
«Έτρεξα γρήγορα κοντά του κι ήθελα να τον αγκαλιάσω, αλλά εκείνος δεν μ’ άφησε. "Τι έχεις Νταμιέλ κι είσαι έτσι μελαγχολικός;" τόλμησα να τον ρωτήσω· όμως, εκείνος απομακρύνθηκε και η σκιά μιας πορφυροκόκκινης νύχτας που έπεφτε σιγά σιγά -δεν είχα καταλάβει πώς είχαν περάσει τόσες ώρες- σχεδόν τον σκέπαζε».
Γράφει η Μαρία Βέρρου
Ήταν η τελευταία φορά που είδα τον εαυτό μου καθαρά. Άνοιξα το παράθυρο που έδινε στον φωταγωγό, μία λεπτή δροσερή αύρα μού χάιδεψε το πρόσωπο. Ήταν η Έμιλυ Μπροντέ που μου απάγγελε ποιήματά της κι ύστερα ενώθηκε με τη φωνή της Μαρίας Κάλλας στην τελευταία εκτέλεση της Casta Diva. Ύστερα όλα σκοτείνιασαν, με ρούφηξε η χοάνη του φωταγωγού καθώς έβλεπα τον εαυτό μου να κατρακυλάει μέχρι τον πάτο. Δεν άκουσα ούτε μία κραυγή και κανείς ως φαίνεται δεν άκουσε κάτι, γιατί μετά την πτώση, επικράτησε μία τρομακτική ησυχία. Ύστερα, πήρα μία ανάσα, βγήκα από το διαμέρισμά μου και βρέθηκα στη Λεωφόρο Αμαλίας. Είχε μία κίνηση εξουθενωτική. Τ’ αυτοκίνητα κορνάριζαν σαν δαιμονισμένα, οι οδηγοί εγκλωβισμένοι ο ένας πίσω απ’ τον άλλο, έμοιαζαν σαν κολλαρισμένα φουρό έτοιμα να μπουν κάτω απ’ τα φορέματα νεαρών κοριτσιών. Η Χαρούλα θυμάμαι φορούσε πάντα τέτοιες μέρες φόρεμα με φουρό.
Ήταν Χριστούγεννα θαρρώ γιατί όλα έλαμπαν στολισμένα. Τα φωτάκια κρέμονταν σαν ρούχα της μπουγάδας. Κι εκείνη έκανε σαν μικρό παιδί απ’ την χαρά της που θα έμοιαζε με τέλεια κουκλίτσα. Τις είχε μαζεμένες όλες σ’ένα σημείο, πάνω σε ράφια, τη μία δίπλα στην άλλη, ν’ ασφυκτιούν κάποιες φορές. Μία μέρα με φιλοξένησε για λίγη ώρα στο δωμάτιό της και καθισμένοι όπως ήμασταν στο πάτωμα μού έδειχνε τις ομορφιές της κάθε μιας και τις ονομάτιζε μάλιστα· η Κανέλα γιατί είχε κάτι καφετί κατσαρά μαλλιά, σαν τζίβες κι ύστερα μία ξανθούλα με γαλανά μάτια που όταν την κουνούσες τ’ ανοιγόκλεινε με πονηριά, κίνηση που μιμούνταν μ’ επιτυχία κι η Χαρούλα. Κι εγώ τότε έσκυβα και τη φιλούσα στα βλέφαρα, μέχρι που μια μέρα μας είδε ο πατέρας της, -δεν κάναμε κάτι κακό, προσπαθούσα να του εξηγήσω- και μου απαγόρευσε να ξαναπάω στο δωμάτιό της. Ήμασταν νομίζω εκεί γύρω στα δώδεκα. Ύστερα η Χαρούλα μου έφυγε κι εγώ έμεινα, μόνος κι απελπιστικά ερωτευμένος, να ψάχνω στ’ άλλα κορίτσια τις χάρες της που τόσο άδικα μου είχαν στερήσει.
Ίσως το θέμα του Έρωτα, που με απασχολούσε τόσο πολύ, να με οδηγούσε, χωρίς εγώ να το καταλαβαίνω, σ’ άλλους κόσμους, αέρινους και πιο βολικούς, λιγότερο πονεμένους, πιο ευτυχισμένους.
