα έμενα».
«Η καταγωγή του παππούλη σου, λέω».
«Πελοπόννησο».
«Πού, Πελοπόννησο».
«Από ένα χωριό, έξω από την Πάτρα».
«Ρε πώς το λέν' το χωριό και με σταύρωσες!» φώναξε ο ψηλός. Ο Βασίλης αιφνιδιάστηκε.
«Ριόλο», ψέλλισε.
«Δε με θυμάσαι, ρε; Παίζαμε μπάλα τα καλοκαίρια που ερχόσουνα!»
«Ποιος είσαι;» έκανε ο Βασίλης, νιώθοντας την καρδιά να σκιρτά στο στήθος του.
«Του Γιώργη ο γιος, Βαγγέλης».
«Του Γιώργη που 'χε το καφενείο;»
«Ναι μωρέ! Ο παππούλης σου με είχε βαφτίσει. Σερσέγκι το παρατσούκλι μου, αν σου λέει κάτι».
«Δεν το πιστεύω...», είπε ο Βασίλης και πισωπάτησε. Άξαφνα η μνήμη του είχε φωτιστεί.
«Είχα πάει να πιαστώ στα χέρια μαζί του μια φορά. Ήτανε τόσο καλός στη μπάλα που σε εκνεύριζε», είπε ο Βαγγέλης απευθυνόμενος στους συντρόφους του. Έβαλαν όλοι μαζί τα γέλια.
«Τριάντα πέντε χρόνια ναυτικός, ένα πράγμα έμαθα: πόσο μικρός είναι ο κόσμος», είπε θυμόσοφα ο μεσήλικας που καθότανε στον ντόκο.
«Πώς βρέθηκες εδώ ρε Βασίλη;» θέλησε να μάθει ο συγχωριανός του.
«Η ανεργία. Τα ξέρεις...», μουρμούρισε ο Βασίλης.
«Τα περνάς καλά 'δωχάμου;»
«Χάλια», αποκρίθηκε ο Βασίλης χωρίς περιστροφές. Η παρέα έβαλε πάλι τα γέλια.
«Πού δουλεύεις;»
«Σε βενζινάδικο».
«Σε τρέχει ο Γερμαναράς ε;»
«Έλληνας είναι».
«Πάλι καλά».
«Χειρότερα είναι. Αυτοί που 'ναι χρόνια εδώ, έχουνε πάρει τα κακά των Ελλήνων και τα κακά των Γερμανών».
«Απαίσιο ακούγεται», παρατήρησε ο νεαρός με το ηλιοκαμμένο δέρμα.
«Δε μου λες ρε Βαγγέλη...», είπε ο Βάσιλης και γύρισε προς τον συγχωριανό του, γεμάτος προσδοκία. «Θέλετε κάναν άνθρωπο στο καράβι; Τα παρατάω επιτόπου και σαλπάρω μαζί σας!»
Οι άλλοι κοιτάχτηκαν.
«Δε φοβάσαι μη σκυλοπνιγείς;» ρώτησε ο ψαρομάλλης.
«Στη θάλασσα αν είναι να πνιγείς, θα πνιγείς μια κι έξω. Εδώ σκυλοπνίγομαι κάθε μέρα», απάντησε ο Βασίλης.
«Μωρέ αυτός κάνει για ναυτικός!» αποφάνθηκε ο ψαρομάλλης, δίνοντας στον Βασίλη μια φιλική σκουντιά στον ώμο. «Θα μιλήσω εγώ του καπετάνιου. Τι ξέρεις να κάνεις;»
«Έκανα τον μάγειρα στην πατρίδα για χρόνια. Έπειτα μπορώ να κάνω χαμαλοδουλειές. Κουβάλημα, σκούπισμα, σφουγγάρισμα, τα πάντα».
«Εντάξει», είπε ο ψαρομάλλης.

