Έπληττε φοβερά. Φαινόταν από δέκα μίλια μακριά. Μόνον αυτός δεν τόπαιρνε πρέφα και συνέχιζε να τους τα πρήζει μ’ εκείνα τα ηλίθια ανέκδοτά του. Οι πετριές της techno έπεφταν στ’ αυτιά της και τα τσιμέντωναν. Κεντρική εικόνα © Danie Franco / Unsplash.
Της Έλενας Χουζούρη
Τη σιχαινόταν την techno. Του τόχε πει εκατό φορές. Τελικά σε τι συμφωνούσαν; «Πάω στην τουαλέτα» του πέταξε ανάμεσα σε δυο ανέκδοτα και χάθηκε στο μισοσκόταδο. Λίγο πριν από την έξοδο προσπέρασε τις τουαλέτες και άνοιξε την εξώπορτα του μπαρ. Είχε μαζί της το ποτό της. Βότκα τόνικ. Ο αέρας έξω ήταν υγρός αλλά με την πρώτη ανάσα τον κατάπιε άπληστα. Πιο κει παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Ανάμεσά τους και το δικό του. Ένα ασημένιο Subaru impreza για το οποίο ήταν πολύ περήφανος. Αυτή αδιάφορη. Ούτε κρύο, ούτε ζέστη.
Κοίταξε τον ουρανό. Βαρύς, έτοιμος να τα ρίξει. «Καλύτερα όμως εδώ παρά εκεί μέσα» σκέφτηκε. Είδε το πεζουλάκι, πήγε, κάθισε. Έβγαλε από την τσέπη του μπουφάν της το σακουλάκι με τον καπνό κι έστριψε ένα τσιγάρο. Το άναψε, ρούφηξε με απόλαυση. Έκλεισε τα μάτια. «Τελικά τι θα κάνω μ’ αυτόν; Να τον σουτάρω ή όχι; Δεν πάω καλά μου φαίνεται. Κανένας δε μου στρώνει». Από μέσα άντε πάλι η techno. «Σιχτίρ» μουρμούρισε. Μια αστραπή έσκισε τον ουρανό. Δεν της άρεσε αυτή η νύχτα. Κάτι δεν πήγαινε απόψε. Κάτι προσπαθούσε να βγει, να τη στριμώξει.
Μήπως... μήπως θα ’πρεπε... εντάξει, τουλάχιστον αυτήν. Να την έπαιρνε ένα τηλέφωνο. Ν’ ακούσει τη φωνή της. Ζει, πέθανε. Μάνα σου είναι. Μ’ αυτό το «μάνα σου» κάτι σα γλυκάδα τη διαπέρασε. Ένα τσάκισμα. Ένα τρεμούλιασμα. «Σιχτίρ» μούγγρισε πάλι. Και η techno, techno από μέσα. Πνιγόταν. Να πάει να δώσει μια στον καθρέφτη του αυτοκινήτου του να τον σμπαραλιάσει. Του μαλάκα που τρέμει μήπως πάθει τίποτα το αυτοκινητάκι του. Τι σου φταίει αυτός, ρε χαμένο; Όλοι φταίνε. Γι’ αυτό τους σουτάρει τον έναν μετά τον άλλον. Κι αυτή η κωλονύχτα… Άντε λοιπόν, ρίξτα, τι τα φυλάς εκεί πάνω. Έτσι ακριβώς όπως τότε. Να τα. Τι το ’θελε να το σκεφτεί αυτό το «τότε»; Τόσο καιρό καλά το ’χε θαμμένο. Όμως να το, από κοντά τη γυροφέρνει απόψε.
Μέχρι που εκείνος παράγγειλε της μάνας της. «Δε θέλω τη μεγάλη, έχει κάτι μούτρα να, η μικρή να τα φέρνει που ’ναι χαμογελαστή». Και η μάνα, τσιμουδιά. Ό,τι ορίσει ο αφέντης.
Φταίνε και τα βρωμοανέκδοτά του. Πού τα ξέρει αυτός; Η παρέα εκείνου τα ’λεγε, όταν τους κουβαλούσε στο σπίτι και μπεκρούλιαζαν. Τα ’παιρνε το αυτί της καθώς τους πήγαινε πότε τη μια παραγγελιά πότε την άλλη. Μέχρι που εκείνος παράγγειλε της μάνας της. «Δε θέλω τη μεγάλη, έχει κάτι μούτρα να, η μικρή να τα φέρνει που ’ναι χαμογελαστή». Και η μάνα, τσιμουδιά. Ό,τι ορίσει ο αφέντης. Της το κράτησε αυτό. Το ’νιωσε άδικο. Άσε που της ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι, όταν έβλεπε να ξεγλιστράει κανένα χέρι πάνω στην αδελφή της, τάχαμ δήθεν τυχαία, καθώς το κορίτσι περνούσε με τα σερβιρίσματα. Κι όλο να αγριεύει και να αηδιάζει με τα χυδαία τους ανέκδοτα και τα χαχανητά όλο το βράδυ.