Τότε για πρώτη φορά στη ζωή μου γνώρισα τον άγγελο Νταμιέλ που είχε κι εκείνος το μεγάλο όνειρο του Έρωτα κι ήθελε να το πραγματοποιήσει. Βρήκα φυσικά την ευκαιρία να συζητήσω μαζί του, σαν ίσος προς ίσον, πώς είναι να είσαι άγγελος! Μ’ ενδιέφερε η οπτική του. Κάπου θα χρειαζόταν να τη χρησιμοποιήσω, χωρίς ωστόσο να μπορώ ν’ απαντήσω στην ερώτηση γιατί θα ’πρεπε ν’ αναρωτιέμαι για πράγματα σχετικά με τους αγγέλους και τι δουλειά είχα εγώ μαζί τους. Ίσως το θέμα του Έρωτα, που με απασχολούσε τόσο πολύ, να με οδηγούσε, χωρίς εγώ να το καταλαβαίνω, σ’ άλλους κόσμους, αέρινους και πιο βολικούς, λιγότερο πονεμένους, πιο ευτυχισμένους. Και με είχε τόσο πολύ απορροφήσει εκείνο το μεγάλο όνειρο ώστε σαν νερό κατάπια τα χιλιόμετρα της Βασιλίσσης Σοφίας και βρέθηκα να στέκομαι και ν’ ατενίζω, πέρα στο βάθος, την ατλαζένια θάλασσα, στην ταράτσα του Χίλτον όπου τον είδα να με περιμένει, με μία μελαγχολία που έσταζε σαν ψιλή βροχή από τα μάτια του. Δεν τον αναγνώρισα αμέσως, γιατί είχε διπλωμένα τα φτερά του κι ήταν καθιστός και σκυμμένος όπως τα gargoyles της Παναγίας των Παρισίων. Εξάλλου είχε περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που είχαμε συναντηθεί ή έτσι τουλάχιστον νόμιζα.
Έτρεξα γρήγορα κοντά του κι ήθελα να τον αγκαλιάσω, αλλά εκείνος δεν μ’ άφησε. «Τι έχεις Νταμιέλ κι είσαι έτσι μελαγχολικός;» τόλμησα να τον ρωτήσω· όμως, εκείνος απομακρύνθηκε και η σκιά μιας πορφυροκόκκινης νύχτας που έπεφτε σιγά σιγά -δεν είχα καταλάβει πώς είχαν περάσει τόσες ώρες- σχεδόν τον σκέπαζε. Τα μελαγχολικά του μάτια πάντως ξεχώριζαν. «Βρήκες τον έρωτα που έψαχνες;» προχώρησα και σε δεύτερη ερώτηση. Είδα το κεφάλι του να γνέφει αρνητικά και μία απαλή φωνή, όμοια με τον ψίθυρο των φθινοπωρινών φύλλων καθώς πέφτουν, να με ρωτάει: «Εσύ;»
Μα δεν πρόλαβα να του απαντήσω γιατί ξέσπασε μία τρομερή καταιγίδα κι αστραπές έσχιζαν τον ουρανό δίχως έλεος, λες κι ήθελε η πίκρα όλου του κόσμου να καταποντιστεί μέσα σ’αυτή την καταιγίδα όταν, το ίδιο απότομα όπως είχε έρθει, σταμάτησε κι έπιασε τον ουρανό απ’ άκρη σ’άκρη, ένα ουρανότοξο όμοιο με την αγκαλιά της μάνας μου και μύρισε όλος ο κόσμος το άρωμά της. Τι υπέροχο, αλήθεια! Θυμάμαι ακόμα κι όταν πέθανε, μέσα στο κιβούρι της, αυτή η ξεχωριστή ευωδιά γέμιζε την ατμόσφαιρα ένα γύρω τόσο έντονα που και το ίδιο το λιβάνι υποκλινόταν μπροστά του. Κι έφτανε το ουρανότοξο πέρα ίσαμε τη θάλασσα κι εγώ, καβάλα πάνω του έτρεξα να βρω τον πατέρα μου· στητό τον βρήκα, ν’ αναμετριέται με τα μεγάλα κύματα και να σταυροκοπιέται, κι εγώ εκεί δίπλα του, να παρακολουθώ τις προσευχές του.
Ήθελε λέει να με βολέψει στα ύψη τους, ν’ αγναντεύω από κει την απεραντοσύνη όπου δεν με χώραγε και δεν τηνε χωρούσα κι ένοιωθα γι αυτό ένα τόσο δα μικρό σαν το κεντρί της μέλισσας τσίμπιμα ζήλιας· γι' αυτό κι ήθελα να γίνω ποιητής. Αλλά δεν του το είπα ποτέ. Φοβόμουν ότι θ’ άκουγα: «Θεέ μου τι θράσος!»1 Εκείνη τη στιγμή μου γεννήθηκε η επιθυμία να του πω «Αλλά πόσα λιμάνια, και μες στα λιμάνια/πόσες πύλες, φιλόξενες ίσως/πόσα παράθυρα/απ’ όπου η ζωή κι ο μόχθος σου είναι ορατά».2 Κι όσο να τελέψει κι αυτή η σκέψη μου, άγριο ταρακούνημα έφερε κοντά μου τον Ντάμιελ. Μου ’πιασε το χέρι, το ’νοιωσα ζεστό κι απαλό ν’ αγγίζει και να βαστά την καρδιά μου, -αλήθεια, πόσο κοντά έρχονται κάποτε οι άγγελοι με τους ανθρώπους- και μαζί βλέπαμε ασάλευτοι να σωριάζονται οι Πύργοι της πόλης, ο ένας μετά τον άλλο, από έναν τεράστιο σεισμό.
