«Ούτε καν με τον Άντριου, τον οποίο θεωρούσε, έστω, καλό του φίλο, δεν μπορούσε να ταυτιστεί, παρόλο που ήταν ο μόνος άντρας με τον οποίο μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του, εκτός από σεξουαλικά, και ρομαντικά. Είχε τολμήσει να πλάσει μέχρι και τρυφερές στιγμές μεταξύ τους σε βιαστικά ονειροπολήματα της ημέρας».
Του Αντώνη Γουλιανού
Θυμόταν καθαρά τις πρώτες του αυπνίες, όπως άλλοι θυμούνταν τα πρώτα εφηβικά τους σκιρτήματα, τους κάπως σοβαρούς παιδικούς πυρετούς, τα επιπόλαια τραύματα στα γόνατα που χρειάστηκαν τα μικρά ανώδυνα ράμματα με ένεση προκαΐνης στον οικογενειακό γιατρό της συνοικίας. Είχαν ξεκινήσει νωρίς, στο μεταίχμιο των παιδικών και των ηβικών του χρόνων, μια φυσική μελαγχολία που είχε έξαφνα ξυπνήσει για να τον κρατάει τα βράδια ξάγρυπνο πλάι στο παράθυρο, με το λιωμένο κερί της κάμαράς του να ξεθυμαίνει στους τοίχους μια κίτρινη φλόγα. Τις μικρές ήσυχες ώρες περιφερόταν στο σιωπηλό σπίτι σαν παιδικό φάντασμα, απαισιόδοξος και ανήμπορος, κουρασμένος, με μαύρους κύκλους στο χλωμό του δέρμα, καθώς αυτό φωτιζόταν περιστασιακά με το μισοσκόταδο που έμπαζαν τα παράθυρα από τα φώτα του δρόμου. Κάποιες φορές προς την αυγή, όταν ήταν ήδη επαρκώς ταλαιπωρημένος, άνοιγε προσεκτικά την εξώπορτα, για να μην τρίξει, και έβγαινε έξω, στην πρωινή πάχνη για να αντικρίσει πέρα μακριά στον ορίζοντα την ανατολή. Άλλες φορές έμενε κλεισμένος στην κάμαρή του διαβάζοντας στο αχνό φως, σχεδόν μαντεύοντας τις λέξεις σε μια άδηλη υποψία φωτός, μέχρι που κάποια στιγμή τον έβρισκε ο πατέρας του κοιμισμένο πάνω από την σπουδή του, όταν πια είχε για τα καλά ξημερώσει και, χωρίς να προσέξει πως ο γιος του διάβαζε τα σύντομα καρέ των περιπετειών του Ποπάυ από την κυριακάτικη εφημερίδα και όχι τα μαθήματα του σχολείου, έσβηνε το κερί προσεκτικά για να μην τον ξυπνήσει, αισθανόμενος κάπως περήφανος που το παιδί του μεγάλωνε για να γίνει ένας χρήσιμος άνθρωπος.
Ακολούθησε τον δρόμο του πατέρα του, μόνο που εκείνος είχε διαλέξει την αεροπορία αντί για το ναυτικό, για να έχει “καλύτερη θέα”, όπως πείραζε τον γέρο του τον πρώτο καιρό, μεταφέροντας τα πειράγματα που άκουγε μεταξύ των δόκιμων στις καφετέριες της σχολής.
Ο πατέρας του δεν είχε πεθάνει στον μεγάλο πόλεμο. Γύρισε όπως χιλιάδες άλλοι, ζωντανός, έχοντας στη φαρέτρα του αρκετές από εκείνες τις εμπειρίες επιτρεπτής αστικής βιαιότητας. Δεν του είχε αφηγηθεί ποτέ ιστορίες όπου το είχε κάνει, όπου είχε πράγματι σκοτώσει, αλλά ήταν κάτι που θα μπορούσε με ευκολία να υποθέσει από το βλέμμα του όταν πιο μικρός είχε την παιδική αφέλεια να του θέσει μερικές φορές αυτή την ερώτηση. Αντιθέτως, ο γέρος του ήταν αρκετά ευρηματικός και ευφραδής στις αμέτρητες εκδοχές εξιστόρησης του τραυματισμού του κατά τη επέμβαση στη βόρεια Ρωσία την άνοιξη του ‘18. Αφηγούνταν με μια παράξενη χαρά το γεγονός του παρολίγον θανάτου του. Του επέτρεψε να αποχωρήσει οικειοθελώς από το ναυτικό -απολυόμενος με τιμητική απαλλαγή ως Υπαξιωματικός τρίτης τάξης- και να γλυτώσει από την επιδημία της ισπανικής γρίπης που θέρισε τους στρατώνες τους επόμενους μήνες.
