ΣΗΜΕΡΑ
Δεν κατάλαβε καν πώς πέρασαν οι δύο αυτές ώρες. Ήταν 17 Μαΐου, 19:15 το απόγευμα. Καθόταν σε μια καρέκλα στη μέση του κάτασπρου διαδρόμου.
Της Ιακωβίνας Κιολέογλου
Κοιτούσε τον τοίχο απέναντι της, χωρίς να καταλαβαίνει τι γίνεται γύρω της. Ενώ οι δείκτες του ρολογιού είχαν κάνει δυο φορές τον γύρο από τον αριθμό 1 μέχρι 12 και στην πραγματικότητα ο χρόνος προχωρούσε μπροστά, αυτή ένιωθε ότι τα πάντα είχαν σταματήσει.
5 ΜΗΝΕΣ ΠΡΙΝ
Αν και όχι μεγάλο ή καινούριο, το σπίτι της Μαργαρίτας ήταν πανέμορφο, γεμάτο χρωματιστά λουλούδια και καταπράσινα δέντρα, λες και είχε βγει από κάποιο παραμύθι.
Στις 11:00 ακριβώς ήταν εκεί. Μόλις έφτασε, πήγε κατευθείαν στον πίσω κήπο που σχεδόν πάντα συνήθιζαν να συχνάζουν οι δυο φίλες. Είχε δύο μεγάλες πολυθρόνες, ένα τραπέζι και τα δέντρα ήταν γεμάτα με λαμπάκια. Από την ανυπομονησία της να δει τη Μαργαρίτα, η Λουίζα άρχιζε να τρέχει προς το μέρος της, μέχρι που ξαφνικά σταμάτησε. Αντί να δει την κολλητή της γεμάτη χαρά και καλή διάθεση, την είδε να κάθεται με τα γόνατα κολλημένα στο στήθος της ακούγοντας μουσική, να κοιτάει τα δέντρα του κήπου της με τις σκέψεις της χαμένες κάπου πολύ μακριά. Τόσο μακριά, που χρειάστηκε η Λουίζα να πιάσει και να κουνήσει λίγο το χέρι της Μαργαρίτας ώστε να καταλάβει ότι δεν ήταν μόνη της πια, αλλά είχε έρθει η φίλη της.
Ένιωσε τα πόδια της να τρυπιούνται από εκατοντάδες καρφάκια... Και αυτό ήταν το μόνο πράγμα που αισθάνθηκε από τη στιγμή που ο χρόνος για αυτήν σταμάτησε.
ΣΗΜΕΡΑ
Ήταν 19:30. Μια νοσοκόμα την πλησίασε .
«Αγάπη μου, ήρθαν να σε πάρουν οι γονείς σου» είπε η νοσοκόμα.
Λες και δεν ακούστηκε τίποτα, συνέχισε να κοιτάει τους δείκτες του ρολογιού που τώρα κόντευαν να ολοκληρώσουν τον τρίτο κύκλο.
«Αγάπη μου, το ξέρω ότι είναι δύσκολο, αλλά όση περισσότερη ώρα κάθεσαι εδώ και κοιτάς προς τα εκεί, τόσο χειρότερα θα αισθάνεσαι... Ήρθαν οι γονείς σου να σε πάρουν, δεν επιτρέπεται να μπουν εδώ, είναι ώρα να φύγεις».
Ίσα-ίσα άκουσε τις τελευταίες τέσσερις λέξεις που της είπε η νοσοκόμα και, σαν να ήταν ένα μηχάνημα χωρίς συναισθήματα, μετά από ουσιαστικά ώρες κατάφερε να σηκωθεί. Ένιωσε τα πόδια της να τρυπιούνται από εκατοντάδες καρφάκια... Και αυτό ήταν το μόνο πράγμα που αισθάνθηκε από τη στιγμή που ο χρόνος για αυτήν σταμάτησε. Δεν είπε ούτε μια λέξη στη νοσοκόμα. Έφτασε στο αμάξι των γονιών της, άνοιξε την πόρτα, μπήκε, κάθισε, έκλεισε την πόρτα και χωρίς να ανταλλάξει ούτε μια κουβέντα με κανέναν, συνέχισε να βουλιάζει μέσα στο μυαλό της.
5 ΜΗΝΕΣ ΠΡΙΝ
«Μαργαρίτα, σου έφερα καφέ με καραμέλα όπως σου αρέσει».
Η Μαργαρίτα συνέχισε να κοιτάει τα δέντρα, χαμένη κάπου μακρυά.
«Μαργαρίτα... Μαργαρίτα! Μίλα μου! Τι έπαθες; Μη με αγχώνεις» είπε η Λουίζα χωρίς να καταλαβαίνει τι είχε πάθει η κολλητή της.
Μετά από 5 λεπτά περίπου, σαν να προσγειώθηκε πίσω από τον πλανήτη όπου ταξίδευαν οι σκέψεις της, η Μαργαρίτα συνειδητοποίησε ότι είχε έρθει η Λουίζα. Για πρώτη φορά μετά από κάτι που της φαινόταν σαν χρόνια γύρισε το κεφάλι της και, αντί να κοιτάει τα δέντρα, αυτή τη φορά κοίταξε το πρόσωπο της Λουίζας.
Η Λουίζα έμεινε άφωνη. Είχε να δει τη Μαργαρίτα γύρω στις δυο βδομάδας γιατί είχε πάει διακοπές με τους γονείς της, αλλά δεν πίστευε στα μάτια της όταν αντίκρισε την κολλητή της. «Είναι δυνατόν να αλλάξει κάποιος τόσο πολύ μέσα σε μόνο 14 μέρες;», αναρωτήθηκε. Η Μαργαρίτα ήταν χλωμή, με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια της και ένα σώμα αγνώριστο. Δεν την είχε ξαναδεί ποτέ σε τέτοια κατάσταση στα 7 ολόκληρα χρόνια φιλίας τους.
«Μαργαρίτα... Τι...» ξεκίνησε να μιλάει η Λουίζα, αλλά δυσκολεύτηκε στο να τελειώσει την πρότασή της.
«Μαργαρίτα μου, τι έγινε;» τη ρώτησε.
«Σε παρακαλώ, μίλα μου, μην με τρομάζεις» είπε γεμάτη φόβο η Λουίζα.
Με τον τρόπο που της μιλούσε όμως τώρα η Μαργαρίτα, η Λουίζα άρχιζε να σκέφτεται ότι μπορεί να είχε προκύψει κάτι πιο σοβαρό από το στρες του σχολείου.
Η Μαργαρίτα κοιτούσε την κολλητή της στα μάτια και άρχισε να κλαίει. «Δεν μπορώ να μην της το πω... Το ξέρω εδώ και δυο εβδομάδες και δεν της έχω πει τίποτα. Της είπα ψέματα ότι πήγα διακοπές, ενώ κάτι πολύ πιο σημαντικό συνέβη. Πρέπει να της το πω» σκέφτηκε, «αλλά πώς; Πώς, χωρίς να την πονέσω;» αναρωτήθηκε.
«Λουίζα...» είπε χαμηλόφωνα. «Πρέπει να σου πω κάτι και δεν είμαι σίγουρη για το πώς θα το πάρεις...».
«Με αγχώνεις πάρα πολύ. Τι έχει συμβεί;» ρώτησε η Λουίζα.
«Πριν δυο εβδομάδες ήρθαν τα αποτελέσματα των εξετάσεών μου» είπε η Μαργαρίτα με όσο περισσότερη ψυχραιμία μπορούσε.
Η Λουίζα γνώριζε ότι η Μαργαρίτα εδώ και κάποιους μήνες δεν τα πήγαινε και πολύ καλά με την υγεία της. Κουραζόταν πολύ εύκολα και συχνά πονούσαν τα κόκκαλά της και έχανε σταδιακά αρκετό βάρος. Παρ’ όλα αυτά, πίστευε πως ήταν απλά από το άγχος για τις πανελλαδικές του Ιουνίου και την πίεση με το διάβασμα. Της είχε πει πως με το που αρχίσουν οι διακοπές, οι δικοί της είχαν κλείσει ραντεβού σε διάφορους γιατρούς για να πάει να κάνει εξετάσεις. Με τον τρόπο που της μιλούσε όμως τώρα η Μαργαρίτα, η Λουίζα άρχιζε να σκέφτεται ότι μπορεί να είχε προκύψει κάτι πιο σοβαρό από το στρες του σχολείου.
«Α...» είναι το μόνο που μπόρεσε να πει η Λουίζα.
«Ναι... Και τα αποτελέσματα δεν ήταν τόσο καλά...» είπε η Μαργαρίτα.
«Τι εννοείς 'δεν ήταν τόσο καλά';» ρώτησε η Λουίζα.
Η Μαργαρίτα δυσκολεύτηκε να απαντήσει και δεν είπε τίποτα για κάποια δευτερόλεπτα, απλά την κοιτούσε στα μάτια.
«Λουίζα, έχω λευχαιμία... σε προχωρημένο στάδιο» κατάφερε να πει η Μαργαρίτα.
Η Λουίζα έμεινε άφωνη, δεν ήξερε τι να πει. Το μόνο που κατάφερε να κάνει είναι να αγκαλιάσει την κολλητή της. Μετά από 5 λεπτά που ήταν αγκαλιά χωρίς να καταφέρει ακόμα να επεξεργαστεί καλά-καλά τι της είπε μόλις πριν λίγα λεπτά η Μαργαρίτα, της είπε:
«Ό,τι και να γίνει, θα το ξεπεράσουμε μαζί όπως πάντα».
«Λουίζα, αυτό δεν ξεπερνιέται. Ο γιατρός μου έδωσε το πολύ 5 μήνες ακόμα...».
ΣΗΜΕΡΑ
Έφτασε σπίτι της στις 19:45. Βγήκε από το αυτοκίνητο, έκλεισε την πόρτα και άρχιζε να περπατάει προς την εξώπορτα. Σταμάτησε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε να μπει μέσα, και ενώ ψυχολογικά πίστευε ότι ήταν έτοιμη, για κάποιο λόγο το σώμα της δεν την άφησε να κουνηθεί ούτε ένα εκατοστό. Αποφάσισε να πάει να περπατήσει. Ενημέρωσε τους γονείς της. Έβαλε τα ακουστικά της. Επέλεξε ένα τραγούδι και άρχισε να περπατάει χωρίς να έχει κάπου συγκεκριμένα να πάει. Η ώρα πήγε 20:30. Βρέθηκε απέναντι από το παραμυθένιο σπίτι της γειτονιάς της. Ξαφνικά ένιωσε την αναπνοή της να σταματάει.
3 ΜΗΝΕΣ ΠΡΙΝ
Είχαν περάσει 2 μήνες από τότε που η Λουίζα έμαθε για τα αποτελέσματα των εξετάσεων της Μαργαρίτας.
Μετά από πολύ κλάμα και αγκαλιές, εκείνη την μέρα είχαν αποφασίσει πως αυτούς τους 5 μήνες που τους είχαν μείνει να είναι μαζί θα έκαναν τα πάντα ώστε να ήταν οι καλύτεροι μήνες της ζωής της Μαργαρίτας. Είχαν βγάλει πρόγραμμα με διάφοραα πράγματα που ήθελαν να κάνουν με βάση τις επιθυμίες της Μαργαρίτας και έτσι κάθε μέρα πραγματοποιούσαν και τουλάχιστον από μία.
Όσο περνούσε ο καιρός όμως, η Μαργαρίτα άρχιζε να νιώθει όλο και χειρότερα, με αποτέλεσμα σιγά-σιγά να δυσκολεύεται να κάνει το οτιδήποτε.
ΣΗΜΕΡΑ
Είχε άπειρες χαρούμενες αναμνήσεις σε αυτό το σπίτι με το πιο αγαπημένο άτομο που είχε στη ζωή της, όμως τώρα καθώς το πλησίαζε μπορούσε να σκέφτεται μόνο την χειρότερη ανάμνηση από όλες. Την ανάμνηση αυτή που πριν λίγες ώρες άλλαξε τη ζωή της χωρίς τη δυνατότητα γυρισμού.
2 ΜΕΡΕΣ ΠΡΙΝ
Τον τελευταίο μήνα η Μαργαρίτα δυσκολευόταν να περπατήσει και να αναπνεύσει φυσιολογικά. Έτσι, μετά από κάποιες επισκέψεις του γιατρού, της είχε συστηθεί να μείνει σπίτι και να ξεκουράζεται όσο περισσότερο μπορούσε. Προφανώς και αυτό δεν σταμάτησε τη Λουίζα από το να επισκέπτεται και να περνάει χρόνο με την κολλητή της. Έτσι αυτό το Σαββατοκύριακο είχαν αποφασίσει πως η Λουίζα θα κοιμόταν στο σπίτι της Μαργαρίτας για να δουν μαζί όλες τις αγαπημένες ταινίες τους.
Είχαν βγάλει συγκεκριμένο πρόγραμμα για το ποια ταινία θα δουν και πότε. Έτσι ξεκίνησαν από τις κωμωδίες. Η μαμά της Μαργαρίτας τους έφερε βάφλες με παγωτό και σιρόπι καραμέλας που αγαπούσαν και οι δυο τόσο πολύ. Έτρωγαν, γελούσαν ασταμάτητα και μιμούνταν κάποιους χαρακτήρες από τις ταινίες που έβλεπαν. Ήταν μια από της καλύτερες μέρες που είχαν περάσει μαζί.
ΣΗΜΕΡΑ
Χωρίς να χτυπήσει την πόρτα ή να ενημερώσει κάποιον ότι είχε έρθει, πήγε κατευθείαν στον πίσω κήπο. Έκατσε στην πολυθρόνα με τα πόδια της κολλημένα στο στήθος και κοίταξε τα δέντρα που βρίσκονταν απέναντί της.
Ό,τι και αν γίνει στο μέλλον, θέλω να μου υποσχεθείς ότι δεν θα αλλάξεις ποτέ και για κανέναν, γιατί αλήθεια είσαι πανέμορφη μέσα-έξω.
7 ΩΡΕΣ ΠΡΙΝ
Η ώρα ήταν 12 το μεσημέρι. Είχαν περάσει το διήμερο βλέποντας όλες τις ταινίες που είχαν προγραμματίσει και, αφού τελείωσαν, αποφάσισαν να βγάλουν κάποιες φωτογραφίες και βίντεο που ήταν μαζί. Η Μαργαρίτα επέμενε να βγάλουν όσες περισσότερες γινόταν. Όταν τελείωσαν, λες και το αισθανόταν ότι κάτι επρόκειτο να συμβεί, η Μαργαρίτα είπε:
«Λουίζα...»
«Ναι;» απάντησε.
«Σε ευχαριστώ για όλα. Είσαι πραγματικά η καλύτερη φίλη που θα μπορούσα να έχω ποτέ. Ό,τι και αν γίνει στο μέλλον, θέλω να μου υποσχεθείς ότι δεν θα αλλάξεις ποτέ και για κανέναν, γιατί αλήθεια είσαι πανέμορφη μέσα-έξω. Μου έχεις σταθεί στην πιο μεγάλη πρόκληση που χρειάστηκε να αντιμετωπίσω στην ζωή μου και είμαι πραγματικά ευγνώμων. Αντί να με αφήσεις να μαραθώ σαν ένα λουλούδι, μου έδωσες το κίνητρο να ανθίσω. Σε αγαπάω πάρα πολύ, απλά να το θυμάσαι» είπε η Μαργαρίτα.
«Τι σε έπιασε τώρα καλέ;» είπε γελώντας η Λουίζα. «Πάντως, ό,τι και αν είναι αυτό, σε αγαπώ και εγώ πολύ και σου το υπόσχομαι ότι δεν θα αλλάξω ποτέ και για κανέναν».
«Χαίρομαι. Τώρα πάω να ξαπλώσω λίγο επειδή νιώθω λίγο κούραση και αδυναμία» είπε η Λουίζα με ένα αχνό χαμόγελο να εμφανίζεται στο πρόσωπό της.
2 ΩΡΕΣ ΠΡΙΝ
«Η Μαργαρίτα κοιμάται εδώ και 5 ώρες. Μήπως να πάμε να δούμε αν όλα είναι καλά;» ρώτησε η Λουίζα τη μαμά της Μαργαρίτας.
«Ναι, πάμε, αν και είμαι σίγουρη ότι όλα είναι καλά. Απλά μάλλον από τον ενθουσιασμό της γι’ αυτό το διήμερο δεν συνειδητοποίησε πόσο είχε κουραστεί ο οργανισμός της» είπε η μαμά της Μαργαρίτας.
Η Μαργαρίτα δεν ανέπνεε. Είχε κλειστά μάτια, φορούσε την αγαπημένη της πιτζάμα και ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της τυλιγμένη με το πάπλωμά της. Φαινόταν τόσο ήρεμη, με αυτό το αχνό χαμόγελο στο πρόσωπό της, όμως όταν πήγε να μετρήσει τους παλμούς της, η μαμά της δεν μπόρεσε να ακούσει ούτε έναν. Άρχισαν να πανικοβάλλονται. Κάλεσαν το 166. Ήρθε το ασθενοφόρο. Η μαμά της Μαργαρίτας έκλαιγε. Η Λουίζα έλεγε από μέσα της ότι «όλα είναι καλά, απλά μάλλον η μαμά της Μαργαρίτας δεν ξέρει να μετράει παλμούς». Την πήρε το ασθενοφόρο. Η Λουίζα μαζί με τους γονείς της Μαργαρίτας ακολούθησαν πίσω με το αυτοκίνητό τους. Έτρεξαν να μπουν στο νοσοκομείο. Έκατσαν στις καρέκλες του κάτασπρου διαδρόμου. Περίμεναν. Ήρθε ο γιατρός και είπε: «Συγγνώμη, δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι, αλλά έφυγε χωρίς πόνο στον ύπνο της. Τα συλλυπητήριά μου».
ΣΗΜΕΡΑ
Κοιτούσε τα δέντρα. Η πρόταση του γιατρού και το κλάμα των γονιών της Μαργαρίτας είναι το τελευταίο πράγμα που θυμάται να ακούει καθαρά. Δεν είχε κλάψει. Δεν είχε βγει ούτε μια σταγόνα από τα μάτια της. Δεν πονούσε. Δεν ένιωθε τον χρόνο να περνάει. Δεν ένιωθε τίποτα. Η μέρα που φοβόταν περισσότερο από όλες είχε φτάσει, παρ’ όλα αυτά δεν ένιωθε ότι ήταν αληθινό αυτό που ζούσε. Δεν έκανε κάτι, απλά περίμενε να «ξυπνήσει» από το τραγικό όνειρο στο οποίο είχε παγιδευτεί.
Η ώρα ήταν 22:30. Όλα είχαν σκοτεινιάσει. Κοιτούσε το φεγγάρι. Από τη στιγμή που έφτασε δεν είχε κουνηθεί. Ξαφνικά ένιωσε ότι κάποιος την πλησίασε. Τρόμαξε. Γύρισε το κεφάλι της. Ήταν η μαμά της Μαργαρίτας.
«Τι ώρα θα έρθει η Μαργαρίτα;» ρώτησε η Λουίζα.
Η μαμά της Μαργαρίτας, ανήμπορη να βγάλει έστω και μια λέξη μέσα από το στόμα της, απλά κοίταξε την Λουίζα στα μάτια και άρχιζε να δακρύζει.
«Κυρία Κατερίνα, τι ώρα θα έρθει η Μαργαρίτα;» ξαναρώτησε η Λουίζα με λίγο μεγαλύτερη ανησυχία στον τόνο της φωνής της αυτή τη φορά.
«Λουίζα, αγάπη μου, η Μαργαρίτα δεν θα έρθει» είπε σπαράζοντας ακόμα περισσότερο στο κλάμα η κυρία Κατερίνα.
Η Λουίζα κοίταξε στα μάτια τη μαμά της πολυαγαπημένης φίλης της και εκείνη την στιγμή είναι που συνειδητοποίησε ότι οι τελευταίες ώρες δεν ήταν ένας εφιάλτης αλλά η πραγματικότητα. Και τότε είναι που ένιωσε όλα τα συναισθήματα μαζί. Ένιωσε τα πάντα. Στην αρχή ήταν μια βαθιά μαχαιριά στο στήθος που ο πόνος της εξαπλωνόταν γρήγορα σε όλο της το σώμα. Μετά κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να μιλήσει, δεν μπορούσε να κουνηθεί. Έχασε την αναπνοή της πάλι, αλλά αυτή τη φορά αντί να πάρει μια βαθιά ανάσα άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Να κλαίει όσο δεν είχε ξανακλάψει στη ζωή της.
2 ΜΗΝΕΣ ΜΕΤΑ
Είχαν περάσει 61 μέρες από τότε που έφυγε η Μαργαρίτα. Οι πρώτες ήταν από τις χειρότερες μέρες της ζωής της. Δεν έτρωγε. Δεν μιλούσε. Δεν άλλαζε ρούχα. Απλά κοιτούσε έξω.Το πρωί τα καταπράσινα δέντρα, και το βράδυ το φεγγάρι. Ήταν τα μόνα πράγματα που κατά έναν περίεργο τρόπο την έκαναν να νιώθει έστω και λίγη γαλήνη και της θύμιζαν την κολλητή της.
Ο πόνος δεν θα φύγει ποτέ εντελώς, απλώς με τον χρόνο θα μειώνεται.
Αποφάσισε να πάει για περπάτημα. Ετοιμάστηκε. Βγήκε από το σπίτι κι άρχισε να περπατάει. Στον δρόμο της πέρασε μπροστά από ένα ανθοπωλείο και είδε μια ανθοδέσμη από μαργαρίτες. Σκέφτηκε την κολλητή της. Σκέφτηκε τη μαμά της κολλητής της. Συνειδητοποίησε ότι είχε να την δει από εκείνο το βράδυ στον πίσω κήπο. Χωρίς να καταλάβει καλά-καλά τι κάνει, μπήκε στο ανθοπωλείο, αγόρασε το μπουκέτο με τις μαργαρίτες και πήγε προς το παραμυθένιο σπίτι. Χτύπησε την πόρτα.
«Λουίζα;» είπε με συγκίνηση και έκπληξη η κυρία Κατερίνα.
«Γεια σας... Τι κάνετε; Πώς είστε;» ρώτησε η Λουίζα.
«Προσπαθώ, αγάπη μου» είπε η μαμά της Μαργαρίτας.
«Βγήκα να περπατήσω και πέρασα από ένα ανθοπωλείο και είδα αυτά και την σκέφτηκα. Και μετά σκέφτηκα και εσάς και το πόσο εγωίστρια είμαι που έχω να σας επισκεφτώ από τότε που...» είπε η Λουίζα.
«Μαργαρίτες... Είναι πανέμορφα, σε ευχαριστώ πολύ Λουίζα μου και σε παρακαλώ μην στεναχωριέσαι για εμένα, δεν έκανες κάτι λάθος. Μην αγχώνεσαι, και εσύ περνούσες μια πολύ δύσκολη περίοδο» είπε με ένα δάκρυ να κυλάει από το ένα μάτι της η μαμά της Μαργαρίτας.
«Νιώθω ότι αυτός ο πόνος δεν θα φύγει ποτέ και δεν ξέρω για πόσο ακόμα θα μπορώ να τον αντέξω» εξομολογήθηκε η Λουίζα στην κυρία Κατερίνα.
«Ο πόνος δεν θα φύγει ποτέ εντελώς, απλώς με τον χρόνο θα μειώνεται. Εσύ όμως έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου και πρέπει να τη ζήσεις. Εξάλλου αυτό είναι που θα ήθελε και εκείνη για εσένα. Αν και δεν είναι εδώ μαζί σου να σου μιλήσει, να σου δώσει κάποια συμβουλή ή να σε κάνει να γελάσεις, απλά σκέψου ότι κάθε φορά που βλέπεις τα λουλούδια να ανθίζουν, τα δέντρα να χορεύουν μαζί με τον άνεμο και το φεγγάρι να λάμπει μέσα στο σκοτάδι, είναι η Μαργαρίτα που σου θυμίζει τη χαρά και την ομορφιά της ζωής σε όλες τις καταστάσεις, καθώς και να σου δίνει κίνητρο να προχωράς μπροστά».
Δυο λόγια για τη συγγραφέα
Η Ιακωβίνα Κιολέογλου γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 2005, κι έχει καταγωγή από τη Σμύρνη και την Ουκρανία. Είναι μαθήτρτια της τρίτης λυκείου.
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.