«Ο αξιωματικός τον διέταξε να τον ακολουθήσει. Η φωνή του, άκαμπτη, μια απόλυτη εξουσία που δεν δεχόταν αμφισβήτηση. Περπάτησαν μέσα από το δάσος, ο Αλέξανδρος μπροστά, ο αξιωματικός πίσω του. Το σκυλί τους ακολούθησε, γαβγίζοντας σποραδικά, ένας ήχος σχεδόν ανθρώπινος στη θλίψη του».
Του Αλέξη Σταμάτη
Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα σ’ ένα λασπωμένο χωράφι, ο ουρανός πάνω του χλωμός. Ανασηκώθηκε. Το τοπίο γεμάτο ομίχλη. Ήχοι παράξενοι. Μεταλλικοί. Ένα βούισμα ακουγόταν από τον ουρανό. Κοίταξε. Ένα αεροπλάνο πετούσε ψηλά. Το παρακολούθησε να χάνεται στον ορίζοντα. Το σώμα του πονούσε. Tα διαλυμένα μποτάκια του είχαν ανοίξει, αφήνοντας το κρύο νερό να μουλιάσει τα πόδια του, κλέβοντας κάθε ζεστασιά που του είχε απομείνει. Έπιασε το παγούρι του και το τίναξε. Άδειο.
Κοιτάζοντας στα δεξιά του, είδε έναν άντρα με στολή, ξαπλωμένο ακίνητο, με το αίμα του να ποτίζει το χώμα. Σύρθηκε προς το μέρος του. Ένιωσε την υγρασία να τρυπά τα γόνατά του και τη βρωμιά να του καλύπτει τα χέρια. Ήταν μες στα αίματα, νεκρός. Έψαξε στις τσέπες του. Υπήρχε ένα πορτοφόλι. Φωτογραφίες. Γυναίκα, παιδί, στρατιωτική ταυτότητα. Λιούμπα, τον έλεγαν. Το επώνυμο είχε πνιγεί μέσα στο αίμα. Βρήκε κι ένα μικρό καθρεφτάκι και κοίταξε την αντανάκλασή του. Τρόμαξε με την εικόνα. Ένας σκελετός. Φορούσε κι εκείνος στολή, χωρίς διακριτικά.
Ξαφνικά, ακούστηκαν ριπές πολυβόλου, έπεσε μπρούμητα. Ο ήχος ήταν εκκωφαντικός. Οι σφαίρες σφύριζαν από πάνω του. Λιποθύμησε.
Όταν ξύπνησε, ένιωσε κάτι υγρό και τραχύ να τον αγγίζει στο πρόσωπο. Ένα σκυλί, ψωραλέο και αδύναμο, τον έγλειφε, σαν να τον αναγνώριζε. Σηκώθηκε. Το σκυλί γάβγισε λυπητερά. Ήταν σε ένα πεδινό έδαφος. Στο βάθος γύρω στο ένα χιλιόμετρο άρχιζε μια πυκνή βλάστηση. Περπάτησε αργά. Τα πόδια του πετούσαν. Το σκυλί τον ακολούθησε.
Όταν έφτασε στα πρώτα δέντρα ένιωσε ένα αεράκι. Η ομίχλη επεκτεινόταν στο δάσος, πυκνή. Η υγρασία ήταν έντονη. Άκουγε ήχους ανάμεικτους, σουρσίματα, κροταλίσματα, κοάσματα μαζί με βουητά από αεροπλάνα. Κάποιες ηλιαχτίδες έκοβαν την ομίχλη και φώτιζαν κομμάτια του δάσους – οάσεις μέσα στο πράσινο. Προσπάθησε να θυμηθεί. Τίποτα. Μόνο να ξεφύγει να πάει πίσω. Σε τι; Ήταν δέσμιος μιας φρίκης.
