Τον θάνατο τον αντιλαμβανόμουν ως μια κατάσταση ενδογενή· κάτι που συνήθως έρχεται από μέσα. Το μέσα σαπίζει. Το συκώτι. Το πάγκρεας. Τα έντερα. Όλα σαπίζουν, σιγά- σιγά, μέχρι που να επέλθει η πλήρης κατάρρευση. Μέχρι να πάψεις να είσαι κύριος του εαυτού σου και να παραδόσεις το σώμα σου -βορά στα δόντια της σήψης.
Του Νίκου Μ. Δημητρόπουλου
Υπάρχουν βέβαια και τα εμφανή παρεπόμενα αυτής της εσωτερικής παρακμής, όσα δηλαδή γίνονται αισθητά ενόσω ακόμα ανασαίνεις : Σταφιδιασμένο δέρμα, πόνοι στις αρθρώσεις, πεσμένη στύση, χαλασμένα δόντια. Αν το δεις χωρίς συναισθηματισμούς, ο άνθρωπος μοιάζει σαν ένα παράξενο λουλούδι από σάρκα που μαραίνεται.
Εν πάση περιπτώσει, μολονότι η προοπτική του θανάτου -του δικού μου αλλά και των οικείων μου- με τρομοκρατούσε όσο δε λεγότανε, σπανίως έφερνα στο μυαλό μου εκείνους που είχαν ήδη πεθάνει. Ακόμα και πρόσωπα άλλοτε αγαπημένα, σχεδόν ποτέ δεν τα ανακαλούσα. Συνήθως με επισκέπτονταν εκείνα, σε κάποιο ξεκρέμαστο όνειρο, μεταξύ ύπνου και ξύπνου. Αναδύονταν μπροστά μου άυλοι σαν στήλες καπνού οι νεκροί, μέσα σε μια μενεξεδένια ομίχλη λήθης και δεν έλεγαν τίποτα, ποτέ δε μου μιλούσαν. Στέκονταν εκεί, βουβοί, μέσα σ’ εκείνη την ονειρική ακινησία και με κοιτούσαν, λες και ήθελαν απλώς να μου υπενθυμίσουνε την απουσία τους, την αχνή τους υπόσταση που ξεθώριαζε, στη σφαίρα του ιδεατού. Εγώ τους μιλούσα, «Τι θες εσύ εδώ;», έλεγα, «Εσύ έχεις πεθάνει», αλλά εκείνοι μήτε που σάλευαν και το βλέμμα τους δεν πρόδιδε το παραμικρό συναίσθημα· σαν να ‘χε σβήσει η ψυχή τους κι εκείνοι απλώς να στέκονταν τώρα εκεί, σαν απονευρωμένα δόντια μέσα σε στόμα. Καμιά φορά αναστέναζαν, όπως όταν ξεφυσάς για να βγάλεις από μέσα σου κάποιο ανείπωτο βάρος και τότε σκεφτόμουν, «Μα τι στο καλό, ούτε όταν πεθαίνουμε ησυχάζουμε;»
Αυτές οι αλλόκοσμες επισκέψεις, μ’ όλο που ήτανε λίγο ενοχλητικές, δεν με τρόμαζαν. Τις περισσότερες φορές ξυπνούσα, ελαφρώς ταραγμένος, στριφογύριζα λίγο στο κρεβάτι και σχεδόν αμέσως αποκοιμιόμουν. Το επόμενο πρωί, ωστόσο, σηκωνόμουν με μια στυφή γεύση τέφρας στα δόντια.