Ο καπετάνιος ήταν κι αυτός Έλληνας. Δεν είχε καθόλου κοψιά ναυτικού. Για λογιστή τον έκανες. Η έκφρασή του είχε κάτι το βαριεστημένο κι οι τρόποι του ήταν αβροί και προσηνείς. Του είπε του Βασίλη ότι προσώρας δεν χρειαζότανε άλλον στη δούλεψή του. Ίσως στο επόμενο μπάρκο. Του συνέστησε να πήγαινε να τον ξαναβρεί έπειτα από τρεις μήνες, όταν το πλοίο θα ξαναέδενε στο Κίελο. Ο Βασίλης απογοητεύτηκε, του φάνηκε σαν υπεκφυγή.

***

Μια εβδομάδα μετά κι ενώ ετοιμαζόταν να πιάσει βάρδια, είδε τρία περιπολικά σταματημένα μπροστά από τις αντλίες του βενζινάδικου, με τις σειρήνες να ολολύζουν. Μετά δυο λεπτά, είδε τους αστυνομικούς να βγάζουν έξω δυο μελαψούς υπαλλήλους, δεμένους πεισθάγκωνα. Ρώτησε την γυναίκα του αφεντικού τι έτρεχε.
«Την Κυριακή που είχες ρεπό, ήρθαν να μας ληστέψουνε. Το πιστεύεις; Δαγκώνουν το χέρι που τους ταϊζει, οι σκυλάραπες!» φώναξε η γυναίκα.
«Άραβες είναι», την διόρθωσε ο Βασίλης.
«Ό,τι κι αν είναι!»

Μια ώρα μετά, το αφεντικό τον κάλεσε στο γραφείο του.

«Κάθισε», τού είπε. «Τι έχεις να πεις;»
«Σαν τι να πω;» μούγκρισε ο Βασίλης.
«Λες να 'τανε κι άλλοι στο κόλπο;»
«Πού να ξέρω». Έμειναν για λίγο αμίλητοι. Ο ένας να κοιτάζει το πάτωμα κι ο άλλος το ταβάνι.
«Υπάρχει πρόβλημα με τις βάρδιες, γι' αυτό σε φώναξα. Χωρίς αυτούς τους δύο δεν βγαίνουν».
«Δε θα προσλάβεις άλλους;»
«Το 'χω στο πλάνο, αλλά αυτή τη φορά δεν σκοπεύω να πάρω όποιον να 'ναι. Θα περιμένω μέχρι να βρω κάνα παιδί δικό μας, έμπιστο. Θα πάρει λίγο καιρό».
«Από 'μένα τι θες;»
«Δουλεύεις οχτώ ώρες την ημέρα και κάθε Κυριακή ρεπό, έτσι δεν είναι;»
«Έτσι».
«Έχεις παράπονο από 'μένα μέχρι τώρα;»
«Όχι, κανένα».
«Είσαι ικανοποιημένος με τα λεφτά που παίρνεις;»
«Μια χαρά λεφτά είναι».
«Ωραία. Θέλω να κάθεσαι δυο ώρες παραπάνω κάθε μέρα -θα την πληρώνεσαι την υπερωρία- και να δουλεύεις και τις Κυριακές, με διπλό μεροκάματο. Θα 'χεις ένα ρεπό το μήνα».
«Κι αν αρνηθώ;», έκανε ο Βασίλης.
«Θα σε διώξω».
«Τότε θα δεχτώ».
«Σου δίνω το λόγο μου πώς θα βρω υπάλληλο το συντομότερο δυνατό», δεσμεύτηκε ο βενζινάς.