Μια στάλα έπεσε στο πρόσωπό της και κύλησε στον λαιμό της. Ανατρίχιασε. «Αρχίζει» σκέφτηκε και κοίταξε ψηλά. Ο ουρανός τόσο βαρύς που νόμισε θα πέσει να την πλακώσει. Έτσι κι εκείνο το βράδυ. Με την βαριά, πηχτή υγρασία έξω. Δεν μπορούσες να πάρεις ανάσα. Τις περισσότερες φορές αποκοιμιόταν πριν ξεκουμπιστούν αυτοί από το σπίτι. Θες από αντίδραση αποκοιμιόταν βαθιά να μην ακούει, να μη νιώθει τίποτα. Εκείνο το βράδυ στριφογυρνούσε σα σβούρα στο κρεβάτι της. Τους άκουσε μέσα στο ταραγμένο μισοΰπνι της να φεύγουν. Όμως πάλι ο ύπνος δεν έλεγε να την πάρει στα βαθιά. Σηκώθηκε να πάει στην τουαλέτα. Δίπλα το κρεβάτι της μικρής αδελφής της άδειο. Άδειο; Καθώς περνούσε έξω από τη σάλα είδε το λειψό φως από τη μισάνοιχτη πόρτα κι άκουσε τα χαρχαλέματα. Τα ’χασε. Κοντοστάθηκε. Ποιος ήταν μέσα; Αφού είχαν ξεκουμπιστεί, ήταν σίγουρη. Έσπρωξε ελαφρά την πόρτα και τους είδε. Την είχε καθισμένη επάνω του. Το φουστάνι της, αυτό που ο ίδιος της είχε αγοράσει στη γιορτή της να το ’χει για καλό, ήταν ανασηκωμένο, φαινόταν τα λευκά τροφαντά μεριά της που ανεβοκατέβαιναν. Της ήρθε εμετός. Ένα σκοτάδι καταπλάκωσε τα μέσα της. Ένα βουερό κρακ κι όλα έσπασαν.
Έκανε στροφή κι άρχισε να τρέχει. Έπεσε πάνω στη μάνα της πριν μπει στο δωμάτιό της. «Σκάσε» την άκουσε να της μουρμουρίζει με κάτι μάτια λύκαινας. «Ούτε είδες, ούτε άκουσες τίποτα. Σκάσε». Πότε σήκωσε το χέρι της, πότε της το ′ριξε βαριά στα μούτρα, ούτε θυμάται. Πώς άρπαξε ένα σάκβουαγιαζ, πώς έριξε ένα δυο ρούχα, πώς ντύθηκε, πώς πετάχτηκε μέσα στη βροχή –όμοια με φάντασμα– στην υγρή και πηχτή νύχτα, πώς περπάτησε χιλιόμετρα, πώς έφτασε στη στάση του λεωφορείου, πέρα στον κεντρικό δρόμο, έξω από το χωριό, πώς κουλουριάστηκε στον βρόμικο πάγκο κάτω από το υπόστεγο μέχρι να χαράξει και στις 6:30 να έρθει το πρωινό λεωφορείο, να ανέβει, να φύγει.
Καναδυό χωριανοί που κατέβαιναν κάθε πρωί στην Κοζάνη για δουλειά, τη λοξοκοίταγαν ο ένας μάλιστα έκανε να την πλησιάσει αλλά ποιος ξέρει τι ύφος είχε που σταμάτησε. Άσε που τον γνώρισε, ήταν από αυτούς που ο λεγάμενος μάζευε κάθε τόσο στο σπίτι και μπεκρόπιναν. Θυμάται ότι μέσα της βαθιά σα να μούγκρισε το είναι της. Κρατήθηκε να μην του μουντάρει, ποιος ξέρει τι μούτρο θα ήταν κι αυτός. Πώς τους το ’χανε πει εκείνο εκεί στο σχολείο; Ο όμοιος τον όμοιο, κάτι τέτοιο.
Τα ξαναθυμάται τώρα ένα ένα σα να βλέπει ταινία τρόμου, καθώς οι σταγόνες της βροχής πυκνώνουν. Τις νοιώθει παντού. Στα μαλλιά της, στο πρόσωπό της, στον λαιμό της. Θα γινόταν μούσκεμα αν συνέχιζε να κάθεται εκεί. Να όμως που δεν μπορούσε να ξεκολλήσει. Ούτε το σώμα της, ούτε το μυαλό της. Αυτό μάλιστα το δεύτερο κλωθογυρίζει σα σβούρα στο κεφάλι της. Κάνει να το κλωτσήσει, να το σιχτιρίσει, τίποτα αυτό εκεί να την πιέζει να θυμηθεί, να πάει πάλι πίσω, τόσα χρόνια πέρασαν, τι φοβάσαι χαζοπούλι;
Είχε την κουκούλα μέχρι τη μύτη, να μη τη δουν. Ε, και αν την έβλεπαν, τι; Όλους γραμμένους τους είχε, ας τολμούσαν να την ρωτήσουν τίποτα, θα τ’ άκουγαν, τόσα που σήκωνε μέσα της, ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε.
Και να το, το χαζοπούλι στο λεωφορείο, εκείνο το πρωί σχεδόν αχάραγα, ήταν το πρώτο των 6:30, να πάρει αυτούς που δούλευαν στη πόλη ή σε κοντινά χωριά. Τρύπωσε μαζί τους. Είχε την κουκούλα μέχρι τη μύτη, να μη τη δουν. Ε, και αν την έβλεπαν, τι; Όλους γραμμένους τους είχε, ας τολμούσαν να την ρωτήσουν τίποτα, θα τ’ άκουγαν, τόσα που σήκωνε μέσα της, ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε. Όμως, αυτοί οι τρεις τέσσερις ήταν ακόμα τσιμπλιασμένοι από τον ύπνο. Ένας είχε ένα χάρτινο κυπελάκι και ρούφαγε τον ζεστό καφέ μπας και ξυπνούσε, τι να δουν και τι να μη δουν, τους γνώριζε, ο καθένας με την τύφλα του. Πρωινιάτικα το πρώτο λεωφορείο, βραδιάτικα σχεδόν το τελευταίο.