Αλλά η δουλειά ήταν καλή, σταθερή, και σύντομα εγκατέλειψε τις φιλοδοξίες για να αφοσιωθεί στην ήσυχη οικογενειακή του ζωή και στις καταπραϋντικές ιδιότητες του παράνομου μπράντυ - όσες φορές, τουλάχιστον, δεν κατάφερε να πάρει ιατρική συνταγή για την χορήγησή του εξαιτίας παρατεταμένης δυσπεψίας.
Η ρωσική ξιφολόγχη που του τρύπησε το δεξί πλευρό, ευτυχώς δεν βρήκε κανένα ζωτικό όργανο και το παλιοκουμμούνι, όπως χαρακτήριζε τον Μπολσεβίκο, χωρίς να το ξέρει, τού έδωσε την δυνατότητα να εκμεταλλευτεί τις παροχές στους βετεράνους πολέμου και να φοιτήσει επαρκώς στο κολλέγιο, εγκαταλείποντας το Οχάιο για τη Νέα Υόρκη. Επέλεξε τη λογιστική και τα πρώτα χρόνια δούλεψε σε μια εταιρεία οικοδομικών εργασιών, τρέφοντας την ελπίδα να συνάψει ισχυρές γνωριμίες ώστε να μεταπηδήσει κάποια στιγμή στο χώρο των τραπεζών. Αλλά η δουλειά ήταν καλή, σταθερή, και σύντομα εγκατέλειψε τις φιλοδοξίες για να αφοσιωθεί στην ήσυχη οικογενειακή του ζωή και στις καταπραϋντικές ιδιότητες του παράνομου μπράντυ - όσες φορές, τουλάχιστον, δεν κατάφερε να πάρει ιατρική συνταγή για την χορήγησή του εξαιτίας παρατεταμένης δυσπεψίας. Στο Κραχ του ΄29, παρότι έπληξε και τις δικές του δουλειές, αισθάνθηκε δικαιωμένος που τελικά δεν έκανε ποτέ το άλμα στον τομέα των τραπεζικών γιατί με την οικονομική κατάρρευση, θα έκανε τώρα ένα μεγαλύτερο άλμα -από εκείνα τα ψηλά περήφανα κτήρια της Γουόλ Στριτ- στο κενό, για να καταλήξει στο πολυάσχολο κράσπεδο αυτής ή της Mπρόντ Στριτ, καθώς οι υπόλοιποι τραπεζίτες θα τον προσπερνούσαν ενοχλημένοι για την μικρή καθυστέρηση στην κυκλοφορία.
Θυμόταν καλά τον πατέρα του στην ακμή του, πριν μετατραπεί σε αυτό το αδιάφορο, ήπιο και ελαφρώς πικρόχολο γεροντάκι που ήταν σήμερα. Τον θυμόταν να ξεσπά με πατριαρχική αυταρέσκεια στους γιους του, με όλα τα κωλύματα της χαμένης γενιάς, να εκχύει στα παιδιά του κάθε είδους σύμπλεγμα της τραχύτητας που πίστευε πως αντιπροσώπευε ο κόσμος. Και είχε πετύχει αυτό που ήθελε: και οι δύο του γιοι είχαν καταταγεί στον στρατό, ο ένας σε καίρια θέση στην ξηρά, ο άλλος ήδη λοχαγός στην αεροπορία.
Οι μέρες κυλούσαν αργά στη βάση, παρά τις διεθνείς εξελίξεις, αν και ούτε από αυτές μάθαινε πολλά. Άκουγε μονάχα τις φήμες των στρατιωτών, αόριστες συζητήσεις στις καντίνες και στους κοιτώνες για ένα κάποιο κοντινό και συνάμα μακρινό τέλος των συρράξεων, για μια ειρήνη που θα καθιερωνόταν με τη βοήθεια νέων υπερδύναμων όπλων που αναπτύσσονταν μυστικά σε απομακρυσμένες βάσεις, σαν αυτή να ήταν μια καινούργια μορφή ειρήνης που έπρεπε όλοι να αποδεχτούν.
Κι όμως, ο πόλεμος του φαινόταν ήδη μια μακρινή ανάμνηση, παρόλο που είχε περάσει μόλις ένας μήνας από τις μεγάλες επιθέσεις της Οκινάουα. Οι Γιαπωνέζοι έκαναν πίσω, ήταν πια θέμα χρόνου η ολική παράδοση - έτσι φαινόταν τουλάχιστον. Οι αρχηγοί στα μεγάλα τραπέζια προβαίναν σε πολιτισμένες συζητήσεις, οραματίζονταν μια νέα Ευρώπη, έναν νέο κόσμο, αλλά -το έβλεπε καλά στις βιαστικές τελευταίες επιχειρήσεις που έκανε ο Αμερικανικός στρατός σποραδικά για να επιρρωθεί η ισχύ τους- αυτός ο κόσμος έπρεπε να αναδυθεί με κάποιον μαγικό τρόπο από όλα αυτά τα μπάζα, από όλα αυτά τα συντρίμμια και τα σκουπίδια που είχαν δημιουργήσει οι άνθρωποι σ’αυτό το τελευταίο ξέσπασμα ασύλληπτης βιαιότητας. Δεν είχε ταξιδέψει ποτέ στην Ευρώπη αλλά πάντα την φανταζόταν λαμπερή, μια Ευρώπη της νύχτας, με τα μνημεία φωτισμένα, με αγάλματα κλασικού κάλους να στέκονται περήφανα, με όπερες και αυλαίες στολισμένες, με πολιτισμένους ευγενικούς κύριους να συζητάνε σε ήσυχα δείπνα ντυμένοι στα κομψά βραδινά τους ενδύματα. Στις εφημερίδες όμως έβλεπε μόνο τα θλιβερά απομεινάρια ενός κόσμου που φαινόταν πως δεν υπήρχε πια.