***

Οι επόμενοι μήνες πέρασαν γρήγορα, μολονότι η κάθε μέρα ξεχωριστά φάνταζε ατέλειωτη, ίδια κι απαράλλαχτη με την προηγούμενη και με την επόμενη. Παραδόξως, η αίσθηση που είχε για τον χρόνο ο Βασίλης ήταν ίδια με τότε που 'χε μείνει άνεργος για μεγάλο διάστημα, στην Αθήνα. Και τότε οι μέρες του φαίνονταν αργές και πανομοιότυπες. Και τότε ο καιρός έφευγε γρήγορα, χωρίς να το αντιλαμβάνεται. Αυτή η απαρασάλευτη ρουτίνα, η οποία συνεχιζόταν χωρίς ανάπαυλα, δίχως την παραμικρή διακύμανση ή διακοπή, αποκάρωνε το μυαλό του και τον βύθιζε ολοένα σε μια κατάσταση στωικής αγωνίας, σαν να τον κατάπινε αργά η κινούμενη άμμος της ανυπαρξίας. Τα πράγματα έχαναν σταδιακά τη συνοχή τους, γίνονταν θολά, ακατανόητα. Η ζωή περνούσε από μπροστά του και έφευγε κι εκείνος κοιτούσε αγκυλωμένος, χωρίς να μπορεί ν' απλώσει το χέρι και να την αδράξει.
Η κούραση συσσωρευότανε μέσα του, αλλά ούτε που πρόφταινε να το αντιληφθεί. Σταδιακά, άρχισε να πηγαίνει στο λιμάνι όλο και πιο σπάνια. Στο τέλος το καθιέρωσε να πηγαίνει μόνο κάθε Κυριακή, απαράβατα. Ήταν ένα τέχνασμα, για να μπορεί να ξεχωρίζει τις εβδομάδες, για να μην χάσει ολότελα την αίσθηση του χρόνου.
Ύστερα από ένα μήνα αδιάκοπης δουλειάς, άρχισαν να του φαίνονται όλα παράξενα, σαν σε όνειρο. Εξαιτίας της έλλειψης ύπνου, η πραγματικότητα είχε αρχίσει να αποκτά διαστάσεις ρευστές και δυνητικά απειλητικές. Το μόνο πράγμα που του έδινε λίγο κουράγιο, ήταν η αναμονή: ζούσε με την ελπίδα ότι εκείνος ο Έλληνας καπετάνιος θα του εξασφάλιζε εντέλει μια θέση στο πλήρωμα.

Όταν έφτασε ο καιρός, ένα απόγευμα, αποφάσισε να περάσει από τα γραφεία της ναυτιλιακής εταιρείας, για να ρωτήσει πότε θα κατέπλεε το καράβι. Εκεί τον υποδέχτηκε ένας κοντόχοντρος, εν αποστρατεία ναυτικός, Έλληνας κι αυτός.
«Δεν τα 'μαθες;» του είπε, «Το τορπιλίσανε στα ανοιχτά της Λιβυής το βαπόρι».
Ο Βασίλης τα 'χασε.
«Πώς; Ποιοι;»
«Νόμισαν ότι το πλοίο μετέφερε όπλα επειδή δε σταμάτησε σε έλεγχο και το βουλιάξανε».
«Το πλήρωμα;»
«Νεκροί όλοι», είπε ο εν αποστρατεία ναυτικός.
«Μεταφέρανε πράγματι όπλα;»
«Όχι, λαθραίο πετρέλαιο», αποκρίθηκε ο πρώην ναυτικός.

Βγαίνοντας από τα γραφεία της ναυτιλιακής εταιρείας, ο Βασίλης, αισθανότανε ένα ανάμεικτο συναίσθημα, ελπίδας κι απελπισίας μαζί: το βασανιστήριό του σ' αυτή την απαίσια πόλη θα παρατεινόταν, τουλάχιστον όμως ήταν ακόμη ζωντανός.

Νίκος Μ. Δημητρόπουλος

dimitropoulosInfo
Ο Νίκος Δημητρόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε βιομηχανικό σχεδιασμό, αλλά εγκατέλειψε λίγο πριν πάρει το πτυχίο του. Το 2004, εισήχθη στη σχολή δραματικής τέχνης του Θεάτρου Τέχνης. Έχει δουλέψει στο θέατρο, ως ηθοποιός και σκηνοθέτης. Έχει κάνει προπαρασκευαστικά μαθήματα σε υποψηφίους δραματικών σχολών και μεταφράσεις θεατρικών έργων, ενώ έχει συνεργαστεί και στη συγγραφή κινηματογραφικών σεναρίων. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε συλλογές και στο διαδίκτυο. 

