WOMAN WITH STICKS

Της Όλγας Αικατερίνης Φουντέα

Άλλο ένα κι είκοσι χαμένο, σκέφτεται, όσο ψάχνει για ψιλά. Πού την έβαλε την κάρτα απεριορίστων; Στο πορτοφόλι μόνο η ταυτότητα ομογένειας, σπίτι δεν τη βρήκε κανείς. Με μια συνεχόμενη κίνηση, όσο ο μηχανισμός της κυλιόμενης καταπίνει το σκαλοπάτι στο οποίο στέκεται, κατεβάζει το φερμουάρ του μπουφάν της. Μέσα στο μετρό κάνει ζέστη. Νοέμβριο μήνα έπεσε η θερμοκρασία και μπορεί να δουλέψει σαν άνθρωπος, να καθαρίζει σπίτια χωρίς να ιδρώνει για πέντε ευρώ την ώρα. Ένα είκοσι συν ένα είκοσι το πρωινό εισιτήριο, δύο σαράντα. Μισή ώρα δουλειάς παρά δέκα λεπτά. Δεν είναι ότι την νοιάζουν και πολύ τα χρήματα, τα φέρνει βόλτα. Της έχει μείνει κουσούρι από τα λογιστικά στο εργοστάσιο στην Αλβανία, δεν μπορεί να σταματήσει τους υπολογισμούς. 

Με το αριστερό χέρι παίρνει το εισιτήριο, με το δεξί μαζεύει τα ψιλά. Κοιτάει την χούφτα της, τέσσερα εικοσάλεπτα κι ένα δίευρο, αυτό δεν είναι από τα δικά της ρέστα. Όχι, δεν φταίει το μηχάνημα, σχεδόν ποτέ δεν φταίνε τα μηχανήματα.

Βάζει δύο νομίσματα του ενός ευρώ στο μηχάνημα και σπρώχνει ελαφρώς το πλαστικό κάλυμμα. Το πρωί ο ήχος που έκαναν τα κέρματα -μέταλλο στο μέταλλο- τη διασκέδασε, είχε χρόνια να κόψει μεμονωμένο. Με το αριστερό χέρι παίρνει το εισιτήριο, με το δεξί μαζεύει τα ψιλά. Κοιτάει την χούφτα της, τέσσερα εικοσάλεπτα κι ένα δίευρο, αυτό δεν είναι από τα δικά της ρέστα. Όχι, δεν φταίει το μηχάνημα, σχεδόν ποτέ δεν φταίνε τα μηχανήματα. O άνθρωπος φταίει, ψιθυρίζει. Τι θα γίνει; Θα το σκεφτείς κι άλλο; της λέει ένα νεαρός με μπλε σκουφί κι ακμή στο πρόσωπο που στέκεται δίπλα της και περιμένει. Καταπνίγει την επιθυμία να καθαρίσει το πρόσωπό του και βάζει τα ψιλά στην τσάντα, εκτός από το δίευρο που το κρατάει σφιχτά στην παλάμη. Κοιτάει το πλήθος μήπως κάποιος έχει επιστρέψει για να το ψάξει. Τίποτα. Επικυρώνει το εισιτήριο και παίρνει τη θέση της στην επόμενη κυλιόμενη σκάλα. Δεν έχει άγχος, δεν κατεβαίνει τα σκαλοπάτια, αφήνει το μηχάνημα να κάνει τη δουλειά του. 