Υπήρχε βέβαια ένα περιβόητο μετά. Άκουγε για αυτό συχνά, για μια υποσχόμενη ευτυχία που θα διαδεχόταν με βεβαιότητα τις παρούσες συνθήκες. Άνοιγαν ήδη νέες αγορές, οι τεχνολογίες του πολέμου περνούσαν ικανοποιητικά σε χρήσιμες πατέντες στην ζωή των πολιτών, οι στρατιώτες που είχαν την τύχη να επιζήσουν επέστρεφαν, κομματιασμένοι αλλά ζωντανοί, και ήθελαν σπίτια και αυτοκίνητα και την αστική ασφάλεια ενός καλοκουρεμένου γκαζόν και ενός κόκκινου φράκτη γύρω από τον όμορφο τετραγωνισμένο κήπο τους.
Δεν μπορούσε παρά να αναρωτιέται και για τον εαυτό του σε αυτή την καλοσχηματισμένη μεταπολεμική ουτοπία. Δεν είχε ακόμα την παραμικρή ιδέα για τα κατοπινά του σχέδια, για το αν θα παρέμενε στην υπηρεσία, για το τι θα έκανε και πώς. Για ένα ικανό διάστημα έγραφε στην Πέρπλ, ένα όμορφο κορίτσι από την Ιντιάνα που είχε γνωρίσει στα εικοσιένα του στην μεθοδιανή κατασκήνωση, κι έκτοτε αλληλογραφούσαν τακτικά. Κατά τη διάρκεια του πολέμου τα γράμματα πήραν μια ρομαντική τροπή, σαν να είχαν ανάγκη -η Πέρπλ περισσότερο- να αποφορτίσουν την κατάσταση του κόσμου στις λέξεις τους, και έγραφαν σαν ερωτευμένοι, παρόλο που είχαν να ιδωθούν χρόνια. Πλέον όμως ατόνησε το ενδιαφέρον του. Τα γράμματά της μαζεύονταν στο συρτάρι του γραφείου του, η ανησυχία της τον βάραινε, η υπόσχεση για κάποιους αρραβώνες μετά τον πόλεμο κατέληγε τώρα κάπως φαιδρή και οι λέξεις της, που τις φανταζόταν να σωρεύονται σε ένα μεγάλο τσουβάλι σαν αυτά των ταχυδρόμων, έπαιρναν σχεδόν υλική μορφή κατά την διάρκεια των άυπνων βραδιών του, σχηματίζοντας τα ενοχλητικά σύννεφα ενός ακατάπαυστου παρλαρίσματος πάνω από το κρεβάτι του.
Σηκωνόταν από το κρεβάτι αρχικά αισιόδοξος πως θα μπορούσε να νικήσει τα συμπτώματα, αλλά η δωδεκάωρη βάρδια τον εξαντλούσε, ειδικά τις ημέρες που έπρεπε να διδάξει νεοσύλλεκτους ή να μιλήσει στους νεότερους πιλότους.