 

 

 

 

 

 

 

 

***

ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση diigima@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.

Ακολουθήστε την bookpress.gr στο Google News και διαβάστε πρώτοι τα θέματα που σας ενδιαφέρουν.


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Ανάσκελα, σ’ ένα λασπωμένο χωράφι (διήγημα)

Ανάσκελα, σ’ ένα λασπωμένο χωράφι (διήγημα)

«Ο αξιωματικός τον διέταξε να τον ακολουθήσει. Η φωνή του, άκαμπτη, μια απόλυτη εξουσία που δεν δεχόταν αμφισβήτηση. Περπάτησαν μέσα από το δάσος, ο Αλέξανδρος μπροστά, ο αξιωματικός πίσω του. Το σκυλί τους ακολούθησε, γαβγίζοντας σποραδικά, ένας ήχος σχεδόν ανθρώπινος στη θλίψη του».

Του Αλέξη Σταμά...

Δι’ εὐχῶν (διήγημα)

Δι’ εὐχῶν (διήγημα)

«Εκείνη άνοιξε το σακί και σχεδόν ψηλαφιστά, άρχισε να βγάζει τα κόκαλα. Έπνιξε τον πρώτο λυγμό, αλλά ο δεύτερος δεν χώρεσε μέσα της. Τ’ αγκάλιαζε ένα ένα, λες και κρατούσε μωρό, τα σταύρωνε, τα φιλούσε, τα ξέπλενε με τα δάκρυά της, και μετά τα έβαζε μέσα στον τάφο».

Του Γιώργου Μάλου

...
   Ο Ακταίωνας στη Μεσσηνία (διήγημα)

Ο Ακταίωνας στη Μεσσηνία (διήγημα)

«Ο Λουκάς και ο Άκης είχαν όνειρο ζωής να αποκτήσουν μια κατοικία στη μέση του πουθενά: στους αγρούς και τα παρατημένα χωράφια. Στους πρόποδες των φαγωμένων λόφων και τα ξεραμένα ποτάμια. Σε τόπους λησμονημένους και τραχείς˙ μακριά από τις βουερές κυψέλες των ανθρώπων και των έργων τους». 

...

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

«Ο Βασιλιάς», του Τζο Νέσμπο − Τύψεις, αβάσταχτοι οικογενειακοί δεσμοί, εκδίκηση

«Ο Βασιλιάς», του Τζο Νέσμπο − Τύψεις, αβάσταχτοι οικογενειακοί δεσμοί, εκδίκηση

Για το νέο μυθιστόρημα του Τζο Νέσμπο [Jo Nesbo] «Ο Βασιλιάς» (μτφρ. Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, εκδ. Μεταίχμιο) − «από την αρχή της αφήγησης προβάλουν καθαρά τα βασικά θέματα του βιβλίου: οι τύψεις, οι αβάσταχτοι οικογενειακοί δεσμοί, η εκδίκηση».

Γράφει η Χίλντα Παπαδημη...

«Σου γράφω από την κοιλιά του κτήνους», του Μίνου Ευσταθιάδη (Μεταίχμιο) – Μια πραγματεία για το Κακό

«Σου γράφω από την κοιλιά του κτήνους», του Μίνου Ευσταθιάδη (Μεταίχμιο) – Μια πραγματεία για το Κακό

Για το μυθιστόρημα «Σου γράφω από την κοιλιά του κτήνους», του Μίνου Ευσταθιάδη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. 

Γράφει η Χίλντα Παπαδημητρίου

Το 2006, μια πλούσια κυρία δολοφονείται στο αχανές λοφτ της στο Μόναχο. Το πτώμα βρίσκει ο αν...

