Παντού στον χώρο μυρωδιές· καπνοί από σιγαρέτα, που φουμάρουν δώθε κείθε στα τραπέζια, πρωί πρωί οι μαστόροι, και μοσχοβολιές από το καμινέτο τού κυρ Παντελή, καθώς ανακατέβει τον τούρκικο καφέ με τη ζάχαρη. Κεντρική εικόνα: Φωτογραφία της πλατείας Συντάγματος το 1927 (digitalcollections.archives.nysed.gov).
Του Αντώνη Ε. Χαριστού
Κι αν μυρίσεις πιο έντονα, θα σου ’ρθουν και γεύσεις από βανίλια, που ετοιμάζει στα εδέσματα. Ούτε εννιά ακόμη και ο ήλιος ήδη φωτίζει μονάχος στον γαλανό ουρανό. Δεν διακρίνεται ίχνος από σύννεφα, μήτε και προβλέπονται για όλη την τελευταία βδομάδα τ’ Αυγούστου, όπως έγραψαν οι εφημερίδες. Μέσα στον καφενέ τού Γαμβέτα, σκιά και δροσιά. Έξω, μόνο καύσωνας και τα τζιτζίκια, που δεν λεν να σταματήσουν λιγάκι τον θόρυβο. Ολημερίς, όπου κι αν βρεθείς, θα τ’ ακούσεις σαν σε χορωδία. Πανεπιστημίου και Κοραή, απ’ όποια πλευρά τού δρόμου κι αν έρθεις στον καφενέ, τ’ ακούς διαρκώς. Είναι ανεβασμένα στα δέντρα, διάσπαρτα πάνω στα πεζοδρόμια.
Αφού σκουπίσω με τ’ ακροδάχτυλα τ’ αριστερού χεριού τον ιδρώτα τού μετώπου, οι σταγόνες τού οποίου κρέμονταν, δεξιά ζερβά, στα φρύδια, υψώνω τ’ άλλο για να παραγγείλω και πάλι. Δέκα λεπτά είναι που μπήκα στο κατάστημα και ακόμα να με δει. Βρήκα θέση στο τελευταίο τραπέζι, κοντά στο κουζινάκι. Προχώρησα τα τρία τέσσερα μέτρα που χώριζαν την είσοδο από τη θέση, πέρασα εμπρός του, αλλά ούτε τότε με αντιλήφθηκε. Ο κυρ Παντελής, πίσω απ’ τον πάγκο, με το κεφάλι γερμένο εμπρός, σιγοτραγουδά, καθώς ετοιμάζει μεζέ με ψαράκι και ψιλόλιγνο ποτήρι με ούζο, για το πρώτο τραπέζι, αυτό που βρίσκεται δίπλα στην είσοδο, δεξιά όπως μπαίνουμε· στη μία και μοναδική του καρέκλα κάθεται ο Στέφανος Δρόσσος, εν αποστρατεία αξιωματικός τού στρατού. Κι όλο διαβάζει την ίδια σελίδα τής εφημερίδας Καθημερινή, όπως την έχει ανοιγμένη στις παλάμες των χεριών του. «Τί γράφει η φυλλάδα, κυρ Συνταγματάρχα μου;», ρωτώ, και αμέσως σηκώνομαι απ’ την καρέκλα ολόρθος. Έπειτα, κάνω ένα βήμα αριστερά κι άλλο ένα δεξιά να πλησιάσω τον αξιωματικό.
Εκείνος, ταυτόχρονα, διπλώνει την εφημερίδα ανάμεσα στα χέρια, στρέφει τον κορμό τού σώματός του κατά ενενήντα μοίρες και γυρίζοντας τον λαιμό προς το μέρος μου με κοιτά κατάματα.
«Α, εσύ είσαι Λάζαρε, παιδί μου; Τίποτα ιδιαίτερο. Όλα βαίνουν καλώς»
«Ηρεμία επικρατεί παντού και με ανησυχεί», απαντώ, καθώς κοντεύω.