Χώθηκε βαθιά στο πράσινο, όπου το φως του ήλιου γινόταν μια λεπτή, διάτρητη κουρτίνα μέσα από τα κλαδιά, και ο αέρας είχε εκείνη τη μυρωδιά της υγρής γης που μπορούσε να ξυπνήσει θαμμένες αναμνήσεις. Η βλάστηση τον τύλιξε, σχεδόν τον απορρόφησε, σαν να έμπαινε σε έναν άλλον κόσμο. Κάποια στιγμή αναρωτήθηκε για το σκυλί – πού ήταν; Γύρισε και το είδε, ένα μικρό. ταλαιπωρημένο πλάσμα, με τα πλευρά του να διαγράφονται κάτω από το λεπτό του τρίχωμα. Ήταν μια πλάνη; Το σκυλί, ήταν ζωντανό, αληθινό ή μήπως ήταν μια αυταπάτη; Ένα ψευδές δίλημμα, σαν αυτές που δημιουργεί το μυαλό, περιορίζοντας τις επιλογές όταν στην πραγματικότητα υπάρχουν περισσότερες, κρυμμένες, ανεξιχνίαστες. Ποιες ήταν οι υπόλοιπες;
Στάθηκε στο ρυάκι, τα νερά του καθρέφτιζαν τον ουρανό και τα περιγράμματα των δέντρων. Έσκυψε να πιει, το παγωμένο υγρό έκαιγε τον λαιμό του. Στην απέναντι όχθη, ένας βάτραχος, πράσινος, γλοιώδης, αρχέγονος, στεκόταν πάνω σε μια πέτρα, κοάζοντας με έναν παράφωνο, σχεδόν κοροϊδευτικό τρόπο. Από μακριά, ένας ήχος έσκισε την υγρή σιωπή, ένας βαθύς βρυχηθμός που θα μπορούσε να είναι ζώο, μηχανή ή κάτι άλλο, ανεξιχνίαστο. Η ομίχλη που σκέπαζε το τοπίο ήταν πυκνή, μια φαιά κουρτίνα που κάλυπτε τα πάντα εκτός από το άμεσο παρόν.
Και τότε, εμφανίστηκε. Πρώτα σαν μια μαύρη κηλίδα στο βάθος, αμυδρή, σαν ψευδαίσθηση, και μετά, όσο πλησίαζε, απέκτησε μορφή. Ήταν ένας αξιωματικός. Η καμπαρντίνα του έσταζε, λες και ήταν φτιαγμένη από μαύρο καπνό. Οι γκέτες και το καπέλο του πρόβαλλαν μια εικόνα σκληρής ακρίβειας, ενώ η σβάστικα στους γιακάδες του οικειότητα με την εξουσία. Το πρόσωπό του, όμως, ήταν σχεδόν καμένο. Μια τούφα ξανθά μαλλιά ξεγλιστρούσε από το καπέλο του, αλλά τα μαύρα γυαλιά που φορούσε, εν μέσω της ομίχλης, καταργούσαν αμέσως αυτή τη νότα ελαφράδας. Στο χέρι του, ένα ρεβόλβερ, Luger P08.
Ο αξιωματικός τον διέταξε να τον ακολουθήσει. Η φωνή του, άκαμπτη, μια απόλυτη εξουσία που δεν δεχόταν αμφισβήτηση. Περπάτησαν μέσα από το δάσος, ο Αλέξανδρος μπροστά, ο αξιωματικός πίσω του. Το σκυλί τους ακολούθησε, γαβγίζοντας σποραδικά, ένας ήχος σχεδόν ανθρώπινος στη θλίψη του.
Το μονοπάτι τους οδήγησε σε ένα ξέφωτο, όπου στεκόταν μια καλύβα, παράταιρη, στη μέση του πουθενά. Ήταν φτιαγμένη από ξύλο, η σκεπή από καλάμια και η καμινάδα από πέτρα. Αλυσίδες κλείδωναν την πόρτα, και γύρω από την καλύβα είχαν στοιβαχτεί ξερά κλαδιά, σαν φράχτης που προσπαθούσε να συγκρατήσει κάτι από μέσα. Ένα παράθυρο, στενό και κλειστό με σίδερα, αποκάλυπτε ένα ελάχιστο άνοιγμα.