Σφίχτηκε στο τζάκετ γύρισε το κουκουλωμένο της κεφάλι στο παράθυρο, έκανε πως κοιμόταν. Στο επόμενο χωριό μια γριούλα μπήκε και κάθισε δίπλα της. Γύρευε τώρα να ήθελε κουβέντα. Ανέβασε τον τόνο της αναπνοής της. «Κοιμάμαι βαθιά, δε θέλω κουβέντες». Τσιμουδιά η γιαγιά. Πλάκα πλάκα όμως τον πήρε τον υπνάκο. Τέτοιο χάλι που ήταν, λογικό της φάνηκε μετά που άνοιξε πάλι τα μάτια της. Είδε και όνειρο. Απίστευτο; Κι όμως. Ένα γλυκό όνειρο, πεισματάρικο, να της ορθώσει τη ψυχή. Ήταν λέει πολύ μικρή, πόσο άραγε, όχι πάνω από τέσσερα, αφού εκείνος ζούσε ακόμη. Άνοιξη. Είχε ανθίσει η κερασιά, από μακριά ακούγονταν τα κουδουνίσματα των ζώων, βαστούσε το χέρι του πατέρα της, όταν ξαφνικά από μέσα από το σπίτι ακούστηκαν κλάματα μωρού, μια γυναίκα βγήκε τρέχοντας από το σπίτι. «Κορτσούδι, κορτσούδι πάλι σας ήρθε» και κουνούσε τα χέρια της σαν πουλί έτοιμο να πετάξει. Ο πατέρας άφησε το χεράκι της κι έτρεξε μέσα. Να δει το καινούργιο κορτσούδι. Την άφησε εκεί μονάχη κάτω απ’ την κερασιά. Ένα μυρωδάτο κλαράκι έκανε κρακ κι έπεσε πάνω της. Ο πατέρας θα σκοτωθεί δυο χρόνια αργότερα. Τον καταπλάκωσε η θεριστική μηχανή. Δεν ξανάβαλε το χεράκι της μέσα στο τεράστιο δικό του. Όποτε τον θυμόταν όμως γλυκαινόταν, και τώρα το είχε ανάγκη.
«Τέρμα» είπε ο οδηγός. Κατέβηκε από τη μεσαία πόρτα κι έτρεξε κατευθείαν στα εισιτήρια, θα πήγαινε στη Θεσσαλονίκη, στη θεία της, την αδελφή του πατέρα της, θα πήγαινε να της τα πει, να δει τι θα έκανε μετά. Όλο και κάτι θα έκανε. Ήταν σίγουρη, δε θα χανόταν. Δυο συμμαθήτριές της, έφευγαν από το χωριό και πήγαιναν στην Κοζάνη το καλοκαίρι, να δουλέψουν σε μπαρ, ε, αν είχε μπαρ εκεί φαντάσου τι θα γινόταν στη Σαλονίκη, άρα… αρκεί να μην επέστρεφε πίσω. Μούγκρισε μέσα της θα τη σκότωνε αμα την ξαναέβλεπε, τη μάνα της, ναι. Τρόμαξε από το πρωτόγνωρο συναίσθημα, τέρας με κάνανε, τέρας, και άρπαξε το εισιτήριο από το γκισέ, τόσο απότομα που ο άνθρωπος πίσω από αυτόν, σα να μαζεύτηκε.
Έξω η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει, και το λεωφορείο έτρεχε σαν παραζαλισμένο, κόβοντας κάθε τόσο την ομίχλη, για να περάσει. Η θέση της ήταν πάνω στη ρόδα και ταρακουνιόταν. Και όσο ταρακουνιόταν τόσο όλα έρχονταν και ξαναέρχονταν στο σκοτεινιασμένο της νου. Σα φλογίτσες ετοιμες για μεγάλη πυρκαγιά και όποιον πάρει ο χάρος. Να τος, πάλι ο χάρος. Τον είχε γνωρίσει στα έξι της όταν γράπωσε τον πατέρα της. Ούτε έκλαψε, ούτε τίποτα. Κιχ δεν είχε βγάλει. Ακίνητη σαν άγαλμα μπροστά στο φέρετρό του. Κάποιος την έσπρωξε από πίσω. Η μάνα της; Καμιά θεία; Ούτε είχε καταλάβει. Άκουσε μια φωνή, συριχτή μέσα στο αυτί της «άντε σκύψε, φίλησέ τον». Το ’κανε; Δεν το ’κανε; Ένα μαύρο στο μυαλό της. Σαν το μαύρο που έκατσε μέσα της. Ρίζωσε. Να, κάτι ρίζες. Πώς δεν την έπνιξαν, μικρό παιδί; Απορεί.
Κι έπειτα ήρθε ο άλλος. Στο πιτς φιτίλι που λέμε. Κρυμμένο τον είχε; Έτοιμο; Ακόμα δεν το ’χε ξεδιαλύνει. Έμεινε με την περιέργεια. Που δεν ήταν μόνο δική της βέβαια. Το ψιλοσυζητούσαν και παραέξω. Δεν τους ψαρεύεις τους γκόμενους με το πρώτο μνημόσυνο του πεθαμένου άντρα σου. Και δεν τους παντρεύεσαι ούτε να χρονίσει. Κάποια στιγμή, αργότερα –θα τα είχε φτάσει πια τα δέκα–, την είχε ακούσει να λέει στο τηλέφωνο: «Στο λεωφορείο, στο λεωφορείο για την Κοζάνη, ναι, ε, μες στη μαυρίλα μου» κι αμέσως μετά με φωνή σα μαζεμένη, σα πεσμένη «ε, δε βαριέσαι, καλύτερα, χειρότερα… » και εκεί είχε σταματήσει. Λέξη παρακάτω.