«Ας είναι. Η ηρεμία είναι σαν τη νηνεμία πριν την άμπωτη. Μετά, επέρχεται το μοιραίο», είπε, τονίζοντας την τελευταία λέξη, κι επέστρεψε στην πρότερή του στάση.
Ακριβώς δίπλα μου βρέθηκε, ο κυρ Παντελής, κρατώντας τον δίσκο στο ένα χέρι και μία νταμιτζάνα τσίπουρο στ’ αντίκρυ.
Εγώ, έμεινα στη μέση τής διαδρομής. Κοντά ένα μέτρο πίσω του. Ακριβώς δίπλα μου βρέθηκε, ο κυρ Παντελής, κρατώντας τον δίσκο στο ένα χέρι και μία νταμιτζάνα τσίπουρο στ’ αντίκρυ. Στάθηκε για λιγότερο από ένα λεπτό τής ώρας και με κοίταξε από τα μαλλιά ως κάτω τα πόδια. Τον είδα που συνοφρύωσε τα βλέφαρα των ματιών του, σαν να μην με αναγνώρισε. Έπειτα, δίχως να πει οτιδήποτε, κίνησε στο τραπέζι τού κυρίου Δρόσσου. Εναπόθεσε το πιατικό με τη τζαμιτζάνα και το ποτήρι στην επιφάνειά του κι άρχισε να συζητά μεγαλοφώνως με τον Συνταγματάρχη, καθώς οι φλέβες στον λαιμό σχηματίζονταν σε κάθε του λέξη. Δεν είπα κουβέντα. Έστρεψα το κορμί ενενήντα μοίρες και με σταθερό βηματισμό, μια στο δεξί και μια στ’ αριστερό, επέστρεψα στο τραπέζι, κάθισα στην καρέκλα, τοποθετώντας το ένα πόδι πάνω απ’ τ’ άλλο, κι άρχισα να το κουνώ πάνω κάτω, πάνω κάτω, ρυθμικά. Ταυτόχρονα, έφερα τ’ ακροδάχτυλα στα χείλη κι εμφανίζοντας την άκρη τής γλώσσας, τα σάλιωσα. Με τη σειρά τους, τ’ ακροδάχτυλα ύγραναν τις τρίχες απ’ το μουστάκι, όπως τα ’φερα κοντά κοντά, έτσι λεπτό όπως το ’χε κόψει το πρωί, μια φορά την εβδομάδα, ο κυρ Γιάννης, στο κουρείο με τις δύο άκρες τού ψαλιδιού. Σάλιωσα τη μια άκρη κι έπειτα μετακίνησα τα ίδια δάχτυλα στην απέναντι. Με τη γλώσσα ύγρανα, τώρα, και τα χείλη, όπως είχαν στεγνώσει απ’ τη ζέστη, που άρχισε να αυξάνει τη θερμοκρασία και μέσα στον καφενέ.