Ο παππούς μου, ο πατέρας της μάνας μου, είχε πεθάνει πριν από καμιά δεκαριά χρόνια και επανερχόταν στη θύμησή μου μόνο όποτε εκείνη τον μνημόνευε, πράγμα που συνέβαινε μάλλον συχνά, επειδή όπως έλεγε της τον θύμιζα. Κατά μία έννοια ο παππούς επιζούσε μέσα από ‘μένα. Βέβαια, ακόμα και όταν η μητέρα μου αναμόχλευε το θέμα του θανάτου του, δεν καθόμουν να ψυχοπλακωθώ με μελοδραματικές αναμνήσεις και τα σχετικά, απλώς, τις στιγμές εκείνες, το πρόσωπο, οι κινήσεις και η φωνή του –όλα όσα είχε υπάρξει εκείνος ο άνθρωπος, ζωντάνευαν στη φαντασία μου με ενάργεια, τόσο που περίμενα ότι, από στιγμή σε στιγμή, θα πεταγόταν από το μέσα δωμάτιο και με φάτσα έφηβου πειραχτηριού, θα μας ανακοίνωνε ότι ήταν ακόμα ζωντανός, ότι μας την είχε σκάσει για τα καλά και πως το όλο θέμα του θανάτου του -οι κηδείες, τα φέρετρα, οι εκταφές, τα οστεοφυλάκια και τα υπόλοιπα, δεν ήτανε παρά μια καλοστημένη φάρσα. Κατά παράδοξο τρόπο ήταν σαν να μην είχαν συμβεί ποτέ όλα αυτά, ή λες και εγώ να ήμουν απών ενόσω συνέβαιναν. Πώς να το πω⸱ είχα την αίσθηση ότι όλα μού τα είχε εξιστορήσει κάποιος άλλος, ένας αμερόληπτος μάρτυρας ας πούμε και η φήμη αυτή, η φήμη ότι ο παππούς μου είχε πεθάνει, να ‘χε γίνει μεν πιστευτή, αλλά να μην είχε και ποτέ διασταυρωθεί από την άλλη. Είχα την εντύπωση, για να το πω απλά, ότι ο παππούς μου είχε φύγει για διακοπές μακράς διαρκείας, από τις οποίες μάλλον δεν θα επέστρεφε ποτέ. Μολονότι στεκόμουν ακριβώς πάνω απ’ το φέρετρο την ώρα που το κοράκι έριχνε την τελευταία φτυαριά, παρ’ όλο που θυμάμαι πεντακάθαρα την αίθουσα με τους καφέδες, τα κονιάκ και τις χαιρετούρες, όλες αυτές οι εικόνες φάνταζαν για κάποιο λόγο τόσο εξωπραγματικές μες στη μνήμη μου, τόσο ξένες και αποκομμένες από εμένα. Το γηροκομείο, τα στεφάνια, η νεκρώσιμη ακολουθία, όλα μακρινά και στερημένα νοήματος, δίχως την παραμικρή βαρύτητα μέσα μου.
***
Τέλη Αυγούστου, αρκετά χρόνια μετά, νύχτα, επιστρέφω στο σπίτι μου. Ψήγματα χειμώνα, ο αέρας λυσσομανάει. Γύρω από τα κλαδιά της μεγάλης λεύκας, οι πεθαμένοι έχουνε στήσει χορό. Αόρατες μάγισσες αυλακώνουν τον ουρανό και το χρόνο με τις ιπτάμενες σκούπες τους. Ακούω τα στριγκά τους γέλια κάτω απ’ το φύσημα του αέρα. Οι μάγισσες έχουνε τα «πλαγκούν», γι’ αυτό δεν μπορώ να τις δω. Από καιρό σε καιρό ξεσηκώνουνε τους νεκρούς και ύστερα τους ξαμολάνε σαν αποκαΐδια, πάνω από πάρκα και παιδικές χαρές, μέσα στη σκόνη και τα ξερά φύλλα που στροβιλίζονται, κάτω απ’ τον ήχο της πολυάνθρωπης ερημιάς. Δεν ξέρω τι είναι τα «πλαγκούν», αλλά η λέξη αναδύεται από μέσα μου σαν πυρωμένη σφραγίδα. Μια δερματοστιξία του μυαλού. Μια εμμονή. Πλαγκούν- πλαγκούν- ουν. Οι μάγισσες έχουνε τα πλαγκούν- ουν- ουν. Γι’ αυτό οι θνητοί δεν μπορούν να τις δουν – ουν. Η παρήχηση της τελευταίας συλλαβής, περιδινείται στον αέρα. Αισθάνομαι ίλιγγο. Πού στο διάολο την άκουσα- ποιος μου την είπε αυτή τη λέξη; Πότε; «Πλαγκούν». Αίφνης το μυαλό μου φωτίζεται. Σ’ εκείνο το όνειρο την είχα ακούσει, το βράδυ που ‘χε πεθάνει ο παππούς μου! Είχε λέει μετενσαρκωθεί σε κοτσύφι και είχε έρθει στο περβάζι του σπιτιού για να μου πει να προσέχω τις γριές με τα πλαγκούν. Οι νεκροί -μου ‘χε πει- τ’ αγαπούν. Αλλά είναι θάνατος για όσους επιμένουν να ζουν. Στο μυαλό εισχωρούν, σε τρελαίνουουουουουν. Βουίζει ο αέρας ολόγυρα, σκίζει τ’ αυτιά μου.
