«Πειράζοντας» λίγο το περίφημο «Je est un autre» [«Εγώ είναι ένας άλλος»] του Αρτίρ Ρεμπό, λέμε: «Εγώ είναι ένα άλλ@». Ζητήσαμε από σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς ιστορίες για το φύλο και τη σεξουαλικότητα, ιστορίες ισότητας και αποδοχής, δεύτερων και τρίτων ευκαιριών στην αγάπη, αλλά και ιστορίες για τη στοχοποίηση του διαφορετικού ή της ελεύθερης έκφρασης. Σήμερα το διήγημα της Αμάντας Μιχαλοπούλου.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
«Κορίτσια χαθήκατε; Να σας πάμε πουθενά;»
Κάθονταν κι οι τρεις στην κουβέρτα, με τους αγκώνες στα ρέλια, τις γάμπες κρεμασμένες στο μάγουλο του σκάφους και κάπνιζαν τα πούρα τους.
Εμείς κολυμπούσαμε αποχαυνωμένες στην πηχτή ζέστη. Η γραμμή του ορίζοντα έτρεμε λες κι είχε ξεχάσει πώς να χωρίζει γη και ουρανό.
«Ξέρετε από σκάφη; Ο σκίπερ βγήκε για προμήθειες και δε βλέπουμε αν έπιασε η άγκυρα».
Ξέραμε από σκάφη κι από δικαιολογίες. Κι από μεσήλικες με προχωρημένη εγκυμοσύνη και μαγιό ως το γόνατο.
«Φοιτήτριες είστε;» είπε το μαγιό με τους ανανάδες.
«Άσε ήσυχα τα κορίτσια, ρε» είπε το μαγιό με τις ρίγες.
«Γιατί;» είπε το μαγιό με τους φοίνικες. «Μπορεί να χρειάζονται βοήθεια».
«Αμάν κορίτσια, μην είστε τόσο ακατάδεχτες» είπε ο ανανάς. «Ανεβείτε να σας κεράσουμε ένα ποτό». Γύρω από τη φαλάκρα του ανέμιζαν ασημένιες κλωστές.
«Παγωμένη Ντον Περινιόν» είπε ο φοίνικας. Αυτός είχε ξυρίσει το κεφάλι για να μην υποστεί την ταπείνωση της ασημένιας κλωστής. Η ρίγα έβαλε την ιδρωμένη σαμπανιέρα ανάμεσα στα μπούτια σαν να την είχε μόλις γεννήσει.
Λόγια της πλώρης. Σαμπάνιες για δόλωμα. Εύκολες φιλίες.
«Έχουμε και χαβιάρι» είπε ο ανανάς. «Ή μήπως μποϊκοτάρετε τα ρωσικά προϊόντα;»
«Κορίτσια, μη δίνετε σημασία, περνάνε εμμηνόπαυση» είπε η ρίγα.
Κολύμπησα προς το μέρος τους επειδή είμαι περίεργη. Η αδερφή μου πλατσούριζε με μισή καρδιά. Την πονούσε ο λαιμός της. Όταν αρρωσταίνει δεν έχει όρεξη για πειράματα.
«Έρχονται ρε συ» είπε ο ανανάς. «Νομίζω πως κολυμπάνε γυμνές».
«Οι γυμνίστριες κάνουν καλύτερο σεξ» είπε ο φοίνικας.
Δεν ήξεραν πως ο συνδυασμός άπνοιας και βλακείας μάς έφερνε τις φωνές τους.
«Ωραία βυζιά» είπε ο ανανάς.
«Ναι, κάνε όνειρα» είπε η ρίγα.
Όλοι ονειρεύονται το στήθος της μαμάς τους. Κι εμάς μας λείπει. Σε ποιον δε λείπει η μαμά το απομεσήμερο; Η δική μας εξαφανίζεται για μέρες. Είναι, λέει, μέρος της ανατροφής μας. Κι εκεί που νομίζουμε πως χάθηκε επιστρέφει – όπως σήμερα.
«Όνειρα, πουλιά μου ταξιδιάρικα…» τραγούδησε ο ανανάς παράφωνα.
