Είναι τρεις το μεσημέρι και το μόνο που ακούγεται στο νησί είναι τζιτζίκια. Είμαι γυμνός, ξαπλωμένος ανάσκελα σε ένα μονό κρεβάτι κι ένα ρεύμα, που σχηματίζεται από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα που βλέπει στο λιμάνι και το παράθυρο που βλέπει στο βουνό, είναι όσο δυνατό χρειάζεται για να μην ανάψω το ερκοντίσιον.
Του Γιώργου Μυλωνά
Πού και πού το ρεύμα φουντώνει και η κουρτίνα της μπαλκονόπορτας χαϊδεύει τα δάχτυλα του αριστερού μου ποδιού μην αφήνοντας να με πάρει ο ύπνος. Δεξιά μου υπάρχει ένα κομοδίνο και πλάι στο κομοδίνο δύο ενωμένα μονά κρεβάτια που προσποιούνται το διπλό. Στο μονό, που βρίσκεται προς την πλευρά μου, κοιμάται η Λένα με το λευκό της νυχτικό που φέρνει σε νυφικό. Εγώ, έχω μόλις συνειδητοποιήσει ότι δεν θα καταφέρω να κοιμηθώ, αλλά είμαι ακόμα ζαλισμένος από τις μεσημεριανές μπύρες και δεν θέλω να σηκωθώ. Απλώνω το χέρι στο κομοδίνο για να πιάσω το κινητό, αλλά ακουμπάω τα φούλια που πρόσφερε προχθές ο Σωκράτης στο κορίτσι μου και τα οποία η Λένα μυρίζει κάθε μεσημέρι και κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί. Αν και βρίσκονται μόνιμα πλάι στο προσκεφάλι μου τα παρατηρώ για πρώτη φορά. Είναι τρία, κομμένα ελάχιστα εκατοστά από το άνθος τους και δεν έχουν προλάβει καλά καλά να ανοίξουν. Τα παίρνω στη χούφτα μου και τα μυρίζω. Μοσχοβολάνε γιασεμί.
***
Ο Σωκράτης είναι ο ιδιοκτήτης του ομώνυμου ουζερί στο λιμάνι του νησιού. Το δουλεύει, χωρίς διάλειμμα από το ’83, όταν πέθανε ο πατέρας του. Το ανοίγει λίγο μετά το μεσημέρι, όταν ο ήλιος του επιτρέπει να βγάλει έστω τρία τραπέζια στη σκιά και το κλείνει κατά τη μία, όταν φεύγουν και οι τελευταίοι πελάτες. Το κτίριο στο οποίο στεγάζεται είναι μονώροφο και ασπρογάλανο, όπως η πλειοψηφία των κτιρίων του νησιού. Είναι μεσοτοιχία με το σπίτι του Σωκράτη, το οποίο διαθέτει ένα κήπο γεμάτο λουλούδια. Μπροστά από την είσοδο του μαγαζιού υπάρχει η αυλή, μια ανοιχτωσιά με δύο χοντρά αρμυρίκια, η οποία φιλοξενεί κάθε μέρα τα δεκαπέντε τραπέζια του μαγαζιού.
Γνωρίζαμε για τον Σωκράτη πολύ πριν πατήσουμε το πόδι μας στο νησί. Το ουζερί του, σύμφωνα με τις κριτικές στο ίντερνετ έχει, με διαφορά από το δεύτερο, την καλύτερη βαθμολογία στο νησί, κάτι που οφείλεται τόσο στους μερακλίδικους μεζέδες που σερβίρει με κάθε καραφάκι ούζο όσο και στη φιλοξενία του. Έτσι, με το που αποβιβαστήκαμε, λίγο μετά τις έντεκα το βράδυ, πριν μία εβδομάδα, από το πλοίο της γραμμής, τρέξαμε στον Σωκράτη για το πρώτο μας ούζο στο νησί.
