Σε συνάντησα στο λεωφορείο, ένα μεσημέρι Παρασκευής. Πηγαίναμε και οι δύο στη γενέθλια πόλη μας. Καθίσαμε μαζί, αν και δεν είχαμε διπλανές θέσεις. Είχα να σε δω δεκαπέντε χρόνια. Κεντρική εικόνα: Στιγμιότυπο από την ταινία «What If» (2013).
Της Ουρανίας Κανιούρα
Δεν είχες αλλάξει πολύ. Μερικές αραιές ρυτίδες στις γωνίες των ματιών, το ίδιο περιποιημένο μούσι, οι ίδιες ατίθασες τούφες στα μαλλιά. Σου μετέφερα μια συζήτηση που είχα ακούσει λαθραία, μερικά λεπτά πριν, στην αίθουσα αναμονής του σταθμού μεταξύ ενός άνδρα και μιας γυναίκας. Μιλούσαν για τους σαραντάρηδες, με περισσότερη ένταση η γυναίκα, με κάποιο δισταγμό ο άντρας. Σύμφωνα με τον τελευταίο, χωριζόταν σε δύο κατηγορίες, τους Believers και τους Νon-Believers.
«Σαν να λέμε, τους οραματιστές και τους μη οραματιστές», σου εξήγησα ενώ μέσα μου αναρωτιόμουν τι με ώθησε να μοιραστώ μαζί σου αυτό το τυχαίο απόσπασμα της κουβέντας δύο αγνώστων.
«Δεν πιστεύω σε τέτοιες…», είπες και γελάσαμε κι οι δύο πριν τελειώσεις τη φράση σου, «…σε τέτοιες κατηγοριοποιήσεις. Εσύ, όμως, το πήρες ζεστά, ακόμη προσπαθείς να αποφασίσεις;»
Η έμμεση ερώτησή μου προς εσένα, σκέφτομαι τώρα, ήταν ποιος είχες γίνει μέσα σε αυτά τα δεκαπέντε χρόνια.
Ανασηκώνω τους ώμους σε μια ένδειξη παραίτησης, και σε ακούω να ανακαλείς την τελευταία μας συνάντηση. Ήταν μεσοκαλόκαιρο, εγώ επέστρεφα στο πατρικό μετά από τις διακοπές μου σε κάποιο νησί.
«Στη Μήλο είχες πάει», συμπληρώνεις το κενό στην κοινή μας ανάμνηση «…και μου μιλούσες με θέρμη για εκείνη τη φράση από το βιβλίο του Έκο».
«Έκο; Είσαι σίγουρος πως διάβαζα Έκο;»
«Ναι, είμαι».
«…»
«Το ζουμί της φράσης ήταν πως όσοι διαβάζουν βιβλία, έχουν τη δυνατότητα να ζήσουν ταυτόχρονα πολλές ζωές».
«Ναι, αυτό ακούγεται σαν κάτι που με απασχολούσε στα είκοσι κάτι μου».
«Αλλά όχι πια;»
Να τη πάλι. Η ευθεία επίκριση στην κατά τα άλλα αδιαφοροποίητη φωνή σου. Αν κάτι διασώθηκε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια στην σχέση μας ήταν το ότι προσδοκούσες από εμένα, απαιτούσες σχεδόν, όσος χρόνος κι αν είχε μεσολαβήσει, να σου προσφέρω στο πιάτο την αλήθεια μου. Αδιαμεσολάβητη κι ωμή. «Ό,τι νιώθουμε κι ό,τι σκεφτόμαστε. Αυτό θα λέμε. Όχι σαν εκείνους που άλλα λένε κι άλλα εννοούν», επαναλάμβανες αυστηρά, τονίζοντας κάθε συλλαβή. Στη διάλεκτό σου «εκείνοι» ήταν οι ενήλικες, γονείς, καθηγητές και λοιποί. Και από εκείνους μας χώριζαν έτη φωτός. Σε φώναζα ιεροεξεταστή, μα τώρα που το σκέφτομαι ήσουν κάτι σαν την φωνή της συνείδησής μου.
Μπορούσα να δω σε κάθε πινελιά, την τρυφερότητά σου για εκείνη.
Η ακλόνητη πίστη σου στον εν λόγω κώδικα τιμής, σου επέβαλε να μου ξεφουρνίσεις στη δευτέρα γυμνασίου πως ήσουν ερωτευμένος με την κόρη του διευθυντή. Για τα γενέθλιά της, της ζωγράφισες το πορτραίτο της. Ένα μικρό έργο τέχνης ήταν. Μπορούσα να δω σε κάθε πινελιά, την τρυφερότητά σου για εκείνη. Με τον ίδιο πίνακα κέρδισες τον πρώτο σχολικό διαγωνισμό κι αφοσιώθηκες στo νέο πάθος σου, τη ζωγραφική. Ήδη από τότε σε προόριζαν για την Καλών Τεχνών. Εκείνοι, από τους οποίους «μας χώριζαν έτη φωτός».
