Πριν από χρόνια είχε ένα κόκκινο άλογο. Από τον Νοέμβρη μέχρι τον Μάρτη το έδενε στους εγκαταλειμμένους ελαιώνες απέναντι από το σπίτι μου, όπου η χλόη έφτανε το μισό μέτρο. [Εικόνα: πίνακας της Eileen Herb]
Της Αθηνάς Τσάκαλου
Ήταν ψηλός, γεροδεμένος και δεν ξέρω γιατί, θεωρούσα ότι ήταν Ρώσος. Ίσως με μπέρδευαν τα γαλάζια μάτια του και οι φαρδιές φαβορίτες στο πρόσωπό του και οι ψηλές μπότες που φορούσε γιατί η χλόη ήταν φορτωμένη με νερό της νύχτας.
Δεν του είχα μιλήσει ποτέ.
- Να πάλι ο Ρώσος με το άλογό του, έλεγα. Και το μυαλό μου πήγαινε σε εικόνες Ρώσων τσιφλικάδων, ήρωες του Γκόγκολ. Ένας τσιφλικάς όμως που είχε στην κατοχή του μόνο ένα άλογο, ένα όμορφο άλογο που φαινόταν ότι το αγαπούσε. Τον έβλεπα που του χάιδευε την πλάτη και καθώς απομακρυνόταν γύριζε κάποια στιγμή και το χαιρετούσε κουνώντας το χέρι του.
Όταν έμπαινε ο Απρίλης ο Ρώσος και το άλογο εξαφανίζονταν. Δεν έψαξα ποτέ, δεν ρώτησα να μάθω κάτι περισσότερο γι’ αυτόν τον άνθρωπο, απλά περίμενα τον Νοέμβρη να τον ξαναδώ κι αποκτούσαν οι μέρες του χειμώνα μου μια αίσθηση παραμυθιού κι ας μην χιόνιζε ποτέ στο μέρος που ζούσα και το λέω έτσι γιατί οι χειμώνες στα παραμύθια έχουν πάντα χιόνι.
Μου αρέσει να γράφω το Κ κεφαλαίο γιατί ήθελα όλα ν’ αλλάξουν σ’ αυτόν τον κόσμο, γιατί ακόμα και στις λέξεις ήθελα να δίνω μια προοπτική ότι κάποια μέρα θα δικαιώσουν το πλήρες και βαθύ τους νόημα.
Και ήρθαν τα χρόνια της Κρίσης. Μου αρέσει να γράφω το Κ κεφαλαίο γιατί ήθελα όλα ν’ αλλάξουν σ’ αυτόν τον κόσμο, γιατί ακόμα και στις λέξεις ήθελα να δίνω μια προοπτική ότι κάποια μέρα θα δικαιώσουν το πλήρες και βαθύ τους νόημα. Το φθινόπωρο της Κρίσης στο χωριό κάτω από τη μεγάλη εκκλησία έφτιαξαν συσσίτιο για τους πεινασμένους. Ήμουν κι εγώ εκεί και μοίραζα το φαγητό που έφτιαχνα μαζί με τις συντοπίτισσες μου σε μεγάλα καζάνια. Ήμουν εκεί όχι τόσο από αλληλεγγύη, αλλά από περιέργεια. Ίσως κάποιοι να μιλήσουν για νοσηρή περιέργεια, τι κάνεις δηλαδή, θέαμα είναι οι άνθρωποι της ανάγκης; Θα φανώ αγενής ίσως αν πω πως δεν με νοιάζει και τόσο πως θα ονομάσουν την περιέργειά μου, εγώ την ονόμαζα περιέργεια του περιηγητή. Ένιωθα περαστική κι απ’ αυτόν τον τόπο, όπως κι από τόσους άλλους που έζησα και μάζευα εικόνες. Όχι τόσο τοπίων, όσο μορφές ανθρώπων που είχαν μια ιστορία ενδιαφέρουσα. Έτσι έλεγα, αν όμως με ρωτήσεις πόσες ενδιαφέρουσες ιστορίες έχω μαζέψει, θα με έφερνες σε αμηχανία. Έχω, έχω κάποιες, αλλά μου φαίνονται φτωχές και μια μέρα που μια φίλη μου μου είπε.
- Δεν τα αφήνεις αυτά περί ιστοριών, απλά καλύπτεις την ανία σου.
Αντέδρασα, υπερασπίστηκα τον εαυτό μου, αλλά έμεινε στο μυαλό μου η φράση εκείνης της φίλης και δεν ήξερα ή δεν ήθελα να ξεδιαλύνω ποια είναι η αλήθεια;
Τον Νοέμβρη περίμενα να δω το Ρώσο. Και τον είδα. Άπλωσε το κατσαρολάκι του στο μικρό παράθυρο του μαγειρείου.
Δεν θέλησα να δείξω την έκπληξή μου και με ψυχραιμία τον ρώτησα.
- Το όνομά σου παρακαλώ.
Χτύπησε προσοχή τα πόδια του και μου ανέφερε με τρόπο στρατιωτικό.
- Χαράλαμπος Ευσταθίου του Παναγιώτη και της Φωτεινής.
Το βλέμμα του παράξενο, όπως είναι τα βλέμματα των ανθρώπων που άλλα ζουν, κι αυτοί κατοικούν στοn χώρο των ονείρων τους.
- Δεν είναι στα καλά του, μου ψιθύρισαν οι άλλες γυναίκες, είναι κι επικίνδυνος.
- Τι φαγητό έχουμε;
- Σπανακόρυζο.
- Δηλαδή, μου λέει, ρύζι με σπανάκι; Κι από το στόμα του κρέμονταν λεπτές κλωστές σάλιου. Και το γαλάζιο των ματιών του είχε θαμπώσει, δεν ήταν πια γαλάζιο, είχε γίνει γκρίζο.
- Ναι, του είπα, ρύζι με σπανάκι.
Βγήκε στο προαύλιο. Κάθισε σ’ ένα παγκάκι. Μιλούσε μόνος του. Η φωνή του άγρια, βροντώδης. Έβριζε, έβριζε τους πάντες και τα πάντα.
Μου άρεσε έτσι που τον άκουγα. Έφερνε μια περίεργη ισορροπία σ’ αυτόν τον χώρο.
Όμως μου έλειπε εκείνη η φιγούρα του «τσιφλικά». Και το άλογο; Τι είχε απογίνει το άλογο;
Η φιγούρα του μου προκαλούσε πόνο στο στομάχι.
Εκείνη τη μέρα έβρεχε.
Τον παρακολουθούσα καθώς έφευγε. Η φιγούρα του μου προκαλούσε πόνο στο στομάχι. Βγήκε στη βροχή. Ο πόνος στο στομάχι μου έφερνε αναγούλα. Πετάχτηκα έξω. Έβρεχε δυνατά.
- Να σου πω.
Δεν με άκουγε. Τον έπιασα από το μανίκι.
- Να σου πω, σταμάτα μια στιγμή. Θέλω να σε ρωτήσω. Το άλογο, που είναι το άλογο;
Τον είδα να θυμώνει.
- Ποιο άλογο;
-Εκείνο το κόκκινο. Σε είχα δει, σε έβλεπα κάθε χειμώνα.
Τίναξε απότομα το χέρι του που κρατούσα το μανίκι και έπεσα κάτω μέσα στα νερά στο πλακόστρωτο της εκκλησίας. Έκανε να φύγει, τον άρπαξα από το πόδι.
- Δε θα φύγεις, θα μου πεις τι έγινε το άλογο.
Η επιμονή μου τον ξάφνιασε.
Τα μάτια του ήταν κόκκινα από θυμό.
- Πώς τολμάς να με ρωτάς για το άλογο; Επειδή εσύ και οι άλλοι μου δίνετε ένα πιάτο φαγητό, νομίζεις πως μπορείς να μάθεις για τη ζωή μου; Επειδή με βλέπεις να σέρνομαι κάθε μέρα με όλη την αθλιότητά μου εδώ σε τόπους μίζερης ευσπλαχνίας, νομίζεις πως έχεις το δικαίωμα να μου μιλάς για το άλογο.
Σηκώθηκα. Τα νερά της βροχής είχαν μουσκέψει τα ρούχα μου.
- Γιατί ξαφνιάζεσαι Χαράλαμπε; Αν είχες ακόμα το άλογο, ούτε το όνομά σου θα ήξερα, ούτε θα σε ρωτούσα για τίποτα.
Και δεν είχε το βλέμμα μου θράσος ούτε η φωνή μου επίκριση αλλά σίγουρα είχε θυμό.
- Για λέγε λοιπόν.
- Άκου, επειδή εσύ μπορείς να φύγεις από δω, το βλέπω, και σου λέω φύγε, μην ξανάρθεις εδώ σ’ αυτό το υπόγειο, εξ’ άλλου το ξέρεις πως ο Χριστός δεν έκανε ποτέ ελεημοσύνη, δεν αγάπησε ποτέ τους επαίτες, μην τον προσβάλλεις, μην ξανάρθεις εδώ. Και ξεκίνησε να φύγει.
- Πες μου για το άλογο, Χαράλαμπε.
Προχωρούσε και μίλαγε, δεν ήθελε να με κοιτάζει.
- Το άλογο είναι ελεύθερο. Εγώ το άφησα στα βουνά.
- Μα τα βουνά μας έχουν λύκους.
- Το ξέρω και κάποια στιγμή, όταν χρειαστεί θα πολεμήσει για την ελευθερία του. Εγώ φοβήθηκα τα βουνά, το ακούς; Φοβήθηκα τα βουνά. Κανείς δεν μου έχει μιλήσει για το άλογο. Κι εσύ φύγε, φύγε από τούτον τον χώρο κι αν κάποτε με ξαναδείς, να κάνεις πως δεν με ξέρεις.
Η βροχή έπεφτε δυνατή κι εκείνος όλο και καμπούριαζε καθώς περπατούσε , όλο και χαμήλωνε το κορμί του σαν να τον βάραινε το νερό της βροχής.
Οι άλλες γυναίκες, όταν με είδαν να μπαίνω στάζοντας νερά, μου είπαν:
- Μα σου το είχαμε πει πως είναι τρελός .
- Τρελός δεν είναι αυτός, τρελοί είμαστε 'μεις που τους μοιράζουμε φαγητά αντί να τους δείχνουμε τα βουνά.
Πήρα την τσάντα μου κι έφυγα κι εγώ μέσα στη βροχή.
Δυο λόγια για τη συγγραφέα
Γεννήθηκε το 1955 στην Τρυγόνα Καλαμπάκας στη Θεσσαλία. Σπούδασε ελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει γράψει τα βιβλία «Οι λεηλάτες του μεσημεριού» (2018), «Τι χορούς να χορέψω» (2019) και «Η κόρη και η νύχτα» (2023).
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.