***
Η Λένα έχει γυρίσει πλέον προς της πλευρά μου με τα ξανθά μαλλιά της πιασμένα κότσο για να μην την αγγίζουν στο σβέρκο και τη ζεσταίνουν. Η μία της τιράντα έχει πέσει με χάρη στον δεξί της ώμο και αφήνει να αποκαλυφθεί η ρώγα της. Είναι κόκκινη και τουρλουμένη στη μέση του, κατά τα άλλα, λευκού στήθους που ξεχωρίζει από το υπόλοιπο μαυρισμένο σώμα από τα σημάδια του μαγιό. Έχει το στόμα της μισάνοιχτο και ο ένας δείκτης της κρέμεται λάγνα από το κάτω χείλος της. Αν είχε μισάνοιχτα και τα μάτια η όλη πόζα της θα μπορούσε να αποτελεί ενσταντανέ για τις σελίδες αισθησιακού περιοδικού με στόχο να ερεθίσει τον αναγνώστη. Χαμογελάω πικρά στη σκέψη μου, γιατί δεν νιώθω κανένα ερεθισμό ούτε αυτή τη στιγμή ούτε γενικότερα με την Λένα, όπως δεν νιώθει και εκείνη μαζί μου. Έχουμε να κάνουμε σεξ πάνω από ένα χρόνο, χωρίς κάποιος από τους δυο μας να έχει προσπαθήσει για το αντίθετο ή έστω να έχει θίξει το συγκεκριμένο ζήτημα ως θέμα προς συζήτηση.
Δεν ήμασταν πάντα έτσι. Με την Λένα τα πρωτοφτιάξαμε στο λύκειο. Ήταν ο πρώτος μου έρωτας και από τότε δεν έχω γνωρίσει άλλη γυναίκα. Το ίδιο ισχυρίζεται και εκείνη για τον εαυτό της και δεν έχω κανένα λόγο να μην την πιστεύω. Χωρίς να μπορώ να θυμηθώ πόσο σεξ κάναμε στο σχολείο και πόσο πριν δέκα χρόνια, είμαι σίγουρος ότι πάντοτε κάναμε, απλώς κάθε χρόνο μετά τα τριάντα κάναμε όλο και λιγότερο, ώσπου κάποια στιγμή βγήκε από τη ζωή μας χωρίς κανείς από τους δυο να το πάρει χαμπάρι.
***
Κάθε βράδυ, λοιπόν, ο Σωκράτης αφού μας φέρει ένα καραφάκι ούζο και πάγο, απλώνει μπροστά μας εννιά πιατάκια με μεζέδες: κολιό παστό που του παίρνει είκοσι μέρες για να ψηθεί στο αλάτι, φάβα, κοπανιστή, μελωμένους γίγαντες, κομμάτια από ένα σκληρό τοπικό τυρί ωριμασμένο στο κρασί, οχτωεννιά ντοματίνια χωρίς λάδι, βραστές πατάτες μαγειρεμένες με χοντρό αλάτι, ξεψαχνισμένο σαλάχι που στους καταλόγους του νησιού το βρίσκεις ως «καρκάνι» και τζατζίκι. Αφού αδειάσουμε και ένα δεύτερο καραφάκι και εξαφανίσουμε τους μεζέδες, η δουλειά στο ουζερί έχει συνήθως πέσει. Τότε, ο Σωκράτης έρχεται, κουβαλώντας κάποιον μεζέ έκπληξη -ψητό καλαμάρι ή χταπόδι- και κάθεται μαζί μας.
Ο Σωκράτης είναι γεννημένος το ’50, είναι δηλαδή λίγα χρόνια μεγαλύτερος τόσο από τον πατέρα μου όσο και από τον πατέρα της Λένας, αλλά σε καμία περίπτωση δεν τον κάνεις για πάνω από πενηνταπέντε. Σε αυτό βοηθάει το μαυρισμένο, αλλά χωρίς ρυτίδες δέρμα του, τα μαύρα κοκκάλινα γυαλιά και τα χρωματιστά τισέρτ με στάμπες με χταπόδια που του κάνουν δώρο οι κατά καιρούς θαμώνες του μαγαζιού. Το κυριότερο, όμως, πράγμα που τον κάνει να δείχνει τόσο νεώτερος είναι το βλέμμα του. Τα παιχνιδιάρικα μαύρα μάτια του που κοιτούν πρωτίστως εμένα και λιγότερο την Λένα όταν μας διηγείται τις ιστορίες του και που μοιάζουν έτοιμα να πεταρίσουν από χαρά σε περίπτωση που του προτείνουμε να πάμε όλοι μαζί για βραδινό μπάνιο ή να λύσουμε μια τράτα στα κρυφά από το λιμάνι και να κάνουμε βαρκάδα μέχρι την Μεγίστη.