Στράφηκα στην ανάγνωση. Μυθιστορήματα, εφημερίδες, κόμικ, οτιδήποτε θα μου επέτρεπε να αφομοιωθώ τις ταυτότητες των χαρακτήρων, να εξαφανιστώ. Λίγο καιρό μετά έγραψα και το πρώτο μου διήγημα. Όλη η αφήγηση ήταν ειπωμένη από μια κοπέλα που βρισκόταν στο εσωτερικό του κεφαλιού ενός άντρα. Έβλεπε μέσα από τα μάτια του, χωρίς όμως αυτό να την εμποδίζει να έχει τη δική της, διαφορετική οπτική. Σου την είχα διαβάσει αυτή την ιστορία. Δεν σου είχε αρέσει, απ’ότι θυμάμαι. «Χαοτική». Αυτή τη λέξη είχες διαλέξει για να την περιγράψεις.
Σε ρωτάω αν το έκανες τελικά εκείνο το ταξίδι στη Νέα Υόρκη. Στο δικό μου μυαλό η ιστορία σου έχει σταματήσει σε εκείνο το σημείο. Κάθε φορά που σε σκεφτόμουν, σε τοποθετούσα σε μια κεντρική λεωφόρο ή σε ένα στούντιο όπου καταπιανόσουν με την νέα μεγάλη σου αγάπη εκείνη την περίοδο, την φωτογραφία. Ενώ μου μιλάς, δυσκολεύομαι να σε παρακολουθήσω. Κάτι μου αποσπά την προσοχή, σβήνει το νόημα από τις λέξεις σου. Το βλέμμα μου πέφτει στις αραιές τρίχες που ξεφεύγουν από τη λαιμόκοψη στο κοντομάνικό σου, ύστερα διατρέχει σαν ηλεκτρικό ρεύμα το περίγραμμα των ώμων σου, τα δακτυλίδια των καρπών σου. Περίεργο δεν είναι που κάθε σπιθαμή στο σώμα σου έχει εγγραφεί στα αυλάκια της μνήμης μου μέχρι την πιο μικρή λεπτομέρεια, σαν να μοιραζόμαστε το ίδιο DNA, όπως μου συμβαίνει μόνο με τους γονείς και τον αδερφό μου;
Κόβεις απότομα το μονόλογό σου, λες και πρόλαβες να ακούσεις την προηγούμενη σκέψη μου.
Τη στιγμή που τα σκέφτομαι όλα αυτά, μιλάς για την αίσθηση ελευθερίας που βίωσες στην Αμερική. Για τα πάρτι σε διαμερίσματα ατόμων που συναντούσες για πρώτη φορά, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, εκεί όπου ήσουν όποιος αποφάσιζες εκείνη την ημέρα, την ώρα, τη στιγμή. Κόβεις απότομα το μονόλογό σου, λες και πρόλαβες να ακούσεις την προηγούμενη σκέψη μου. Με μετράς με το βλέμμα σου, να δεις αν μάντεψες σωστά.
Η συνειδητοποίηση έρχεται μαλακά, όπως σκουντάς κάποιον που έχει αποκοιμηθεί και φοβάσαι μήπως τον τρομάξεις. Είναι ο τρόπος που μιλάς για τον νεότερο εαυτό σου που με ξενίζει. Σαν να μιλάς σε πρώτο πρόσωπο για κάποιον που δεν γνωρίζεις πια.
Αυτή την περίοδο εργάζεσαι σε ένα κοσμηματοπωλείο. Όχι ένα οποιοδήποτε κοσμηματοπωλείο, αλλά από εκείνα που απευθύνονται σε μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων. Πλούσιων ανθρώπων εννοείς, αλλά δεν χρησιμοποιείς το συγκεκριμένο επίθετο λες και αυτό θα πρόδιδε έλλειψη τακτ. Μάλλον σου διαφεύγει πως δεν μιλάς με κάποια από τη συγκεκριμένη ομάδα. Την προσπερνάω αυτή την αστοχία σου και αφοσιώνομαι σε ό, τι λες. Ο ιδιοκτήτης σε έχει συμπαθήσει, σου έχει ήδη προτείνει να δουλέψεις σε ένα από τα καταστήματά του στη Μύκονο την καλοκαιρινή σεζόν.