Εάν υπήρχε θερμόμετρο εκείνη τη στιγμή, θα επιβεβαίωνε τις προβλέψεις των ειδικών που όλη την περασμένη εβδομάδα μιλούσαν για καύσωνα των τριάντα οκτώ, τριάντα εννιά και κατά τόπους σαράντα βαθμών. Ακόμη και στο γυαλί των παραθύρων τού καταστήματος έσταζαν σταγόνες υδρατμών από πάνω προς τα κάτω. Τόση ήταν η ζέστη και η ατμόσφαιρα αποπνικτική. Ο κυρ Παντελής, δεν άργησε να ανοίξει την κεντρική είσοδο, να αεριστεί ο χώρος. Σύντομα, όμως, οι πρώτοι δημόσιοι υπάλληλοι, πριν την έναρξη των εργασιών τους στο Υπουργείο Οικονομικών, στους επάνω από το κατάστημα ορόφους, εμφανίστηκαν ο ένας πίσω απ’ τον άλλον. Κουστουμαρισμένοι, τακτοποιημένοι στις λεπτομέρειες των ενδυματολογικών επιλογών τους, όπως επιβάλλει ο κανονισμός τής δημοσιοϋπαλληλικής πειθαρχίας, κάθισαν στις ελεύθερες θέσεις των τραπεζιών. Αμέσως, θόρυβος πολύς γέμισε το μαγαζί με φωνές, γέλια, χειροκροτήματα και αντιπαραθέσεις. Τους έβλεπε κανείς να φωνασκούν με πείσμα και γινάτι, με την πολιτική στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Κόμματα, πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες, ολονών τα ονόματα ακούστηκαν. Και η ζέστη να αυξάνεται, τώρα που πολλαπλασιάστηκαν οι ανδρικές παρουσίες· και, παράλληλα, να βλέπεις τον μαγαζάτορα να πηγαινοέρχεται μέσα στον ιδρώτα, που έσταζε στα ποτήρια και τα πιατικά, να προλάβει όλες τις παραγγελίες, προτού η κουδουνίστρα τού επιστάτη σημάνει το άνοιγμα της κεντρικής πύλης τού Υπουργείου.
Με ανοιχτή την πόρτα τού καφενέ, η ζέστη τ’ Αυγούστου αύξανε τους βαθμούς στο θερμόμετρο, και ο αέρας πια είχε γίνει αποπνικτικός.
Στις αντικριστές καρέκλες απ’ τη δική μου θέση, πλησίασαν δυο άνδρες. Τους παρατηρούσα από το βάθος τής εξώπορτας, όταν τελευταίοι εισήλθαν στον χώρο. Πρώτος, ο κοντός στο ανάστημα μα παχουλός στα κιλά γύρω από την κοιλιά, υπάλληλος, που διένυε τη δέκατη ένατη χρονιά υπηρεσίας στο ίδιο πόστο. Τον γνωρίζαμε όλοι στο μαγαζί, αλλά πάντοτε λησμονούσα το όνομά του. Δεν έτυχε ποτέ, μέχρι εκείνη τη στιγμή, να πιούμε τον καφέ σε κοινό τραπέζι. Ξουρισμένος σε όλο το πρόσωπο, δίχως ίχνος από τρίχα στα ζυγωματικά, με το γαλάζιου χρώματος σακάκι, το ίδιο χρώμα στη ζακέτα και λευκό πουκάμισο, έκανε το πρώτο βήμα στο δεξί κι αφού πέρασε στο εσωτερικό τού χώρου, σταμάτησε με τα δυο πόδια στην ίδια απόσταση το ένα δίπλα στ’ άλλο, καμπούριασε το κορμί, έστρεψε το βλέμμα πότε δω και πότε κει, κ’ ύστερα από ελάχιστα δευτερόλεπτα της ώρας, έχοντας τα μάτια προσηλωμένα πάνω μου, άρχισε να περπατά στην ίδια κατεύθυνση, ευθεία προς εμένα. Το ίδιο ακριβώς έπραξε και ο έτερος συνομήλικος υπάλληλος, που ακολουθούσε από πίσω τον πρώτο, καθώς μπήκε στο μαγαζί ύστερα από τον κύριο με το γαλάζιο σακάκι. Τώρα, και οι δύο βρίσκονται ενώπιόν μου.
«Επιτρέπετε να σας συνοδεύσουμε στον πρωϊνό καφέ;», ρώτησε ο δεύτερος κύριος, που βρέθηκε στ’ αριστερά μου, φορώντας γκριζωπού χρώματος σακάκι και ίδιου χρώματος γιλέκο, με λευκό πουκάμισο κι αυτός.
«Παρακαλώ», είπα και, τείνοντας τον άξονα του δεξιού χεριού, υπέδειξα με τις παλάμες ανοιχτές τις ελεύθερες καρέκλες, πέριξ τού στρογγυλού τραπεζιού.