Σήμερα έφυγε στην ώρα της, την έδιωξε η Αναστασία με το ζόρι. Φύγε επιτέλους, Αριάνθη, φύγε, της φώναξε. Είχε τις μαύρες της και δεν άντεχε τον παραμικρό θόρυβο, ούτε να αλλάξει σεντόνια δεν την άφησε. Ο άνδρας και τα παιδιά της απορούν που ακόμα και τώρα που πληρώνεται λιγότερα δεν έχει μειώσει τις ώρες. Τι παιδεύεσαι, της λένε, τόσες ώρες τζάμπα; Χαζή είσαι; Aφού δεν έχει να σε πληρώσει όπως παλιά. Να κοιτάτε την δουλειά σας κι εμένα να με αφήσετε στην ησυχία μου. Δεν φτάνει, Θοδωρή, που με έφερες σε αυτή την χώρα κι έγινα υπηρέτρια, μου ζητάς και τα ρέστα; Κουμάντο στον τόρνο σου και στις βίδες σου να κάνεις. Εσύ, Γεωργία, σταμάτα να τρως και πήγαινε να σβήσεις τον θερμοσίφωνα, είδες πόσα πληρώνω για τα μπάνια σου. Και πες στον αδελφό σου να βγάλει τα ακουστικά και να ξεκολλήσει από το ιντερνέτ, να διαβάσει τίποτα.

Όλο και κάποιος θα βρεθεί, στα σπίτια που πηγαίνει, να τη ρωτήσει: τόσο άσχημα ήταν στην Αλβανία και ήρθατε εδώ; Ο Θοδωρής φαγώθηκε, να πάμε στην Ελλάδα, να πάμε στην Ελλάδα, έχει δουλειές, έχει ελευθερίες. Αν ήταν στο χέρι της; Θα είχαν μείνει στον Αυλώνα. Και δουλειά είχε στο εργοστάσιο με καλό μισθό και πατέρα οδηγό λεωφορείου. Τώρα που ανοίγει η θύρα του βαγονιού, τον βλέπει μπροστά της να πατάει το κουμπί που ξεδίπλωνε τα φύλλα της πόρτας, το κόκκινο να σμίγει με το βρώμικο άσπρο στο εξωτερικό, τα καθίσματα με τα ξέφτια στο εσωτερικό, ο ένας πάνω στον άλλο, άνθρωποι να κρέμονται από τις πόρτες, να κάθονται ακόμα και στα σπασμένα παράθυρα για τα οποία περίμεναν ανταλλακτικό. Πού να καταλάβουν οι Έλληνες, το να είσαι οδηγός λεωφορείου τότε στην Αλβανία ήταν σαν να είσαι πρωθυπουργός, εσύ αποφάσιζες ποιος θα πάει πού και ποιος θα μείνει πίσω. Δεν ήταν σαν εδώ που ξεμπέρδευες με ένα εισιτήριο. 

Κοιτάει το δίευρο κι αναρωτιέται αν στο βαγόνι μαζί της βρίσκεται κι αυτός που το έχασε. Η αβλεψία του, τύχη δική της. Τα μοναδικά δύο ευρώ που δεν δούλεψε σε αυτή την χώρα.

Από το Χολαργό στο Αιγάλεω είναι έντεκα στάσεις και μέχρι το Σύνταγμα δεν βρίσκεις τέτοια ώρα ούτε να σταθείς. Κοιτάει το δίευρο κι αναρωτιέται αν στο βαγόνι μαζί της βρίσκεται κι αυτός που το έχασε. Η αβλεψία του, τύχη δική της. Τα μοναδικά δύο ευρώ που δεν δούλεψε σε αυτή την χώρα. Θυμάται τον κουμπαρά που είχε μικρή στην Αλβανία, μια κακοβαμμένη πήλινη σφαίρα με μια σχισμή που ποτέ δεν γέμισε. Τι τον θες τον κουμπαρά την κορόιδευε ο Αρτάν, ο παιδικός της φίλος. Μερικές φορές ούτε το όνομά του δεν μπορεί πια να θυμηθεί. Στο σπίτι δεν μιλούν Αλβανικά, δεν την ενδιέφερε να κρατήσουν παραδόσεις. Στον Αυλώνα δεν γύρισε ούτε για τις κηδείες των γονιών της. Είσαι σκληρή, της είχε πει ο άνδρας της, αλλά τι να καταλάβει κι αυτός, μόνος τις διαστάσεις από τις βίδες που έφτιαχνε είχε στο κεφάλι του. Πάει εκείνη η ζωή. Πάει ο πατέρας της, πάνε οι βόλτες με το λεωφορείο, πάει η μητέρα της η μοδίστρα, πάει ο κουμπαράς της, πάει ο Αρτάν. 