Η αυπνία τον εξόντωνε με έναν τρόπο που δεν είχε μπορέσει να κάνει κανένα από τα βομβαρδιστικά του εχθρού. Περιφερόταν σχεδόν τρεκλίζοντας, με την υπερένταση της αδρεναλίνης να κρατάει το κορμί του σε διαρκή διέγερση, σπαταλώντας τους πόρους του σώματός του σε μια ημίτρελη παραφορά ενέργειας που δεν αποσκοπούσε πουθενά. Σηκωνόταν από το κρεβάτι αρχικά αισιόδοξος πως θα μπορούσε να νικήσει τα συμπτώματα, αλλά η δωδεκάωρη βάρδια τον εξαντλούσε, ειδικά τις ημέρες που έπρεπε να διδάξει νεοσύλλεκτους ή να μιλήσει στους νεότερους πιλότους. Η πρωινή εκπαίδευση τον τόνωνε, τον έκανε να αισθάνεται για λίγο πως είχε τον έλεγχο του σώματός του, αλλά μέχρι το μεσημέρι, αφού είχε ήδη φάει μικρά δυναμωτικά γεύματα και είχε αποφύγει όσο μπορούσε τον καφέ για να μην τον κρατήσει ξύπνιο το βράδυ, ένιωθε έτοιμος να καταρρεύσει, τα χέρια του έτρεμαν. Είχε πάψει να αισθάνεται εκείνη την αρχική καρυβαρία που αισθανόταν τα πρωινά των μαχών, όταν μετά από ένα βασανιστικό στριφογύρισμα στο σκληρό στρατιωτικό στρώμα έπρεπε να πιλοτάρει προσπαθώντας να αγνοήσει την ταμπουρλιστή ταχυπαλμία της ταραχής και της κούρασης. Παρά τη χρήση των χαπιών ένιωθε πλέον το κεφάλι του ελαφρύ, φτιαγμένο με την ουσία των σύννεφων, καρφωμένο σε έναν κορμό ασήκωτο, στυφνό, άκαμπτο σχεδόν, μια αντίθεση αισθήσεων βάρβαρη που τον έκανε να περπατά με έναν κάπως τραγικά κωμικό τρόπο. Εδώ και καιρό είχε σταματήσει να λαμβάνει κάθε βράδυ το ογδονταοκτάρι [1], αφού από ένα σημείο και μετά δεν δούλευε. Οι ουσίες του δεν επέφεραν πια την παραμικρή κατευναστική ή καταπραϋντική επίδραση στον οργανισμό του -περισσότερο τον έκαναν κουρασμένο, παρά νυσταγμένο, και στο τέλος κατέληγε απλώς να κείτεται εξαντλημένος στο κρεβάτι, ναρκωμένος αλλά ξύπνιος, στα πρόθυρα ενός υπόκωφου πανικού, μιας ανέκφραστης κραυγής τρόμου, λες και είχε ξυπνήσει στη μέση μιας εγχείρησης, με τα σωθικά του να χάσκουν ολάνοιχτα.
Ορισμένες φορές, αντιλαμβανόταν το κορμί του ως ένα ενοχλητικό βαρίδιο που ελκόταν αναίτια προς το κέντρο της γης, μαγνητισμένο από έναν αόρατο πυρήνα. Όμως η αντίσταση του εδάφους, η αδυναμία της ώθησής του προς το πατώδες κέντρο, η έλλειψη εισόδων μέσα στη γη, τον ανάγκαζε να προσκρούει ανώφελα στο ανάλγητο κράσπεδο, μεταφράζοντας αυτή την απραγματοποίητη πτώση σε ένα κωμικά άβολo περπάτημα. Περιφερόταν ανάμεσα στους δόκιμους πλήρως αφοσιωμένος σε έναν έντονο βρουξισμό των σιαγόνων του, σαν να προσπαθούσε να κρατήσει το κορμί του στητό με τα δόντια.
Η ζάλη ήταν το χειρότερο κομμάτι. Ένας αδιαχείριστος ίλιγγος, ένας ανώφελος μετεωρισμός που έκανε τον κόσμο να φαντάζει σαν ζελατίνη. Τα μεσημέρια η ζέστη του δυτικού Ειρηνικού ήταν αφόρητη, το πλοίο ζεμάτιζε, αντανακλώντας μια ακούραστη λάμψη εν μέσω του πελάγους που επέστρεφε με όλη την ζοφερή της θερμότητα στο κέντρο του στήθους του.
Είχε δει ανθρώπους να πεθαίνουν. Κομμάτια ανθρώπων να αιωρούνται αποκομμένα από το κορμί που κάποτε ονομαζόταν άνθρωπος. Αλλά ο αργός θάνατος του φαινόταν χειρότερος. Η αναπόφευκτη φύση του τέλους τού δημιουργούσε παραστατικούς εφιάλτες για όλα τα σενάρια των πιθανών αφανισμών του. Περίμενε πως θα φοβόταν περισσότερο τον θάνατο από σφαίρα, αλλά στην πραγματικότητα τον φόβιζε πολύ περισσότερο η δυσλειτουργία του οργανισμού του, η υπόνοια πως ανά πάσα στιγμή το στήθος του, χωρίς κανέναν λόγο, θα αρχίσει να πονάει φρικτά, πως η καρδιά του θα πάψει να χτυπά, πως θα υποκύψει σε έναν μη στρατιωτικό θάνατο από καρδιακή προσβολή. Είχε ρωτήσει τον γιατρό της μονάδας πώς μπορεί να αποτρέψει έναν τέτοιο θάνατο. Ούτε όλοι εκείνοι οι δόκτορες μπορούσαν να ξέρουν τι μπορούσε να προκαλεί τόσο τελεσίδικα την εμβολή, παρά το ότι έκαναν κάποιες εικασίες. Ο γιατρός του είχε συστήσει να γυμνάζεται, να διατηρεί την ψυχραιμία του, να τρώει δυναμωτικά γεύματα και αν ένιωθε φόβο ή άγχος, να κάπνιζε μερικά τσιγάρα. Όσο για αυτά μπορούσες να τα βρεις παντού στη βάση. Άνοιγες ένα ντουλάπι και έβρισκες πακέτα με τσιγάρα, στοίβες ολόκληρες αποθηκευμένες στα πιο απίθανα μέρη, ενώ στους τοίχους υπήρχαν κολλημένες ζωντανόχρωμες αφίσες που προμόταραν με χαμογελαστά πρόσωπα τον θαυματουργό τους καπνό. Ήταν μια κάποια παρηγοριά, το να καπνίζεις. Ρουφούσε τον καπνό αργά, βαριά, εισπνέοντας με δύναμη σαν να εξαρτιόταν από αυτό η ζωή του. Κάποιες φορές είχε πιάσει τον εαυτό του να δαγκώνει την γόπα, να την στριμώχνει ανάμεσα στα δόντια, ενώ τα ξερά χείλη έμεναν τεντωμένα σε έναν λυπημένο χαμογελαστό μορφασμό.