Αμέσως, και οι δύο, έλαβαν τις θέσεις τους. Επί δέκα λεπτά, ίσως και περισσότερο, κοιτούσαν τους θαμώνες γύρω γύρω, δίχως να ανταλλάξουν ουδεμία κουβέντα μεταξύ τους. Πότε ξεφυσούσε ο ένας, πότε ξύνονταν ο άλλος· πότε ύψωνε το χέρι του ο ένας για παραγγελία, πότε ο άλλος· πότε κουνούσε νευρικά, και με ταχύτητα, το πόδι του ο ένας, πότε ο άλλος· πότε ξέλυνε τον κόμπο στη γραβάτα ο ένας, πότε τον έσφιγγε ο άλλος. Και σε όλο τον καφενέ οι φωνές να ακούγονται απ’ άκρη σ’ άκρη, τα πιατικά που ακουμπούσαν με δύναμη στην επιφάνεια των τραπεζιών, τα φλυτζάνια που άδειαζαν από την τελευταία ρουφηξιά και τοποθετούνταν το ένα πάνω στ’ άλλο, όλα δημιουργούσαν θορύβους και οχλαγωγία. Τα τραπέζια και οι καρέκλες έξωθεν του καταστήματος, επίσης γέμισαν με πελάτες. Με ανοιχτή την πόρτα τού καφενέ, η ζέστη τ’ Αυγούστου αύξανε τους βαθμούς στο θερμόμετρο, και ο αέρας πια είχε γίνει αποπνικτικός. Θερμός θερμός εισέρχονταν κι εξέρχονταν στους πνεύμονες με κάθε αναπνοή, όπως οι ευωδίες τού καφέ, που έβραζε πηχτός στο καμινέτο.
«Έχουνε μεσολαβήσει πέντε ημέρες», μουρμούρισα, κι αμέσως είδα τον μεσήλικα άνδρα στα δεξιά μου, να γέρνει το πρόσωπό του δίπλα στον ώμο μου και να συστέλλει τα βλέφαρα των ματιών του, για να διακρίνει τις λέξεις στο ανάγνωσμα.
Όλη αυτήν την ώρα, εγώ, έμενα σιωπηλός στη θέση μου, με το ένα πόδι πάνω στ’ άλλο, σε σταυρωτό σχήμα, κουνώντας το πάνω κάτω ρυθμικά. Ένιωθα τον ιδρώτα να κυλά από τον σβέρκο έως την πλάτη και να κολλάει πάνω στην υφή τού πουκαμίσου. Και στο μέτωπο, εξίσου, οι σταγόνες τού ιδρώτα έσταζαν από τις τρίχες των φρυδιών κι έφταναν ως τα χείλη, των οποίων γευόμουν την αλμύρα, φέρνοντας τον μυ τής γλώσσας στο ύψος τους, μπροστά στο άνοιγμα του στόματος. Εισέπνευσα βαθιά, σηκώνοντας το στήθος ψηλά απ’ την ανάσα, κι εξέπνευσα όλον τον αέρα. Έπειτα, πέρασα την παλάμη τού χεριού στην εσωτερική φόδρα τού σακακιού. Στην πρώτη επαφή των δακτύλων, μέτρησα τρία φύλλα χαρτιού. Τα γράπωσα ανάμεσα στον δείκτη και τον παράμεσο και τα εμφάνισα εμπρός μου, απλώνοντάς τα πάνω στο μπούτι τού ποδιού, που εξακολουθούσα να κουνώ πάνω και κάτω. Εστίασα τις κόρες των ματιών στην ημερομηνία, πάνω πάνω, δίπλα ακριβώς στον τίτλο δημοσίευσης της απόφασης, να βεβαιωθώ για την ισχύ της. «23/8/1930, Εφημερίς της Κυβερνήσεως, Πρόσληψη εκτάκτου προσωπικού», ανέγραφε. «Έχουνε μεσολαβήσει πέντε ημέρες», μουρμούρισα, κι αμέσως είδα τον μεσήλικα άνδρα στα δεξιά μου, να γέρνει το πρόσωπό του δίπλα στον ώμο μου και να συστέλλει τα βλέφαρα των ματιών του, για να διακρίνει τις λέξεις στο ανάγνωσμα. Έπειτα, επέστρεψε τον κορμό τού σώματος σε ευθεία θέση και με το κεφάλι και τον λαιμό γυρισμένα προς το μέρος μου, κοιτώντας με κατάματα, ρώτησε, «Για τον διορισμό, κύριε;»
«Μάλιστα» απάντησα αμέσως.