Πρώτη φορά τον κάλεσε η Λένα στο τραπέζι μας, το τέταρτο βράδυ μας στο νησί. Μου έκανε εντύπωση αυτή της η πρωτοβουλία, γιατί εκείνη είναι η ντροπαλή και κατά συνέπεια εγώ έχω αναλάβει άτυπα τις δημόσιες σχέσεις του ζευγαριού. Ωστόσο ήταν μια εντελώς φυσική κίνηση μετά από κάμποσα κεράσματα και αφού ο Σωκράτης κοντοστεκόταν τις τρεις πρώτες μέρες από πάνω μας απαντώντας με όρεξη στις ερωτήσεις που του είχαν κάνει χιλιάδες τουρίστες πριν από εμάς: «ποια είναι η ομορφότερη παραλία του νησιού;», «παλεύεται η ζωή εδώ τον χειμώνα», «ανεβαίνεις καθόλου Αθήνα;». Από όταν το κορίτσι μου του έδωσε το πράσινο φως, μόλις χαλάρωνε από τη δουλειά, ερχόταν πλέον από μόνος του στο τραπέζι μας κι άρχιζε να μιλά με βραχνή φωνή για τη ζωή του και το νησί.
Μεταξύ άλλων, μας είπε για τον σεισμό της Αμοργού τον Ιούλιο του ’56 που προκάλεσε τσουνάμι στο νησί σε εποχές που δεν γνωρίζαμε πως το τσουνάμι ονομαζόταν τσουνάμι. Μετά τον σεισμό, η θάλασσα τραβήχτηκε δεκάδες μέτρα και οι κάτοικοι υποψιασμένοι -ποιος ξέρει από ποια πρότερη εμπειρία;- ανηφόρισαν προς το χωριό για να αποφύγουν τα κύματα τεσσάρων μέτρων που επέστρεψαν ορμητικά μερικά λεπτά αργότερα. Για τότε που δούλευε ως μούτσος στο σκάφος ενός εφοπλιστή, έπεσε από μια σκάλα, άρχισε να αιμορραγεί από το αριστερό αυτί και νοσηλεύτηκε για έξι μήνες στο Γενικό Κρατικό. Όταν πήρε σώος πια εξιτήριο, τον συμβούλεψαν να κυνηγήσει τον εφοπλιστή για εργατικό ατύχημα και τελικά τα βρήκαν εξωδικαστικά με μια αποζημίωση 45.000 δραχμών με την οποία αγόρασε τα τραπεζοκαθίσματα του μαγαζιού. Για την επιστροφή του το ογδοντακάτι στο νησί, όταν έπιανε οχτωδέκα χταπόδια την μέρα στον Ξηρόκαμπο και το βράδυ τα έψηνε για τους πελάτες.
***
Αν και τα φούλια έχουν αρχίσει να ξεραίνονται, μυρίζουν λες και βρίσκονται ακόμα στον κήπο του Σωκράτη. Παίρνω άλλη μια βαθιά ρουφηξιά, κλείνω τα μάτια και βλέπω ένα περιβόλι γεμάτο με αυτά τα μικρά κίτρινα άνθη. Είναι ολάνθιστα και σκύβω και τα μυρίζω ένα ένα. Αφού μυρίσω για κάμποση ώρα, ένα δροσερό αεράκι φέρνει στο μύτη μου κι άλλα αρώματα: γαρδένιες, χρυσάνθεμα, γινομένους γερμάδες και γλυκά πεπόνια. Αφήνω πίσω μου τα φούλια και αρχίζω να περπατάω προς το βάθος του