«Πειράζοντας» λίγο το περίφημο «Je est un autre» [«Εγώ είναι ένας άλλος»] του Αρτίρ Ρεμπό, λέμε: «Εγώ είναι ένα άλλ@». Ζητήσαμε από σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς ιστορίες για το φύλο και τη σεξουαλικότητα, ιστορίες ισότητας και αποδοχής, δεύτερων και τρίτων ευκαιριών στην αγάπη, αλλά και ιστορίες για τη στοχοποίηση του διαφορετικού ή της ελεύθερης έκφρασης. Σήμερα το διήγημα του Βαγγέλη Προβιά.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Ο λογιστής Γιώργος Μπέλας, γνωστός κάποτε ως ο πιο περιζήτητος εργένης στη πόλη, ίσως και σε ολόκληρη τη Θεσσαλία, και αργότερα ως το πιο παράξενο και ιδιότροπο γεροντοπαλίκαρο, μαζεύει τα πράγματά του. Ξεφυσάει, παρά τις πολύ αργές κινήσεις του. Διπλώνει άψογα τις πιζάμες και τα εσώρουχά του, ακόμη και τα άπλυτα, βάζει τις απαλές, καλοραμμένες δερμάτινες παντόφλες στην υφασμάτινη θήκη τους, μαζεύει την ξύλινη οδοντόβουρτσα και την οδοντόπαστα.
Είναι θυμωμένος, πολύ, με τους γιατρούς. Μονολογεί, αδιάφορος για το αν ακούνε οι άλλοι άρρωστοι στο θάλαμο, για το αν ενοχλεί:
«Άχρηστοι. Με αγοραστά πτυχία. Ένας θεός ξέρει από πού. Λαμόγια μωρέ. Τους ξέρω».
Κάνει μια παύση για να πάρει μια βαθιά ανάσα από την προσπάθεια («εγώ ρε, που σήκωνα ψυγείο μονάχος…») φέρνει το χέρι στο λείο κρανίο, και λέει, με κοροϊδευτική φωνή:
«“Κύριε Μπέλα, λυπάμαι αλλά… όπως βλέπω τα πράγματα, δεν μπορώ να είμαι αισιόδοξος… 18 μήνες. Το πολύ δύο χρόνια… Λυπάμαι, δύο μεταστάσεις…”. Μαλακίες!»
Αυτά του τα είπαν τρία χρόνια πριν. Ναι. Ούτε φτηνή σαπουνόπερα πια, αυτό το θαύμα, που ακόμα είναι ζωντανός. Βαρέθηκε μωρέ. Μπες βγες, εξετάσεις, κόντρα εξετάσεις, φάρμακα, οροί, ενέσεις, εμετοί, πυρετοί, και, το χειρότερο, άθλιος ύπνος. Τρία χρόνια τώρα, άθλιος ύπνος. Αυτός, που όλη του την ζωή κοιμόταν 7 ώρες, σαν μωρό, πριν ακουμπήσει το κεφάλι στο μαξιλάρι. Υπάρχουν και μέρες χωρίς πόνο, αλλά είναι τόσο σπάνιες. Μέχρι να τις πιστέψει, περνάνε.
«Σκατά», λέει όταν ένα λερωμένο σώβρακο πέφτει στο πάτωμα. Στηρίζεται στην άκρη του κρεβατιού, για να σκύψει, αργά αργά, να το πιάσει, όμως στη μέση της διαδρομής προς το πάτωμα και, ενώ ήδη του κόβει την αναπνοή μια σουβλιά στα νεφρά, ένα χέρι με άψογα, αστραφτερά νύχια πετάγεται σβέλτα, από το πουθενά λες, πιάνει το λευκό σώβρακο, το αφήνει στο κρεβάτι, και έπειτα, αποφασιστικά, αυταρχικά σχεδόν, πιάνει τον Γιώργο από τον αγκώνα και τον ορθώνει.