Ο αξιωματικός υπέδειξε στον Αλέξανδρο να ανέβει μια σκάλα, και εκείνος υπάκουσε. Από το παράθυρο, κοίταξε μέσα. Το θέαμα τον χτύπησε σαν γροθιά. Στριμωγμένοι σε έναν χώρο που έμοιαζε φτιαγμένος για βασανιστήρια, περίπου πενήντα άνθρωποι, άντρες, γυναίκες, παιδιά. Τα ρούχα τους κουρέλια, τα πρόσωπά τους χαραγμένα από πείνα και απόγνωση. Ανάμεσα στους άντρες, αναγνώρισε κάποιους γνωστούς καλλιτέχνες – μορφές που κάποτε έλαμπαν στη σκηνή ή στη σελίδα, τώρα εξαθλιωμένες. Κάποιοι φώναζαν, άλλοι κάθονταν κατάχαμα, σιωπηλοί, σαν να είχαν ξεμείνει από κάθε αντοχή.
Ο αξιωματικός τον πλησίασε και τον διέταξε να κατέβει. Στο χέρι του κρατούσε έναν πυρσό. Τον έτεινε προς τον Αλέξανδρο και τον διέταξε να ανάψει τα κλαδιά, μια ενέργεια τόσο απλή, τόσο συνηθισμένη, που φαινόταν αδιανόητη μέσα στο πλαίσιο του χάους που τους περιέβαλλε. Ο επόμενος πυρσός, προειδοποίησε, θα έπεφτε από τα χέρια του αξιωματικού στην καλαμωτή στέγη.
Ο αξιωματικός άφησε τον πυρσό σε μια μεταλλική θήκη και του κόλλησε το ρεβόλβερ στο κεφάλι. Ο σκύλος γαύγισε. Ο αξιωματικός πυροβόλησε τον σκύλο. Ξεψύχησε αμέσως. Γύρισε πάλι το ρεβόλβερ στο κεφάλι του Αλέξανδρου. Όπλισε. Ο Αλέξανδρος ετοιμάστηκε να πεθάνει. Ο αξιωματικός πίεσε την σκανδάλη «κλικ». Ο Αλέξανδρος δεν κούνησε μυ. Ο αξιωματικός πήρε τον πυρσό και τον πέταξε στην καλαμωτή στέγη. Η φλόγα απλώθηκε με μανία, κατατρώγοντας την καλαμωτή, κατεβαίνοντας στα ξύλα και αγκαλιάζοντας τα πάντα με ένα λίκνισμα πύρινης ευωχίας. Ύστερα έβγαλε από το παλτό του δυο χειροβομβίδες, απασφάλισε και τις έριξε μέσα από τα παράθυρα. Ακούστηκαν κραυγές καθώς οι καλαμιές καίγονταν. Η φωτιά έπιασε και τα ξύλα της καλύβας, μαύρος καπνός σηκωνόταν στον αέρα, οι κραυγές γίνονταν ολοένα πιο σπαρακτικές. Τα χαρακτηριστικά του αξιωματικού είχαν τεντωθεί. Μπορούσε να διακρίνει τα γαλάζια, γυάλινα μάτια. Σαν ψεύτικα. Η καλύβα σιγοκαιγόταν. Οι κραυγές από μέσα γιγαντώθηκαν και έσβησαν, αφήνοντας μόνο τη σιωπή. Σιωπή βαριά, αβάσταχτη. Σιωπή του θανάτου. Ακούγονταν μόνο τα ξύλα να σιγοκαίγονται.
Πέρασε λίγη ώρα και ο αξιωματικός πήγε προς τα καμένα. Έψαξε και κάτι πήρε μαζί του. Γύρισε τη πλάτη του στον Αλέξανδρο και κατευθύνθηκε προς το δάσος. Εκείνος έτρεξε προς το σημείο της τραγωδίας. Αναμεσά σε καμένα πτώματα και λιωμένα ρούχα προσπάθησε να βρει κάτι που να που θα μπορούσε να του χρησιμεύσει ως όπλο. Βρήκε ένα μαχαίρι σε σχετικά καλή κατάσταση από έναν ηλικιωμένο άντρα που είχε προλάβει να βγάλει το μισό σώμα του από κάποιο άνοιγμα μια και μόνο τα πόδια του ήταν καμένα. Έτρεξε πίσω στο δάσος στο κατόπι του αξιωματικού.