Πανδαιμόνιο επικράτησε. Άνθρωποι κι αυτοκίνητα κατρακυλούσαν σαν παιδικά παιχνίδια μέσα στη μεγάλη ρωγμή που είχε ανοίξει στο οδόστρωμα. Άρχισα να κουνώ τα χέρια μου σαν σημαίες, για να προειδοποιήσω όσους περισσότερους μπορούσα να φύγουν, όσο ακόμα ήταν καιρός. Όσοι ακόμα προλάβαιναν. Όμως εκείνοι, επειδή δεν καταλάβαιναν μάλλον, νομίζοντας ότι ήμουν κάποιος σαλός, με κοιτούσαν με κάτι μάτια ορθάνοιχτα και γλαρά λες κι έβλεπαν φάντασμα. Ήξερα ότι τα πράγματα θα χειροτέρευαν γι' αυτούς κι ότι έπρεπε πάση θυσία ν’ αλλάξουν την πορεία τους, γιατί το σύννεφο σκόνης που σηκωνόταν εξαιτίας της κατάρρευσης των τεράστιων κτηρίων που με τόση ευκολία είχε εξουδετερώσει την περηφάνια τους ένας απρόβλεπτος σεισμός, ήταν πλέον ορατή, δίπλα τους σχεδόν και θα γέμιζε τα πάντα, θα κάλυπτε τα πάντα, όπως τελικά κι έγινε. Κάτι που εγώ το έβλεπα κι ο άγγελος επίσης, καθώς το χέρι του έσφιγγε το δικό μου όλο και περισσότερο, ίσως γιατί είχε καταλάβει ότι στην ψυχή μου επικρατούσε μία γλυκιά συμπόνια για όλους τους ανθρώπους που δεν μπορούσαν να λησμονήσουν, παρά εντελώς παροδικά, τα ταπεινά και δολερά τους ένστικτα.
Κλάψαμε θυμάμαι μαζί. Ύστερα η μνήμη μου αποσύρθηκε σε μια σιωπή. Ίσως σ’αυτό να είχε βοηθήσει και το γεγονός ότι στο μεταξύ όλα είχαν καλυφθεί από ένα παχύ στρώμα θανατερής σκόνης που είχε εισχωρήσει ακόμα και μέσα στα καρκινικά μου κύτταρα που με κατέτρωγαν με θαυμαστή ησυχία κάμποσο καιρό πριν, και μολονότι είχα παλέψει σθεναρά μαζί τους, προσπαθώντας να σταματήσω την ακόρεστη πείνα τους, στο τέλος με κατάπιαν, όπως το ρήγμα στη λεωφόρο είχε καταπιεί ανθρώπους κι αυτοκίνητα που δεν είχαν προλάβει ν’ αλλάξουν πορεία. Λυπήθηκα μόνο βαθιά που δεν είχα καταφέρει ν’ αποχαιρετήσω τον άγγελο Νταμιέλ. Είχα όμως προλάβει να δω, για τελευταία φορά, καθαρά τον εαυτό μου.
1 Ρ. Μ. Ρίλκε “Γράμμα στη Renée Favre 18 Νοεμβρίου 1925
2 Ρ. Μ. Ρίλκε “Τα Περιβόλια” (Μετάφραση Ευαγγελία Ανδριτσάτου) χάρτης Ιανουάριος 2019
Δυο λόγια για τη συγγραφέα
Η Μαρία Βέρρου, γεννήθηκε στην Αθήνα, σπούδασε Γαλλική γλώσσα και Φιλολογία στο ΑΠΘ και Ιταλική γλώσσα στο Πανεπιστήμιο της Περούτζια. Για χρόνια δούλεψε σε δημόσιο φορέα. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα δημιουργικής γραφής με διάφορους συγγραφείς.
Συμμετείχε στα εργαστήρια μετάφρασης του Γαλλικού Ινστιτούτου απ’ όπου και τα συλλογικά έργα: α. Bernard Common: «Φευγαλέα και εφήμερα» εκδόσεις ΑΠΟΠΕΙΡΑ (2013), β. M. Proust : «Όνειρα, μια ανθολογία από το έργο του» εκδόσεις ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ (2013) και γ. Κρίση εποχής ή εποχή της κρίσης - τρία κείμενα των Alain Badiou, J. Generaux et Amin Maalouf εκδόσεις Αλεξάνδρεια (2016).
Διάφορα ηλεκτρονικά περιοδικά και συλλογικοί τόμοι φιλοξενούν διηγήματά της. Από τις εκδόσεις Θράκα (2019) κυκλοφορεί το πρώτο της βιβλίο, ένα αφήγημα με τίτλο «Σκάμματα του χρόνου». Από τις εκδόσεις Εύμαρος (2023) κυκλοφορεί η συλλογή διηγημάτων της «Η μεγαλοψυχία των δέντρων».
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική και εκφραστική επιμέλεια.