Αγαπητέ Άγιε ό,τι να ‘ναι,
προσπαθώ να σου γράψω, αλλά η τηλεόραση μου αποσπά την προσοχή.
Της Αθηνάς Μπαλή
Σε μια χριστουγεννιάτικη ταινία, εσωτερικό σπιτιού, σούρουπο, βλέπω ένα οικογενειακό τραπέζι δίπλα στο τζάκι, με ένα δέντρο στολισμένο από επαγγελματία σκηνογράφο και το χιόνι να πέφτει απαλά από τον ειδικό γερανό. Μέσα σε αυτή τη σκηνή, εμφανίζεται και η αντανάκλαση της εικόνας μου μαζί με το δικό μου δέντρο, κόκκινο, πράσινο, μπλε, εγώ, σβήσιμο και πάλι από την αρχή. Στην ταινία όλοι έχουν σηκωθεί νωρίς, και με τις μαλακές ρόμπες τους βοηθούν στην προετοιμασία του γεύματος, ενώ πειράζουν ο ένας τον άλλο πίνοντας eggnog και τα λοιπά και τα λοιπά.
Αν δεν μπορείς, ούτε φέτος, να μου φέρεις υπνωτικά χάπια που κοιμίζουν μέχρι τα μέσα Ιανουαρίου ή να με ρίξεις σε ένα ελαφρύ κώμα μέχρι το Πάσχα, τουλάχιστον φέρε μου blackout. Όχι τόσο για μένα, όσο για τους γονείς μου, που βλέπουν κι εκείνοι, ο καθένας μόνος στο σπίτι, την ίδια ταινία.
Αν δεν μπορείς, ούτε φέτος, να μου φέρεις υπνωτικά χάπια που κοιμίζουν μέχρι τα μέσα Ιανουαρίου ή να με ρίξεις σε ένα ελαφρύ κώμα μέχρι το Πάσχα, τουλάχιστον φέρε μου blackout. Όχι τόσο για μένα, όσο για τους γονείς μου, που βλέπουν κι εκείνοι, ο καθένας μόνος στο σπίτι, την ίδια ταινία. Κι όταν δεν αντέχουν πια τόσο περιτύλιγμα και κοιτάζουν έξω για να ξεχαστούν, τυφλώνονται από τα φώτα της γιορτινής πόλης και τα φωτισμένα σαλόνια των άλλων.
Τους το έχω ξεκαθαρίσει. «Αφού δεν μπορείτε μετά από τόσα χρόνια να βρεθείτε στον ίδιο χώρο για μία μέρα τον χρόνο, εγώ δεν κάνω διπλοβάρδιες. Ο καθένας σπίτι του λοιπόν.» Η μάνα μου να μου στέλνει μηνύματα, τώρα βλέπω το τάδε σίριαλ, πάλι βρέχει έξω, πέφτω για ύπνο καληνύχτα αγάπη μου, μα είναι μόνο εννιάμιση μαμά, αλλά δεν το βλέπει, αποκοιμήθηκε. Ο πατέρας μου δεν θέλει να μου μιλήσει. Κι εγώ, μάλλον είμαι καλύτερα έτσι.
Τις μέρες που όλοι θέλουν να είναι η γυαλιστερή μπάλα στο δέντρο, Άγιε πώς-σε-είπαμε, εγώ θέλω να είμαι το σπίρτο που θα ανάψει ένα κερί για ατμόσφαιρα και μετά θα σβήσει.
Διπλώνω το γράμμα, σαλιώνω τον φάκελο και τον βάζω στην τσέπη μου. Αφήνω την τηλεόραση ανοιχτή και το δέντρο στην πρίζα, βάζω παλτό πάνω από τη φόρμα και βγαίνω με τις παντόφλες. Περπατάω και κοιτάζω τις κολόνες τής ΔΕΗ με βλέμμα Τζόκερ που κυκλοφορεί στην παγωμένη Γκόθαμ, μόνο που δεν έχω ιδέα πώς να κόψω το ρεύμα στην πόλη. Σταματάω έξω από ένα σπίτι που μοιάζει με το πατρικό μου και ρίχνω το γράμμα στο γραμματοκιβώτιο. Κάθομαι σε ένα παγκάκι στην πλατεία μιας άγνωστης γειτονιάς, δεν ξέρω πόση ώρα περπατάω, δίπλα σε ένα στολισμένο δέντρο. Τρίβω τα χέρια μου και ένας περαστικός με ρωτάει αν είμαι καλά. Του ζητάω αναπτήρα και μου δίνει έναν μαζί με τσιγάρο – που εγώ δεν έχω βάλει στο στόμα μου ποτέ. Πλησιάζω το δέντρο και ανάβω τον αναπτήρα. Αρπάζει πιο δύσκολα από ό,τι περίμενα, αλλά τελικά αρπάζει. Τι γλυκιά ζέστη και πόσο φως. Ο περαστικός φωνάζει την αστυνομία κι εγώ περιμένω υπομονετικά να περάσει η βραδιά.
Info
Η Αθηνά Μπαλή γεννήθηκε στην Κέρκυρα και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδος και συνέχισε στην Αγγλία με δύο μεταπτυχιακά στην Μοντερνισμό και στον Κινηματογράφο. Διηγήματά της έχουν διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και έχουν εκδοθεί σε συλλογές αλλά και online. Εργάζεται ως κειμενογράφος στη διαφήμιση.