«Κοντεύει ένας χρόνος που βρίσκεται καρφωμένη στο κρεβάτι. Βλέπει απέναντι την τηλεόραση, βλέπει το ταβάνι, βλέπει τον τοίχο, βλέπει την πόρτα που ανοίγει και κλείνει κι αν γυρίσει το κεφάλι της λίγο, βλέπει το παράθυρο κι ένα μικρό κομμάτι ουρανού, σαν μια ελάχιστη υπόμνηση όσων έχασε, που εισχωρεί σ’ αυτό το δωμάτιο όπου θαρρείς βρίσκεται προαιώνια». Κεντρική εικόνα: Πίνακας του Lucian Freud.
Της Αλέκας Πλακονούρη
Της αλλάζουν σεντόνια, της αλλάζουν κουβέρτες, της αλλάζουν νυχτικά, της αλλάζουν πάνες, της αλλάζουν χάπια. Κι εκείνη μέρα τη μέρα αποτραβιέται όλο και περισσότερο μέσα της, βυθισμένη σε αναμνήσεις που δεν ξέρει αν είναι αληθινές ή αν τις δημιουργεί το μυαλό της, που τεμπελιάζει και χάνεται.
Μιλάει μέσα της, μιλάει διαρκώς, μιλάει με λέξεις και με κραυγές και με χειρονομίες και με πηδήματα, αλλά τα λόγια σκαλώνουν στη γλώσσα της και δεν βγαίνουν, κι οι άλλοι όλο ρωτάνε τι θέλει να πει. Βαρέθηκε να προσπαθεί και σωπαίνει. Κοιτάζει τα χέρια της ‒άσπρα, άτονα, μαλακά‒, ποτέ δεν ήταν έτσι τα χέρια της. Προσπαθεί να κρατήσει το κινητό της και να πατήσει τα πλήκτρα. Τα δάχτυλά της δεν υπακούν, τα δάχτυλά της λιώνουν σαν βούτυρο και αποσυνδέονται μέρα τη μέρα απ’ τη θέλησή της. Αυτό την τρομάζει.
Γυρίζει το βλέμμα της στη μεγάλη ντουλάπα, εκεί μέσα είναι τα ρούχα της, καλοκαιρινά και χειμωνιάτικα, κρεμασμένα τακτικά στις κρεμάστρες – το ταγέρ που φορούσε πάντα σε γάμους και σε βαφτίσια, οι πολύχρωμες φούστες της, τα καλοκαιρινά της πουκάμισα σε έντονα χρώματα, που τόσο της πήγαιναν, το καλό της παλτό, χρόνια τώρα αφόρετο, τα ελαφριά φορέματα που έβαζε όταν πήγαιναν εκδρομές, τα μαύρα της, που συνόδευσαν πολλά πένθη, ένα παντελόνι που φόραγε τελευταία γιατί πολύ κρύωνε. Τα ορθοπεδικά πέδιλά της από κάτω, ξέρει πως δεν θα τα φορέσει ποτέ πια, τα μποτάκια της, οι ταλαιπωρημένες παντόφλες της με τα ίχνη διαδρομών χιλιομέτρων μέσα στο σπίτι και στην αυλή.
Γυρίζει το βλέμμα της στη μεγάλη ντουλάπα, εκεί μέσα είναι τα ρούχα της, καλοκαιρινά και χειμωνιάτικα, κρεμασμένα τακτικά στις κρεμάστρες – το ταγέρ που φορούσε πάντα σε γάμους και σε βαφτίσια, οι πολύχρωμες φούστες της, τα καλοκαιρινά της πουκάμισα σε έντονα χρώματα, που τόσο της πήγαιναν, το καλό της παλτό, χρόνια τώρα αφόρετο...
Θυμάται ένα παλτό μάλλινο, μπουκλέ, μπορντό, που το φόραγε νιόπαντρη, τι να ’γινε τάχα εκείνο το παλτό, ένα φουστάνι μπροκάρ με ασορτί ζακετάκι, που, τι κρίμα, είχε λερωθεί ανεξίτηλα από περίοδο, ένα λαδί φουστάνι με ένα υφασμάτινο λουλούδι στο στήθος, που το φορούσε στη γιορτή του άντρα της, ένα κίτρινο φουστάνι από μουσελίνα, που είχε ταξιδέψει σε δέμα απ’ την Αμερική κι εκείνη το φορούσε καθημερινά στα είκοσι τρία της στο κτήμα και κουβαλούσε νερό απ’ το πηγάδι, για να μαγειρέψει και να πλύνει τα ρούχα των κοριτσιών.
Πού πήγαν τα ρούχα της, πού πήγαν τα ρούχα της, πού σαπίζουν, πού λιώνουν, πού αγνοούνται, ποια φαντάσματα του εαυτού της φοράνε τα ρούχα της και χορεύουν σε έκσταση κάπου αλλού, όπως εκείνη ποτέ της δεν χόρεψε, ποιος θάβει πίσω από βουνά χρόνων τα ρούχα της.
Γυμνή, θέλει να μείνει γυμνή, να είναι αυτή και το σώμα της, και ιδροκοπά και μάταια προσπαθεί να πετάξει το νυχτικό από πάνω της, αλλά κολλάει σαν δηλητηριασμένο πετσί σε κάθε εκατοστό του κορμιού της, κι εκείνη χώνει τα νύχια της στις ραφές και κλαίει μέσα της, κλαίει.
Η Αλέκα Πλακονούρη γεννήθηκε στα Φιλιατρά Μεσσηνίας. Σπούδασε στη Νομική Σχολή Κομοτηνής και στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ. Από τις εκδόσεις Κέδρος κυκλοφορεί η συλλογή διηγημάτων της Οι δαίμονες του Αρέτσο (2021). Είναι μέλος του Δικτύου γυναικών συγγραφέων κατά της έμφυλης βίας και των γυναικοκτονιών «η φωνή της» και συμμετέχει στη συλλογική έκδοση Η φωνή της (εκδ. Καστανιώτη, 2023). Το διήγημά της «Το τζάμι» διακρίθηκε στον λογοτεχνικό διαγωνισμό «Πεζογραφία δωματίου – Ημέρες εγκλεισμού» (2020) των εκδόσεων Κίχλη και του βιβλιοπωλείου Επίκεντρον. Το θεατρικό της «Φιλαινίδα, Φιλαρέτη, Φωτεινή» ανέβηκε στο θέατρο Τόπος Αλλού. Είναι υπό έκδοση η συλλογή διηγημάτων της Τρύπα στο ταβάνι, από τον Κέδρο. Ζει στην Αθήνα και εργάζεται ως επιμελήτρια εκδόσεων.