«Το σκέφτεσαι ακόμη; Ή θα πας;»
«Εννοείται πως θα πάω», μου λες και με κοιτάς με έναν τρόπο σαν να είμαι τρελή και μόνο που σε ρώτησα. Ταυτόχρονα φτιάχνεις και αγιογραφίες. «Έχω πουλήσει μία και στην ενορία σου», μου εξηγείς με νόημα, λες και υποτίθεται πως πρέπει κάτι άλλο, κάτι παραπάνω να συμπεράνω, πέρα από την πληροφορία αυτή καθεαυτή. Νιώθω τη θέρμη στα μάγουλά μου κι ανασηκώνω τα μανίκια στο πουκάμισό μου, εναλλάξ. Είσαι ο μοναδικός άνθρωπος που μπορεί να συνδυάζει τόσο ετερόκλητες ενασχολήσεις, χωρίς να συνειδητοποιεί ή έστω να πτοείται από την αντιφατική φύση τους. Ύλη βέρσους πνεύμα. Μπορεί από την άλλη, αυτό ακριβώς να σε προκαλεί.
Για να κρατήσω τη συζήτηση ζωντανή, σε ψαρεύω για ιστορίες από το παράλληλο σύμπαν των πλουσίων που εξυπηρετείς στο κοσμηματοπωλείο. Εσύ, όμως προσπερνάς την ερώτησή μου κι αρχίζεις να μου εξηγείς για τους πολύτιμους λίθους και τα πετρώματα που επεξεργάζονται στο εργαστήρι. Ενώ σε ακούω να μιλάς για τον αμέθυστο, το τοπάζι, τον ροδαλίτη και το μαύρο ζαφείρι, βλέπω στα μάτια σου μικρές κεχριμπαρένιες αναλαμπές, στα λόγια σου την αφοσίωση στις πρώτες ύλες, την φροντίδα σου να μεταδώσεις σε μένα – σαν να είμαι κάποιος πιθανός αγοραστής – τις ιδιότητες του κάθε πετρώματος με μια σχολαστικότητα που ανάγει μια πράξη αγοραπωλησίας σε μια πράξη σχεδόν πνευματική.
Αφήνομαι στη θερμότητα της φωνής σου, χαλαρώνω λιγάκι, όμως το αίσθημα της ανακούφισης είναι σύντομο.
Μάλλον βιάστηκα να σε κρίνω. Το πάθος σου, υπάρχει ακόμη. Μπορεί τελικά αυτή που έχει αλλάξει να είμαι εγώ. Αφήνομαι στη θερμότητα της φωνής σου, χαλαρώνω λιγάκι, όμως το αίσθημα της ανακούφισης είναι σύντομο. Η δυσφορία μου, άλλοτε μεταμφιεσμένη σε αδιαφορία, άλλοτε σε οργή, επανέρχεται δριμεία να με σαρώσει.
«Λάπις Λάζουλι, αυτό θα διάλεγα για σένα». Η φράση σου διατυπώνεται με κατηγορηματικό τρόπο και ύφος ειδικού, προς στιγμή με κάνει να σκεφτώ πως πρόκειται για κάποια ιατρική συνταγογράφηση. «Το όνομά του, προέρχεται από την αραβική λέξη azul, κι είναι ένα μείγμα πετρωμάτων, αδιαφανές, με έντονη μπλε απόχρωση και φλέβες από πυρίτη. Ημιπολύτιμο πέτρωμα, από τα βάθη της Περσίας».
Θέλω να σου πω πως ό, τι έχω διαλέξει ως τώρα για τη ζωή μου, δεν έχει πάει και τόσο καλά. Πως ο γάμος μου βρίσκεται εδώ και καιρό ένα βήμα μακριά από την οριστική λύση του, και πως κι εγώ και ο Μιχάλης λόγω της διεστραμμένης συνήθειάς μας, τον κρατάμε σε κωματώδη κατάσταση. Το τι πήγε στραβά σε εκείνον, μου είναι πιο ξεκάθαρο από το τι πήγε στραβά σε εμένα. Τον καθήλωσε ο φόβος του μήπως αποτύχει. Έπαψε λίγο λίγο να επιθυμεί, με τεχνητό τρόπο στην αρχή, ύστερα έγινε δεύτερη φύση του. Το έβλεπα να συμβαίνει, όπως σε ένα κακό όνειρο, μα όποια προσπάθειά μου να τον προειδοποιήσω, να τον ταρακουνήσω, έπεφτε στο κενό.