Ανάβω τσιγάρο προφυλάσσοντας τη φλόγα του αναπτήρα πίσω από τον γιακά του πουκαμίσου μου. Περπατάω και καπνίζω. Καπνίζω και περπατάω. Κάθε εισπνοή κι ένας μικρός θάνατος. Κάθε εκπνοή δηλητήριο. Ζωή κι αυτή, συλλογίζομαι… Και τη στιγμή εκείνη, ένα αόρατο χέρι με αρπάζει σύγκορμο και με πετάει πάλι πίσω· πίσω σ’ εκείνο γηροκομείο· πίσω στο χρόνο, σ’ εκείνη τη συγκεκριμένη μέρα. Ο παππούς μου κείτεται στο κρεβάτι του θαλάμου σαν ιερό λείψανο. Τα μάγουλά του ρουφηγμένα· το οστέινο κεφάλι του ζαρωμένο· κόκαλα διαγράφονται κάτω απ’ το διάφανο δέρμα κι εκείνος εκεί, ακίνητος, όλος δυο μάτια σβησμένα, να με κοιτάζει όπως οι πεθαμένοι στα όνειρά μου. Κάθε τόσο ανοιγοκλείνει τα βλέφαρα, κουνάει λίγο τον λαιμό του, αλλά ακόμα κι αυτή η ανεπαίσθητη κίνηση φαντάζει αφύσικη.
Βρίσκομαι πάλι εκεί, λοιπόν, στο νεκροκρέβατο του γέρου, καθισμένος σε μια καρέκλα. Έχω επιστρέψει και τα ξαναζώ όλα. Ή μάλλον τα ζω, για πρώτη φορά, αν και δεύτερη. Η θεία και η μάνα μου κάθονται δίπλα του. Η μάνα μου του κρατά το χέρι. Άνευρο χέρι, παραδομένο στη φθορά. Βγαίνω στο προαύλιο για να καπνίσω. Ο αέρας σφυρίζει πάνω απ’ τα μαύρα πεύκα. Ξέφτια καλοκαιριού που φθίνει. Τσιχλόφουσκα με γεύση καρπούζι. Επέκεινα. Ο θάνατος είναι το αιώνιο τέλος του καλοκαιριού, συλλογίζομαι. Κάνω το τσιγάρο μου και επιστρέφω στον θάλαμο. Στον διάδρομο με πλησιάζει μια νοσοκόμα.
- Παππούς σου είναι ο κυρ- Ανέστης;
Συγκατανεύω.
- Χθες βράδυ μου έπιασε τον πισινό, εξακολουθεί εκείνη.
- Και λοιπόν;
- Τι «και λοιπόν»; Μου έβαλε χέρι.
- Θα πεθάνει από μέρα σε μέρα, μην τον παρεξηγείς, της λέω.