Αυτός είχε φύγει νωρίτερα με λοταρία για την Αμερική, ήταν αυτό που αποκαλούν στην Ελλάδα “παιδί θαύμα” στη Φυσική. Την κορόιδευε για τα ψιλά που έβαζε πότε πότε στον κουμπαρά και της έλεγε για ένα πείραμα με μια γάτα σε ένα κουτί που μπορεί να είναι ή να μην είναι ζωντανή. Έτσι είναι και τα λεφτά σου μέσα στον κουμπαρά, Αριάνθη, είναι σαν τα έχεις και να μην τα έχεις. Της είχε γράψει ένα γράμμα από την Αμερική -μετά έχασε τα ίχνη του- και της έλεγε να μην στενοχωριέται. Της έγραφε πως ο χρόνος είναι ένα ψυγείο, κάτι που εμποδίζει τα πράγματα από το να συμβούν ταυτόχρονα. Το μόνο που χρειάζεται είναι να βρεθεί ένας τρόπος να θεραπευτούν από τον χρόνο. Μακάρι να το είχε κρατήσει αυτό το γράμμα, σκέφτεται την ώρα που φτάνουν στο Σύνταγμα και βρίσκει θέση να καθίσει, αλλά ούτε αυτό κράτησε, ούτε τον κουμπαρά της. Κοιτάει πάλι το δίευρο που έχει στην χούφτα της, έτσι που γυαλίζει το βλέπει φλουρί από βασιλόπιτα. Η Αναστασία επέμενε κάθε χρόνο και της έκοβε κομμάτι, σε αυτήν και στην περσική της γάτα. Δεν είχε κερδίσει ούτε μια φορά.

Τώρα που πέθανε η γάτα μου, θα κουράζεσαι λιγότερο, της είχε πετάξει η Αναστασία πριν μερικές εβδομάδες. Δεν της το είχε ακόμα συγχωρήσει που όταν αρρώστησε πρότεινε να την βγάλουν στο μπαλκόνι για να μην λερώνει.

Τώρα που πέθανε η γάτα μου, θα κουράζεσαι λιγότερο, της είχε πετάξει η Αναστασία πριν μερικές εβδομάδες. Δεν της το είχε ακόμα συγχωρήσει που όταν αρρώστησε πρότεινε να τη βγάλουν στο μπαλκόνι για να μην λερώνει. Δεν είναι ότι η Αριάνθη δεν το αγαπούσε το ζωντανό, κοντά είκοσι χρόνια το είχαν στο σπίτι, απ’ όταν ζούσε ακόμα η μητέρα της Αναστασίας. Σε μια γωνία του καναπέ καθόταν ψηλά και κοιτούσε με ένα απόκοσμο βλέμμα. Ερχόταν και τη σήκωνε η Αναστασία για να ξεκολλήσει η Αριάνθη την τρίχα από το κάλυμμα, άλλα όσες φορές και να έβαζε σκούπα, το σπίτι ήταν γεμάτο από άσπρο χνούδι. Πού και πού, όταν περνούσε δίπλα της, της έριχνε και καμία νυχιά, μα δεν θύμωνε μαζί της. Καταλάβαινε ότι το έκανε επειδή φοβόταν τους ανθρώπους και δεν την αδικούσε.

