«Πειράζοντας» λίγο το περίφημο «Je est un autre» [«Εγώ είναι ένας άλλος»] του Αρτίρ Ρεμπό, λέμε: «Εγώ είναι ένα άλλ@». Ζητήσαμε από σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς ιστορίες για το φύλο και τη σεξουαλικότητα, ιστορίες ισότητας και αποδοχής, δεύτερων και τρίτων ευκαιριών στην αγάπη, αλλά και ιστορίες για τη στοχοποίηση του διαφορετικού ή της ελεύθερης έκφρασης. Σήμερα το διήγημα της Όλγας Μπακοπούλου.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Ένα, δύο. Στάση. Ένα, δύο. Μαύρο, άσπρο. Πλακάκι τετράγωνο. Παλιά πτέρυγα. Ένα. Ανάσα κοφτή. Το πόδι μετέωρο. Μαύρο ή άσπρο πλακάκι; Ο βόμβος στα αυτιά δυνατός. Δεν θα έπρεπε να έχει σταματήσει μέχρι τώρα; Τόση ώρα, πόση αλήθεια; Πίσω από την πόρτα βηματίζω νευρικά. Πάνω, κάτω. Το βλέμμα κολλημένο στην πόρτα. Κλειστή συνέχεια κι εγώ εδώ, όχι εκεί. Ξανά στη λάθος μεριά, στην απέξω. Όπως πάντα. Και καλά, πες το συνήθισα πια, 40 χρονάκια η ίδια ιστορία. Θυμώνεις, ξεθυμώνεις, συνηθίζεις, προχωράς. Τώρα όμως, γιατί τώρα ειδικά; Δεν α-ντέ-χω.
Παίρνω και ξαναπαίρνω τηλέφωνο. Το βουητό μεγαλώνει, σε αντίθεση με το σήμα που χάνεται. Ακούς τουλάχιστον την καρδιά μου που πάει να σπάσει; Που αν, αν πάθεις κάτι, θα... Στάση. Χρειάζομαι αέρα. Κόβεται ο αέρας και δεν υπάρχει κανείς, κανείς δεν βγαίνει από τη γαμημένη πόρτα να μου πει τι συμβαίνει. Ζει; Ακόμα; Προλάβαμε; Κάτι έστω, να ξέρω. Η μάνα του είμαι καταλαβαίνετε; Δικαιούμαι να…
«Δεν επιτρέπεται, με ακούτε; Δεν επιτρέπεται. Εδώ μόνο μπορείτε να κάτσετε. Εδώ. Πίσω από την πόρτα στο σαλόνι. Στην εντατική απαγορεύεται».
Στην εντατική μόνο οι νόμιμοι γονείς επιτρέπονται, κανένας άλλος. Ξανά και ξανά τα ίδια: Κανένα δικαίωμα. Τίποτα δεν έχω. Ούτε ένα χαρτί, μία κατοχύρωση, κάτι που να μου επιτρέπει. Κάτι.
Πώς να φανταστώ το χάος όμως; Μία βόλτα στο πάρκο τον πήγα. Καβάλησε το ποδήλατο και χάθηκε. Άκουσα την στριγκλιά από το απότομο φρενάρισμα και δεν έδωσα μεγάλη σημασία. Αμέσως μετά όμως ουρλιαχτά και μια φωνή διαπεραστική. «Το παιδί!» Έτρεξα σαν την τρελή. Ας μην είναι το δικό μου, ας μην… Τον είδα σε μία λίμνη αίμα. Χάθηκαν όλοι οι ήχοι μεμιάς. Δεν μπορεί να είναι ο γιος μου χτυπημένος στην άσφαλτο. Ββββββ μόνο το βουητό άκουγα. Έντονο και συνεχόμενο.
Όταν ήρθαν οι τραυματιοφορείς, μου μιλούσαν, με ρωτούσαν, δεν μπορούσα να πω ούτε το όνομά μου, ούτε το δικό του. Με κοίταξαν καχύποπτα. Στα επείγοντα με ενημέρωσαν για την κρίσιμη κατάσταση, την εγχείρηση που έπρεπε να γίνει χωρίς καθυστερήσεις. Μετά τα γραφειοκρατικά. Υπογραφές, στοιχεία, λεπτομέρειες. Στη συνέχεια τα τηλέφωνα, τα κλάματα. Το παιδί μετά το χειρουργείο στην εντατική.