«Ευχαριστώ», λέει εκείνος, εκνευρισμένα, γραπώνει το σώβρακο, το κάνει κουβάρι, να μην φαίνονται οι λεκέδες, και το χώνει όπως όπως στην δερμάτινή τσάντα. Αλλά ο κάτοχος του χεριού έχει εξαφανιστεί, το ίδιο αθόρυβα όπως εμφανίστηκε. Αυτό εκνευρίζει ακόμη περισσότερο τον Γιώργο.
Εξήντα ενός ετών λογιστής, δεν τον ενοχλούσε ποτέ τίποτε, κουμάνταρε κάθε λογής απατεώνες, επίορκους γιατρούς, μαστροπούς, ναρκέμπορους, φοροφυγάδες, και να του τσακίζει έτσι τα νεύρα ένα μαλακισμένο εικοσιπεντάχρονο. Ο νοσηλευτής. Πρώτα πρώτα… τα νύχια του. Βερνικωμένα σαν γυναικεία, άσπιλα. Μετά… τα χείλια του, που γυαλίζουν, και που όταν τελειώνει την βάρδια και φεύγει έχουν μια κοκκινωπή απόχρωση, καμιά φορά και ροζ.
Μα αυτό που περισσότερο θύμωσε τον Γιώργο, που δεν μπορεί να το καταπιεί, είναι ότι στην προηγούμενη νοσηλεία του, φεύγοντας, κατάφερε να πείσει τον εαυτό του να δώσει στον Στάθη, τον αποκρουστικό νοσηλευτή με τα περιποιημένα νύχια και τα ροζ χείλια, ένα πενηντάρικο. Εκείνος, τον κοίταξε για λίγο σιωπηλά, έκπληκτα, μπορεί θυμωμένα και έπειτα απλώς γύρισε την πλάτη και έφυγε. Χωρίς να πάρει το χαρτονόμισμα, χωρίς να πει λέξη. Του φάνηκε πως τον άκουσε να καγχάζει.
Τη σκεφτόταν συνέχεια αυτή την προσβολή ο Γιώργος τις έξι εβδομάδες μέχρι να ξαναμπεί στο νοσοκομείο. Εμμονικά, αρρωστημένα (ναι, γέλασε με την ειρωνεία…). Γιατί; Γιατί να τον προσβάλει έτσι; Η αλήθεια είναι πως και εκείνος έκανε ό,τι μπορούσε να του δείξει πόσο τον αναγούλιαζε με τα κουνήματά του, το λυγιστό περπάτημα, τα τερτίπια, τις φιοριτούρες… ολόκληρος άντρας, να λικνίζεται έτσι, να γελάει σαν κοριτσάκι; Να χαριεντίζεται και να βογκάει; Να φοράει τόσο φανταχτερά παντελόνια και μπλούζες όταν έρχεται, όταν φεύγει;
Όμως… όμως η εμμονική σκέψη της προσβολής ήταν και απόδραση για τον Γιώργο. Ξέφευγε. Ναι. Είναι ορισμένες σκέψεις που θέλει να τις σταματήσει. Πότε έγινε εξήντα; Τι φοβήθηκε και ξέχασε την άλλη, εκτός δουλειάς, ζωή; Γιατί ανακουφίστηκε όταν πέθαναν οι γονείς του; Πώς γίνεται και οι περισσότεροι άνθρωποι μοιάζουν να δένονται με τους πιο δικούς τους όχι με εκείνα που τους αρέσουν, που θαυμάζουν επάνω τους αλλά με όσα δεν αντέχουν σε αυτούς; Γιατί προτιμά να είναι στο νοσοκομείο αντί στο σπίτι του; Γιατί τσατίζεται που ο γιατρός διαψεύστηκε; Πώς πέρασε εξήντα χρόνια ολομόναχος, σε ένα παιδικό δωμάτιο, μετά σε ένα γραφείο στον ημιώροφο μιας παλιάς πολυκατοικίας;
Μια μέρα, σε αυτήν την τελευταία νοσηλεία, μεσημεράκι, μόλις είχε φάει τρεις κουταλιές ρύζι λαπά και τον κατέκλυζε η οικεία, αν και αφόρητη αναγούλα, ο Στάθης έστρωνε το διπλανό κρεβάτι. Χτύπησε το τηλέφωνό του. Απάντησε. «Έλα Γιώργο μου» είπε σε αυτόν που του τηλεφώνησε. Γιώργο μου!!! Μετά, απομακρύνθηκε λίγο, μα ακουγόταν που έκανε σαν γατάκι, όλο αναστεναγμούς και βογκητά. «Ναι αγάπη μου, σε φιλώ» είπε έπειτα και το έκλεισε. Γιώργο μου! Αγάπη μου! Ολόκληρος άντρας. Επίτηδες το έκανε το πουστράκι. Για να του σπάσει τα νεύρα.