Η σκηνή που εκτυλίχθηκε στο ρυάκι θα μπορούσε να ήταν ένας πίνακας, αλλά όχι του Ρέμπραντ ούτε του Βερμέερ – κάτι πιο ωμό, πιο ασύμμετρο. Ο αξιωματικός σκυμμένος πάνω από το νερό, το ρεβόλβερ του να εξέχει ελαφρώς από την πίσω τσέπη του παντελονιού του. O Αλέξανδρος πλησίασε χωρίς βιασύνη, τα πόδια του να πατούν απαλά στην υγρή γη, τα χαλίκια και τα μικρά κλαδιά. Κινήθηκε αργά, σιωπηλά από πίσω του. Η μορφή του αξιωματικού αντανακλούσε στα νερά. Ακόμη κι από τόσο κοντά το πρόσωπο του ήταν δυσδιάκριτο. Ο Αλέξανδρος του κάρφωσε το μαχαίρι στην πλάτη με όλη του τη δύναμη. Ο αξιωματικός σηκώθηκε, στάθηκε όρθιος τρεκλίζοντας, τράβηξε το ρεβόλβερ του σημάδεψε, αλλά χάνοντας τις δυνάμεις του, πυροβόλησε στον αέρα και έπεσε πίσω στα νερά. Το ρυάκι άρχισε να παίρνει το σώμα του προς τα κάτω. Τα νερά γρήγορα βάφτηκαν κόκκινα από το αίμα του. Ο Αλέξανδρος έτρεξε πίσω από τον αξιωματικό που παρέσερνε το ρυάκι. Κάποια στιγμή το σώμα σταμάτησε σε κάτι κορμούς δέντρων που είχαν πέσει στο νερό. Ο Αλέξανδρος μπήκε μέσα ως τα γόνατα. Έφτασε τον αξιωματικό. Ζούσε ακόμα, αν και μετρούσε τις τελευταίες ανάσες του. Του πέταξε το καπέλο και κατέβασε το σακάκι. Ήταν κάποιος που του έμοιαζε. Ήταν εκείνος, ο Αλέξανδρος, λίγο αλλαγμένος, με ξανθή τούφα και γαλάζια μάτια. Με λύσσα, κατάφερε άλλες τρεις μαχαιριές στην καρδιά. Ο αξιωματικός ξεψύχησε. Κοίταξε τις τσέπες του. Υπήρχαν κάτι χαρτιά. Τα πήρε. Πήρε και το καπέλο του. Μετακίνησε τους κορμούς και άφησε το ρυάκι να πάρει το σώμα μακριά.
Τα χαρτιά περιείχαν κάτι ακατανόητα σύμβολα. Θα πρέπει να ήταν κάποιος κωδικός. Το έβαλε στην τσέπη και πήρε το δρόμο της επιστροφής. Περπάτησε όλη την νύχτα. Μέσα από το σκοτάδι, στο ενδιάμεσο των δύο κόσμων.
Δύο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Αλέξης Σταμάτης γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Αρχιτεκτονική στο ΕΜΠ και έκανε μεταπτυχιακά Αρχιτεκτονικής και Κινηματογράφου στο Λονδίνο. Έχει γράψει τριάντα βιβλία. Έργα του έχουν μεταφραστεί σε εννέα γλώσσες. Το πρώτο του παιδικό μυθιστόρημα Ο Άλκης και ο λαβύρινθος τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου. Θεατρικά του έργα του έχουν ανέβει σε πολλά θέατρα της Αθήνας, συμπεριλαμβανομένου του Εθνικού Θεάτρου και του Θεάτρου Τέχνης. Αρθρογραφεί στην εφημερίδα «Το Βήμα».