«Πειράζοντας» λίγο το περίφημο «Je est un autre» [«Εγώ είναι ένας άλλος»] του Arthur Rimbaud, λέμε: «Εγώ είναι ένα άλλ@». Ζητήσαμε από σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς ιστορίες που έχουν στο κέντρο τους θέματα σχετικά με το φύλο και τη σεξουαλικότητα, ιστορίες ισότητας και αποδοχής, δεύτερων και τρίτων ευκαιριών στην αγάπη, αλλά και ιστορίες για τη στοχοποίηση του διαφορετικού ή της ελεύθερης έκφρασης. Ξεκινάμε με το διήγημα του Θεόδωρου Γρηγοριάδη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
14 Ιουλίου 2023
Dear Frank
Εδώ είμαστε πάλι – πενήντα χρόνια μετά. Για την ακρίβεια εγώ είμαι εδώ πενήντα τρία χρόνια μετά. Εσύ άραγε πού βρίσκεσαι; Ήθελα να σου γράψω από καιρό αυτό το γράμμα, το είχα ανάγκη όπως τότε.
Θυμάσαι πώς γνωριστήκαμε, όταν βρέθηκε στα χέρια μου το βιβλίο της Άννας και μου άλλαξε τον τρόπο να εκφράζομαι γράφοντας ημερολόγιο. Στα δεκατέσσερα είχα διαβάσει πολλά βιβλία, κυρίως μυθιστορήματα, που τα δανειζόμουν ή μου τα αγόραζε ο πατέρας μου. Διάβαζα πολύ κι ας είχα τα μαθήματα, τις δουλειές στο μαγαζί μας και στα καπνοχώραφα. Έκλεβα χρόνο για το διάβασμα, υπογράμμιζα φράσεις που μπορεί να τις χρησιμοποιούσα ως καλολογικά στοιχεία στις εκθέσεις μου· τέτοια μας ζητούσαν στο γυμνάσιο.
Και ξαφνικά αυτό το βιβλίο –δεν θυμάμαι πώς ήρθε στα χέρια μου– με συγκλόνισε. Η αγωνία μιας συνομήλικης, κρυμμένης σε ένα δωμάτιο, με τον φόβο αν θα υπάρξει η επόμενη μέρα. Ένιωθα την ανάγκη της να εκφραστεί, να μιλήσει σε μια φίλη, να επινοήσει την ζωή που την στερήθηκε τόσο νέα.
Σάββατο 3-1-1970
Αγαπητέ Frank
Το χαρτί νιώθει τον άνθρωπο λέγει στο ημερολόγιό της η Άννα Φρανκ. Είναι αλήθεια αυτό. Το έχω διαπιστώσει. Αισθάνομαι την ανάγκη να γράψω... Γι’ αυτό από δω και πέρα θα γίνει η ζωή μου γραμένη, οι εντυπώσεις μου οι επιθυμίες μου.
Η Άννα με το ημερολόγιο ήταν ό,τι χρειαζόμουν: η γραφή, η κρυφή παρέα και ένας φίλος που θα στεκόταν απέναντί μου –ιδεατά– στον οποίο απευθυνόμουν κάθε μέρα. Χρειαζόμουν έναν ξένο φίλο, έναν άνθρωπο να έρχεται απ’ αλλού, γιατί δεν μπορούσα να μιλήσω ανοιχτά με τους συνομήλικούς μου. Παίζαμε, τρέχαμε, όλα όμως σταματούσαν μπροστά σε ένα εμπόδιο, σαν τα ντουβάρια που σκαρφαλώναμε στα μισογκρεμισμένα σπίτια.
Εδώ τα παιδιά του χωριού μου μαζί μεγαλώσαμε και δεν έχει εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλον. Γι’ αυτό δημιούργησα εσένα Frank...