Η ζωή είναι φτιαγμένη από παράφωνα όνειρα. Δεν χρειάζεται να κοιμηθείς για να ονειρευτείς, ή να πεθάνεις για να ξεκουραστείς. Τα φύκια δεν είναι μαύρα, ιριδίζουν στο σκοτάδι.
«Φύγατε νωρίς νωρίς, η χειμωνιά μη σας βρει…» μουρμούρισε ο φοίνικας. Η ρίγα που δεν ήξερε τα λόγια σιγοντάριζε μ’ ένα παραρα ραραρα.
Χαλάρωσαν λίγο και δεν κοιτούσαν τον εαυτό τους να μας κοιτάει. Το ρεφρέν μού καρφώθηκε στο μυαλό. Έκανα μερικές περιστροφές κάτω από τον ήλιο που όλα τα καίει με σιγουριά, επειδή η γη είναι δική του.
«Για δες. Χορεύει το χανουμάκι σου» είπε ένας από τους τρεις, δεν ξέρω ποιος.
Ο έρημος κόλπος στραφτάλισε. Τα βίντσια λίγο έλειψε να πάρουν φωτιά. Ο ήλιος έγλειφε τα κατάρτια. Για μια στιγμή όλα στάθηκαν αμίλητα σαν ν’ απορούσαν ποιο δρόμο να πάρουν. Ύστερα τα κύματα άφησαν μικρούς αναστεναγμούς, τα σχοινιά χασμουρήθηκαν. Τα πανιά υπέφεραν σφιχτοτυλιγμένα.
Γύρισα να δω αν έρχεται η μικρή. Πάλι γαργάρες με αλατόνερο; Γουρ γουρ γουρ, φτου ξεφτού.
«Βρε κορίτσια δεν καταλαβαίνω αυτή τη μόδα με τα πράσινα και τα μπλε μαλλιά» φώναξε ο ανανάς. «Γιατί τα βάφετε τούφες τούφες και γίνεστε σαν ουράνια τόξα;»
«Βλέπεις του αρέσουν οι ξανθές» χαχάνισε η ρίγα.
«Α, δεν έχω πρόβλημα» είπε ο ανανάς χαϊδεύοντας την κοιλιά του. «Και ξυρισμένες γουλί μου αρέσουν οι γυναίκες». Έβγαλε τα γυαλιά ηλίου και μας έκλεισε το μάτι. «Είμαι φεμινιστής εγώ, όλα τα μαχαιρώνω!»
Η μικρή χλιμίντρισε. Της έκανα μια πατητή να πάψει. Μου έκανε κι αυτή.
«Κορίτσια μην πνιγείτε, ερχόμαστε να σας σώσουμε!» είπε ο φοίνικας κι έκανε να καβαλήσει τα ρέλια. Πέρασε τη μια γάμπα κι αμέσως μετάνιωσε. Προσποιήθηκε πως ήταν φυσιολογικό να στέκεται σαν φλαμίνγκο.
«Από τι να τις σώσεις ρε;» είπε ο ανανάς.
«Από τη μονοτονία».
«Δε χρειάζονται σώσιμο αυτές, είναι κωλοπετσωμένες».
«Κώλο δεν είδαμε ακόμη για να ξέρουμε» είπε ο φοίνικας και ξεκαβάλησε τα ρέλια. Λύθηκαν στα γέλια. Χτυπούσαν ο ένας τον άλλο στην πλάτη σαν να είπαν το πιο αστείο πράγμα στον κόσμο. Προδόθηκε κι η ρίγα που το έπαιζε σύμμαχος.
«Σου ’χω πει το ανέκδοτο;» ρουθούνισε ο ανανάς.
«Ποιο απ’ όλα;»
«Βάζει ένας ανδρική φωνή στο gps. Μετά από λίγο του λέει, κωλάρα στα εκατό μέτρα δεξιά».
Κυλίστηκαν στην κουβέρτα κακαρίζοντας. Ανάσκελα, με τα ποδαράκια τους ψηλά σαν ακρίδες.
«Γελάνε ρε συ» είπε ο φοίνικας.
«Με τα χάλια μας» είπε η ρίγα.
Ο ανανάς άπλωσε τη χερούκλα του στη σαμπανιέρα.
«Κορίτσια χύνω…». Άρπαξε το μπουκάλι, το κόλλησε στο πουλί του, αφροί πετάχτηκαν τριγύρω. «…όλη τη σαμπάνια για πάρτη σας!».
Κοιταχτήκαμε με την αδερφή μου. Σκέφτηκε αυτό που σκέφτηκα; Τα βουνά το βράδυ μάς τρομάζουν με τις μαύρες πλάτες τους, το πρωί τα ξεχνάμε κι ας στέκουν στο ίδιο σημείο.
«Δεν θα έρθουν» είπε η ρίγα.
«Άσ’ τες μωρέ τις μουρόχαυλες, που σου τρίβουν τα βυζιά στη μούρη και μετά το παίζουν μυγιάγγιχτες…»
Ωχ, μη δίνετε σημασία, θα έλεγε η μαμά. Αν θέλετε, μπορείτε να πνιγείτε σε μια κουταλιά νερό. Αλλά είστε αβύθιστες. Ο φόβος οδηγεί στην ελευθερία. Με τέτοιες συμβουλές μας μεγάλωσε.
Κάναμε ένα ωραίο μακροβούτι να ξελαμπικάρουμε και ξαναβγήκαμε στον αφρό αποφασισμένες.
«Τι ήταν αυτό ρε ’σείς; Τι ήταν αυτό;» Ο ανανάς γούρλωσε τα μάτια και πισοπάτησε κι άρπαξε το τιμόνι. Οι άλλοι δυο καβάλησαν τα ξάρτια.
Χτυπήσαμε την καρίνα από τη μια κι από την άλλη μεριά. Δε θέλαμε να τρυπήσουμε τη γάστρα, μόνο να τους δείξουμε τι σημαίνει φόβος. Όχι φόβος που οδηγεί στην ελευθερία, ο άλλος φόβος, που δεν οδηγεί πουθενά. Τι να πουν μετά στον σκίπερ και στη γυναίκα τους; Ότι τους χτύπησαν δυο γοργόνες με τις ουρές τους;
Τα κύματα έφτιαξαν ανηφόρες, κατηφόρες και οροσειρές. Τα κύματα, λέει η μαμά, είναι σαν τις ανθρώπινες πράξεις, η μία φέρνει την άλλη και δεν θυμάσαι πώς ξεκίνησε το κακό. Πρέπει να ξέρεις πού να σταματήσεις.
Ξάπλωσα στη στάση της νεκρής, η αδερφή μου ξανάρχισε τις γαργάρες. Τα νερά γαλήνεψαν, το σκάφος συνήλθε από τη ζάλη του, η ζέστη μαλάκωσε τον κόσμο.
Οι άντρες, ένα κουβάρι στο τιμόνι και στα ξάρτια. Έβηχαν κι έφτυναν νερό. Μην τους λυπάσαι, λέει η μαμά. Μην ξεχνάς το κακό που σου έκαναν, το κακό που έκαναν στον εαυτό τους. Για να καταλάβουν οι άνθρωποι τι θα πει ανθρωπιά πρέπει πρώτα να φοβηθούν ότι θα τη χάσουν για πάντα.
Στηριχτήκαμε στα ρέλια να μας δουν καλά, μη νομίζουν πως μας φαντάστηκαν. Ζουπήξαμε τα βυζιά μας να βγει λίγο αλατόνερο, που είναι η δική μας σαμπάνια, στοχεύοντας τα ζαρωμένα πουλιά τους. Ύστερα βουτήξαμε πάλι και παραβγήκαμε στο κολύμπι, ποια θα προλάβει τα νέα στη μαμά.
*Η ΑΜΑΝΤΑ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ είναι συγγραφέας. Τελευταίο της βιβλίο, η νουβέλα «Η μεταμόρφωσή της» (εκδ. Καστανιώτη).