- Γιατί να πεθάνει; Δεν έχει κάποια αρρώστια, μου αντιτείνει.
- Δεν αρρωσταίνει μόνο το σώμα, της απαντάω εγώ.
Μπαίνω πάλι στον θάλαμο.
Δίπλα στον παππού μου, ένας άλλος γέρος, κίτρινος σαν το φλουρί, έχει κατουρηθεί επάνω του. Η μάνα μου φωνάζει τη νοσοκόμα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά όταν τα κάνει επάνω του ένα μωρό, είναι απλώς ενοχλητικό (ίσως και κομματάκι αστείο), ενώ όταν συμβαίνει το ίδιο σ’ έναν ηλικιωμένο, μας φαίνεται θλιβερό. Γιατί; Η νοσοκόμα καταφθάνει και περιποιείται τον κίτρινο γέρο. Τον μαλώνει στοργικά. Πάω και κάθομαι στο στρώμα, δίπλα στον παππού μου.
- Τα ‘μαθες; Ο Τζιοβάνι, μού λέει με αδύναμη φωνή.
- Τι, πέθανε;
- Όχι ρε. Επιστρέφει.
- Πού;
- Στο λιμάνι ρε μπούλη, στο Θρύλο!
- Ρε παππού, ο Τζιοβάνι θα ‘ναι τώρα σαράντα χρονών. Έχει σταματήσει τη μπάλα.
- Και πεθαμένος παίζει αυτός. Μεγαλύτερο παίκτη στο λιμάνι δεν είδα σε όλη μου τη ζήση. Αυτός κι ο Ντέταρι, μάγοι.
- Κι ο Όλεγκ Προτάσωφ; Ο Δεληκάρης; Ο Ριβάλντο;
- Παιχταράδες κι αυτοί, αλλά όχι σαν τους άλλους δυο.
Όταν ήμουνα μικρός με έπαιρνε μαζί του στο γήπεδο. Με το στανιό να με κάνει ολυμπιακάκια. Καθόμασταν στο πέταλο κι εγώ βαριόμουνα του θανατά. Γιατί αυτοί οι βλάκες τρέχουνε πέρα δώθε και σκοτώνονται χωρίς λόγο; αναρωτιόμουνα. Μου φαινότανε τρελό, πέρα για πέρα ανούσιο, που είκοσι μαντράχαλοι έτρεχαν ασταμάτητα, φορώντας χρωματιστές φανέλες και σορτσάκια, ενώ χιλιάδες άλλοι, στην πλειονότητά τους μεγάλοι άντρες κι αυτοί, κάθονταν και τους παρακολουθούσαν να κλωτσάνε μια μπάλα με την ανάσα κομμένη. Σε στιγμές έμπηγα τα κλάματα. Φοβόμουνα με όλες εκείνες τις αγριοφωνάρες και τα βρισίδια, στις χαμένες ευκαιρίες και στα λάθος σφυρίγματα του διαιτητή. Όταν έμπαινε γκολ, σείονταν τα μπετά του «Καραϊσκάκη» και τότε πλάνταζα.
-Πάμε να φύγουμε, παππού, φοβάμαι!
-Σσστ! Κοίτα τον τερματοφύλακα, μου έλεγε εκείνος και σήκωνε το δάχτυλό του προς την εστία.
Οι τερματοφύλακες μου φαινόντουσαν οι πιο ωραίοι. Ίσως επειδή δεν έτρεχαν όλη την ώρα όπως οι υπόλοιποι. Ήτανε σαν συνταγματάρχες, ξεχώριζαν απ’ το μπουλούκι. Μου άρεσε έτσι όπως πηδούσανε προς τη μπάλα, σαν αναμαλλιασμένα γατιά, μόνο όποτε χρειαζόταν, την καίρια στιγμή. Ήτανε η αρχή και το τέλος του παιχνιδιού οι τερματοφύλακες, το άλφα και το ωμέγα. Είχα μάλιστα την εντύπωση πως διέθεταν και κάποιο είδος σοφίας : εύκαμπτοι και συγχρόνως αμετακίνητοι, μέσα σ’ εκείνο το μάταιο πηγαινέλα. Οι τερματοφύλακες ήταν οι μόνοι που δεν επιτίθονταν ποτέ. Αμύνονταν, μονάχα αμύνονταν και αυτό για κάποιο λόγο μου άρεσε.