Τα παρακάτω δεν άργησαν να έρθουν. Ο μορφονιός όλο και πιο αργά γύριζε σπίτι. Βέβαια δεν τους έλειπε τίποτα. Φρόντιζε τα οικονομικά στην εντέλεια. «Εγώ τα φροντίζω τα κορίτσια μου» διαλαλούσε κομπάζοντας και στο σπίτι και στο καφενείο και στην Κοζάνη που πήγαινε συχνά πυκνά για τις δουλειές του. Άρα, τυχερά τα κορίτσια, τυχερά. Οι μουρμούρες περιττεύουν. Είχαν αρχίσει κάτι σούξου μούξου με τις αργοπορίες του. Κάτι πόρτες που κλείνανε με πάταγο. Κάτι μουρτσοκλάματα της μάνας της. Μέχρι εκεί. Ώσπου ήρθε το πρώτο μπραφ.
Πρέπει να ήταν τύφλα όταν μπήκε στο σπίτι σχεδόν πρέπει να έπεσε πάνω στη μάνα της, μπορεί και να μην την είδε καν έτσι όπως ήταν μαζεμένη, ένα κουβάρι. Άρχισε τα βρισίδια. Κάτι πρέπει να του ’πε κι αυτή, δεν άντεξε, τον φούντωσε περισσότερο, από τα βρισίδια πέρασε στο ξύλο...
Έβρεχε πάλι, να όπως απόψε. Με το τουλούμι. Αυτή με την αδελφή της είχαν πέσει για ύπνο. Σχολείο την επόμενη. Η μάνα της τον περίμενε. Κάθε φορά στηνόταν και τον περίμενε. Αξημέρωτα τον περίμενε. Κι ας την προγκούσε αυτός, τι τον περιμένει σα φάντασμα, τον είχε ακούσει μια φορά να της λέει. Είχε σηκωθεί να πιει νερό. Εκείνα τα αξημέρωτα όμως ήταν αλλιώς. Πρέπει να ήταν τύφλα όταν μπήκε στο σπίτι σχεδόν πρέπει να έπεσε πάνω στη μάνα της, μπορεί και να μην την είδε καν έτσι όπως ήταν μαζεμένη, ένα κουβάρι. Άρχισε τα βρισίδια. Κάτι πρέπει να του ’πε κι αυτή, δεν άντεξε, τον φούντωσε περισσότερο, από τα βρισίδια πέρασε στο ξύλο, τα κορίτσια πετάχτηκαν αλαφιασμένα, σα να γκρεμιζόταν το σπίτι, να έσπαγαν τα πιατικά, τα έπιπλα, κρότοι, γδούποι, όχι, όχι και μη της μάνας τους, τη σκοτώνει σκέφτηκε, την σκοτώνει, πετάχτηκε από το κρεβάτι, άνοιξε την πόρτα, είδε τη μάνα της κάτω στο πάτωμα κι αυτόν να την κλωτσάει με μανία, του όρμησε έτσι μικροσκοπική που ήταν, άρχισε να τον τραβάει, άσ’ τη τη μάνα μου άσ’ τη, του φώναζε ώσπου αυτός γύρισε και της έδωσε ένα τόσο δυνατό φούσκο που την έστειλε απέναντι.
Την άλλη ημέρα δεν πήγε σχολείο έτσι πρησμένη που ήταν η φάτσα της. Η μάνα της έκανε να βγει από το σπίτι τρεις μέρες. Θυμάται, κάθισαν οι τρεις τους να φάνε ένα μεσημέρι –αυτός είχε πάει στην Κοζάνη για δουλειές–, κι εκείνη δεν μπορούσε να ανοίξει το στόμα της από το πρήξιμο. Κάποια στιγμή σήκωσε και κοίταξε τη μάνα της. Ούτε κι εκείνη μπορούσε να φάει. Μόνο η μικρή της αδελφή έμοιαζε να μην είχε καταλάβει τι γινόταν. Άρχισε να γελάει μάλιστα σα χαζοχαρούμενη κοροϊδεύοντάς τη, κοίτα δεν μπορεί να φάει και δώστου γέλιο. «Σκάσε βλαμμένο» της είπε.
Τότε μίλησε εκείνη, όπως μπορούσε με το στραμπουληγμένο από τη μπουνιά στόμα της, ήταν η κακή ώρα, είναι καλός τι θα γινόμασταν χωρίς αυτόν, για σκέψου εσύ και με αγριοκοίταξε, για σκέψου… Θυμάται, έμεινε με το κουτάλι στον αέρα, παραλίγο να πνιγεί, πήγε να τη σκοτώσει και τον δικαιολογούσε; Και αν ξαναγινόταν, τι θα έλεγε; Ξανάγινε και ξανάγινε. Το σπίτι άρχισε να μοιάζει με κόλαση καθώς αυτός ερχόταν μεθυσμένος κι έτοιμος για καυγά, να αρπαχτεί από το παραμικρό, ακόμα και αν αυτή δεν του μιλούσε αυτός γινόταν έξαλλος, με περιφρονείς, με περιφρονείς, της φώναζε και δώστου να επαναλαμβάνει ότι τις φορτώθηκε και τις τρεις, ότι και οι τρεις του χρωστάνε, και να τον ξεπληρώσουν. Το τι εννοούσε τώρα το καταλαβαίνει, τότε δεν είχε πάει ο νους της.