Αυτό που τον φόβιζε ήταν η έλλειψη ελέγχου και ότι η ζωή του εξαρτιόταν από το χτύπημα αυτής της παράξενης αντλίας. Την είχε νιώσει να χτυπά αφύσικα γρήγορα. Λες και θα έσκιζε το στέρνο του για να πεταχτεί έξω, παλμώδης, αφηνιασμένη, εξακοντίζοντας τους τελευταίους πίδακες αίματος από τα λαγούμια της σε φρενήρη ρυθμό. Είχε μάθει πια τη λέξη -“αρρυθμία”- και μόλις ένιωθε ένα τέτοιο επεισόδιο την επαναλάμβανε στο μυαλό του γρήγορα: αρρυθμία, αρρυθμία, αρρυθμία, σαν ξόρκι, χωρίς να είναι βέβαιος αν αυτή η ταχύτητα με την οποία ο ζωτικός μυς εξοβέλιζε το αίμα στις αρτηρίες του, ήταν πράγματι το σύμπτωμα ενός παθολογικού οργανισμού και όχι ενός πνεύματος σε σήψη.
Περιστασιακά, χωρίς πρόδηλη αφορμή, ενώ καθόταν φαινομενικά αμέριμνος στο γραφείο του, το σώμα του αντιδρούσε σαν να συνέβαινε κάτι το συνταρακτικό, ενώ τίποτε δεν συνέβαινε, λες και υπήρχε μια μνήμη που κρατούσε το παρελθοντικό σώμα σε μια συνεχή και αγχώδη σχέση με το τωρινό. Οι ημέρες της μάχης στην Οκινάουα είχαν παρέλθει. Τις θυμόταν όπως θα θυμόταν ένα μυθικό γεγονός. Τότε κοιμόταν μόνο ένα μέσο όρο δύο ωρών την ημέρα, ίσως και λιγότερο -κάποιες φορές δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει αν κοιμήθηκε ή όχι. Ούτε ξέρει πώς τα κατάφερε και βγήκε ζωντανός πιλοτάροντας. Του φαινόταν πως ο οργανισμός του, σχεδόν μεθυσμένος από την κούραση, επέζησε με ό,τι αποθέματα αδρεναλίνης είχε, αποκτώντας αναπάντεχα την ακρίβεια ενός χορευτή στις κινήσεις των χεριών του.
Όταν κατάφερνε να αποκοιμηθεί, λίγες ώρες μετά τον ξυπνούσαν, γιατί ήταν ήδη η ώρα του εγερτηρίου. Τις στιγμές που τον φώναζαν, αυτές τις άφατες στιγμές εγκεφαλικής αιώρησης, όταν το μυαλό του ήταν ακόμα βυθισμένο στο πιο βαθύ σημείο του ύπνου, ο ήχος της διακόπτουσας φωνής ήταν στην αρχή μονάχα μια απόμακρη τελεία. Μπορούσε να τη δει καθαρά στο πλατό του πιλοτηρίου, να κουνιέται παιχνιδιάρικα, να του ξεφεύγει, να πηδάει σαν μανιακό πίξελ στα μεγάλα ραντάρ που τους είχαν δείξει πριν λίγα χρόνια σε μια στρατιωτική επίδειξη στο Πεντάγωνο. Μπορούσε να την δει σαν την έκφανση ενός αδιάκριτου ηχητικού κύματος, μόνο που αυτή σιγά σιγά μεγάλωνε, ακροβολιζόταν εντός της οθόνης σαν να πολλαπλασιαζόταν, καταλάμβανε ολοένα και μεγαλύτερο χώρο, μέχρι που ξαφνικά έσκαγε από την ασπρόμαυρη όψη της σε ένα τρομακτικό και απαστράπτον κόκκινο, που δεν ήταν παρά το χρώμα της πραγματικότητά του το τελευταίο διάστημα.