Όταν μεγάλωσα λίγο και μπήκα στην εφηβεία, άρχισε να μου αρέσει το ποδόσφαιρο, ίσως επειδή σε κάποια δόση σου κόβουνε απότομα το παιχνίδι και τις τσάρκες και σου ανακοινώνουν ότι δεν είσαι πλέον παιδί· ότι από τούδε και στο εξής θα πρέπει να σοβαρευτείς και ν’ αναλάβεις τις ευθύνες σου. Το παιχνίδι ξαφνικά σοβαρεύει, γίνεται αδυσώπητο, γίνεται ζωή. Το ποδόσφαιρο στην ενήλικη ζωή μου, φάνταζε, λοιπόν, ως το έσχατο ανάχωμα, ένα καταφύγιο όπου μπορούσα να ξαναγίνομαι απροκάλυπτα το παιδί που συνέχιζα κατά βάθος να είμαι⸱ ένα ωραιότατο άλλοθι για παλιμπαιδισμό, αυτό ήταν για ‘μένα το ποδόσφαιρο, αλλά και ένας τρόπος για να κρατάω ζωντανό το πιο φωτεινό κομμάτι των αναμνήσεών μου.
Δεν είχα αυταπάτες. Ήξερα καλά ότι η μπάλα ήτανε μια εξαιρετικά βρώμικη και κερδοφόρα επιχείρηση, όμως, κάθε φορά που έβλεπα τον Ριβάλντο, τον Ροναλντίνιο, τον Τζιοβάνι και τους υπόλοιπους εκατομμυριούχους να επιδίδονται στα «μαγικά» τους, μες στη μνήμη μου ξυπνούσαν μονομιάς εικόνες των παιδικών μου χρόνων : Ο παππούς μου να με σέρνει απ’ το χέρι, μ’ ένα κόκκινο κασκόλ στο λαιμό· εκείνο το ανοιξιάτικο απόγευμα, όταν, μετά τη βροχή, όλη η μαρίδα της γειτονιάς είχε μαζευτεί στην αλάνα, για αγώνα ποδοσφαίρου στη λάσπη· το γκολ του Χαριστέα στον τελικό με την Πορτογαλία και τα μακρόσυρτα ουρλιαχτά του οργασμού μιας ολόκληρης χώρας.
Έγινα Παναθηναϊκός μάλλον για να πάω κόντρα στον παππού μου και σε μια φάση, από τα δεκαοχτώ μέχρι τα είκοσι, είχα αρχίσει ν’ ασχολούμαι πολύ : Εισιτήρια διαρκείας, ταξίδια στην Ευρώπη με τον σύνδεσμο και τα συναφή. Απ’ όταν έγινε εκείνη η φάση με τον πιτσιρικά που τον μαχαίρωσαν, έκοψα. Ορκίστηκα ότι δεν θα ξαναπατούσα το πόδι μου στο γήπεδο και τον τήρησα τον όρκο μου. Ούτε στην τηλεόραση ξαναείδα αγώνα έκτοτε.
- Καλά ρε ντροπή της προσφυγιάς, Παναθηναϊκός πήγες κι έγινες; Η μόνη ομάδα που στην κατοχή έδωσε φιλικό με τους ναζήδες, συνήθιζε να μου λέει ο παππούς, τον καιρό που είχα γίνει «φανατίλα». Εκείνος το ‘χε κόψει προ πολλού το γήπεδο και με συμβούλευε να μην πηγαίνω ούτε κι εγώ.