Όταν αρρώστησε η γάτα από τα νεφρά της, σταμάτησε να πηγαίνει στην άμμο και τα έκανε όπου της ερχόταν. Της έστρωναν πάνες, αλλά εκείνη πήγαινε αλλού, στο χαλί, στο μάρμαρο, όσο και να καθάριζε η Αριάνθη και μαζί της η Αναστασία, το σπίτι είχε αρχίσει να μυρίζει κάτουρο. Σε ένα αποθηκάκι έμενε κλεισμένη με λίγη τροφή και νερό και δεν ήθελε να την ενοχλούν, έβγαινε μόνο για να λερώσει λες και το είχε βάλει σκοπό της ζωής της να αφήσει αιώνιο αποτύπωμα στο σπίτι. Μέσα στο κατακαλόκαιρο είχε κουραστεί η Αριάνθη να ψάχνει τα κάτουρα, είπε να την βγάλουν στο μπαλκόνι, τι θα πείραζε; Έξαλλη έγινε η Αναστασία, τι νομίζεις ότι είναι η γάτα της λέει, κανένα μυγάκι που θα την βγάλεις έξω και θα εξαφανιστεί, πώς μιλάς έτσι μπροστά της, δεν ντρέπεσαι, εσύ τη μητέρα σου θα την έβγαζες άρρωστη στο μπαλκόνι για να μη λερώνει, τι άνθρωπος είσαι;

Ποτέ δεν της είχε φερθεί η Αναστασία σαν να ήταν υπηρέτρια. Δεν είπαν τίποτα άλλο, ούτε ζήτησε η Αριάνθη συγγνώμη, αλλά ένιωθε ότι αυτός ο καβγάς παρέμενε ρωγμή στην σχέση τους.

Πικράθηκε πολύ από τον τρόπο που της μίλησε, αν και ήξερε πως κι αυτήν και την προηγούμενη φορά που είχαν τσακωθεί έφταιγε η ίδια, ο χαρακτήρας της που δεν το είχε μάθει να σωπαίνει. Έτσι όπως μάζευε τα εσώρουχά της από ψηλά στο μπάνιο που τα άφηνε να στεγνώνουν, τα μετρούσε και δεν τελείωναν, θύμωσε και φώναξε στην Αναστασία: πόσα βρακιά πια θα αλλάζεις, εκατό την ημέρα; Δεν έπρεπε να το πει, μα δεν συγκρατήθηκε. Τι σε νοιάζει εσένα, μήπως στα έχω αφήσει ποτέ να τα πλύνεις, της απάντησε έξαλλη. Και είναι αλήθεια πως ποτέ δεν της άφηνε βρόμικα εσώρουχα, δεν είχε δουλειά η Αριάνθη να το σχολιάσει. Ποτέ δεν της είχε φερθεί η Αναστασία σαν να ήταν υπηρέτρια. Δεν είπαν τίποτα άλλο, ούτε ζήτησε η Αριάνθη συγγνώμη, αλλά ένιωθε ότι αυτός ο καβγάς παρέμενε ρωγμή στην σχέση τους, και κάθε φορά που πατούσε ελαφρά τα εσώρουχά της με το σίδερο το σκεφτόταν.  

Μια Τρίτη που πήγε εκεί, δεν βρήκε τη γάτα, της λέει είναι πάλι στο γιατρό, δεν είναι καλά, κατά τις έντεκα χτυπάει το κινητό της Αναστασίας, κι αρχίζει να φωνάζει και να κλαίει, πάει το μωρό μου, μου πήραν το μωρό μου, στην αρχή νόμισε πως εννοούσε το δικό της μωρό, αυτό που την είχε ακούσει να λέει στο τηλέφωνο ότι είχε ρίξει πριν μήνες, μετά κατάλαβε ότι είχε πεθάνει η γάτα. Η Αναστασία έκλαιγε και μονολογούσε ότι την τελευταία βραδιά την είχε αφήσει στο μπαλκόνι γιατί ήταν λερωμένη, τόσους μήνες δεν το είχε επιτρέψει και το τελευταίο της βράδυ, έκανε η γάτα της να μπει μέσα στο σπίτι κι αυτή την σταμάτησε. Ένιωσε τύψεις τότε η Αριάνθη, που ήταν δική της η ιδέα για το μπαλκόνι.