Πιθανόν είχε σκοτώσει. Το συνειδητοποίησε αρκετές εβδομάδες μετά τη μάχη. Δεν ένιωθε ακριβώς τύψεις, ούτε μετάνιωνε. Είχε κάνει απλώς τη δουλειά του. Αυτό ακριβώς περίμεναν από την υπηρεσία του. Κανείς δεν θα τον έκρινε ποτέ, αντιθέτως, θα μπορούσε να περάσει για ήρωας. Δεν του φαινόντουσαν άλλωστε πραγματικοί άνθρωποι. Ήταν μονάχα μαχητικά που είχε καταρρίψει. Αδυνατούσε να χωρέσει την αναλογία στο μυαλό του, πως, εκεί μέσα, σε αυτά τα εχθρικά κουβούκλια βρίσκονταν άνθρωποι, πιλότοι σαν εκείνον, που ήταν πια νεκροί από το δικό του χέρι.
Όταν όλα τελείωσαν και απέμειναν ήπιες πτήσεις, περιπολίες ή μικρομάχες, πίστευε πως θα μπορούσε να κοιμάται όπως πριν. Αλλά δεν ήταν δυνατόν. Στις σπάνιες περιπτώσεις που κατάφερνε να αποκοιμηθεί χωρίς να βασανιστεί αλλάζοντας συνεχώς πλευρό στο κρεβάτι, ξυπνούσε μετά από μόλις λίγες ώρες ταραγμένου ύπνου. Ήταν λες και το σώμα του είχε πια κωδικοποιηθεί από την αρχή, σαν να είχε ξεχαρβαλωθεί και, κατά τη διάρκεια του πολεμικού καθήκοντος αναγεννήθηκε σε μια ακούραστη μηχανή. Ο ίδιος βρισκόταν κάπου μέσα σε αυτή τη μηχανή, ατενίζοντας τον κόσμο χωμένος στο παρατηρητήριο του εγκεφάλου του, τρέμοντας καθώς η ακυβέρνητη μηχανή συνέχιζε στους ίδιους απερίσκεπτους ρυθμούς.
Όσο συναντούσε κι άλλα άγρυπνα βλέμματα κατά τη διάρκεια της ημέρας, ένιωθε λιγότερο μόνος. Ήταν άλλωστε ένα σχετικά κοινό πρόβλημα για τους στρατιώτες. Κυμαινόταν βεβαίως σε βαθμούς σοβαρότητας και συμπτωμάτων. Στους στρατώνες έδιναν συμβουλές αντιμετώπισης. Μετά τις μεγάλες μάχες ορισμένοι συμμετείχαν στο πρόγραμμα αποκατάστασης, γιατί εμφάνιζαν τρέμουλο, αυπνία και συνεχή ευαισθησία τους δυνατούς θορύβους. Οι ειδικοί άρχιζαν να μιλάνε για αόρατα τραύματα, για επίπονα διανοίγματα της επονομαζόμενης ψυχής που διαρκούσαν πολύ περισσότερο από την σωματική κακουχία.
Ο ίδιος είχε κάνει ορισμένες συνεδρίες με τον γιατρό της βάσης. Τον ενθάρρυνε να μιλάει για τα όνειρά του -όταν και αν έβλεπε- για την παιδική του ηλικία, για τους γονείς του, για κορίτσια. Ένιωθε άβολα και είχε τόσα να κρύψει, έτσι που το μεγαλύτερο διάστημα από τη μία ώρα που διαρκούσε η ψυχοθεραπεία, το περνούσε σιωπηλός, κοιτώντας τους μικρούς δείκτες του ρολογιού στον τοίχο να τρέχουν άσκοπα προς έναν τελεσίδικο κύκλο επανάληψης.
Η αλήθεια είναι πως δεν μπορούσε να μιλήσει για τα όνειρά του. Του ήταν αδύνατο να τα περιγράψει ικανοποιητικά, παρά την πληθωρικότητά τους, ακόμα και τις βραδιές που έκανε ύπνο ανήσυχο και ελαφρύ, γυρίζοντας ιδρωμένος στο κρεβάτι του μέχρι το δυσοίωνο άσπρο φέγγος να αρχίσει να τρυπώνει παραβιαστικά από τις μικρές χαραμάδες των παντζουριών και να τον ξυπνήσει εντελώς, λες και ένα λευκό ανάλγητο χέρι του άνοιγε τα μάτια. Ήταν όνειρα ζωντανά, παραστατικά, ανηλεώς ρεαλιστικά. Ένιωθε λες και ο εγκέφαλός του όχι απλώς δεν μπορούσε να ξεχάσει τις μάχες, αλλά ζούσε ακόμα στην αναταραχή τους, αναγκάζοντας το σώμα να υπακούει στην ίδια παράλογη υπερένταση. Με το που σφάλιζε τα μάτια βρισκόταν κατευθείαν πίσω στο πιλοτήριο, ο στόχος οπλισμένος και από ασπρόμαυρη τελεία κατέληγε σε ένα έντονο κόκκινο που ολοένα και μεγάλωνε και από σημείο γινόταν ποτάμι κόκκινου αίματος.