«Λυπούμαι που το μαθαίνετε από εμένα, αλλά με απόφαση της κυβερνήσεως, οι διορισμοί τής 23ης Αυγούστου, ακυρώνονται», είπε, και χαμογέλασε, πλατειάζοντας τα χείλη.
«Ορίστε;», έκανα με έκπληξη, τεντώνοντας φρύδια και βλέφαρα προς τα πάνω, σχηματίζοντας δύο στρώματα από ρυτίδες στο μέτωπο.
«Ναι, ναι, δυστυχώς, οι τελευταίες κυβερνητικές μεταβολές ακύρωσαν και τις μεταθέσεις και τις προσλήψεις», συνέχισε και συμπλήρωσε, «Ούτε ο πρώτος, ούτε ο τελευταίος θα είστε» και γέλασε και πάλι, μεγαλοφώνως αυτή τη φορά.
Ο έτερος άνδρας, απ’ την άλλη πλευρά τού τραπεζιού, έδειξε ενδιαφέρον για τη συζήτηση.
«Περί τίνος πρόκειται, αγαπητέ συνάδελφε;», ρώτησε.
«Ο κύριος από ’δω», κι έτεινε τον δείκτη τού χεριού προς το μέρος μου, «ανήκει στους νέο-διορισθέντες»
«Κρίμα», απάντησε, και κούνησε το κεφάλι μια πάνω και μια κάτω, κι έπειτα μια δεξιά και μια αριστερά.
«Συγνώμη, μα πριν πέντε ημέρες δημοσιεύτηκε ο διορισμός στο Φύλλο τής Κυβερνήσεως», είπα, εγώ, και ύψωσα το χαρτί τής απόφασης ψηλά, βαστώντας το στη μια παλάμη, να το δουν όλοι όσοι εκείνη τη στιγμή γύρισαν κεφάλι και μάτια στο τραπέζι μας.
«Πέντε ημέρες;», επανήλθε ο πρώτος μεσήλικας δημόσιος υπάλληλος, με τα κοντά είκοσι συναπτά έτη στην υπηρεσία. «Μέσα σε ώρες, από την έκδοση μιας απόφασης, αλλάζουν ακόμα και κυβερνήσεις, οι διορισμοί δεν θ’ άλλαζαν;», έκανε και γέλασε, διατηρώντας τα χείλη σε στατική θέση, επιτρέποντας τη φωνή να ακουστεί πιο δυνατά απευθείας απ’ τον λάρυγγα.