Χαμογελάω, ελλείψει κάποιου ευφυολογήματος για την επιλογή ενός ημιπολύτιμου πετρώματος για μένα. Σαν να χτύπησες με αυτή τη φράση σου μια φλέβα από την ματαιοδοξία μου. Νόμιζα πως την είχα απολέσει αυτό τον καιρό, όχι τη ματαιοδοξία μου, την ικανότητά μου να νοιάζομαι για κάτι τέτοια.
«Τι γράφεις αυτό τον καιρό;», με ρωτάς, με τέτοια βεβαιότητα ώστε δεν μπορώ να σε απογοητεύσω. Γιατί αυτό πάντα μου συνέβαινε με σένα. Πάντα αισθανόμουν πως δεν ήμουν αρκετά καλή ή τέλος πάντων πως πρέπει να γίνω καλύτερη. Ακόμη μου φαντάζει περίεργο, που ένας συνομήλικος, ο φίλος μου και πλατωνικός μου έρωτας, με τσιγκλούσε να γίνω κάτι άλλο, κι όχι κάποιος από τους σημαντικούς ενήλικες. Αυτοί οι τελευταίοι δεν έβλεπαν τίποτα προς βελτίωση σε εμένα, φαίνεται.
«Για ένα ζευγάρι ηλικιωμένων, οι οποίοι, εν μέσω πανδημίας, ανακαλύπτουν πως ένα από τα κηπευτικά τους αρχίζει να αναπτύσσεται διαφορετικά από τα υπόλοιπα.
«Διαφορετικά, πώς;»
«Να, συνειδητοποιούν πως ένα από τα φυτά τους κυοφορεί», ξεφουρνίζω και ετοιμάζομαι για το χαστούκι της κριτικής σου.
«Έγινες κι εσύ φαν της οικολογικής λογοτεχνίας; Έτσι δεν την ονομάζουν τώρα αυτή την τάση;»
Τι να σου απαντήσω τώρα, που αυτή η ιστορία δεν υπήρχε ούτε ως ιδέα στο μυαλό μου μόλις πριν λίγο.
«Δεν εγκρίνεις, ε;»
«Τι πάει να πει αυτό; Εγκρίνω και επαυξάνω. Το θέμα εδώ είναι να συνεχίζεις να γράφεις».
Ανέκαθεν ήσουν ο πιο φανατικός αναγνώστης των διηγημάτων μου. Συζητούσαμε το ύφος, την πλοκή, τα κίνητρα των χαρακτήρων, με τις ώρες. Μέσα από αυτούς συζητούσαμε και για τους εαυτούς μας, ίσως και να τους επινοούσαμε.
«Μωρό από χλωροφύλλη, πώς σου φαίνεται για υποψήφιος τίτλος;» με ρωτάς κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή το ξέρω πως αυτό το διήγημα έχει ήδη αρχίσει να γράφεται στο μυαλό μου, με τον τίτλο σου να φιγουράρει στην αρχή του.
Αυτή η πρόσκληση διαταράσσει τη ροή στη σχέση μας, αλλά την αποδέχομαι.
Ενάμιση μήνα περίπου μετά, κι αφού έχουμε επιστρέψει κι οι δύο στη βάση μας, με προσκαλείς για φαγητό στο διαμέρισμά σου στους Αμπελόκηπους. Αυτή η πρόσκληση διαταράσσει τη ροή στη σχέση μας, αλλά την αποδέχομαι. Τον τελευταίο καιρό αναζητώ λόγους για να λείπω από το σπίτι. Το διαμέρισμα είναι ανακαινισμένο κατά το ήμισυ, έτσι μπορώ ακόμη να διακρίνω στοιχεία του παλιού του χαρακτήρα. Μου φαίνεται πως σου ταιριάζει.
Μου ανοίγεις εσύ, αλλά εξαφανίζεσαι στην κουζίνα και τον ρόλο του οικοδεσπότη αναλαμβάνει ένας νεαρός με καστανά ανακατωμένα μαλλιά, που αγκαλιάζουν τον αυχένα του, και φαρδύ πουλόβερ. Αν και δεν σου μοιάζει, ο τρόπος που με περιποιείται και κινείται στον χώρο, μου θυμίζει εσένα. Είναι άνετος, αλλά αδέξιος κι όλο αυτό μου δημιουργεί μια επιθυμία να τον βοηθήσω, αλλά αυτό είναι ξεκάθαρα δική μου κι όχι δική του ανάγκη. Προσπαθεί συνέχεια να σκεφτεί νέα θέματα για να συντηρήσει την κουβέντα μας και την ίδια στιγμή τον νιώθω να με παρατηρεί με τέτοια προσήλωση σε βαθμό που αρχίζω να νιώθω άβολα. Ευτυχώς εμφανίζεσαι εσύ, με τρία ποτήρια του κρασιού και μερικά ορεκτικά και ξεφεύγω προς στιγμή από τον κλοιό του.