Πήγε και πήρε το ζωντανό που πια δεν ζύγιζε τίποτα -την είχαν βάλει σε ένα χαρτόκουτο- και χωρίς να πει τίποτα στον ταξιτζή για το φορτίο, σταμάτησε σε μια εγκαταλελειμμένη μονοκατοικία στο Αιγάλεω δίπλα στο σπίτι της και με το φτυαράκι που καθάριζε την άμμο της, έσκαψε έναν λάκκο στον κήπο και την έβαλε μέσα.

O κτηνίατρος ξαναπήρε και ρώτησε αν είχαν κήπο για να τη θάψουν κι αυτή είπε όχι, σε πολυκατοικία μένουμε, έπαθε υστερία, τι θα κάνουμε με το σώμα, τι θα κάνουμε με το σώμα, κι έκλαιγε κι έλεγε εγώ δεν αντέχω να πάω να την πάρω, δεν αντέχω. Θα πάω εγώ, είπε τότε η Αριάνθη, πώς θα πας, μα δεν έχεις μέσο, εγώ δεν αντέχω ούτε απέξω να πάω, μην σε νοιάζει της είπε, και πήρε ταξί, δεν υπολόγισε τα λεφτά. Πήγε και πήρε το ζωντανό που πια δεν ζύγιζε τίποτα -την είχαν βάλει σε ένα χαρτόκουτο- και χωρίς να πει τίποτα στον ταξιτζή για το φορτίο, σταμάτησε σε μια εγκαταλελειμμένη μονοκατοικία στο Αιγάλεω δίπλα στο σπίτι της και με το φτυαράκι που καθάριζε την άμμο της, έσκαψε έναν λάκκο στον κήπο και την έβαλε μέσα. Ούτε σταυρό ούτε όνομα ούτε τίποτα. 

Η διπλανή της στο μετρό φοράει ένα σταυρουδάκι, την ξενίζει ακόμα. Την ίδια την είχε βαφτίσει μυστικά ο παππούς της που ήταν παπάς, αλλά από εικόνες και σταυρούς στην Ελλάδα έμαθαν. Δέχτηκε τις βαφτίσεις των παιδιών, την αλλαγή του ονόματος, σταυρό όμως ποτέ δεν φόρεσε, δεν σήμαινε κάτι για αυτήν, άλλο ένα σχήμα όπως αυτό που είχαν οι κουμπότρυπες που έραβε η μητέρα της. Τι συμβαίνει όταν πεθαίνουμε, Αρτάν, τον είχε ρωτήσει. Τίποτα, της είχε πει, απλώς παύουμε να υπάρχουμε σε αυτό το σύμπαν. Υπάρχουμε σε κάποιο άλλο σύμπαν; Δεν ξέρω, ίσως το ιδανικό σύμπαν, Αριάνθη, να είναι αυτό που δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ο άνθρωπος. Στην Αλβανία δεν είχε δει ποτέ κυλιόμενη σκάλα, άλλα τώρα πια έτσι της αρέσει να σκέφτεται το θάνατο, άπειρες ατομικές κυλιόμενες σκάλες, από το πουθενά στο πουθενά. Βγαίνοντας από τον συρμό στο Αιγάλεω, την σταματάει ο ελεγκτής. Αφηρημένη πάει να του δείξει το δίευρο που κρατάει στο χέρι της, πανικοβάλλεται, δεν θυμάται που έχει βάλει το εισιτήριο. Αυτός έχει καταλάβει από την προφορά της πως δεν είναι Ελληνίδα, διαβάζει το μυαλό του, αναγκάζεται να ακουμπήσει την τσάντα της κάτω και να βγάλει τα πράγματα έξω, τελικά το έχει στην πίσω τσέπη του παντελονιού της, του το δίνει τσαλακωμένο, τι είναι αυτό, της λέει, δεν του απαντάει, το τεντώνει με τα δάχτυλά του, εντοπίζει την ημερομηνία και την ώρα, και της λέει, εντάξει, πέρασε. 