Ο ίδιος χώρος που πριν από λίγα λεπτά θύμιζε τάξη και ζωντάνια, τώρα έμοιαζε βομβαρδισμένο τοπίο.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ακούστηκε έξωθεν του μαγαζιού, η κουδούνα τού επιστάτη. Ίδια ώρα κάθε πρωί, ούτε λεπτό παραπάνω, ούτε λεπτό νωρίτερα. Τον βλέπεις κάθε μέρα, απ’ το πρωί μέχρι το μεσημέρι, που σχολάνε τα τμήματα του Υπουργείου και οι δημόσιοι υπάλληλοι αποχωρούν από την εργασία τους, με πανομοιότυπο τρόπο να τους χαιρετά, αφαιρώντας κάθε τόσο το πηλήκιο και σκύβοντας το κορμί έμπροσθεν τουλάχιστον δεκαπέντε μοίρες κλίσης. Την ίδια διαδικασία επαναλαμβάνει για τουλάχιστον δέκα λεπτά τής ώρας, με το άνοιγμα της κεντρικής πύλης τού Υπουργείο και άλλα δέκα λεπτά με το κλείσιμο αυτής, μόλις και ο τελευταίος υπάλληλος εξέλθει απ’ το κτήριο. Με το άκουσμα, λοιπόν, της κουδούνας, άπαντες οι παρευρισκόμενοι σηκώθηκαν απ’ τις καρέκλες τους. Εκτός τού Συνταγματάρχη, των δυο μαστόρων και του κυρ Παντελή, όλοι οι υπόλοιποι, εντός κι εκτός καταστήματος, άφηναν κέρματα στα τραπέζια κι έφευγαν με βήμα ταχύ. Ούτε οι μισοί απ’ αυτούς δεν γεύτηκαν τον καφέ με τα συνοδευτικά. Δεν πρόλαβε ο καφετζής να ετοιμάσει τόσα φλιτζάνια με το καυτό ρόφημα, μολονότι έβραζε όλη την ώρα στο καμινέτο το πηχτό υγρό, μοσχοβολώντας ο χώρος αρωματικά. Ο ίδιος χώρος που πριν από λίγα λεπτά θύμιζε τάξη και ζωντάνια, τώρα έμοιαζε βομβαρδισμένο τοπίο. Ακαταστασία παντού τριγύρω. Ποτήρια και κούπες καφέ μισοτελειωμένες, ανάκατα με πιατικά λογιών λογιών· παραγγελίες, που έμειναν στα τραπέζια ανέγγιχτες, καρέκλες ριγμένες στο μαρμάρινο δάπεδο, μαχαιροπίρουνα δώθε κείθε. Το γνώριμο πρωινό τού κυρ Παντελή. Φυσικά, ούτε λόγος για νέες παραγγελίες. Μέχρι να μαζέψει την ακαταστασία τής πρωινής παρουσίας των δημοσίων υπαλλήλων θα έφτανε το μεσημέρι. Εξάλλου, γνώριζαν οι πελάτες τις ώρες στις οποίες μπορούσαν να εξυπηρετηθούν αξιοπρεπώς, οπότε και επέλεγαν τότε να επισκεφτούν τον Γαμβέτα. Αλλά και σε ’κείνη την περίπτωση, καθώς όλοι συναντιόντουσαν την ίδια ώρα, ο κυρ Παντελής έχανε τον έλεγχο της κατάστασης. Πάλι παραγγελίες έμεναν στο τεφτέρι, άλλες απλήρωτες κι άλλες πληρώνονταν χωρίς να σερβιριστούν. Μα, ουδείς δυσανασχετούσε. Όλοι απολάμβαναν το σημείο τής πόλης με τη μαζικότερη προσέλευση και γελούσαν με τον κυρ Παντελή, που κάθιδρος προσπαθούσε μονάχος να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις.
«Να προσλάβεις έναν παραγιό, να σε βοηθά. Πόσο θ’ αντέξεις, καημένε;», υπογράμμισε ο Συνταγματάρχης, καθήμενος στη θέση του, δίχως να μεταβάλει ούτε στιγμή τη στάση του όπως διάβαζε την εφημερίδα, ανοιγμένη εμπρός στις παλάμες των χεριών, γυρίζοντας κάθε τόσο σελίδα.
«Δεν υπάρχει ούτε φράγκο για έξοδα», απάντησε κείνος, έχοντας πλάτη τον συνομιλητή, καθώς συγύριζε το πίσω ακριβώς τραπέζι.
Εγώ, όμως, ίδρωνα πια σε όλο μου το σώμα.
Ούτε τότε έδωσε στην παρουσία μου την παραμικρή σημασία. Συνέχιζε να μαζεύει τα φλιτζάνια και να βλαστημά κάθε λίγο και λιγάκι την «ώρα και τη στιγμή που βρέθηκε κάτω απ’ το Υπουργείο». Και η ζέστη, όλο και αύξανε τη θερμοκρασία. Έβλεπες διαβάτες να περπατούν στα πεζοδρόμια κρατώντας, ομπρέλες οι κυρίες, για σκιά απ’ τον ήλιο, και καπέλα οι άνδρες ανεμίζοντας ό,τι έβρισκαν πρόχειρο εμπρός τους για λίγη δροσιά. Στη δε δημόσια βρύση, λίγα μέτρα πιο κάτω απ’ τον καφενέ τού Γαμβέτα, είχε σχηματιστεί ανθρώπινη ουρά, σε σειρά ο ένας πίσω απ’ τον άλλον, για να ξεδιψάσουν και να βρέξουν την κεφαλή τους.
Εγώ, όμως, ίδρωνα πια σε όλο μου το σώμα. Ένιωθα, όχι μόνο τις σταγόνες ιδρώτα απ’ τον σβέρκο να κυλούν στην πλάτη και να ενώνονται με το ύφασμα τού πουκαμίσου, όχι μόνο τις σταγόνες ιδρώτα απ’ το μέτωπο να ακολουθούν την ίδια πορεία στα ζυγωματικά τού προσώπου κι έπειτα στα χείλη, αλλά και τον ιδρώτα που ξεκινούσε απ’ το δασύτριχο στήθος κι έφτανε πια ως τον ομφαλό, καθώς και τον ιδρώτα απ’ τις μασχάλες που κατέβαινε, σε ευθεία, γραμμή ως τα πλευρά. Με την παλάμη στην ίδια κατάσταση, έφερα το χέρι στην εσωτερική φόδρα τού σακακιού κι αμέσως εμφάνισα την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, με τη δημοσίευση της πρόσληψης. Εστίασα εκ νέου τους οφθαλμούς στην ημερομηνία και στις λεπτομέρειες τής πρώτης σελίδας. Ανέγνωσα μεγαλοφώνως, γραμμή τη γραμμή, λέξη προς λέξη, όλη την αναφορά. Έπειτα, σηκώθηκα ολόρθος απ’ τη θέση μου και βαστώντας τα έγγραφα ανά χείρας, πλησίασε τον Συνταγματάρχη. Σε κάθε βήμα, πότε στο ένα και πότε στο άλλο, σε κάθε μέτρο, που με έφερνε κοντύτερα στον κύριο Δρόσσο, ανάσαινα γρήγορα, εισπνέοντας κι εκπνέοντας τον θερμό αέρα, με ταχυπαλμία, την οποία ένιωθα στο στήθος. Μόλις έφτασα σε λιγότερο από ένα μέτρο, τον είδα να διπλώνει στα δύο την εφημερίδα που κρατούσε και να κουνά τον κορμό τού σώματός του σαράντα πέντε μοίρες. Κοιταχτήκαμε απευθείας στα μάτια, εγώ στα δικά του κι αυτός στα δικά μου.
«Κύριε Συνταγματάρχα», ξεκίνησα, αλλά με διέκοψε αμέσως.
«Ισχύει, Λάζαρε, τέκνο μου. Άκουσα τους κυρίους. Παρά τον ορυμαγδό, εγώ, σας άκουσα. Έχουν δίκιο. Η απόφαση που κρατάς στα χέρια σου, δεν ισχύει»
«Μα, ούτε πέντε μέρες δεν…», πρόφτασα να πω και με διέκοψε εκ νέου.
«Ούτε πέντε λεπτά δεν κρατούν οι αποφάσεις. Εάν διάβαζες εφημερίδες, θα διαπίστωνες, ιδίοις όμμασι, ότι η ίδια αυτή απόφαση έχει επικυρωθεί και αναιρεθεί άλλες τέσσερις φορές εντός τής ίδια εβδομάδας. Αύριο, ποιός ξέρει; Ίσως και πάλι επικυρωθεί», είπε και γέλασε.
«Δηλαδή…», ξεκίνησα, εγώ, μα με διέκοψε για τρίτη φορά.
«Το μέλλον τής Ελλάδος κρέμεται απ’ το παιχνίδι τής τύχης, νεαρέ μου», είπε. «Έχεις ένα δίφραγκο;», ρώτησε έπειτα.
Εγώ, έθεσα και τα δύο χέρια στις τσέπες του πανταλονιού. Με τ’ ακροδάχτυλα ακούμπησα κι εμφάνισα δύο δίφραγκα, απ’ την ίδια θέση. Έτεινα το ένα προς το μέρος του και το άλλο το εναπόθεσα στην αριστερή παλάμη, κλείνοντας ενωμένα, αμέσως, τα δάκτυλα. Ο κύριος Δρόσσος, το παρέλαβε στη χούφτα του και το τοποθέτησε με τ’ αντικριστό πάνω στο νύχι τού αντίχειρα.
«Κορόνα, διορίζεσαι· γράμματα, όχι», είπε και πέταξε το κέρμα ψηλά. Εκείνο, κάνοντας στροφές στον αέρα, έφτασε ως ένα σημείο κι έπειτα κατευθύνθηκε με ταχύτητα καταγής. Ο ήχος του, σήμαινε την ετυμηγορία τής τύχης.
Άπαντες οι παρευρισκόμενοι, ακόμη και ο κυρ Παντελής, στρέψαμε το βλέμμα μας στο κέρμα, που βρισκόταν κοντά στην ξύλινη πόρτα τής εισόδου.
«Γράμματα», αναφώνησε ο Συνταγματάρχης γελώντας, κι αμέσως τον ακολούθησε στα χαχανητά ο μαγαζάτορας.
Εγώ, όμως, δεν γέλασα· κατέβασα το κεφάλι, κοιτώντας τις μπαλωμένες τρύπες στα υποδήματα των ποδιών μου, εισπνέοντας τον ζεστό αέρα τ’ Αυγούστου, σφίγγοντας στην παλάμη τα έγγραφα του διορισμού.
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
O Αντώνης Χαριστός γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1988. Είναι φιλόλογος, απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ. Ο τελευταίος του μεταπτυχιακός τίτλος σπουδών αφορούσε το πρόγραμμα «Δημιουργικής Γραφής» του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Ακολούθησε διετή κύκλο σπουδών στην δημοσιογραφία, στο Μητροπολιτικό Κολέγιο με ειδίκευση στον τομέα «πολιτικής σύνταξης, αρθρογραφίας και σύγχρονων μέσων». Παρακολούθησε δύο εξαμηνιαία προγράμματα με αντικείμενο την «ψυχιατρική και δικαστική ψυχοπαθολογία» και την «διαπαιδαγώγηση στην παιδική ηλικία» στο ΕΚΠΑ, αντίστοιχα. Ιδρυτικό μέλος της Υπερρεαλιστικής Ομάδας Θεσσαλονίκης από το Μάιο του 2018. Έχει εκδώσει τέσσερα έργα πεζογραφίας: τις νουβέλες «Τέσσερις ανάσες ελευθερίας» (εκδ. Άλλωστε, Αθήνα, 2016) και «μποστάνι Δημοκρατίας» (εκδ. Γράφημα, Θεσσαλονίκη 2021) καθώς και τα μυθιστορήματα «Μέρες νηστείας» (εκδ. Ρώμη, Θεσσαλονίκη, 2018) και «Οι μαστοί των Αθηνών» (εκδ. Γράφημα, Θεσσαλονίκη 2021). Παράλληλα έχει εκδώσει θεωρητικά έργα και μελέτες λογοτεχνίας. Τελευταία του έργα, το «Ιστορία και ταυτότητα στη λογοτεχνική κίνηση του '30. Ο ρόλος του Άγγελου Τερζάκη» (εκδ. Γράφημα, Θεσσαλονίκη 2021) και το μυθιστόρημα «Αγία οικογένεια» (εκδ. Γράφημα, Θεσσαλονίκη 2022).
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.