Είναι σκοτεινά μα εκείνη βλέπει, είναι στο δωμάτιο της μητέρας που κοιμάται σε νοσοκομειακό κρεβάτι πια, γύρω της φάρμακα, χάπια και ποτήρια σκεπασμένα με χαρτοπετσέτα. Η μητέρα πάντα χρειάζεται ησυχία.
Της Αγγελικής Τρανίδου
Τώρα η ησυχία απλώνεται σαν πάγος μέσα στο μυαλό της, ο χρόνος κυλάει ή σταμάτησε, δεν ξέρει. Ξαφνικά ο πάγος λιώνει και η υγρασία στάζει ανάμεσα στα πόδια της. Πιάνει μία ζωηρή σταγόνα με τα δάχτυλα της και εκείνη αντιστέκεται να ξεκολλήσει από το δέρμα της, φτιάχνει μία παχύρρευστη κλωστή που αιωρείται μέχρι να την ακουμπήσει στα χείλη της.
Η πόρτα ανοίγει με έντονο θόρυβο και διακόπτει βίαια τα όνειρά της. Διπλώνεται και κρύβεται κάτω από το πάπλωμα ενώ σκουπίζει το στόμα της με την αναστροφή του χεριού.
Μια μεγαλόσωμη γυναίκα την προσκαλεί για πρωινό τη στιγμή που στα μεγάφωνα ακούγεται μια ανακοίνωση.
Ταράχτηκε και το μυαλό της γέμισε με εναλασσόμενες εικόνες, σκέψεις και αναπάντητα γιατί. Η θλίψη χαράζεται στο πρόσωπό της. Δεν καταλαβαίνει.
Στο νιπτήρα, η βρύση τρέχει μα εκείνη στέκεται και κοιτάει τα χέρια της. Πάντα της έλεγε ότι μοιάζουν τα χέρια τους. Σκέφτεται τα δάχτυλά του στο σώμα της και ανατριχιάζει, τα μάγουλα της κοκκινίζουν και το βλέπει στον καθρέφτη. Αμέσως της κόβεται το χαμόγελο που είχε αρχίσει να σχηματίζεται στην άκρη των χειλιών της όταν καταλαβένει πού βρίσκεται. Έπρεπε να ήταν σπίτι της. Στην ησυχία της μητέρας και στη θαλπωρή του πατέρα. Το μυαλό της γυρίζει πάλι στα γιατί και τα πρέπει και ξεσπάει σε κλάματα.
Προσπαθεί να σβήσει τους ήχους και να κλειστεί στον εαυτό της. Οι ώμοι της γέρνουνε, νιώθει συνεχώς να μικραίνει. Δεν έχει καταλάβει τι συμβαίνει, δεν μπορεί να καταλάβει τις τελευταίες ώρες τις ζωής της.
Η αίθουσα του πρωινού είναι σχεδόν γεμάτη όπως και χθες. Ρίχνει τα μαλλιά μπροστά στα μάτια της μόλις εντοπίζει το τελευταίο τραπέζι στη γωνία και κατευθύνεται προς τα εκεί. Είναι στρωμένο με χάρτινο τραπεζομάντηλο με έντονα χρώματα και τα βασικά ενός πρωινού. Ξεκινά μηχανικά να καθαρίσει τα αυγά που έχει μπροστά της ενώ ακούει ψίθυρους και είναι βέβαιη πως μιλάνε για εκείνη. Προσπαθεί να σβήσει τους ήχους και να κλειστεί στον εαυτό της. Οι ώμοι της γέρνουνε, νιώθει συνεχώς να μικραίνει. Δεν έχει καταλάβει τι συμβαίνει, δεν μπορεί να καταλάβει τις τελευταίες ώρες τις ζωής της. Θυμάται έναν άντρα με στολή να της λέει να ηρεμήσει, θυμάται ενα μούδιασμα, μια γαλήνη και ύστερα όλοι αυτοί και οι ερωτήσεις τους. Δεν καταλαβαίνει τι της λένε, δεν καταλαβαίνει γιατί βρίσκεται εκεί. Βυθίζεται στο κάθισμά της ενώ μία κοπέλα με μελωδική φωνή τη ρωτάει αν θέλει πορτοκάλι ή μανταρίνι. Εκείνη δεν απαντά και ξαναγυρίζει στο πιάτο της. Η κοπέλα αφήνει και τα δύο φρούτα στο τραπέζι. Η μυρωδιά από τα καθαρισμένα μανταρίνια στα ρουθούνια της της θολώνει το μυαλό, βλέπει τα δάχτυλά του να πιάνουν τα κομματιασμένα φρούτα και να της τα ακουμπάνε στο στόμα της.