Στην αρχή προσπάθησε με την ίδια. ΄Ηταν στα δεκάξι. Έμοιαζε δεκαοκτώ. Τα ένοιωθε ήδη τα αντρικά βλέμματα να σέρνονται πάνω της όταν έβγαινε για βόλτα με τη μάνα της και την αδελφή της τις Κυριακές, πάνω κάτω, κάτω πάνω στην πλατεία, ή όταν σχόλαγε με τις συμμαθήτριές της και λοξοπήγαιναν ένα γύρω στους δρόμους για ένα παγωτό, ένα τσιγάρο στη ζούλα κάποιες, τέλος πάντων να καθυστερήσουν να επιστρέψουν στο σπίτι. Δεν μπορεί να πει ότι την ενοχλούσαν αυτά τα βλέμματα. Αισθανόταν ένα μυρμήγκιασμα να διαπερνά το σώμα της κι ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα περηφάνειας να την κατακλύζει και μια δύναμη να ανεβαίνει από μέσα της, μια δύναμη γυναίκας που την έκανε να ντρέπεται και να ευχαριστιέται ταυτόχρονα. Τότε ήταν που ο λεγάμενος άρχισε να κουβαλάει την παρέα του στο σπίτι. Έπιναν, χυδαιολογούσαν, κόμπαζαν πόσες είχαν γαμήσει, πόσες είχαν ξεπαρθενέψει, πόσες ήταν οι παντρεμένες, λες και έκαναν αγώνα δρόμου ποιος θα βγει πρώτος στο γαμήσι, ευτυχώς δεν έλεγαν ονόματα ένα βράδυ, κάποιου του ξέφυγε ένα όνομα, του ρίχτηκαν οι άλλοι, ρε μαλάκα όχι ονόματα, ο άλλος νιόφερτος ήταν δεν είχε μάθει ακόμα τους κανόνες της «παρέας» αντέδρασε, τύφλα καθώς ήταν, αφού δεν είναι από δώ ρε μαλάκες τους την είπε, σιγά σιγά όμως έμαθε, συμμορφώθηκε και το χυδαίο μεθυσμένο πανηγύρι επαναλαμβανόταν, τα Σαββατόβραδα συχνότερα.
Η μάνα απήκο κάθε φορά, σκέτο δουλικό, μην τους λείψει τίποτα, μην τυχόν και δεν ανταποκριθεί στις διαταγές του αφέντη, τηγάνιζε τις συκωταριές που της κουβαλούσε, τα αμελέτητα όπως τα έλεγε, βουνό οι τηγανιτές πατάτες, βρομούσε όλο το σπίτι από το λάδι που τσιτσίριζε, βρομούσε και η μάνα της λες και την είχαν περιχύσει με ταγκισμένο λάδι. Αυτές οι δυο, κλεισμένες στο δωμάτιό τους, προσπαθούσαν ή να διαβάσουν τα μαθήματά τους αν είχαν σχολείο την άλλη ημέρα ή να κοιμηθούν αν ήταν σαββατόβραδο. Ένα βράδυ ήθελε να πιει νερό, αναγκαστικά πέρασε από τη σάλα όπου ήταν όλοι τους μαζεμένοι. Κάποιος την πήρε είδηση, ρε, φώναξε και σκούντησε τον λεγάμενο, πού το ’χεις κρυμμένο αυτό το μαναράκι; Γύρισαν όλοι να τη δουν φοβήθηκε, όχι δεν έμοιαζαν τα βλέμματά τους σαν εκείνα της πλατείας αυτά, σα να την κανιβάλιζαν, να χώνονταν στις σάρκες της και να τις κατάπιναν αμάσητες, έκανε στροφή και έτρεξε στο δωμάτιό της.
Κάποιος την πήρε είδηση, ρε, φώναξε και σκούντησε τον λεγάμενο, πού το ’χεις κρυμμένο αυτό το μαναράκι; Γύρισαν όλοι να τη δουν φοβήθηκε, όχι δεν έμοιαζαν τα βλέμματά τους σαν εκείνα της πλατείας αυτά, σα να την κανιβάλιζαν, να χώνονταν στις σάρκες της και να τις κατάπιναν αμάσητες, έκανε στροφή και έτρεξε στο δωμάτιό της.
Άκουσε έντονα χαχανητά, πόδια που χτυπούσαν με δύναμη το πάτωμα, νόμιζε θα γκρεμίσουν το σπίτι, κουκουλώθηκε με το πάπλωμα, όταν άνοιξε με πάταγο η πόρτα. Η σκια του έπιασε όλο το άνοιγμα, σκεπάστηκε μέχρι το κεφάλι με το πάπλωμα, ποια από τις δυο σας ήρθε μέσα άκουσε τη φωνή του αγριεμένη από το αλκοόλ και την αδρεναλίνη που χτυπούσε κόκκινο, δεν ακούστηκε άχνα και τα ντεσιμπέλ φορτώθηκαν επικίνδυνα, τρύπωσαν μέσα στο πάπλωμα τρύπησαν τ’ αυτιά της ΠΟΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΥΟ ΣΑΣ ΗΡΘΕ ΜΕΣΑ; Και τότε συνέβη κάτι που την άφησε άναυδη. Εγώ άκουσε τη φωνή της αδελφής της από το διπλανό κρεβάτι. Tρόμαξε. Δεν θα πλήρωνε εκείνη γι’ αυτήν. Ήταν η μεγαλύτερη, έπρεπε να την προστατεύσει, όχι να δειλιάσει και να συνεχίσει να κρύβεται κάτω από το πάπλωμα. Πετάχτηκε επάνω. Εγώ ήρθα φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε. Της έριξε ένα βλέμμα θαμπό από το μεθύσι, ε, άντε τράβα μέσα, δε θα σε φάνε, ακούστηκε η φωνή του βαριά σα να σηκωνόταν από τα έγκατα, τότε άκουσε και τη μάνας της, έτσι όπως τον είχε ακολουθήσει σαν πιστό σκυλάκι, να επαναλαμβάνει δε θα σε φάνε, δε θα σε φάνε...
