
«Πειράζοντας» λίγο το περίφημο «Je est un autre» [«Εγώ είναι ένας άλλος»] του Arthur Rimbaud, λέμε: «Εγώ είναι ένα άλλ@». Ζητήσαμε από σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς ιστορίες για το φύλο και τη σεξουαλικότητα, ιστορίες ισότητας και αποδοχής, δεύτερων και τρίτων ευκαιριών στην αγάπη, αλλά και ιστορίες για τη στοχοποίηση του διαφορετικού ή της ελεύθερης έκφρασης. Σήμερα το διήγημα της Αλεξάνδρας Κ*.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Είμαι δεινόσαυρος με ωροσκόπο πεταλούδα. Τα Σάββατα στα πάρτυ χορεύω σαν να περιμένω τον κομήτη, ποδοπατάω το παρκέ με μανία – όσο πιο γρήγορα τα βήματα, τόσο πιο γρήγορα θα φτάσω στο τέλος. Να ’ρθει να σκάσει ο κομήτης να τελειώνουμε. Αιώνες κουβαλάω το βαρύ μου σώμα που όλοι φοβούνται, τα δεκάδες μαχαίρια στα ούλα, την ουρά ερπετού. Κι αυτή η πεταλούδα μου όλο ψοφάει, σκέτο βάσανο, τόση ομορφιά και τόσο λίγη ζωή, τόση δουλειά για τρεις ώρες πτήση.
Κάποιοι γελάνε με τον χορό μου, νομίζουν πως κοροϊδεύω, σκέφτονται: «κανείς δεν χορεύει έτσι στα σοβαρά». Χορεύουν σοβαρά και τους πονάει το πόσο δεν με νοιάζει, σκάνε, δεν το παραδέχονται μα από μέσα τους με θαυμάζουν που ξεφτιλίζομαι, γι’ αυτό κοιτάζονται μεταξύ τους και γελάνε, ντρέπονται, θέλουν κι εκείνοι. Στέκουν παράμερα με το ποτό στο χέρι κι όλο σκέφτονται «θέλω κι εγώ», αλλά δεν έχουν πιει ακόμα αρκετά, ίσως αργότερα. Εγώ καβαλάω καναπέδες, καρέκλες, αγνώστους, καβαλάω και τρίβομαι, τρίβομαι, τρίβομαι. Παίρνω φόρα κι ανεβαίνω τον τοίχο. Φτάνω στο φως, κολλάω στον γλόμπο, τσουρουφλίζομαι κι αυτοί βαράνε παλαμάκια. Βγάζω το μπλουζάκι μου, βαράω το στήθος μου, βρυχώμαι για όλους. Ένα σώμα κολλάει στην πλάτη μου, δυο χέρια μού πιάνουν τη μέση, σφίγγουν και σφίγγουν κι έπειτα σκαρφαλώνουν στο στήθος, κατηφορίζουν στην κοιλιά, ένα κεφάλι χώνεται στον λαιμό μου, δυο δάχτυλα στο στόμα. Πάντα η ίδια διαδρομή κι η ίδια συνέχεια. Κι επειδή δεν έκαναν τίποτα για να μ’ έχουν, επειδή προσφέρθηκα, εγώ προσκάλεσα, πιστεύουν πως μπορούν να με χτυπήσουν, να με βρίσουν, να ζητήσουν να μου κάνουν όσα δεν έκαναν ποτέ. Κι εγώ επειδή προσφέρθηκα, επειδή προκάλεσα, εγώ τα ήθελα, πιστεύω πως πρέπει να με χτυπήσουν, να με βρίσουν, ν’ ακούσω και να κάνω τις ντροπές τους. Σε αντάλλαγμα, θα με θυμούνται για πάντα.
Τις Κυριακές γυρίζω σπίτι πριν φύγει η μάνα μου για τη Λειτουργία. Γδύνομαι, ξεβάφομαι, αφήνω την πόρτα μου ανοιχτή μη νομίσει πως κάτι κρύβω. Τραβάω τα σκεπάσματα ως το κεφάλι μην περάσει και δει τα πρησμένα μου χείλη, μη σκύψει να με φιλήσει και της βρωμίσω. Όσο κρατάει η Λειτουργία της, εγώ τρίβομαι με το σκληρό σφουγγάρι της στο μπάνιο – μια ώρα, δυο, εξαρτάται από το ποιος και τι και πώς και πόσοι. Μετά πασαλείβομαι τις κρέμες της που δεν κρύβουν τίποτα, ούτε στο πρόσωπό της ούτε και στο δικό μου. Κάθε Κυριακή πρωί της μοιάζω, της μοιάζω πολύ. Θέλω να της πω: ξέρω. Μπορεί και να την αγκάλιαζα, τόσο πολύ ξέρω. Ξέρω πως δεν θα το κάνω, γι’ αυτό μας μαγειρεύω.
Όταν γυρίζει από την εκκλησία, μου χώνει στο στόμα το αντίδωρό της που το κρατάει για μένα. Η ξινίλα του έχει την ίδια γεύση με τα σώματα του Σαββάτου. Δεν πρέπει να χαθεί ούτε ψίχουλο, είναι αμαρτία. Με κοιτά στο στόμα όσο μασάω και ησυχάζει, ανακουφίζεται, κάτι γλυτώσαμε κι οι δυο. Και καθώς γυρίζω το κοκκινιστό μας στην κατσαρόλα, εκείνη βάζει τρυφερά την παλάμη της πάνω απ’ το χέρι μου και κατεβάζει το μικρό μου δαχτυλάκι πλάι στα άλλα.
*Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ Κ* είναι πεζογράφος, θεατρική συγγραφέας και σεναριογράφος. Τελευταίο της βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Πράγματα που σκέφτεται η παρθένος Μαρία καπνίζοντας κρυφά στο μπάνιο» (εκδ. Πατάκη).