Αναρωτιέται αν κάποιος της κάνει φάρσα, όπως εκείνες που έβλεπαν στην τηλεόραση, όταν η μητέρα ήταν καλά στον καναπέ του σαλονιού στην αγκαλιά του πατέρα της και γελούσαν. Δεν μπορεί να φανταστεί ότι αυτά που ζει είναι αληθινά, δεν μπορεί να καταλάβει. Της λείπει εκείνος και τα δάχτυλά του, η φροντίδα, η θαλπωρή και η λατρεία που της είχε. Δεν μπορεί να φανταστεί ότι θα ζήσει μακριά του. Το μυαλό της αντιδρά, το σώμα της τρέμει.
Τον βλέπει να μπαίνει στην αίθουσα χτυπώντας με κρότο την πόρτα πίσω του, όλοι γυρίζουν με τρόμο και τον κοιτάζουν, τους απωθεί μόνο με το σήκωμα των χεριών του, διασχίζει την απόσταση που τους χωρίζει με δύο δρασκελιές και την παίρνει στην αγκαλιά του. Ανοίγει τα μάτια της πάνω από τον ώμο του και βλέπει τον κόσμο να απομακρύνεται με σφιγμένα πρόσωπα και γροθιές. Νιώθει ξανά την ασφάλεια και την ζεστασιά που πάντα της προσέφερε η αγκαλιά του πατέρα.
Το γραφείο της κυρίας Μαρίνου είναι φωτεινό και χαριτωμένο σαν την ίδια. Προσπαθώντας να την καλοπιάσει της χαϊδεύει το χέρι, εκείνη το τραβάει απότομα και κλαίει. Σκουπίζει τα μάτια της αλλά τρέχουν ασταμάτητα. Η αναπνοή της γίνεται ακανόνιστη, τα πνευμόνια της βγάζουν εναν ήχο και με τρεμάμενη φωνή ρωτάει γιατί.
Γιατί την πήραν μακριά του; Γιατί δεν τους αφήνουν ήσυχους όπως παλιά; Γιατί πιστεύουν πως τα ξέρουν όλα; Δε θέλει να ξέρει. Δε θέλει να ζήσει μακριά του.
Ανεβάζει τα πόδια της επάνω στην καρέκλα, βάζει το κεφάλι της ανάμεσα στα γόνατα, κλείνει μάτια και αυτιά και βυθίζεται πάλι στις σκέψεις της ενώ το κορμάκι της τραντάζεται από αναφιλητά.
Δυο λόγια για τη συγγραφέα
Η Αγγελική Τρανίδου γεννήθηκε το 1976 στη Θεσσαλονίκη. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα από το 2000 στο χώρο της διαφήμισης, είναι συνιδρύτρια και μέτοχος της εταιρίας παραγωγής διαφημιστικών ταινιών Bezier απο το 2014. Ασχολείται με την συγγραφή τα τελευταία χρόνια, έχει παρακολουθήσει σεμινάρια συγγραφής σεναρίου Κινηματογράφου-Τηλεόρασης και σεμινάρια δημιουργικής γραφής.
***
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.