Όταν αποχωρείς, τον ρωτώ που βρίσκεται η τουαλέτα και σηκώνομαι. Στη σύντομη διαδρομή ως εκεί, κοντοστέκομαι καθώς διακρίνω τον μασίφ σκελετό από το μοναστηριακού τύπου τραπέζι σου, το σήμα κατατεθέν του φοιτητικού σου διαμερίσματος. Κάνω μερικά βήματα προς το εσωτερικό του δωματίου και ανυπομονώ για εκείνη τη γνώριμη αίσθηση της τραχιάς επιφάνειάς του. Αυτό το τραπέζι ήταν μια από τις πιο πρωτόγονες και πιο αγαπημένες δημιουργίες σου. Προχωρώ ως την κεφαλή του, σχεδόν εξαφανισμένη στο ημίφως του δωματίου. Έχω την αίσθηση πως προχωρώ και μέσα στον χρόνο καθώς στο ίδιο σημείο, καθόσουν κι εσύ εκείνο το βράδυ της μεγαλύτερης κρεπάλης μου.
Οργιζόμουν μαζί σου, βλέπεις στην πραγματικότητα εσύ ήσουν που με απέρριπτες.
Γίναμε ζευγάρι με ένα συμφοιτητή σου και φίλο σου το συγκεκριμένο βράδυ, κι εσύ, μέσα στην αχλή του μεθυσιού με παρατηρούσες λες και διέπραττα κάποια προδοσία. Όχι προς εσένα, προς τον εαυτό μου. Με τον συμφοιτητή σου το διαλύσαμε μερικούς μήνες μετά, όμως ακολούθησε μια αλυσίδα από παρόμοιους συντρόφους, lost cases, τους αποκαλούσες. Οργιζόμουν μαζί σου, βλέπεις στην πραγματικότητα εσύ ήσουν που με απέρριπτες. Ίσως και να την αισθανόμουν την αλήθεια σου μέσα μου από τότε, αλλά αρνιόμουν να την δεχτώ.
Σας βλέπω τώρα με τον νεαρό άντρα, να διασταυρώνεστε στο διάδρομο, εκείνος ψάχνοντας για μένα, εσένα με ένα μεγάλο δίσκο που ισορροπείς με χαρακτηριστική ευκολία στα χέρια σου. Αρπάζει μια μπουκιά φαγητού από το δίσκο σου και ενώ την καταπίνει, γέρνει το κεφάλι του μέχρι να ακουμπήσει το μάγουλό σου κι απομακρύνεται προς αναζήτησή μου.
Πριν φύγω σου λέω πως έχω αφήσει το διήγημά μου στο τραπέζι.
«Τι γίνεται στο τέλος;» με ρωτάς.
«Η γυναίκα, ξυπνάει ένα πρωί και βρίσκει πως ο άντρας της έχει ξεριζώσει το μωρό από χλωροφύλλη».
Με αγκαλιάζεις με προσοχή, σαν να έχω χάσει κάποιον δικό μου. Επάνω μας πέφτει κι ο γοητευτικός, αδέξιος νεαρός σου, αυτός βλέπεις δεν ξέρει πως λίγο πριν έρθω σε εσάς ζήτησα από τον άντρα μου να χωρίσουμε. Με κατεβάζεις ως την είσοδο του κτιρίου. Ούτε εσύ, ούτε εγώ βιαζόμαστε.
Έχω αρχίσει να απομακρύνομαι από εσένα όταν μου φωνάζεις πως έχεις βρει τίτλο για το επόμενό μου διήγημα.
«Θα μου τον πεις;» σε ρωτάω.
«Αυτή την φορά δεν τον χρειάζεσαι», μου απαντάς κι έτσι όπως κουνάς το χέρι σου για να με αποχαιρετίσεις, μοιάζεις να απλώνεις μια στρώση έντονο μπλε πάνω στο μαύρο της νύχτας.
Δυο λόγια για τη συγγραφέα
Η Ουρανία Κανιούρα κατάγεται από την Καρδίτσα. Έχει σπουδάσει αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και έκανε μεταπτυχιακό στη σύγχρονη λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο East Anglia στην Αγγλία. Ποιήματά της έχουν δημοσιεύσει τα λογοτεχνικά περιοδικά "Πάροδος", "Πανδώρα" και "Παρέμβαση". Από το 2006 εργάζεται ως καθηγήτρια αγγλικών στη δημόσια μέση εκπαίδευση.
***
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.