Θυμάται ακριβώς το σημείο που την έθαψε στο πίσω μέρος του ξεχορτιαριασμένου κήπου, δίπλα στην σιδερένια βάση μιας τραμπάλας. Γονατίζει και με τα χέρια της σκάβει ένα δεύτερο λάκκο.

Στην τελική έξοδο δεν έχει κυλιόμενη προς τα πάνω κι έτσι βρίσκεται αντιμέτωπη με την μαρμάρινη σκάλα. Στην δεξιά μεριά βλέπει καθισμένο έναν από τους τακτικούς ζητιάνους της περιοχής, αναψοκοκκινισμένο από το ποτό, αμίλητο, ούτε είμαι Έλληνας, λυπηθείτε με, ούτε είμαι πρόσφυγας, ελεήστε με, με το πλαστικό ποτήρι κι ό,τι μαζέψει να πάει μετά να το πιει. Της περνάει από το μυαλό για μια στιγμή να του αφήσει το δίευρο, να το ξεφορτωθεί. Κάτι την συγκρατεί. Ανεβαίνει τα τελευταία σκαλιά πιο γρήγορα κι αρχίζει να περπατάει στον πεζόδρομο κατευθυνόμενη προς το σπίτι της. Δεν σταματάει να ψωνίσει, φαγητό έχουν από χθες, γλώσσα πλακί, αν θέλουν ρύζι ας το βράσουν μόνοι τους. Περνάει μπροστά από την είσοδο της πολυκατοικίας, βλέπει ότι έχουν ξεχάσει αναμμένο το φως της βεράντας, η Γεωργία πάλι έκανε το θαύμα της, σκέφτεται, θα την κανονίσω μετά. Δεν αναζητά τα κλειδιά στην τσάντα της, προχωράει, σίγουρη πια για τον προορισμό της. 

Είναι μέρα ακόμα αλλά κανείς από τους περαστικούς δεν δίνει σημασία όταν την βλέπουν να πηδάει την σκουριασμένη πόρτα της μονοκατοικίας. Κάνει τον μισό γύρo του σπιτιού δεξιόστροφα όπως κινείται ο δείκτης του ρολογιού. Θυμάται ακριβώς το σημείο που την έθαψε στο πίσω μέρος του ξεχορτιαριασμένου κήπου, δίπλα στην σιδερένια βάση μιας τραμπάλας. Γονατίζει και με τα χέρια της σκάβει ένα δεύτερο λάκκο. Τοποθετεί στον πάτο του το δίευρο και το σκεπάζει με το χώμα που μοιάζει κι αυτή την φορά να έχει λιγοστέψει και να μην φτάνει για να γεμίσει το λάκκο. Το πατικώνει για να μην φαίνεται σκαμμένο, τινάζει τα χέρια της και κάνει πάλι το μισό γύρο το σπιτιού, από την ίδια πλευρά, λες και θέλει να γυρίσει τον χρόνο πίσω. Τώρα πρέπει να επιστρέψει σπίτι, δεν έχει αργήσει πολύ, ούτε μισή ώρα, ίσως της γκρινιάξουν ότι κάθισε παραπάνω, ίσως να μην πουν τίποτα. Θα πάει κατευθείαν να σβήσει το φως που ξέχασε αναμμένο στο μπαλκόνι η Γεωργία, θα βγάλει τα ρούχα της, θα συμμαζέψει λίγο την κουζίνα και μετά θα πάρει τηλέφωνο την Αναστασία να την ρωτήσει κάτι, οτιδήποτε: δες, έχω αφήσει το ξεσκονόπανο στην βεράντα, δεν θυμάμαι, τι έκανα την σκάλα, άφησα την πόρτα του πλυντηρίου ανοιχτή να παίρνει αέρα, για δες, η Αναστασία θα ελέγξει απρόθυμα και θα της πει μην ανησυχείς, Αριάνθη, όλα είναι εντάξει.

 

altH Όλγα Αικατερίνη Φουντέα (Αθήνα, 1978) σπούδασε Χρηματιστηριακά και Επικοινωνία στο Αμερικανικό Κολλέγιο. 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

***

ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση diigima@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.