Έπειτα, ήταν από καιρό και ορισμένες κραυγές, κάτι λέξεις που εκτοξεύονταν σαν πετραδάκια εναντίον μου κι ακούγονταν βίαια στα αυτιά και στην ψυχή μου· ένας-δύο ήταν αυτοί, τα περισσότερα παιδιά με αγαπούσαν γιατί τους έδινα ιδέες στο παιγνίδι και τους βοηθούσα στα μαθήματα. Όμως φτάνει ένας κακός σπόρος για να χαλάσει τον μπαχτσέ. Κι εγώ δεν καταλάβαινα τι κακό είχα κάνει, ναι, δεν ήμουν ακριβώς σαν κι αυτούς, αλλά μήπως κι εκείνοι ήταν σαν τους άλλους; Πέρασε πολύς καιρός να αντιληφθώ πού ακριβώς διαφέραμε και γιατί δεν ήταν αποδεκτό απ’ όλους. Όμως τότε δεν το γνώριζα κι αναζητούσα έναν δικό μου άνθρωπο. Καθώς είχαμε στρατιωτική χούντα, για έξι ολόκληρα χρόνια στο γυμνάσιο, οι περιορισμοί και οι απαγορεύσεις επέτειναν την προσωπική μου μοναξιά. Απαγόρευση της κυκλοφορίας μετά τις 8:00 το βράδυ, υποχρεωτικός εκκλησιασμός, αποβολές για το μακρύ μαλλί ή το φαρδύ παντελόνι, ειδική άδεια για να πάω στον κινηματογράφο που τόσο αγαπούσα. Και από την άλλη μια κρυφή απροσδιόριστη ανησυχία που είχε να κάνει με την αγάπη, την επιθυμία, τον αυτοπροσδιορισμό ενός εφήβου. Αβοήθητος μέσα κι έξω.
Dear Frank
Προέκυψες από το επώνυμο της Άννας – από το άλλο της μισό: βγάζοντας το όνομα, κρατούσα την ιδέα της και ένα ακόμη φασματικό σχήμα. Η Άννα ήταν κορίτσι, όμως το «Φρανκ» μπορούσε να’ ναι και ένα αγόρι, πιο κοντά στο δικό μου φύλο. Έτσι ξεκίνησε το πρώτο μου ημερολόγιο απευθυνόμενος σε σένα και μάλιστα με την προσφώνηση Dear Frank. Γραμμένη στα αγγλικά πρόσθετε ένα ακόμη στοιχείο ξενικότητας, άλλη μια «παρανομία» γιατί έπρεπε να κρύβω το τετράδιο σε ειδικά μέρη μέσα στο σπίτι. Κατά βάθος ήταν μια πράξη αντίστασης, θα ενοχλούσε αν γνώριζαν ότι ένα παιδί δεκατεσσάρων ετών γράφει μυστικά, απομονωμένος από τον υπόλοιπο κόσμο.
Θυμάσαι τι σου έγραφα... Καθώς είχες μπει πρόσφατα στη ζωή μου, σου περιέγραφα με λεπτομέρειες το σπίτι μου, το χωριό, το σχολείο, την καθημερινότητα, τα κουτσομπολιά που άκουγα, πράγματα που δεν ήθελα να ξεστομίσω, μα έβρισκα πάντα τρόπο να καταγράψω με υπαινιγμούς, με συνθηματικές λέξεις, με σύμβολα αλλά και σε αγγλικά, πρωτόλεια αγγλικά. Άλλωστε πόσο παρελθόν να κουβαλούσε ένας δεκατετράχρονος; Για τον παππού μου, τον Πόντιο πρόσφυγα, σου έλεγα τις ιστορίες που άκουγα απ’ αυτόν, ιστορίες διωγμού και εξόντωσης σαν εκείνες που υπέφερε η φίλη μας. Πάντως την φρικαλεότητα του ολοκαυτώματος δεν την είχα αντιληφθεί τότε ούτε μας διδάχτηκε στο χουντικό γυμνάσιο· μόνον μπαίνοντας στο πανεπιστήμιο στη Θεσσαλονίκη κατανόησα την ασύλληπτη τραγωδία· έκανα μάλιστα παρέα με έναν συμφοιτητή μου από εβραϊκή οικογένεια της πόλης που διασώθηκε από τον εκτοπισμό.
Δευτέρα 19-1-70
Αγαπητέ Φρανκ
Συγχώρησέ μου που έχω να σου γράψω τόσες μέρες. Έχω πάρα πολλά να σου πω. Χθες πήγα στον κινηματογράφο...
Η σχέση μας γινόταν ολοένα και πιο φιλική. Λίγους μήνες μετά (και λίγες σελίδες παρακάτω), ερχόσουν στο χωριό, κατέβαινες από το λεωφορείο, σε φιλοξενήσαμε στο σπίτι, βγήκαμε στο ζαχαροπλαστείο για μια πάστα, ανεβήκαμε στο κάστρο, μιλούσαμε μόνον αγγλικά· ήσουν απ’ αλλού, διαφορετικός, όλοι μας κοίταζαν και μας ζήλευαν μα πιο πολύ εκείνοι οι λίγοι που μ’ ενοχλούσαν. Πόσες φορές δεν ονειρεύτηκα να φύγουμε μαζί, να ταξιδέψουμε μακριά από τον μικρό τόπο που με στένευε όσο μεγάλωνα.