Πέρασε μια νύχτα κόλαση ανάμεσα σε χυδαίες χειρονομίες, χυδαιότερα λόγια και εντολές φέρε εκείνο φέρε τ’άλλο, για σκύψε λίγο κοριτσάκι, για γύρνα αποδώ, γύρνα αποκεί, για να δω χαμόγελο, ε χαμογέλα ντε λιγουλάκι, τι ξινομούρα είναι αυτή ρε φίλε, τι μας την έφερες και δώστου χάχανα και πρόστυχα ανέκδοτα. Έλεγε δε θα τελειώσει αυτό το μαρτύριο; Δε θα ξεκουμπιστούν; Ξεκουμπίστηκαν στις τρεις το πρωί και όταν αυτός πήγε κι έπεσε ξερός στο δωμάτιό τους, η μάνα της την πήρε παράμερα. «Δεν μπορούσες να είσαι λιγότερο ξινή;» Έμεινε άγαλμα. Δεν πίστευε αυτό που είχε ακούσει. Αυτή απτόητη. «Να χαμογελάς, σ’ αρέσει δε σ’ αρέσει. Μια φορά στις τόσες τους φέρνει. Φίλοι του είναι. Σπίτι του είναι. Ακούς, δεσποινίς ψιλομύτα; Τον έχουμε ανάγκη. Μας ταΐζει, μας ποτίζει, μας ντύνει. Λοιπόν, την επόμενη φορά πρόσεχε». Και την έσπρωξε με δύναμη σα να ήθελε να μην τη βλέπει, να εξαφανιστεί από μπροστά της, να πάει να χαθεί, να μην της χαλάει το απαίσιο θέατρο στο οποίο είχε αποδεχθεί να παίζει. Της ήρθε να τη φτύσει, συγκρατήθηκε... Στο στήθος ένας κόμπος ανέβαινε και φούσκωνε, πίεζε να ξεχυθεί αλλά έχωσε τα νύχια της στο δέρμα της, το μάτωσε, δεν θα κλάψεις, δε θα κλάψεις, όσα δάκρυα συσσωρεύτηκαν μέσα της παρέμειναν εκεί σα μια φωνούλα χωρίς φωνή, να της γδέρνει τα σωθικά.
Αρνήθηκε να ξαναπάει όταν ήρθαν την επόμενη φορά και τότε φώναξε την αδελφή της. Πότε ξεκίνησε το άλλο, το χειρότερο, δεν το πήρε είδηση. Είχε αρχίσει να λείπει από το σπίτι, όσο το δυνατόν περισσότερο, αργούσε να επιστρέψει από το σχολείο, τελείωνε πια, ονειρευόταν να φύγει όσο γινόταν πιο μακριά, ούτε η Κοζάνη χωρούσε στα όνειρά της, στη Θεσσαλονίκη, εκεί ήθελε να πάει, όχι δεν ήθελε να σπουδάσει, δεν της άρεσαν τα γράμματα, κάτι άλλο, δεν μπορεί να μην υπήρχε το κάτι άλλο, ήταν ξύπνια, έπιαναν τα χέρια της, θα τα κατάφερνε, μόνο να μην έμοιαζε της μάνας της, να έψαχνε συνέχεια έναν αγαπητικό για δεκανίκι, κανείς δε χάνεται άμα δε θέλει να χαθεί, αυτό της είχε γίνει έμμονη ιδέα.
Πνιγμένη μέσα στις ονειροπολήσεις και στα σχέδια της σχεδόν έπαψε να βλέπει και ν’ ακούει. Με τη μικρή της αδελφή είχαν τρία χρόνια διαφορά, όχι πολύ αλλά σε αυτές τις ηλικίες είναι πολύ. Τη θεωρούσε ακόμη παιδούλα, της φερόταν σα να ήταν παιδούλα. Καθώς η μικρή μεγάλωνε έμοιαζε ολοένα και περισσότερο στη μάνα τους. Ακόμα και στα σουσούμια. Γλυκούλα, τρυφερούλα, χαμηλοβλεπούλα, χαμογελαστούλα. Το εντελώς αντίθετο απ’ αυτήν. Ένα βράδυ καθώς έπεσαν να κοιμηθούν στα κρεβάτια τους, που τα χώριζε ένα κομοδίνο βαμμένο άτσαλα ένα ξεπλυμένο ροζ, πρόσεξε την αλυσιδούλα με τα αστεράκια στον δεξί της καρπό. «Τι είναι αυτό;» τη ρώτησε. «Καινούργιο; Πού το βρήκες;» «Μου το έφερε ο μπαμπάς από τη Θεσσαλονίκη για…» δεν πρόλαβε να αποτελειώσει τη φράση της και τη διέκοψε άγρια. «Δεν είναι ο μπαμπάς μας, ο δικός μας μπαμπάς έχει πεθάνει». Η μικρή μαζεύτηκε στην αρχή αλλά αμέσως μετά της αντιγύρισε με αναπάντεχη σφοδρότητα, θαρρείς ίδια η μάνα τους. «Μπαμπάς μας ξεμπαμπάς μας, καλός είναι, μας αγαπάει, εμένα μ’ αγαπάει, εσένα όχι, γιατί είσαι στριμμένη, δεν χαμογελάς ποτέ, δε θα παντρευτείς ποτέ με τέτοια μούτρα που κάνεις, δεν αρέσουν στους άντρες τα μούτρα».
