Κάθε μέρα τα ίδια. Η αυλή πάλι γέμισε σύκα. Η συκιά τους έχει βγάλει πολλά φέτος. Αμέτρητα σύκα. [Στην κεντρική εικόνα, έργο της Begoña Morton].
Της Σοφίας Παπαδημητρίου
Δεν μπορώ να βγω στην αυλή. Πατάω πάνω στα σύκα για να βγω στον δρόμο. Της έχω κάνει παρατήρηση, ξέρετε, αμέτρητες φορές. Να κόψει επιτέλους τα κλαριά της συκιάς που βγαίνουν στην αυλή μου. Μα αυτή είναι ανένδοτη. Δεν καταλαβαίνει ότι η αυλή μου έχει γεμίσει σύκα. Το σπίτι είναι μονοκατοικία, μπαίνεις στην αυλή και μετά ανεβαίνεις πέντε σκαλιά τα οποία σε βγάζουν στη βεράντα. Σε αυτό το σπίτι ήρθα όταν διορίστηκα στο νησί. Δίδασκα ως καθηγήτρια στο γυμνάσιο για πολλά χρόνια. Από τότε που ήρθαμε έχουμε τη συκιά μέσα στα πόδια μας. Και δεν είναι ότι με ενοχλούν που πέφτουν τα ώριμα σύκα στην αυλή μου. Είναι που μαζεύονται οι αναθεματισμένες οι σφήκες. Ευτυχώς δεν αγριεύουν. Γλυκαίνονται με τα σύκα. Μα δεν μπορούμε να καθίσουμε στην αυλή. Ούτε πάνω ούτε κάτω. Και ξέρετε, φοβάμαι πολύ τις σφήκες. Σε λίγο θα πεθάνω οπότε δεν πρέπει να φοβάμαι. Αλλά έχω έντονο το αίσθημα του φόβου. Με κατακλύζει. Γιατί να φοβάμαι αφού ξέρω πως θα πεθάνω σε λίγο; Κάθομαι συνέχεια μέσα στο σπίτι. Ευτυχώς από την τζαμαρία βλέπω τι γίνεται έξω. Στη βεράντα όμως. Όχι στην αυλή. Για να δω την αυλή πρέπει να βγω στη βεράντα και για να βγω στη βεράντα πρέπει να ξεπεράσω τον φόβο μου για τις σφήκες. Φοβάμαι να ρίξω νερό γιατί αυτές διψάνε και θα μαζευτούν περισσότερες. Τα πλακάκια της αυλής είναι καλυμμένα με ανοιχτά σύκα. Ίσως πρέπει να πάω βράδυ να τα μαζέψω. Τα βράδια οι σφήκες κοιμούνται. Ίσως αυτό να είναι μια καλή ιδέα.
Τώρα ο σύζυγος έφυγε και τα παιδιά πέθαναν.
Όταν ήρθα σε αυτό το σπίτι ήμουν πολύ νέα. Είχα παιδιά και σύζυγο. Τώρα ο σύζυγος έφυγε και τα παιδιά πέθαναν. Όταν ήταν μικρά μάζευαν τα σύκα που έπεφταν στην αυλή και τα έτρωγαν. Τότε η αυλή ήταν καθαρή. Όταν ξυπνούσαμε το πρωί κουτρουβαλούσαμε τις σκάλες αγουροξυπνημένοι για να φάμε τα σύκα που είχαν παραπέσει στην αυλή μας. Πρώτα ξυπνούσαν τα παιδιά. Μετά εκείνος. Τα αγαπούσε. Τα φρόντιζε. Ήθελε να φυτέψει μια συκιά στον κήπο να έχουμε τα δικά μας σύκα. Μα ήταν τόσο πολλά τα σύκα που παρέπεφταν στην αυλή μας από τη συκιά του γείτονα. Δεν τον άφησα να φυτέψει τη συκιά. Ήθελα η αυλή να διατηρηθεί όσο γίνεται πιο καθαρή. Μου έφταναν τα σύκα του γείτονα. Τα παιδιά δεν τα έτρωγαν μόνο τα σύκα. Τα πετούσαν το ένα στο άλλο σαν πολεμοφόδια. Έπαιζε κι εκείνος μαζί τους. Πέταγε τα σύκα και γελούσε. Είχε ένα περίεργο γέλιο. Σαν να του κοβόταν η αναπνοή, σαν να μούγκριζε. Αργούσε λίγο να συνειδητοποιήσει το αστείο. Μετά ξεσπούσε σε αγκομαχητά και έκανε κύκλους. Δεν ήξερες αν έκλαιγε ή γελούσε. Οι ριγέ ανοιχτόχρωμες πιτζάμες του γίνονταν κόκκινες από τα σύκα που του πετούσαν τα παιδιά. Δεν τον ένοιαζε. Αγχωνόμουν αν θα βγουν οι λεκέδες. Δεν συμμετείχα ποτέ σε αυτόν τον φρουτοπόλεμο με τα σύκα. Τους φώναζα νευριασμένη από το ανοιχτό παράθυρο να σταματήσουν. Να μην μου λερώσουν άλλο την αυλή.
Μια μέρα καθώς έφευγα από το νεκροταφείο μου φάνηκε πως τον είδα.
Μετά έφευγε ο καθένας για τη δουλειά του. Εγώ για το σχολείο, εκείνος για το ωδείο, τα παιδιά στο σχολείο τους. Δεν πήγαινα στο ίδιο σχολείο με τα παιδιά. Εκείνα πήγαιναν δημοτικό ακόμα. Εγώ ήμουν διορισμένη στο γυμνάσιο. Το σχολείο τους ήταν κοντά στο σπίτι και τα αφήναμε να πηγαίνουν μόνα τους. Περνούσαν μόνο έναν μεγάλο δρόμο. Εκεί όπου συνέβη το δυστύχημα. Μετά εκείνος έφυγε. Σηκώθηκε ένα πρωί, έφτιαξε καφέ, ετοίμασε τη βαλίτσα του κι έφυγε. Έτσι. Χωρίς να πει τίποτα. Έκανα πως κοιμόμουν μα τα άκουγα όλα. Ήξερα ότι θα φύγει. Πριν φύγει ανέβηκε πάνω μου και μπήκε μέσα μου χωρίς να πει λέξη. Άκουγα μόνο τον ήχο που έκαναν οι σφήκες καθώς πετούσαν πάνω από τα σύκα. Έχουν περάσει είκοσι χρόνια από τότε. Μια μέρα καθώς έφευγα από το νεκροταφείο μου φάνηκε πως τον είδα. Φορούσε ένα λευκό πουκάμισο καλοσιδερωμένο με ένα ξεθωριασμένο τζιν. Το κορμί του εξακολουθούσε να είναι υπέροχο. Κρατούσε στα χέρια του μια ανθοδέσμη και προχωρούσε αγέρωχος ανάμεσα στα μνήματα. Έτσι μου φάνηκε. Δεν τον πήρα ποτέ τηλέφωνο. Δεν ήθελα να μάθω πού βρίσκεται, πού ζει με ποια ζει. Αν έχει κάνει άλλη οικογένεια. Δεν με ενδιαφέρει κιόλας. Το μόνο που θέλω είναι να απελευθερωθώ από αυτά τα σύκα. Τα σύκα τους.
Δυο λόγια για τη συγγραφέα
Η Σοφία Παπαδημητρίου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Ισπανική Γλώσσα και Πολιτισμό στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο. Σήμερα εργάζεται ως μεταφράστρια.
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.