«Τα άπαντα» του Φραντς Κάφκα (κριτική) – Ταξικό στοιχείο και εξουσία στο έργο του Κάφκα

«Τα άπαντα» του Φραντς Κάφκα (κριτική) – Ταξικό στοιχείο και εξουσία στο έργο του Κάφκα

Για την έκδοση του τόμου του Φραντς Κάφκα [Franz Kafka] «Τα Άπαντα: Πρόζες – Διηγήματα – Παραβολές – Στοχασμοί» (μτφρ. Χρίστος Αγγελακόπουλος, εκδ. Οξύ). Σκίτσα © Φραντς Κάφκα.

Γράφει η Λαμπριάνα Οικονόμου

Η τάξη και η λογ...

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

«Ανταρκτική» της Κλερ Κίγκαν (προδημοσίευση)

«Ανταρκτική» της Κλερ Κίγκαν (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη συλλογή διηγημάτων της Κλερ Κίγκαν [Claire Keegan] «Ανταρκτική» (μτφρ. Μαρτίνα Ασκητοπούλου), η οποία θα κυκλοφορήσει στις 3 Δεκεμβρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

ΟΙ ...

«Σωματογραφία» της Εύας Στάμου (προδημοσίευση)

«Σωματογραφία» της Εύας Στάμου (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Εύας Στάμου «Σωματογραφία», το οποίο κυκλοφορεί στις 2 Δεκεμβρίου από τος εκδόσεις Αρμός.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Κεφάλαιο 2ο

Εκείνη την εποχή καταπιανόμουν με την κατα...

«Μπάρμπα Μάρογιε» του Μάριν Ντζιτς (προδημοσίευση)

«Μπάρμπα Μάρογιε» του Μάριν Ντζιτς (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το θεατρικό έργο του Μάριν Ντζιτς [Marin Držić] «Μπάρμπα Μάρογιε» (μτφρ. Irena Bogdanović), το οποίο θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Νίκας.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

ΤΡΙΤΗ ΠΡΑΞΗ


...

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Τρεις νέες πεζογραφικές φωνές από τις εκδόσεις Βακχικόν

Τρεις νέες πεζογραφικές φωνές από τις εκδόσεις Βακχικόν

Τρία μυθιστορήματα που μόλις κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Βακχικόν με τα οποία οι συγγραφείς τους συστήνονται στο αναγνωστικό κοινό με σύγχρονες και ιδιαίτερες ιστορίες.

Επιμέλεια: Book Press

Γιούλη Γιανναδάκη ...

Βία κατά των Γυναικών: 5 βιβλία σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας μας αφυπνίζουν

Βία κατά των Γυναικών: 5 βιβλία σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας μας αφυπνίζουν

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών, προτείνουμε πέντε σύγχρονα βιβλία ελληνικής πεζογραφίας που καταπιάνονται με τη λεκτική, σωματική και σεξουαλική έμφυλη βία. «Σήκω από πάνω μου» (Μεταίχμιο) της Λίνας Βαρότση, «Μια γυναίκα απολογείται» (Τόπος) της Μαρίας Λούκα, «Διήγημας (Ακυ...

Μητέρα, κόρη, άλλο: Πέντε μυθιστορήματα για τη σχέση μάνας παιδιού

Μητέρα, κόρη, άλλο: Πέντε μυθιστορήματα για τη σχέση μάνας παιδιού

Πέντε σύγχρονα βιβλία μεταφρασμένης πεζογραφίας, τα οποία αναδεικνύουν τις πολλές εκφάνσεις της μητρότητας και την πολυσήμαντη σχέση μάνας-κόρης (τα τέσσερα από τα πέντε).

Γράφει η Φανή Χατζή

Ο E.M. Forster έγραψε στην ...

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

Newsletter

Θέλω να λαμβάνω το newsletter σας
ΕΓΓΡΑΦΗ

ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

15 Δεκεμβρίου 2023 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Τα 100 καλύτερα λογοτεχνικά βιβλία του 2023

Mυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα, ποιήματα: Επιλογή 100 βιβλίων, ελληνικών και μεταφρασμένων, από τη βιβλιοπαραγωγή του 2023. Επιλογή: Συντακτική ομάδα της Book

ΦΑΚΕΛΟΙ