Ύστερα όλα άλλαζαν, επερχόταν φαινομενική νηνεμία, ονειρευόταν το σπίτι των παιδικών του χρόνων, τα μικρά βρώμικα παράθυρα που κοιτούσαν τον τοίχο της απέναντι πολυκατοικίας, τα μεθυσμένα βήματα του πατέρα του τα βράδια. Η επιστροφή του στο σπίτι πάντα τον άγχωνε, άκουγε τους θορύβους του γονιού του ενοχλημένος και φοβισμένος, ευχόταν να μην γύριζε ποτέ πια στο σπίτι, χωρίς να ξέρει το γιατί. Μετά ονειρευόταν τη βάση, τις μεγάλες επιφάνειες του πλοίου να ζεματάνε στον ήλιο, όλους τους γνώριμους χώρους έρημους και σιωπηλούς -δεν τον απασχολούσε τι είχαν απογίνει οι υπόλοιποι- το πέλαγος βαθύ και ελκυστικά σκοτεινό. Κι ύστερα μια έξαψη, μια ανυπόφορη ζέστη, και ξαφνικά η βάση γέμιζε ξανά με φασαρία, με θόρυβο, με ημίγυμνους άνδρες. Τα σώματα των γυμνών κουρασμένων στρατιωτών στους κοιτώνες του δημιουργούσαν έναν σαφή πόθο. Η θέα τους του προξενούσε αναστάτωση και ιδρωμένες ακούσιες ονειρώξεις το ξημέρωμα. Οι σμιλεμένοι μύες, τα βουνά των βουβώνων, το φούσκωμα του πέους. Τους ονειρευόταν όλους προτεταμένους σε μια ακούνητη παρέλαση αγαλμάτων, κορμιά στιβαρά, πέη σε ευσταλείς στύσεις λουσμένα στον ήλιο και ένα πρόσωπο ολότελα κενό από ανθρώπινα χαρακτηριστικά.
Το ανδρικό κορμί του ξυπνούσε μιαν επιθυμία διαφορετική από το γυναικείο. Με τις γυναίκες ένιωθε την συμβατικότητα μιας αμφισβητήσιμης βιολογικής συμμετρίας, και με κάποια προσπάθεια, μπορούσε να εξασφαλίσει μια ικανοποιητικά στιβαρή στύση για να μπορέσει να φέρει εις πέρας μερικές διεισδυτικές εφορμήσεις, με τον ίδιο τρόπο μηχανικό τρόπο που πιλόταρε το μαχητικό. Αλλά με τους άνδρες ένιωθε μια ενστικτώδη ταραχή, κάτι που έμοιαζε να εκπηγάζει από μια πηγή αυθεντικότερη από την βιολογία του φαινοτυπικού σώματος, σαν να υπήρχε κάπου γραμμένος μέσα του ένας μυστικός κώδικας. Κι έβλεπε τα ξαπλωμένα στα κρεβάτια κορμιά έκθαμβος από την ωραιότητα της σκληράδας τους, την έκπαγλη συμμετρία των ανάλγητων γωνιών τους, την αρμονία των βροντερών μυών, την ευστοχία τα χάλκινων σφαλιστών χειλιών, καθώς εξέπνεαν την ήσυχη αναπνοή του ύπνου, λουσμένα στο φως του φεγγαριού. Κι έτσι όπως τα παρακολουθούσε στο γαλάζιο φέγγος της νύχτας, έτσι όπως άκουγε την ρυθμικότητα της σταθερής τους αναπνοής, το συνεπές ανεβοκατέβασμα του στέρνου, περιέπεφτε σε μια απρόσμενη θαλπωρή που σχεδόν κατάφερνε για λίγο να τον κοιμίσει.
Όταν υπέγραφαν εκδικητικές αφιερώσεις στις βόμβες που θα έβρισκαν κατακέφαλα τους γιαπωνέζους, δεν αισθανόταν την παραμικρή συγκίνηση.
Στο ξύπνημα τα πράγματα άλλαζαν. Η γητεία είχε χαθεί. Η φασαρία τους τον απομάκρυνε. Έτσι κι αλλιώς τίποτε δεν θα μπορούσε να γίνει. Δεν υπήρχε καν αυτή η δυνατότητα, όχι σε αυτή τη ζωή τουλάχιστον, εκτός κι αν ήθελε να ζει στην ντροπή και στο περιθώριο ή τελείως μυστικά. Δεν μπορούσε να παλέψει για καμιά ευτυχία, δεν θα το άντεχε σε αυτή τη φάση. Δεν υπήρχε κάτι στο οποίο να πιστεύει σταθερά άλλωστε. Δεν έβρισκε τίποτα κοινό μαζί τους. Δεν ένιωθε το μένος τους για τους εχθρούς. Δεν τον ένοιαζε το Περπλ Χάρμπορ, αδιαφορούσε για την γαμημένη νίκη. Όταν υπέγραφαν εκδικητικές αφιερώσεις στις βόμβες που θα έβρισκαν κατακέφαλα τους γιαπωνέζους, δεν αισθανόταν την παραμικρή συγκίνηση. Ίσως κάποτε αυτή η χώρα να του ενέπνεε τα ίδια ιδανικά, όπως στους υπολοίπους, αλλά προς το παρόν απλώς παρέπεε ανάμεσα σε αντιδημοφιλείς απόψεις, αντιφατικά συναισθήματα και άγρυπνα βράδια. Η πιστή του αυπνία του τον καθήλωνε σε μια ευγενική απάθεια και αντιμετώπιζε τα πάντα με στωική αδιαφορία.