-Στα δικά μας τα χρόνια ήταν ωραία. Ούτε πλακωνόμασταν, ούτε χυδαιότητες φωνάζαμε από την εξέδρα. Τι το θες και πας; Παιχνίδι για παιδάκια και το κατάντησαν σκέτη αηδία. Η μαφία, τα εκατομμύρια, τα αναβολικά, η βία...
Καμιά φορά, στα ντέρμπι, πήγαινα στο σπίτι του και βλέπαμε τον αγώνα παρέα, από την τηλεόραση. Όταν κέρδιζε ο Παναθηναϊκός του έριχνα τρελή καζούρα. Στο τελευταίο ματς που είχαμε δει μαζί, έπαιζε ακόμα κι ο Τζιοβάνι. Είχε κερδίσει ο Παναθηναϊκός και στο τέλος του αγώνα, λοιπόν, άρχισα να φωνάζω ρυθμικά : «Τζιοβάνι- Τζιοβάνι- πήδα στο λιμάνι». Πυρ και μανία ο γέρος. Εκείνη τη μέρα ορκίστηκε ότι δε θα ξανάβλεπε αγώνα μαζί μου και τον κράτησε τον όρκο του μέχρι τέλους. Τώρα κρατάει το σεντόνι με τρεμάμενα δάχτυλα. Το σφίγγει σαν να ‘ναι κάτι ζωντανό, που σπαρταράει και ξεγλιστράει μέσα απ’ τα χέρια. Πασχίζει να το κρατήσει αλλά εκείνο ολοένα του φεύγει.
- Ωραία δε θα ‘ταν να πηγαίναμε στο γήπεδο μια τελευταία φορά, παρέα Όπως όταν ήσουνα μικρός, μου λέει ο γέρος. Τώρα που γύρισε κι ο Τζιοβάνι...
- Θα πάμε, του λέω. Θα πάμε σε ντέρμπι και θα υποστηρίζω τον Ολυμπιακό.
- Χαίρομαι που επιτέλους έβαλες μυαλό, αλλά δεν πρόκειται να πάμε. Απόψε είναι το τελευταίο μου βράδυ στη γη.
- Μη λες βλακείες.
- Τους βλέπεις τους αγγέλους; Αν άκουγες τις φωνές τους, τι υπέροχα που τραγουδάνε!
Το επόμενο πρωί τηλεφώνησαν από το γηροκομείο. Εγώ το ‘ξερα από πριν να πάρουν ότι είχε πεθάνει. Ένα κοτσύφι είχε σταθεί για λίγη ώρα πριν έξω απ’ το παράθυρό μου και κελαηδούσε και το ξέρω πως ακούγεται τρελό, όμως εγώ ήμουν σίγουρος ότι το κοτσύφι ήτανε η ψυχή του γέρου, ακριβώς όπως στο όνειρο που είχα δει λίγες ώρες πριν, το ίδιο εκείνο βράδυ…
…Επιστρέφω βίαια στον εαυτό μου και στο παρόν ενώ οι αναμνήσεις αφήνουν εκείνη τη στυφή γεύση της τέφρας στα δόντια μου. Βρίσκομαι πίσω στο σώμα μου μ’ ένα τράνταγμα. Ο αέρας έχει κοπάσει. Οι μάγισσες έχουν φύγει. Κυριακή αύριο, σκέφτομαι και καθώς ξεκλειδώνω την εξώπορτα, αποφασίζω να πάω στο γήπεδο, ύστερα από τόσα χρόνια. Θα πάω, παρ’ όλο που δεν παίζουνε πια παιχταράδες σαν τον Τζιοβάνι και τον Ντέταρι. Θα πάω, παρ’ όλο που η μαγεία έχει χαθεί. Κι ας έχουν γίνει όλα μαύρα κι άραχλα, εγώ θα πάω. Θα πάω για να θυμηθώ…
Νίκος Μ. Δημητρόπουλος
***
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση diigima@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.