Σοκαρίστηκε. Τη νόμιζε μικρή αλλά η αδελφή της είχε μεγαλώσει, ούτε η ίδια είχε σκεφτεί αυτά που είχε ακούσει. Άντρες, μούτρα, παντρειές… και περισσότερο να υπερασπίζεται τον λεγάμενο. Πώς είχε πειστεί; Της είχε κάνει κι άλλα δώρα; Πού το πήγαινε το κάθαρμα; Και η μάνα τους; Τη φαντάστηκε να συναινεί σε όλα, ίσως και να τα ενθάρρυνε, δεν το χωρούσε ο νους της, ήταν δυνατόν; Με τα όσα της έκανε; Τι ακριβώς φοβόταν; Ότι θα έχανε τον προστάτη της; Ότι αν τον σούταρε δεν θα είχε μούτρα να αντιμετωπίσει τα κουτσομπολιά; Ότι θα έμεναν και οι τρεις τους στον άσσο όπως την είχε φοβερίσει; Όχι δεν ήταν μόνο αυτά, αλλά κάτι βαθύτερο κάτι σαν να ερχόταν από την εποχή των σπηλαίων τότε που οι γυναίκες κάθονταν και περίμεναν από τους άντρες να φέρουν σ’ αυτές και τα κουτσούβελα που αράδιαζαν, φαΐ και να τις προστατέψουν από τα άγρια ζώα. Σαν να του χρωστούσε μια προαιώνια ευγνωμοσύνη παρόλο που την εξευτέλιζε και με τα λόγια και με τις πράξεις του, σαν να εξαγόραζε αυτήν την άθλια ευγνωμοσύνη με την υπακοή και την ακόμη αθλιότερη σιωπή. Κι έτσι θυσίαζε ακόμη και την αξιοπρέπεια των παιδιών της, που τους έλαχε να βγουν θηλυκά. Όχι, δεν θα της το συγχωρούσε στον αιώνα τον άπαντα.
Ένα ένα έρχονταν και κύκλωναν το νου της, καθώς το λεωφορείο κόντευε να αποσώσει τη διαδρομή Κοζάνη-Θεσσαλονίκη, της πίεζαν τα σωθικά, την τράνταζαν ολόκληρη έτσι όπως ήταν στριμωγμένη στο κάθισμα, ένα κουβαράκι με την κουκούλα να σκεπάζει τα μάτια που δεν έβλεπαν παρά μόνο προς τα μέσα. Άκλαφτα μάτια, αδάκρυστα, δεν θα κλάψεις, δεν θα κλάψεις πρόσταζε τυραννικά η εσωτερική της φωνή.
Το λεωφορείο έφτασε λίγο πριν από το μεσημέρι στη Θεσσαλονίκη. Η μεγάλη πόλη του βορρά έσταζε από την βροχή, βουτηγμένη μέσα στην υγρασία και την γκριζάδα. Χώθηκε μέσα της. Θα πήγαινε στη θεία της. Αδελφή του πατέρα της, η οποία είχε διατηρήσει κάποια σχέση με τις κόρες του αδελφού της, κυρίως με τη μεγάλη. Ήταν η αγαπημένη της ανεψούλα. Πού και πού, Χριστούγεννα, Πάσχα, στη γιορτή της, έστελνε κανένα δωράκι. Θα πήγαινε σ’ αυτήν και θα της τα ξεφούρνιζε όλα. Δεν συμπαθιόντουσαν έτσι κι αλλιώς, οι δυο συνυφάδες από την αρχή. Έδειξε στον σταθμό των αστικών λεωφορείων τη διεύθυνση και ανέβηκε σ’ αυτό που της υπέδειξαν. Στο μεταξύ είχε γίνει μούσκεμα καθώς είχαν κυριολεκτικά ανοίξει οι ουρανοί πάνω από την πόλη αλλά δεν την ένοιαζε καθόλου, λες και οι δυνατές σταγόνες απλώς την καθάριζαν από κάτι βρώμικο που κουβαλούσε πάνω της.
Η θεία της έμεινε άναυδη όταν την αντίκρυσε βρεγμένη, στραπατσαρισμένη, με το μικρό σακίδιο στην σκυφτή της πλάτη σα να κουβαλούσε τον κόσμο ολόκληρο. Περισσότερο την ακινητοποίησε το βλέμμα της ανεψιάς της. Σκοτεινό, σα να έβγαινε από τα έγκατα της κόλασης, αλλά και εξίσου παγωμένο, ακίνητο σα να είχε κατακρημνισθεί στο απύθμενο βάθος του και παγώσει εκεί κάθε συναίσθημα. Δεν χρειάστηκαν πολλές κουβέντες μεταξύ τους. Τα γεγονότα μιλούσαν μόνα τους. «Και, κοίτα θεία, εγώ δεν ξαναγυρίζω πίσω» δήλωσε για να προσθέσει «δε θα σας γίνω βάρος για καιρό. Θα δουλέψω και το βράδυ θα τελειώσω το σχολείο, λίγοι μήνες έμειναν».