περιβολιού που μοιάζει ατελείωτο. Στο μυαλό μου δεν υπάρχει πλέον τίποτα. Ούτε η Λένα, ούτε ο Σωκράτης. Μόνο οι μυρωδιές. Για αυτό τρέχω -δεν καταλαβαίνω πότε άνοιξα τόσο το βήμα μου- γυμνός κατά μήκος του κήπου και παίρνω βαθιές ανάσες σαν λαγωνικό που προσπαθεί να εντοπίσει το θήραμά του. Τρέχω και μυρίζω. Όταν πια κουράζομαι, σταματάω στη σκιά ενός δέντρου για να δροσιστώ. Μια γυναικεία μορφή βρίσκεται μερικές δεκάδες μέτρα μακριά και μαζεύει σε ένα καλάθι τα φρούτα που έχουν πέσει από ένα δέντρο. Είναι κι εκείνη γυμνή. Έχει λυτά, μακριά, μαύρα μαλλιά και χοντρά στήθη και δείχνει να έχει αντιληφθεί την παρουσία μου πολύ πριν αντιληφθώ εγώ τη δική της. Μου κάνει ένα ανεπαίσθητο νεύμα με το κεφάλι να την πλησιάσω. Υπακούω σαν υπνωτισμένος. Με φιλάει στο στόμα και συνειδητοποιώ ότι από το δικό της αναβλύζουν όλες οι μυρωδιές που τόση ώρα αναζητούσα. Χώνω τη γλώσσα μου όσο πιο βαθιά μπορώ στο στόμα της και κυλιόμαστε αγκαλιά στο γρασίδι. Όταν ανοίγω ξανά τα μάτια, συνειδητοποιώ ότι είμαι καυλωμένος. Δεν ξέρω από πότε έχω να το πάθω χωρίς να παρακολουθήσω πρώτα κάποιο βίντεο με πορνό. Πετάω τα φούλια στο κομοδίνο, πηγαίνω στο ντουζ και ανοίγω το παγωμένο νερό.
***
Μέσα σε έξι επισκέψεις στο ουζερί ο Σωκράτης μάς έχει ήδη μιλήσει σχεδόν για τα πάντα, εκτός από την ερωτική του ζωή. Το συζητούσαμε πριν τρία βράδια με την Λένα. «Δεν μπορεί, αν ήταν παντρεμένος, θα μας το είχε πει. Το ίδιο κι αν ήταν χωρισμένος ή χήρος». Το επόμενο βράδυ, αφού κάθισε απέναντί μας, ακουμπώντας στο τραπέζι ένα πιατάκι με ψητή σουπιά, η Λένα δεν κρατήθηκε: «και στα αισθηματικά; Πώς τα πάτε εκεί κύριε Σωκράτη; Μας τα έχετε πει όλα, αλλά ποτέ δεν μας λέτε για τα αισθηματικά σας. Έχετε παντρευτεί ποτέ;». Τότε ο Σωκράτης κατέβασε τα μάτια σαν άριστος μαθητής που ετοιμάζεται να μιλήσει για τους βαθμούς του, αλλά προσποιείται πως ντρέπεται «δεν παντρεύτηκα γιατί έπρεπε να φροντίσω τον πατέρα μου και τις δύο αδερφές μου, αλλά πάντα είχα τον τρόπο μου με τις γυναίκες. Δεν ξέρω πώς, αλλά με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο πάντα τις κατάφερνα. Ειδικά τις δεσμευμένες», λέει και μας κοιτάζει ξανά στα μάτια χαμογελώντας σκανδαλιάρικα.