Τέλειωσε με την τσάντα του, την έκλεισε και έμεινε να περιμένει στο κρεβάτι να τον ειδοποιήσουν να πάρει το εξιτήριο. Ο Στάθης μπήκε και βγήκε ακόμη δυο, τρεις φορές, ο Γιώργος τον κοιτούσε, απροκάλυπτα, επίμονα. Αισθάνθηκε να θέλει να του πει κάτι, μα δεν ήξερε τι ακριβώς. Ούτε και περίπου ήξερε. Όχι. Ναι. Νόμιζε που ήταν θυμωμένος μαζί του αλλά, όχι… όχι, δεν είναι αυτό. Τι ήταν; Δεν μπορούσε να καταλάβει. Στα διαβάσματά του κάποτε είχε σταθεί πολύ, είχε γοητευτεί από μια παράξενη σκέψη: Πώς άραγε θα περιγράφαμε ένα συναίσθημα αν δεν είχαμε μάθει από τους άλλους τα λόγια που το περιγράφουν; Πώς θα καλύπταμε μια ανάγκη αν δεν μπορούσαμε να την κάνουμε λέξεις; Τι; Τι; Θα σηκωνόμασταν να αγκαλιάσουμε κάποιον χωρίς αφορμή, χωρίς προειδοποίηση; Θα τον χτυπούσαμε, θα του ρίχναμε γροθιές; Θα κλαίγαμε μπροστά του δίχως ντροπή; Θα πηγαίναμε να φιλήσουμε αυτόν που θα θέλαμε, υποψιαζόμαστε, να είχαμε το θάρρος του;
Σκούπισε ένα δάκρυ από το μάγουλό του που νόμισε, λανθασμένα, πως ήταν από βλάβη των δακρυϊκών αδένων.
Σε όλη την πόλη σήμερα κουβεντιάζουν για έναν αγαπητό, αξιοσέβαστο, πετυχημένο επιχειρηματία που έδειρε τόσο άγρια τη γυναίκα του ώστε μια φίλη της στο νοσοκομείο δεν την αναγνώρισε. Θυμήθηκε τον πατέρα και την μάνα του. Πόσα χρόνια είχε να τα θυμηθεί αυτά. Μα, γιατί κάνει τέτοιες σκέψεις; Δεν έχει χρόνο για αυτά. Δεν θέλει χρόνο για αυτά.
Λίγο αργότερα, στο ταξί, στο φανάρι κοντά σε ένα γήπεδο, μερικοί νεαροί, είκοσι, εικοσιπέντε χρόνων, έπαιζαν μπάσκετ. Κάποιοι δεν φορούσαν μπλούζα, ένας από αυτούς, ο πλησιέστερα από όλους στον δρόμο, ήταν ασφυκτικά όμορφος. Ασφυκτικά όμορφος. Το λέμε; Γίνεται, ναι, αλλά το λέμε;
Ο Γιώργος τράβηξε το βλέμμα του και κοίταξε τρομαγμένος μήπως ο οδηγός –γνωστός του, του έκανε κάποτε τη φορολογική δήλωση–, τον πρόσεξε να κοιτάζει τους παίκτες.
Σκούπισε ακόμη ένα δάκρυ. Μηχανικά.
*Ο ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΠΡΟΒΙΑΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Πλατεία Μεσολογγίου» (εκδ. Ολκός).