Η βροχή αγριεύει και η techno από μέσα το ίδιο. Νοιώθει τις σταγόνες της βροχής να υγραίνουν το πρόσωπό της, να της ρευστοποιούν το μακιγιάζ των ματιών της. Πέντε χρόνια, αναλογίζεται, πέντε χρόνια από εκείνη τη σκατοβραδιά, και τι δεν έκανε, πόσες δουλειές άλλαξε, ώσπου άραξε τα δυο τελευταία χρόνια στο ταμείο εκείνου του γερμανικού σουπερμάρκετ, σκληρή δουλειά αλλά δεν είχε παράπονο, έφυγε κι από τη θεία της, νοίκιασε μια ισόγεια γκαρσονιέρα στο κέντρο της πόλης, δυνάμωνε, όλο και δυνάμωνε. Εκτός από κάτι βράδια που έβλεπε και ξαναέβλεπε στον ύπνο της τις ίδιες εικόνες, τη μάνα της στο πάτωμα και το κάθαρμα να την κλωτσάει, την αδελφή της πάνω του, πεταγόταν και έβαζε κάτι φωνές σα βελάσματα αρνιού όταν το τρέχουν για να το σφάξουν. Ωστόσο δάκρυ δεν κατέβαινε από τα μάτια της, δεν θα κλάψω δεν θα κλάψω. Μια φορά καθώς έσκυψε βίαια ένας από πάνω της –τον είχε γνωρίσει στο σουπερμάρκετ, καλός της είχε φανεί– θόλωσε ο νους της, τον πήρε για κείνο το κάθαρμα, του ’δωσε μια και τον πέταξε από το κρεβάτι της, έξω ούρλιαξε έξω από το σπίτι μου. Είσαι άρρωστη φώναξε αυτός καθώς μάζευε άρον άρον τα ρούχα του, είσαι άρρωστη.
Το ’χε κι αυτή σκεφτεί, λες να ήταν άρρωστη; Να της είχε μείνει κανένα κουσούρι; Γιατί φέρεται έτσι σε όλους; Με το παραμικρό τους στέλνει στον αγύριστο. Λες και τίποτα δεν κινητοποιείται μέσα της. Τσιμέντο έχουν γίνει τα μέσα της. Ακόμα και όταν έμαθε ότι η μικρή της αδελφή έκανε απόπειρα, αράγιστο παρέμεινε το τσιμέντο. «Δεν θέλω να μαθαίνω τίποτα από εκεί» δήλωσε στη θεία της που της έφερε το νέο. Και; Αναλογίστηκε κάποια στιγμή, αλλά αμέσως έσπευσε να διαγράψει την ενοχλητική ερώτηση. Απόψε, όμως, αυτή τη στιγμή, εξαιτίας της άθλιας βροχής και της αθλιότερης μουσικής που της διέλυε τα νεύρα της, μαζεύτηκαν όλα και κοντεύουν να την πνίξουν, το ερωτηματικό «και;» να το δειλό, δειλούτσικο έρχεται και κάθεται μπροστά της.
Δεν προλαβαίνει όμως ούτε να το κλωτσήσει, ούτε πολύ περισσότερο να του απαντήσει γιατί από κάπου βαθιά στην τσέπη του τζακετ της ακούει να χτυπάει το κινητό της. Τέτοια ώρα; Ποιος; Χώνει το μουσκεμένο χέρι της στο επίσης μουσκεμένο τζάκετ, το μεταλλικό φως του κινητού τη θαμπώνει, αναμιγνύεται με τις σταγόνες της βροχής και μετατρέπεται σε ένα ομιχλώδες απειλητικό ιστό, κατορθώνει να διακρίνει, άγνωστο νούμερο, μα ποιος αναρωτιέται και πάλι, πατάει ωστόσο το πλήκτρο της ομιλίας, της βγαίνει ένα μισό ναι και αμέσως μετά ακούει τη φωνή της αδελφής της, μακρινή, τραβηγμένη, αλλόκοτη, σαν από το υπερπέραν: «Πέθανε. Η μάνα πέθανε». Κλικ, η γραμμή κλείνει κι εκείνη μένει ακίνητη. Άγαλμα. Έπειτα ακούει τις δονήσεις, τους κρότους κρακ κρακ κρακ, το τσιμέντο ραγίζει, το παγωμένο τσιμέντο μέσα της σπάει, τα κομμάτια του ανεβαίνουν επάνω, της φράζουν την αναπνοή· «βοήθεια» προσπαθεί να φωνάξει αλλά αντί για φωνή, δάκρυα, εκατοντάδες, χιλιάδες μικρά και μεγάλα δάκρυα την πλημυρίζουν, κλαίει, κλαίει, όπως ποτέ δεν είχε κλάψει στη ζωή της, τα δάκρυά της σκεπάζουν τις σταγόνες της βροχής, σκεπάζουν την ίδια, γίνεται ολόκληρη ένα τεράστιο κλάμα.
Δυο λόγια για τη συγγραφέα
Η Έλενα Χουζούρη έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές και µία συγκεντρωτική συλλογή των ποιηµάτων της (2011). Στην πεζογραφία εµφανίστηκε το 2004 µε το µυθιστόρηµα Σκοτεινός Βαρδάρης (νέα έκδοση, Εκδόσεις Πατάκη, 2019) και ακολούθησαν τα µυθιστορήµατά της Πατρίδα από βαµβάκι (Κέδρος, 2009), Δύο φορές αθώα (Κέδρος, 2013), Ο θείος Αβραάµ µένει πάντα εδώ (Εκδόσεις Πατάκη, 2016), Στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού. Μια παλιά ιστορία (Εκδόσεις Πατάκη, 2021). Κυκλοφορούν επίσης η συγκεντρωτική έκδοση κριτικών και δοκιµίων της για την ποίηση Εξ αγχιστείας (Γαβριηλίδης, 2001) και οι µελέτες της Η Θεσσαλονίκη του Γιώργου Ιωάννου (Επίκεντρο, 2012) και Η στρατιωτική ζωή στη νεοελληνική λογοτεχνία (Επίκεντρο, 2020). Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, στο Δ.Σ της οποίας έχει χρηματίσει Γεν. Γραμματέας [δις] και Αντιπρόεδρος [δις]. Συμμετείχε στην ιδρυτική ομάδα του ηλεκτρονικού περιοδικού Ο Αναγνώστης. Είναι συνεργάτις των ηλεκτρονικών περιοδικών βιβλίου και πολιτισμού, bookpress.gr και Χάρτης.
꩜
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.