Μας περιέγραψε πολλά χαριτωμένα περιστατικά για το πώς προσέγγιζε τις γυναίκες, ωστόσο, από όταν βγήκα από το ντους μου έχει καρφωθεί στο μυαλό μόνο ένα. Είχε έρθει, λέει, μια πολύ ωραία γυναίκα γύρω στα τριάντα στο νησί για διακοπές. Ήταν ξανθιά με γεμάτα χείλη και ένα αλλόκοτο περπάτημα λες και περπατούσε στις μύτες των ποδιών της, που την έκανε ακόμα πιο θελκτική στα μάτια του Σωκράτη. «Σαν μπαλαρίνα που ξέμεινε πίσω και τρέχει να προλάβει τον υπόλοιπο χορό», είπε. Κάθε μεσημέρι, λοιπόν, η μπαλαρίνα περνούσε από το λιμάνι και πήγαινε προς το Λιβάδι, την πιο κοντινή στο λιμάνι παραλία του νησιού, χωρίς να ρίχνει ματιά προς την πλευρά του Σωκράτη, που αυτή την ώρα έβγαζε τα πρώτα τραπέζια στην αυλή του ουζερί. Εκείνος την χάζευε κι αναζητούσε την παραμικρή αφορμή για να την πλησιάσει και να της πιάσει την κουβέντα, αλλά εκείνη δεν έστριβε ούτε χιλιοστό το βλέμμα της προς την πλευρά του. Ακροπατούσε καμαρωτή παράλληλα στο λιμάνι και τραβούσε στον προορισμό της. Αφού πέρασαν πεντέξι μέρες και ο Σωκράτης φοβήθηκε πως κάποια στιγμή θα έφευγε από το νησί και δεν θα την έβλεπε ποτέ ξανά, πήρε την απόφαση να την προσεγγίσει. Μόλις την είδε να έρχεται από το βάθος της μαρίνας, έκοψε στα γρήγορα μερικές γαρδένιες από τον κήπο του, την πλησίασε και τις της πρόσφερε χωρίς να πει λέξη. Εκείνη, του χαμογέλασε και τον κάλεσε την επομένη να την βρει για μπάνιο στο Λιβάδι. Ο Σωκράτης δεν έχασε την ευκαιρία και αφού κολύμπησαν, κατέληξαν στο δωμάτιό της. Ο άντρας της είχε πάει για κάτι δουλειές στην Κω κι εκείνη θα έμενε μόνη για λίγες μέρες στο νησί. Το παράνομο ειδύλλιό τους συνεχίστηκε για μήνες και στην Αθήνα.
***
Ξαναβάζω τα ξεραμένα φούλια στην χούφτα μου, αλλά δεν τα μυρίζω. Τα παίζω στα δάχτυλα κοιτώντας μία εκείνα και μία την Λένα. Θυμάμαι το βράδυ που της τα πρόσφερε ο Σωκράτης.
Είχε πάει μιάμιση και είχε αδειάσει το μαγαζί. Εκείνος συνέχιζε να μας διηγείται ιστορίες, αλλά οι δυο σερβιτόροι που έχει Ιούλιο-Αύγουστο για να τον βοηθούν, είχαν μαζέψει όλα τα τραπέζια και είχαμε μείνει ολομόναχοι στην αυλή. Έκανα σήμα στην Λένα και σηκωθήκαμε σιγά σιγά «για να τον αφήσουμε να ξεκουραστεί». Σηκώθηκε κι εκείνος και καθώς μας καληνύχτιζε μάς ρώτησε πόσες μέρες θα μέναμε ακόμα. Στο «αύριο φεύγουμε» της Λένας μια μάσκα αγωνίας περιέβαλε το πρόσωπό του. «Στάσου» της είπε, σκαρφάλωσε σαν αγριοκάτσικο στον ενάμιση μέτρο μαντρότοιχο που χωρίζει την αυλή του μαγαζιού από τον κήπο του σπιτιού του και χάθηκε από το οπτικό μας πεδίο. Όταν επέστρεψε η αγωνία στο πρόσωπό του είχε μετατραπεί σε ένα παιδικό, σκανδαλιάρικο χαμόγελο. Στάθηκε πάνω στον μαντρότοιχο, έσκυψε, έβαλε στη χούφτα της Λένας τα τρία φούλια και την αποχαιρέτησε. Πήδηξε από τον μαντρότοιχο με την ίδια ευκολία που είχε σκαρφαλώσει σε αυτόν και καθώς φεύγαμε ένιωθα το βλέμμα του να μας ακολουθεί.
Η Λένα έχει γυρίσει ξανά ανάσκελα. Το λάγνο ύφος της έχει αντικατασταθεί από ένα χαμόγελο ικανοποίησης, λες και ό,τι συνέβη νωρίτερα στον ύπνο της, είχε πια ολοκληρωθεί με επιτυχία. Κλείνω τη χούφτα μου, την πιέζω με δύναμη και αρχίζω να θρυμματίζω τα φούλια. Όταν σιγουρεύομαι πως έχουν γίνει πια σκόνη, βγαίνω στο μπαλκόνι και τα σκορπάω, σαν την τέφρα κάποιου νεκρού, στην αυλή. Γυρίζω στο δωμάτιο κι αρχίζω να πετάω τα ρούχα μου στη βαλίτσα.
Info
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1984. Σπούδασε Επικοινωνία και ΜΜΕ στο Καποδιστριακό και εργάζεται σε έντυπα και online μέσα ως δημοσιογράφος.
***
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.