«Και τα δικά σας χαρτιά; Πώς θα μπείτε μέσα έτσι;»
«Ακούστε με λίγο, η μητέρα του είμαι, να, ορίστε...»
Ένα ξερό «δεν μπαίνετε» και η πόρτα στη μούρη. Ξανά. Μόνο που αυτή τη φορά πονάει. Πολύ, πολύ. Να μην μπορώ να τον δω ούτε ένα λεπτό. Παλιότερα θα κλώτσαγα την πόρτα δυνατά. Χαμός! Τον τοίχο θα γκρέμιζα. Ντρεπόμουν κιόλας. Με είχαν μάθει να πιστεύω ότι έφταιγα. Οι επιλογές έχουν και συνέπειες. Ναι, αν είναι όμως επιλογές. Αν είσαι εσύ, η ζωή σου;
Μου πήρε καιρό, αλλά δεν φοβάμαι πια. Όχι πολύ, τουλάχιστον. Εκτός από αυτή τη στιγμή, που τρέμω για τη ζωή του. Που ο γιος μου βρίσκεται εκεί, κι εγώ παροπλισμένη, και τρομαγμένη όσο ποτέ, βηματίζω πάνω, κάτω στα τετράγωνα πλακάκια, χωρίς να μπορώ να κάνω τίποτε άλλο.
Διαμαρτυρήθηκα, έσκουξα, απείλησα, παρακάλεσα, έκλαψα. Τους εξήγησα ότι ήθελα μόνο να του κρατάω το χέρι, να νιώθει πως είμαι δίπλα του, να ακούει τη φωνή μου. Κανένα αποτέλεσμα.
Αναπηδώ ξαφνιασμένη με το τρίξιμο της πόρτας που ανοίγει. Η νοσοκόμα βιαστική.
«Παρακαλώ, συγνώμη», κοντοστέκεται απρόθυμη.
«Το παιδί; Πώς είναι το παιδί; Ποια είσαι εσύ; Τι του είσαι;»
Κόμπιασα. Η μητέρα του ήθελα να ουρλιάξω.
«Δεν επιτρέπεται να δίνω πληροφορίες. Όταν βγει η αδερφή σου, φίλη σου...»
Κατεβαίνει τις σκάλες τρέχοντας. Εξαφανίζεται. Το βουητό μεγαλώνει. Προσπαθώ να κλείσω τα μάτια.
«Νάντια», η φωνή της γυναίκας μου με παραλύει.
«Είναι καλύτερα. Ξεπέρασε τον κίνδυνο», μου λέει και με βάζει στην αγκαλιά της.
Ανασαίνω βαθιά για πρώτη φορά μετά από ώρες.
«Είναι σταθερός. Έχει αρχίσει να επικοινωνεί. Βγήκα για να μην ανησυχείς, το κινητό δεν πιάνει καθόλου».
«Συγνώμη», ψιθυρίζω με δυσκολία. «Θα ήθελα να είμαι κοντά του, κοντά σας».
«Δεν φταις εσύ», σηκώνει τους ώμους και συνεχίζει: «Μπορεί να συμβεί στον καθένα».
«Όχι. Δεν μπορεί, και το ξέρεις. Στη δική μας οικογένεια συμβαίνει που…», διστάζω,
«…που έχει δύο μητέρες», συμπληρώνει την πρότασή μου και με κοιτάζει τρυφερά.
Νιώθω το νευρικό μου σύστημα να καταρρέει. Απομακρύνομαι προσπαθώντας να ηρεμήσω. Ανοίγει την πόρτα και με έντονη, δυνατή φωνή μετράει τις λέξεις της:
«Μετά την καταιγίδα ξέρεις τι ακολουθεί πάντα, έτσι;»
Μουρμουρίζει τη μελωδία από το αγαπημένο μας κομμάτι, καθώς κλείνει την πόρτα πίσω της.
Somewhere over the rainbow, σκέφτομαι και χαμογελάω με το αστείο μας.
Κάπως έτσι την ερωτεύομαι ξανά.
*Η ΟΛΓΑ ΜΠΑΚΟΠΟΥΛΟΥ γράφει πεζογραφία και σενάρια για ταινίες μικρού μήκους. Τελευταίο της βιβλίο, το μυθιστόρημα «Lipstick» (εκδ. Δωδώνη).