Πέμπτη 5-3-70
Dear Frank
Σήμερα σου ετοιμάζω μιαν έκπληξιν σου γράφω από την εκδρομήν που ήλθαμε και σκοπεύω να μεταφέρω στο κύριο ημερολόγιο αυτάς τας σελίδας.
Μιλούσα μαζί σου, σε ρωτούσα πώς θα ένιωθες κι εσύ σε αντίστοιχες καταστάσεις, προσπαθούσα να σε καταστήσω συνένοχο στις δικές μου ατασθαλίες και πονηριές. Και έφτασα στο σημείο, στην τελευταία τάξη του γυμνασίου, να ταχυδρομώ δήθεν δικά σου γράμματα, που τα έγραφα ο ίδιος και τα έστελνα σε μένα από την διπλανή κωμόπολη. Πολύ θα ήθελα να τα είχες γράψει πραγματικά εσύ και τη στιγμή που αντιλήφθηκα ότι γίνομαι παράλογος, τα σταμάτησα. Ύστερα χαθήκαμε· τέλειωσα το γυμνάσιο, πέρασα στο πανεπιστήμιο. Συνέχισα να γράφω στο ημερολόγιο αλλά σταδιακά δεν απευθυνόμουν σε σένα. Ως φοιτητής σ’ αναζητούσα ανάμεσα στους συμφοιτητές, στις συνοικίες και στις πλατείες της Θεσσαλονίκης, στις βόλτες στην επαρχία. Γινόμουν πιο εξομολογητικός, είχα στρέψει την φωνή μου εντός μου. Ταυτόχρονα, κυκλοφορώντας στον κόσμο, αισθανόμουν πιο απελευθερωμένος –ίσως πιο θαρραλέος–, με περισσότερη γνώση και πείσμα. Όμως γι’ αυτά θα σου γράψω σε ένα επόμενο γράμμα...
Μια μέρα, περπατώντας στη γειτονιά των Εβραίων, κατευθυνόμενος στον Βαρδάρη, σκέφτηκα την Άννα και τον κόσμο που τα φόρτωναν στα τρένα από την Θεσσαλονίκη προς τα ναζιστικά στρατόπεδα. Τον εκτοπισμό, την εξόντωση κάθε Άννας, την απόλυτη φρίκη της ανθρώπινης ιστορίας αλλά και τις καθημερινές εκτοπίσεις της δικής μου γενιάς, τον ρατσισμό που παραμόνευε από τότε μέχρι σήμερα. Ταυτιζόμουν μαζί τους και μαζί σας. Μου δώσατε φωνή, μου δώσατε ταυτότητα. Εκείνο το βράδυ μέθυσα σε μια υπόγεια ταβέρνα.
Σήμερα, που όλοι μιλάνε για το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ, σκέφτομαι πόσο κοντά της βρέθηκα, το 1970, τριάντα χρόνια αφότου το έγραφε, όταν ξεκινούσα κι εγώ –εξαιτίας της– το δικό μου ημερολόγιο που κράτησε χρόνια και με βοήθησε να βρω την προσωπική, συγγραφική μου, φωνή. Τα ημερολόγια γράφονται κρυφά, μα σε κανέναν μην τύχει να το αφήσει πίσω του, με μια λευκή σελίδα, μια άδεια ημερομηνία, με μια ανεπίδοτη προσφώνηση, γιατί τον άρπαξαν και τον έκλεισαν σε ένα στρατόπεδο θανάτου. Φρανκ, εσένα σε γλίτωσα, όχι όμως την Άννα. Ελπίζω να με θυμάσαι, υπάρχεις ακόμη στα δικά μου τετράδια όπως κι εκείνη στην καρδιά μου.
Θάθελα νάμουν μαζί σου Φρανκ στην φανταστική σου χώρα να παίζουμε να βλέπουν και οι άλλοι και να ζηλεύουν. Διότι αυτοί δεν με πολυλογαριάζουν παρά μόνο στην ανάγκη. Ελπίζω με σένα Φρανκ (όχι ελπίζω αλλά είναι) ότι θα με νιώθεις για κάθε τι πράγμα.
Φιλικώτατα Θεόδωρος.
*Ο ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, η βραβευμένη συλλογή διηγημάτων «Η νοσταλγία της απώλειας» (εκδ. Πατάκη).