«Φεύγοντας, γύρισα το βλέμμα μου στο γήπεδο. Δεν είναι το ίδιο, όπως το θυμόμουν μικρός. Δεν ήταν το ίδιο. Μου φάνηκε αισθητά μεγαλύτερο, από ό,τι το θυμόμουν, ξένο σχεδόν. Περπατούσα ανάμεσα σε χιλιάδες ανθρώπους που ζητωκραύγαζαν. Ήθελα κι εγώ να ενωθώ με τη χαρά τους, να γίνω ένα μαζί τους. Πώς θα μπορούσε όμως κάτι τέτοιο να καταστεί δυνατό;» Κεντρική εικόνα: πίνακας του Παναγιώτη Τέτση.
Του Δημήτρη Μαρνέλλου
Έφτασε μετά από καιρό η στιγμή που περίμενα για χρόνια. Έβαλα την αγαπημένη μου μπλε καρό μπλούζα. Άπλωσα πάνω στους ώμους μου το κυανόλευκο κασκόλ μου, διπλώνοντας το ευλαβικά γύρω από το λαιμό μου, σαν να έδενα γαμπριάτικη γραβάτα. Πήρα τα κλειδιά του αυτοκινήτου και ξεκίνησα για το στάδιο.
Τη στιγμή αυτή την περίμενα τριάντα χρόνια. Πήγαινα στο δημοτικό ακόμα, όταν η αγαπημένη μου ομάδα κέρδιζε για τελευταία φορά το πρωτάθλημα. Είχαμε έθιμο με τον πατέρα μου να πηγαίνουμε σε ένα συγκεκριμένο καφέ κοντά στην παραλία. Είχε, θυμάμαι, χαρακτηριστικές καρέκλες, κόκκινες στο χρώμα, και το θεωρούσε μεγάλο γούρι ότι οι καρέκλες είχαν διαφορετικό χρώμα από αυτό της δικής μας ομάδας. Στους τελευταίους αγώνες, πριν πέσει η αυλαία του πρωταθλήματος, πηγαίναμε πάντα εκεί. Ο πατέρας μου απέφευγε να δει όλους τους αγώνες της χρονιάς μέχρι εκείνο το χρονικό σημείο. Αγχωνόταν πάρα πολύ. Άνοιγε αραιά και πού το ραδιόφωνο, μήπως ακούσει από τον εκφωνητή κάποιο γνώριμο όνομα να σκοράρει, για να το ξανακλείσει αμέσως, μην τυχόν και αλλάξει η τύχη μας.
Κάθε χρόνο, λοιπόν, αδημονούσα να έρθει η άνοιξη. Ο μπαμπάς μου έσκυβε τότε στο ύψος μου, με κοίταζε με τα έντονα καστανά του μάτια, χαμογελούσε πλατιά περνώντας ταυτόχρονα το μπλε κασκόλ στο λεπτοκαμωμένο λαιμό μου, και μου έλεγε: Αγόρι μου τώρα είσαι έτοιμος. Το αγαπούσα πολύ εκείνο το κασκόλ. Μου το είχε αγοράσει σε μια επίσκεψή του στην πρωτεύουσα. Εκείνος από την άλλη φορούσε το ίδιο βαθυγάλανο πουκάμισο, με τις κάθετες λεπτές μπλε ρίγες. Έβαζε τα κοκάλινα γυαλιά του και ξεκινούσαμε σιγά σιγά το δρόμο μας.
Όσο για τις αναμνήσεις μου στο καφέ, δεν μπορώ να πω με σιγουριά τι είναι αληθινό και τι δημιούργημα του παιδικού μου μυαλού... Ο κόσμος των μεγάλων φαινόταν και σε εμένα, όπως φαντάζομαι σε κάθε παιδί, κάπως απόξενος αλλά και συνάμα θελκτικός.
Στο συνοικιακό καφέ πλάι στην εντεκάδα που ζωντάνευε στην οθόνη της τηλεόρασης, γεννιόντουσαν και ζωντάνευαν οι πρώτοι μύθοι της δικής μου ζωής. Ιστορίες φίλων και αγνώστων, έγιναν με τον καιρό δικές μου. Άκουγες για ταξίδια σε άλλες περιοχές της χώρας, σπουδές σε άλλες πόλεις και χώρες.
Στο συνοικιακό καφέ πλάι στην εντεκάδα που ζωντάνευε στην οθόνη της τηλεόρασης, γεννιόντουσαν και ζωντάνευαν οι πρώτοι μύθοι της δικής μου ζωής. Ιστορίες φίλων και αγνώστων, έγιναν με τον καιρό δικές μου. Άκουγες για ταξίδια σε άλλες περιοχές της χώρας, σπουδές σε άλλες πόλεις και χώρες.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά τον κύριο Θόδωρο που διηγούνταν με παραστατικό τρόπο ότι έμενε στην κουζίνα ενός κοινοβίου στο Σαν Σεμπαστιάν της βόρειας Ισπανίας. Είχε πάει να σπουδάσει προγραμματιστής ηλεκτρονικών υπολογιστών. Ανάθεμα και αν καταλάβαινε κανείς τι ήταν αυτό τότε... Εκεί δεν έβρισκε κάποιο σπίτι ούτε δωμάτιο να νοικιάσει και μας έλεγε χαρακτηριστικά ότι τον ξυπνούσαν το βράδυ οι συγκάτοικοί του κάθε φορά που σηκώνονταν για να πιουν νερό.
Σε αυτό το καφενείο έκανα τα πρώτα μου ταξίδια, αποκύημα της παιδικής μου φαντασίας. Κάθε φορά που άκουγα πόλεις, όπως Κέιπ Τάουν, Μαδρίτη και Γουαδαλαχάρα, κάτι νέο γεννιόταν μέσα μου.