Ούτε καν με τον Άντριου, τον οποίο θεωρούσε, έστω, καλό του φίλο, δεν μπορούσε να ταυτιστεί, παρόλο που ήταν ο μόνος άντρας με τον οποίο μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του, εκτός από σεξουαλικά, και ρομαντικά. Είχε τολμήσει να πλάσει μέχρι και τρυφερές στιγμές μεταξύ τους σε βιαστικά ονειροπολήματα της ημέρας. Μετά τον πόλεμο, στην υποσχόμενη ουτοπία, μπορεί να αγόραζαν μαζί ένα σπίτι, στα προάστια. Θα είχαν δίσκους και βιβλιοθήκη, μια μεγάλη βεράντα και ίσως έναν σκύλο, καθώς και γείτονες, που δεν θα νοιάζονταν ποιοι έμεναν πίσω από τον φροντισμένο φράχτη. Και θα ήταν το δικό τους σπίτι, χωρίς μεθυσμένους πατέρες, χωρίς φοβισμένα παιδιά, χωρίς κανέναν να μπορεί να διακόψει τον αγκαλιασμένο ύπνο τους τα βράδια.
Στην πραγματικότητα, τα σχέδια του Άντριου μετά τον πόλεμο ήταν να δουλέψει στην επιχείρηση ελαστικών του πατέρα του, να παντρευτεί την αρραβωνιαστικιά του και να δοκιμάσει κάποια στιγμή την τύχη του στο χρηματιστήριο, αγοράζοντας μερικές μετοχές που θεωρούσε πως θα είχαν μεγάλο κέρδος τα επόμενα χρόνια.
Για αυτούς τους λόγους σταμάτησε να σκέφτεται τον Άντριου όταν προσπαθούσε να κοιμηθεί. Γιατί επρόκειτο για απραγματοποίητες σκευωρίες του μυαλού του που θόλωναν την κρίση του και τον έκαναν να πιστεύει πως η ευτυχία ήταν πιθανή, σε όλο αυτόν τον αναξιοπρεπή χαμό που προκαλούσε η ανθρωπότητα επί αιώνες.
Αντ’ αυτού, άρχισε να φαντάζεται την θάλασσα. Ακόμα και αν τελικά δεν τον έπαιρνε ο ύπνος, παρά για λίγο, του άρεσε να οραματίζεται τον σκοτεινό όγκο της την νύχτα, τα ελεύθερα πλάσματα που κολυμπούσαν στο βυθό της, τα μυστήρια που έκρυβε εντός της μεγαλοσύνης της. Μέχρι που μια μέρα, μετά από ύπνο μόλις μιας ώρας, όταν βγήκε στο κατάστρωμα για να τον χαστουκίσει η λαμπρότητα του πρωινού ήλιου, είδε κόσμο στην ακτή κοντά στην βάση. Εγκλωβισμένος σε ένα από τα μεγάλα πλαστικά των τορπιλών, είχε ξεβραστεί ένας νεκρός λευκός καρχαρίας. Φαινόταν να είναι σε εντελή κατάσταση, χωρίς καμία ορατή διάβρωση ακόμα. Το στόμα του ανοιχτό σε έναν ανήμπορο ρόγχο που μάλλον διήρκησε ολόκληρες μέρες· το πτερύγιο του ελαφρώς λυγισμένο, όπως και όλο το σώμα του, που βρισκόταν σε μια κατάσταση πλάγιου πόνου, ίδια με την κίνηση που κάνουμε όταν μας ενοχλεί το στομάχι. Και τα μάτια του, τα μάτια του εγκλωβισμένου νεκρού καρχαρία, ήταν τα πιο μελαγχολικά που είχε δει. Ποτέ δεν θα κατάφερνε να τους ξεφύγει.
Αντώνης Γουλιανός
[1] Το Blue 88 ήταν χάπι με ψυχοτρόπες ουσίες, κυρίως συνταμένο από βαρβιτουρικά, που διδόταν στους αμερικανούς στρατιώτες μετά τη μάχη σε περίπτωση άγχους και για να αντιμετωπίσει συμπτώματα αυπνίας και PTSD.
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Αντώνης Γουλιανός είναι συγγραφέας και κριτικός βιβλίου.
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια