«Πειράζοντας» λίγο το περίφημο «Je est un autre» [«Εγώ είναι ένας άλλος»] του Αρτίρ Ρεμπό, λέμε: «Εγώ είναι ένα άλλ@». Ζητήσαμε από σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς ιστορίες σχετικά με το φύλο και τη σεξουαλικότητα, ιστορίες ισότητας και αποδοχής, δεύτερων και τρίτων ευκαιριών στην αγάπη, αλλά και ιστορίες για τη στοχοποίηση του διαφορετικού ή της ελεύθερης έκφρασης. Συνεχίζουμε με το διήγημα του Νίκου Ξένιου.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Τι με ρωτάς ακριβώς; Με ρωτάς για ποιο πράγμα με κατηγόρησε η μητέρα μου; Μα κάθισε, κάθισε λίγο και θα σου έχω εξηγήσει, μέχρι να δύσει ο ήλιος.
Λοιπόν.
Όταν ακούστηκαν τα θέματα των Πανελληνίων του Ιουνίου, έγινε χαμός για τη σχέση φεμινισμού και νεοφεμινισμού – βούιξε το φέισμπουκ και το τουίτερ. Γυρνάω κι εγώ και ρωτάω τη μάνα μου:
– Ρε μάνα, ξέρεις τι είναι ο νεοφεμινισμός;
– Τι είναι αυτό παιδί μου;
– Είναι το θέμα που έπεσε στην Έκθεση!
– Τι βλακεία θέμα είναι αυτό! έκανε τότε η μάνα μου.
Της απαντώ ότι μια γυναίκα πρέπει να είναι πάντα φεμινίστρια και ότι ο άντρας πρέπει επίσης να είναι πάντα φεμινιστής. Η μάνα μου έμεινε άναυδη.
– Εσύ ήσουν φεμινίστρια μαμά;
– Εγώ είμαι ενενήντα χρονών, παιδί μου!
– Και τι μ’ αυτό;
– Εγώ δεν χρειάζομαι φεμινισμούς και τέτοια γιατί είμαι μάνα!
– Τι θες να πεις; Πως όλες οι μανάδες είναι φεμινίστριες;
– Όλες! κάνει εκείνη αποφασιστικά και βουτάει ένα κουλουράκι στο τσάι της (πίναμε τσάι εκείνη την ώρα κι έπαιζε στο χαμηλό η τηλεόραση).
Να λοιπόν κάτι που δεν το είχα σκεφτεί! Λες η μάνα μου, σκέφτηκα τότε, να είναι κάποια άλλη; Το χέρι της που τρέμει; Αυτό το σκέφτηκα τόσο γρήγορα που μάλλον δεν άφησε το ίχνος του. Έτσι, είμαι ένοχος εξ αντανακλάσεως, καταλαβαίνεις, «γκίλτι μπάι ασοσιέισιον»...
Δύσκολη εποχή.
Σήμερα ζούμε την εποχή της μελέτης των κοινωνικών ταυτοτήτων. Κι εγώ, αν είχα μεγαλώσει στο Παλαιό Ψυχικό, αν ο πατέρας μου δούλευε σε πολυεθνική και μου έδινε χαρτζιλίκι πέντε χιλιάδες ευρώ το μήνα, αν στο σπίτι είχα γυμναστήριο, γιακούζι και πισίνα, αν είχα την ευκαιρία να σπουδάσω στο Γιέιλ ή να μάθω ζωγραφική μάνγκα στο Τόκιο... ε, ναι, τότε θα μπορούσα, φαντάζομαι, να δηλώνω δημοσίως πως είμαι... κι εγώ δεν ξέρω τι.
Εσύ που έχεις λεφτά αυτό δεν κάνεις συνέχεια; Λέω να πιω λίγο ουίσκι. Θέλεις;
Σε λίγο θα δύσει ο ήλιος. Και θα μοιάζει το βουνό με πολύτιμη πορσελάνη, θα πάψει να φυσάει και θ’ αρχίσουν τα κουνούπια. Εiναι κι αυτή η μουσική από το κέντρο, δίπλα.
Ποιανού το κινητό χτυπάει; Το δικό σου; Δεν θα το σηκώσεις; Θα είναι η Καταρίνα.
Είναι πολύ συμπαθητική η καινούργια σου γυναίκα. Ίσως γιατί τις άλλες δύο δεν τις γνώρισα, πάντως την Καταρίνα τη συμπάθησα από την πρώτη στιγμή που την είδα, στη Βουδαπέστη. Να τη φροντίζεις την Καταρίνα. Στο λέω σοβαρά αυτό, και είναι ένα σπουδαίο απόγευμα που στο λέω. Νομίζω πως η Καταρίνα σε καταλαβαίνει. Ειδικά τότε που πέθανε η μάνα σου, σου στάθηκε πολύ. Νομίζω ότι πια θα μείνεις μ’ αυτήν τη γυναίκα, αυτή είναι η γνώμη μου. Είναι που έχετε και το παιδί...
Μπορεί να χαθήκαμε στα ενδιάμεσα χρόνια, όμως μοιάζει σαν να μην πέρασε ούτε μέρα, έτσι δεν είναι; Τι λέγαμε; Α, ναι. Ήταν βαριά η κατηγορία της μάνας μου. Πολύ βαριά. Και ξέρεις γιατί; Γιατί η μάνα μετράει, ρε φίλε! Η γνώμη της μετράει και βαρύνει τρομερά και είναι σαν τη ρομφαία που κρατάει ο Αρχάγγελος Μιχαήλ! Ξεχνάς τη δική σου μάνα; Κέρβερος!
Η μάνα μάς έχει δώσει την πρώτη μας ταυτότητα, κι από ’κεί και πέρα πάντοτε αναζητά στο πρόσωπό μας αυτήν την ταυτότητα που μας έχει δώσει. Δεν είναι δύσκολο να το καταλάβεις, αρκεί να θυμηθείς πώς ένιωθες όταν ήσουν παιδί και η μάνα σου γύριζε να σε κοιτάξει μ’ εκείνο το επικριτικό βλέμμα. Έχει εξουσία η μάνα, τέρμα και τελείωσε. Για όλη μας τη ζωή εκείνο το βλέμμα της μάνας είναι το βλέμμα όλων των ανθρώπων. Όμως κοίτα να δεις. Καθένας μας είναι ένας σγουρός βασιλικός, μια γλάστρα με χρώματα κι αρώματα, έχει μια διάσταση που απλώνεται στο άπειρο. Καθένας μας είναι ένας ποιητής που δεν έχει άλλη επιλογή πια: πρέπει να κάνει το «κάμινγκ άουτ» του. Κάθε άντρας που σέβεται τον εαυτό του γίνεται, στις μέρες μας, ένας άντρας που δηλώνει μια θηλυκή πλευρά.
Έτσι, θα μπορούσα κάλλιστα να είμαι εκείνη η γυναίκα που κραυγάζει με τον τρόπο του Μουνκ, ένας κοινός ληστής ή ένας έμπορος λευκής σαρκός, κάποιος βαρυποινίτης που μαζεύει αράχνες σε σπιρτόκουτα, η μετενσάρκωση η ίδια του Μαγιακόφσκι, ο πιο γνωστός γκράφικ νόβελιστ της Λεττονίας, εκείνο το πρεζόνι που τρυπιόταν προχθές μπροστά μας στη γωνία του δρόμου, ένας αστυνομικός που προσπαθεί να σώσει ένα παιδί από τα συντρίμμια ενός αυτοκινήτου... Πόσο διαφορετικό μπορώ να σκεφτώ τον εαυτό μου; Σαν λουλούδι; Σαν αετό; Σαν κάτι που δεν έχει βιολογική υπόσταση; Ή σαν έναν άλλον άνδρα;
Λογικά θα πρέπει να ήμουν ένας διαφορετικός άντρας όταν με κοίταξε η μάνα μου και δεν μπόρεσε να με συγχωρήσει γι’ αυτό. Πόσο διαφορετικός, δεν είμαι σε θέση να το ξέρω. Δεν μπορώ με βεβαιότητα να σου πω αν είδε ν’ ανοίγει το χρώμα των ματιών μου ή να πυκνώνουν τα φρύδια μου ή να υπάρχει κάτι αλλοπρόσαλλο στο ντύσιμό μου, απλούστατα γιατί δεν είχα ποτέ ούτε συγκεκριμένο χρώμα ματιών, ούτε αναγνωρίσιμο σχήμα φρυδιών, ούτε και στυλ ντυσίματος.
Βάψιμο δεν χρειαζόμουν, ούτε κάποια ιδιαίτερη μέριμνα μεταμφίεσης. Δεν επρόκειτο, άλλωστε, για μεταμφίεση, αλλά για μεταμόρφωση, καταλαβαίνεις; Δεν με προσδιόριζε πλέον η παλιά μου ταυτότητα. Και άντε να με αναγνωρίσει, εκείνη που με κατέταξε, εκείνη που με ταξινόμησε. Πώς να μην σοκαριστεί; Είναι αναμενόμενο. Όμως δεν φταίω εγώ γι’ αυτό. Δεν φταίμε εμείς που τα πράγματα μεταμορφώνονται, οι σχέσεις τελειώνουν, τα πρόσωπα γίνονται αγνώριστα, τα συναισθήματα είναι ρευστά.
Σίγουρα δεν θέλεις να πιούμε κάτι; Μήπως να σου φτιάξω έναν καφέ; Σου μιλά ο παιδικός σου φίλος. Σου μιλά ο τραβεστί πρωταγωνιστής μιας τηλεοπτικής σειράς του Νέτφλιξ, εκείνος ο μεθύστακας στο πλαϊνό βαγόνι του τρένου. Σου μιλά ο Πακιστανός της γειτονιάς, που σέρνει εκείνο το σιδερένιο καρότσι μαζεύοντας σιδερικά και χαρτοκούτες από τα σκουπίδια. Σου μιλά η νεωκόρος της εκκλησίας της Αγίας Φιλοθέης, αυτό το έντονα μακιγιαρισμένο κορίτσι που έχασε τον δρόμο του νύχτα στην Καλλιθέα...
Σε κούφανα, έτσι; Χα, χα, το ξέρω. Αλλά εσύ ορίζεις τα πράγματα όπως θέλεις. Τα πάντα είναι θέμα ορισμού. Και δεν είμαι πια έφηβος. Δηλαδή είμαι, αλλά μόνο στην ψυχή. Για τους άλλους είμαι ένας εξηντάρης. Ποοολύ περίεργο αυτό!
Βλέπεις εσύ έναν εξηντάρη; Όχι σε μένα, σε μένα το ξέρω ότι βλέπεις έναν νέο. Για σένα λέω, όταν κοιτάζεσαι στον καθρέφτη, βλέπεις έναν εξηντάρη; Ναι; Άσε ρε... Εγώ πάλι όχι.
Και οι άνθρωποι δεν με αναγνωρίζουν, γιατί οι προθέσεις, οι σκοποί, οι τάσεις, οι επιθυμίες, όλα έχουν αφανιστεί, φίλε. Τι απαιτούν, τι επιλέγουν, τι απορρίπτουν, τι προσποιούνται, όλα ένας αχταρμάς. Οι άνθρωποι είναι ροζ και κίτρινοι και νομίζουν ότι κάθε τους κίνηση, κάθε τους γκριμάτσα, κάθε μικρός κυματισμός της φωνής τους αλλάζει τον κόσμο. Αυταπατώνται, να είσαι βέβαιος. Τι να σκαλίζεις τα πράγματα, έτσι κι αλλιώς βγάζουν τα ζουμιά και τις εκχυμώσεις τους πάνω σου και σε περιλούζουν μ’ εκείνες τις ίδιες πάντα οσμές. Που ήταν οι ίδιες στην εποχή της Χούντας, που φοράγαμε τα κοντά μας παντελονάκια και τις ψηλές κάλτσες, όταν τρέχαμε στα σκαλοπάτια της εκκλησίας να δούμε τον υπαίθριο σινεμά.
Και ήταν οι ίδιες στην κούτα με τα περιοδικά που την είχαμε αφήσει στο παράθυρο και την κατούρησαν οι γάτες και η μαμά πήρε και την πέταξε χωρίς να μας ρωτήσει και δεν της μιλούσαμε μια βδομάδα. Οι ίδιες μυρωδιές τότε που έπλυνα –θυμάσαι;– το αυτοκίνητο του πατέρα της Στέλλας απέναντι για να με φιλήσει η Στέλλα: το είχα γεμίσει σαπουνάδες κι ήμουν έτοιμος να το ξεβγάλω όταν βγήκε ο πατέρας της και με άρχισε στα χαστούκια.
Και να οι γκριμάτσες, μύριζαν εκείνη την κολώνια πίνο σιλβέστρε που έβαζα για να πάμε να δούμε στον Δαναό τις «Σκηνές από ένα γάμο» και το «Πρόσωπο με πρόσωπο» και το «Φάννυ και Αλέξανδρος» και την «Περσόνα».
Τι; Τα ξέχασες; Την πίνο σιλβέστρε; Τη Στέλλα;
Οι άνθρωποι είναι πάντα ίδιοι... Μα τους αγαπώ τους ανθρώπους, με καταλαβαίνεις, τους αγαπώ γιατί είναι τόσο, μα τόσο απρόβλεπτοι...
Έχει, απόψε, ένα σπουδαίο ηλιοβασίλεμα. Για δες τα χρώματα στον Υμηττό!
Άντε, πάρε τηλέφωνο την Καταρίνα, σε περιμένει.
Θέλω να μείνω μόνος.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» αναμένεται το φθινόπωρο από τις εκδόσεις Κριτική.