Ξαφνικά το επίκεντρο του αγώνα γίνονταν οι αφηγήσεις των θαμώνων. Ξεχνιόντουσαν και οι ίδιοι με τις δικές τους ιστορίες. Έφευγε το άγχος του αγώνα, το άγχος για τους κόπους μιας ολόκληρης χρονιάς, όπως έλεγαν. Τότε δεν το καταλάβαινα το χτυποκάρδι για το ποδόσφαιρο.
Οι καθημερινές δυσκολίες γινόταν μικρότερες χάρη στην επικράτηση της ομάδας την Κυριακή. Η ελπίδα που συνοδεύει κάθε νίκη ήταν κάτι που μόνο μετά από αρκετό καιρό μου έγινε κατανοητό. Για έναν άνθρωπο της καθημερινής βιοπάλης το αν κερδίσουν οι δικοί του έντεκα ήρωες σε εκείνο το στάδιο, πάνω στο καταπράσινο γρασίδι, σήμαινε ότι θα μπορούσε να κερδίσει και αυτός τις δικές του μάχες, ότι η λάσπη και το χώμα της καθημερινότητας θα μετουσιωνόταν σε καρπούς. Με κάθε τέρμα, μπορούσε να ψηλώσει λίγο ακόμα, πόντο πόντο τη φορά, και να δει το φως, που τόσο λαχταρούσε.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά να κοιτάω τον πατέρα μου, να σπρώχνει σε κάθε φάση τα κοκάλινα γυαλιά του πίσω στο μέτωπό του, από το άγχος μην του φύγουν. Πήρε αργότερα και κορδόνι, για να τα περάσει πίσω από το λαιμό του.
Τι να σκεφτόταν άραγε αυτός ο άνθρωπος τότε; Το δικό μου βλέμμα ήταν στραμμένο στην οθόνη. Εκείνος όμως πού ήταν, άραγε; Μερικές φορές ήταν συγκεντρωμένος, αλλά και χαμένος ταυτόχρονα. Σαν να μετρούσε κάθε έξοδο που κάναμε, και πόσο μας απέμενε ακόμα να σπαταλήσουμε μέχρι τις 5 του μήνα που πληρωνόταν. Τον θυμάμαι ακόμα να γκρινιάζει, ότι σε άλλες χώρες οι εργαζόμενοι πληρώνονταν πριν το τέλος του μήνα, για να διευθετήσουν τις υποχρεώσεις του.
Δεν θα τους φτάσουμε ποτέ, τι μάταιο, έλεγε. Ποτέ δεν έμαθα, αν σκέφτηκε σοβαρά να μεταναστεύσει. Φοβόταν πιστεύω πολύ. Φοβόταν και για τη μάνα μου, αλλά και για τον ίδιο.
Οι ατελείωτες ώρες της παιδικής μέρας έγιναν αφόρητα γρήγορες πια. Στο γραφείο δεν προλαβαίνω να πάρω ανάσα. Πού χώρος και χρόνος για ποδόσφαιρο; Ειδικά από τότε που έφυγε και ο πατέρας μου νομίζω κάπως υποσυνείδητα αποστασιοποιήθηκα από το χώρο.
Πέρασαν πάντως. τα χρόνια. Οι ατελείωτες ώρες της παιδικής μέρας έγιναν αφόρητα γρήγορες πια. Στο γραφείο δεν προλαβαίνω να πάρω ανάσα. Πού χώρος και χρόνος για ποδόσφαιρο; Ειδικά από τότε που έφυγε και ο πατέρας μου νομίζω κάπως υποσυνείδητα αποστασιοποιήθηκα από το χώρο.
Σήμερα ήρθε πάντως η μεγάλη μέρα. Ήρθα ξανά μετά από χρόνια στο γήπεδο. Μπήκα μέσα, ήταν κατάμεστο. Άκουσα το πρώτο σφύριγμα. Παντού γύρω μου, χαρούμενα πρόσωπα, όλα με το γαλάζιο κασκόλ στους ώμους και στο λαιμό. Τη στιγμή του νικητήριου τέρματος όλοι ζητωκραύγαζαν. Με το τελευταίο σφύριγμα κοίταζες γύρω σου μάτια βουρκωμένα. Άνθρωποι άγνωστοι αγκαλιαζόταν, αναβιώνοντας το πιο γλυκό συναίσθημα της παιδικής τους ηλικίας.
Πήγα μόνος στο γήπεδο σήμερα.
Φεύγοντας, γύρισα το βλέμμα μου στο γήπεδο. Δεν είναι το ίδιο, όπως το θυμόμουν μικρός. Δεν ήταν το ίδιο. Μου φάνηκε αισθητά μεγαλύτερο, από ό,τι το θυμόμουν, ξένο σχεδόν. Περπατούσα ανάμεσα σε χιλιάδες ανθρώπους που ζητωκραύγαζαν. Ήθελα κι εγώ να ενωθώ με τη χαρά τους, να γίνω ένα μαζί τους. Πώς θα μπορούσε όμως κάτι τέτοιο να καταστεί δυνατό;
Νομίζω δεν είχα αντιληφθεί την απώλεια του πατέρα μου μέχρι τώρα. Δεν θυμάμαι… Πόσος καιρός πέρασε; Μας άφησε ο πατέρας μου και δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να το αλλάξω.
Νικήσαμε τελικά σήμερα;
Ο Δημήτρης Μαρνέλλος γεννήθηκε στον Άγιο Νικόλαο Κρήτης. Είναι φοιτητής Nομικής στο Πανεπιστήμιο του Σάλτσμπουργκ της Αυστρίας, όπου και διαμένει. Έχει διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς για διηγήματα και ποιήματα του.
❉
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση diigima@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια