Δεν θυμάμαι πότε άρχισα να υποφέρω από αϋπνίες, πρέπει να έχουν περάσει τρία ή τέσσερα χρόνια. Την πρώτη φορά που μου συνέβη είχα πέσει στο κρεβάτι ξεθεωμένος, νύσταζα και με πήρε αμέσως ο ύπνος, όμως στις δύο μετά τα μεσάνυχτα ακριβώς πετάχτηκα επάνω έντρομος με την καρδιά μου να βροντάει στο στήθος. [Στην κεντρική εικόνα, έργο της Lucia Simone].
Του Βασίλη Τσαλή
Σκέφτηκα ότι είχα δει εφιάλτη και δεν τον θυμόμουν, ήπια ένα ποτήρι νερό και άλλαξα πλευρό. Όμως όσο κι αν στριφογύριζα, δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι μέχρι το πρωί. Το ίδιο έγινε και την επόμενη νύχτα και τη μεθεπόμενη, μόνο που πλέον δεν πεταγόμουν έντρομος με ταχυπαλμία, απλώς ξυπνούσα και έμενα άγρυπνος μέχρι το πρωί. Τώρα πια δεν αντιστέκομαι, έχω παραδοθεί στην αϋπνία, σηκώνομαι στις δύο απ’ το κρεβάτι, παίρνω δίπλα μου ένα ποτήρι νερό και κάθομαι στην πολυθρόνα που έχω μόνιμα τοποθετημένη μπροστά στην μπαλκονόπορτα με σβηστό το φως. Αφήνω τα παντζούρια ανοιχτά και στυλώνω το βλέμμα μου στον δρόμο. Συνήθως δεν περνάει ψυχή και αυτή η ακίνητη ησυχία με γαληνεύει, χωρίς να μου φέρνει ύπνο. Ίσως με παίρνει ο ύπνος για λίγο, αλλά ποτέ δεν κοιμάμαι τόσο βαθιά ώστε να χάσω την επαφή με το περιβάλλον γύρω μου. Κοιμάμαι σαν ποντίκι ή σαν λαγός. Μου είπαν να πάρω ένα κατοικίδιο ζώο, ένα σκύλο κατά προτίμηση, αλλά σκέφτομαι ότι, όπως φαίνεται, τα έχω φάει τα ψωμιά μου και ο σκύλος θα ζήσει περισσότερα χρόνια από εμένα. Θα το εγκαταλείψω το φτωχό ζωντανό, μπορεί στο μεταξύ να μ’ έχει αγαπήσει και δεν ξέρω τι θα απογίνει χωρίς εμένα κι αυτό με φέρνει σε απελπισία.
Το ξημέρωμα με βρίσκει στην ίδια θέση στην πολυθρόνα. Φέτος ένα ζευγάρι κοτσύφια έχουν φτιάξει τη φωλιά τους κάπου εδώ κοντά. Έρχονται με το πρώτο φως και τσιμπολογάνε στο γρασίδι. Κάπου-κάπου σηκώνουν το κεφάλι και με κοιτάζουν λοξά, καχύποπτα, αλλά με αξιοπρέπεια, έτσι μου φαίνεται, «με αξιοπρέπεια» λέω μέσα μου, «όταν έχεις κοιμηθεί καλά, έχεις αξιοπρέπεια». Έχουν συνηθίσει την παρουσία μου. Το γρασίδι είναι υγρό και μερικές φορές έχω τη διάθεση να βγω κι εγώ έξω και ν’ αρχίσω να τσιμπολογάω ή μάλλον να δαγκώνω μεγάλες μπουκιές χώμα και γρασίδι. Θα ήταν αστείο να προσπαθώ να τσιμπολογήσω χωρίς ράμφος.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά έχω την εντύπωση ότι αυτός ευχαριστιέται να την τυραννάει.
Στις επτά παρά τέταρτο κάθε πρωί, βγαίνει από την εξώπορτα της απέναντι πολυκατοικίας το ζευγάρι που μένει στον έκτο. Ο παραπληγικός άντρας, καθηλωμένος σε αναπηρικό αμαξίδιο, μόλις κατεβαίνει από τη ράμπα στον δρόμο, αναπτύσσει μεγάλη ταχύτητα και χάνεται μπροστά. Η γυναίκα του, όπως υποθέτω, δίχως να έχω καμία απολύτως ένδειξη ότι είναι πράγματι η γυναίκα του, γύρω στα σαράντα με θαμπά ξανθά μαλλιά και πολύ χλομό πρόσωπο, ακολουθεί όσο πιο γρήγορα της επιτρέπει η δική της αναπηρία. Τώρα που το σκέφτομαι, θα μπορούσε να είναι απλώς η οικιακή βοηθός ή ακόμη και η αδελφή του. Το αριστερό της πόδι είναι εντελώς εξαρθρωμένο στο ισχίο κι όταν την κοιτάζεις από πίσω, μοιάζει με μαριονέτα που έχουν σπάσει οι κλωστές της έτσι όπως τινάζει το πόδι, λυγίζει άγαρμπα τη μέση της και ανεμίζει τα χέρια της διατηρώντας ένα είδος αλλόκοτης ισορροπίας. Δεν ξέρω γιατί, αλλά έχω την εντύπωση ότι αυτός ευχαριστιέται να την τυραννάει. Επιστρέφουν ύστερα από μιάμιση ώρα. Πρώτα αυτός και πολύ αργότερα εκείνη, ασθμαίνοντας. Δυο φορές τη βδομάδα η γυναίκα επιστρέφει στο σπίτι κουβαλώντας σακούλες με ψώνια και τα χέρια της φυσικά δεν ανεμίζουν, αλλά το βάδισμά της, ίσως επειδή δεν ανεμίζει τα χέρια της, είναι ακόμη πιο αλλόκοτο. Δεν τους έχω ακούσει ποτέ να μιλάνε μεταξύ τους ή με άλλους ανθρώπους.
Προχθές το βράδυ καθόμουν, ως συνήθως, στην πολυθρόνα μου. Τα χέρια πλεγμένα μπροστά μου, αποφεύγω να τα ακουμπάω στα μπράτσα της πολυθρόνας, και τα πόδια μου μαζεμένα κοντά το ένα στο άλλο. Προσπαθώ να μειώσω την επιφάνειά μου, λέω μέσα μου. Όπως συρρικνώνεται η σταγόνα του νερού πάνω στο καυτό μάτι της κουζίνας για να καθυστερήσει όσο γίνεται την εξάτμισή της. Πρέπει να με είχε πάρει ο ύπνος για λίγο, όταν με ξύπνησε ένας πνιχτός γδούπος. Ακούω τον παραμικρό θόρυβο, δεν τους ξεχωρίζω πάντα τους θορύβους, αλλά τους ακούω όλους. Ο θόρυβος που με καθησυχάζει περισσότερο είναι το νερό της βροχής που πέφτει στο στόμιο της υδρορροής.
Κοίταξα από συνήθεια την ώρα, ήταν τρεις παρά τέταρτο, πήρα την αστυνομία. «Ένας άνθρωπος έπεσε από ψηλά έξω από την είσοδο της απέναντι πολυκατοικίας».
Σηκώθηκα και την είδα πεσμένη μπρούμητα στο πλακόστρωτο, στην είσοδο της απέναντι πολυκατοικίας. Φορούσε φούστα και ήταν ξυπόλητη. Το άσπρο βαμβακερό μπλουζάκι της είχε μαζευτεί ψηλά και φαινόταν η πλάτη της. Το δέρμα της ήταν εκτυφλωτικά λευκό, τα θαμπά ξανθά μαλλιά ήταν απλωμένα γύρω απ’ το κεφάλι της. Κοίταξα από συνήθεια την ώρα, ήταν τρεις παρά τέταρτο, πήρα την αστυνομία. «Ένας άνθρωπος έπεσε από ψηλά έξω από την είσοδο της απέναντι πολυκατοικίας». «Δεν ξέρω από πόσο ψηλά». «Όχι δεν ξέρω αν είναι ατύχημα ή αν τον έσπρωξαν». «Όχι, δεν ξέρω! Μπορεί να ζει μπορεί και να μην ζει». «Δεν ξέρω! Έχει σημασία αν είναι άντρας ή γυναίκα;». Λίγα λεπτά αργότερα έφτασαν δύο δικυκλιστές της αστυνομίας και αμέσως μετά ένα ασθενοφόρο. Οι τραυματιοφορείς κατέβηκαν, γονάτισαν και άρχισαν να ψηλαφούν το ακίνητο σώμα. Ύστερα το σκέπασαν με ένα σεντόνι. Σηκώθηκα από την πολυθρόνα και πήγα στο κρεβάτι. Στύλωσα τα μάτια μου στο ταβάνι και πέρασα έτσι όλη την υπόλοιπη νύχτα.
Ούτε χθες κατάφερα να κοιμηθώ μετά τις δύο η ώρα, ούτε και σήμερα. Σκέφτομαι ότι μπορεί να είχε προσπαθήσει κι άλλη φορά και το μόνο που κατάφερε τότε ήταν να εξαρθρώσει το ισχίο της. Αυτή τη φορά τα κατάφερε.
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Βασίλης Τσαλής γεννήθηκε και τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στον Βόλο. Έζησε και σπούδασε και εργάστηκε στο Δ. Βερολίνο από το 1979-1985. Συνέχισε τις σπουδές του στην Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, απ' όπου έλαβε μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών εκπονώντας εργασία με θέμα Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός και η διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας. Έχει μεταφράσει έργα των Franz Kafka, Georg Trakl, Thomas Bernhard, Ingeborg Bachmann, Hans Magnus Enzensberger. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.