Ακολουθήστε την bookpress.gr στο Google News και διαβάστε πρώτοι τα θέματα που σας ενδιαφέρουν.


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Ανάσκελα, σ’ ένα λασπωμένο χωράφι (διήγημα)

Ανάσκελα, σ’ ένα λασπωμένο χωράφι (διήγημα)

«Ο αξιωματικός τον διέταξε να τον ακολουθήσει. Η φωνή του, άκαμπτη, μια απόλυτη εξουσία που δεν δεχόταν αμφισβήτηση. Περπάτησαν μέσα από το δάσος, ο Αλέξανδρος μπροστά, ο αξιωματικός πίσω του. Το σκυλί τους ακολούθησε, γαβγίζοντας σποραδικά, ένας ήχος σχεδόν ανθρώπινος στη θλίψη του».

Του Αλέξη Σταμά...

Δι’ εὐχῶν (διήγημα)

Δι’ εὐχῶν (διήγημα)

«Εκείνη άνοιξε το σακί και σχεδόν ψηλαφιστά, άρχισε να βγάζει τα κόκαλα. Έπνιξε τον πρώτο λυγμό, αλλά ο δεύτερος δεν χώρεσε μέσα της. Τ’ αγκάλιαζε ένα ένα, λες και κρατούσε μωρό, τα σταύρωνε, τα φιλούσε, τα ξέπλενε με τα δάκρυά της, και μετά τα έβαζε μέσα στον τάφο».

Του Γιώργου Μάλου

...
   Ο Ακταίωνας στη Μεσσηνία (διήγημα)

Ο Ακταίωνας στη Μεσσηνία (διήγημα)

«Ο Λουκάς και ο Άκης είχαν όνειρο ζωής να αποκτήσουν μια κατοικία στη μέση του πουθενά: στους αγρούς και τα παρατημένα χωράφια. Στους πρόποδες των φαγωμένων λόφων και τα ξεραμένα ποτάμια. Σε τόπους λησμονημένους και τραχείς˙ μακριά από τις βουερές κυψέλες των ανθρώπων και των έργων τους». 

...

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

«Ο Βασιλιάς», του Τζο Νέσμπο − Τύψεις, αβάσταχτοι οικογενειακοί δεσμοί, εκδίκηση

«Ο Βασιλιάς», του Τζο Νέσμπο − Τύψεις, αβάσταχτοι οικογενειακοί δεσμοί, εκδίκηση

Για το νέο μυθιστόρημα του Τζο Νέσμπο [Jo Nesbo] «Ο Βασιλιάς» (μτφρ. Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, εκδ. Μεταίχμιο) − «από την αρχή της αφήγησης προβάλουν καθαρά τα βασικά θέματα του βιβλίου: οι τύψεις, οι αβάσταχτοι οικογενειακοί δεσμοί, η εκδίκηση».

Γράφει η Χίλντα Παπαδημη...

«Σου γράφω από την κοιλιά του κτήνους», του Μίνου Ευσταθιάδη (Μεταίχμιο) – Μια πραγματεία για το Κακό

«Σου γράφω από την κοιλιά του κτήνους», του Μίνου Ευσταθιάδη (Μεταίχμιο) – Μια πραγματεία για το Κακό

Για το μυθιστόρημα «Σου γράφω από την κοιλιά του κτήνους», του Μίνου Ευσταθιάδη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. 

Γράφει η Χίλντα Παπαδημητρίου

Το 2006, μια πλούσια κυρία δολοφονείται στο αχανές λοφτ της στο Μόναχο. Το πτώμα βρίσκει ο αν...

«Τα άπαντα» του Φραντς Κάφκα (κριτική) – Ταξικό στοιχείο και εξουσία στο έργο του Κάφκα

«Τα άπαντα» του Φραντς Κάφκα (κριτική) – Ταξικό στοιχείο και εξουσία στο έργο του Κάφκα

Για την έκδοση του τόμου του Φραντς Κάφκα [Franz Kafka] «Τα Άπαντα: Πρόζες – Διηγήματα – Παραβολές – Στοχασμοί» (μτφρ. Χρίστος Αγγελακόπουλος, εκδ. Οξύ). Σκίτσα © Φραντς Κάφκα.

Γράφει η Λαμπριάνα Οικονόμου

Η τάξη και η λογ...

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

«Ανταρκτική» της Κλερ Κίγκαν (προδημοσίευση)

«Ανταρκτική» της Κλερ Κίγκαν (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη συλλογή διηγημάτων της Κλερ Κίγκαν [Claire Keegan] «Ανταρκτική» (μτφρ. Μαρτίνα Ασκητοπούλου), η οποία θα κυκλοφορήσει στις 3 Δεκεμβρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

ΟΙ ...

«Σωματογραφία» της Εύας Στάμου (προδημοσίευση)

«Σωματογραφία» της Εύας Στάμου (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Εύας Στάμου «Σωματογραφία», το οποίο κυκλοφορεί στις 2 Δεκεμβρίου από τος εκδόσεις Αρμός.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Κεφάλαιο 2ο

Εκείνη την εποχή καταπιανόμουν με την κατα...

«Μπάρμπα Μάρογιε» του Μάριν Ντζιτς (προδημοσίευση)

«Μπάρμπα Μάρογιε» του Μάριν Ντζιτς (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το θεατρικό έργο του Μάριν Ντζιτς [Marin Držić] «Μπάρμπα Μάρογιε» (μτφρ. Irena Bogdanović), το οποίο θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Νίκας.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

ΤΡΙΤΗ ΠΡΑΞΗ


...

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Τρεις νέες πεζογραφικές φωνές από τις εκδόσεις Βακχικόν

Τρεις νέες πεζογραφικές φωνές από τις εκδόσεις Βακχικόν

Τρία μυθιστορήματα που μόλις κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Βακχικόν με τα οποία οι συγγραφείς τους συστήνονται στο αναγνωστικό κοινό με σύγχρονες και ιδιαίτερες ιστορίες.

Επιμέλεια: Book Press

Γιούλη Γιανναδάκη ...

Βία κατά των Γυναικών: 5 βιβλία σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας μας αφυπνίζουν

Βία κατά των Γυναικών: 5 βιβλία σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας μας αφυπνίζουν

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών, προτείνουμε πέντε σύγχρονα βιβλία ελληνικής πεζογραφίας που καταπιάνονται με τη λεκτική, σωματική και σεξουαλική έμφυλη βία. «Σήκω από πάνω μου» (Μεταίχμιο) της Λίνας Βαρότση, «Μια γυναίκα απολογείται» (Τόπος) της Μαρίας Λούκα, «Διήγημας (Ακυ...

Μητέρα, κόρη, άλλο: Πέντε μυθιστορήματα για τη σχέση μάνας παιδιού

Μητέρα, κόρη, άλλο: Πέντε μυθιστορήματα για τη σχέση μάνας παιδιού

Πέντε σύγχρονα βιβλία μεταφρασμένης πεζογραφίας, τα οποία αναδεικνύουν τις πολλές εκφάνσεις της μητρότητας και την πολυσήμαντη σχέση μάνας-κόρης (τα τέσσερα από τα πέντε).

Γράφει η Φανή Χατζή

Ο E.M. Forster έγραψε στην ...

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

Newsletter

Θέλω να λαμβάνω το newsletter σας
ΕΓΓΡΑΦΗ

ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

15 Δεκεμβρίου 2023 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Τα 100 καλύτερα λογοτεχνικά βιβλία του 2023

Mυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα, ποιήματα: Επιλογή 100 βιβλίων, ελληνικών και μεταφρασμένων, από τη βιβλιοπαραγωγή του 2023. Επιλογή: Συντακτική ομάδα της Book

ΦΑΚΕΛΟΙ