Εβρεχε και φυσούσε από νωρίς τo απόγευμα. Η φωτιά στο τζάκι έκαιγε όλη μέρα. ΄Ακουγα από το κρεβάτι μου τα κούτσουρα που τρίζανε και τη γιαγιά που μίλαγε ψιθυριστά στη μαμά μου, καθώς χτύπαγε το αυγολέμονο για τη σούπα μου.
Διήγημα της Ζέτας Κουντούρη
Κάποια στιγμή η μαμά μου άρχισε να κλαίει. «Μόνο αυτό να μη μου τύχει Παναγιά μου, μόνο αυτό», έπαναλάμβανε συνέχεια μέσ’ από τ’ αναφιλητά της. Η γιαγιά κάτι της απάντησε, δεν μπόρεσα να καλοακούσω, κι ύστερα έβαλε κι εκείνη τα κλάματα. Κλαίγανε μαζί και οι δύο.
Φοβούνται για τον παππού, συλλογίστηκα. Ο κύριος Χάρος τριγυρνάει συχνά τελευταία στη γειτονιά μας. Τις προάλλες που ψηνόμουνα στον πυρετό τον είδα. Μαζεύει τους γέρους, τον ένα πίσω από τον άλλον, όπως ο Ηρώδης παλιά μάζευε τα μικρά παιδιά. Προσπάθησα να σηκωθώ για να πάω να τις παρηγορήσω, μα το κεφάλι μου πόναγε και τα πόδια μου δε με κράταγαν. Πονούσε κι ο λαιμός μου, δεν μπορούσα καλά καλά ούτε να καταπιώ, γι’ αυτό μου έφτιαχναν συνέχεια δυναμωτικές σούπες. Τυλίχτηκα πιο σφιχτά μέσα στην κουβέρτα μου. Άκουσα τα δόντια μου που χτύπαγαν. Κρύωνα. Σε λίγες μέρες θα είχαμε Χριστούγεννα. «Σώσε τον παππού, Χριστούλη μου», παρακάλεσα. «Μην αφήσεις να μας τον πάρει ο κύριος Χάρος, μέρες που ‘ρχονται. Κι ας μη χιονίσει φέτος, δε με πειράζει».
Φτιάχναμε στις αυλές μας χιονάνθρωπους και τους βάζαμε τσιμπούκια, κόκκινα σκουφιά και κασκόλ, για να νιώθουμε πως είναι ο ΄Αγιος Βασίλης που θα μας φέρει μέσ’ από τις καμινάδες μας τα δώρα.
Ηξερα πως δεν ήταν σωστό συνέχεια να ζητάω και από κάτι. Κάθε Χριστούγεννα τον παρακαλούσα να ξυπνήσω και να είναι το χωριό μας βουτηγμένο στα χιόνια. Τις πιο πολλές φορές μου έκανε το χατίρι. Βγαίναμε στους δρόμους όλο χαρά κι αρχίζαμε τις μπαλιές. Φτιάχναμε στις αυλές μας χιονάνθρωπους και τους βάζαμε τσιμπούκια, κόκκινα σκουφιά και κασκόλ, για να νιώθουμε πως είναι ο ΄Αγιος Βασίλης που θα μας φέρει μέσ’ από τις καμινάδες μας τα δώρα.Τις περισσότερες φορές όμως εκείνος έλιωνε πριν από την Πρωτοχρονιά...
Εδώ που τα λέμε κι ένα σωρό άλλα χατίρια μου έκανε. Πέρυσι που είχα πάει να πω τα κάλαντα με τους φίλους μου έχασα το σακκούλι που είχα βάλει μέσα τα λεφτά και τα γλυκά μας.Τα είχαμε μαζέψει ύστερα από μια ολόκληρη μέρα, που την περιμέναμε πώς και πώς όλο το χρόνο. Το είχα χώσει βαθιά στην τσέπη μου, μα καθώς τρέχαμε για να προλάβουμε το σκοτάδι -είχαμε πάει να πούμε κάλαντα και στο γειτονικό χωριό- φαίνεται θα μου ‘πεσε. Αφησα τους φίλους μου κι άρχισα να βαδίζω γρήγορα προς τα πίσω, μόνος μου, ακολουθώντας τις πατημασιές μας πάνω στο χιόνι, που όλο και πύκνωνε, σφίγγοντας τα δόντια μου για να συγκρατήσω το φόβο και τα δάκρυά μου. «Βόηθα με, Χριστούλη μου», παρακάλαγα. Είχε νυχτώσει. Είδα από μακριά μια σκιά, έναν άντρα που, επίσης, με γοργά βήματα, βάδιζε προς την ίδια κατεύθυνση με μένα κι άρχισα να τρέχω ξοπίσω του.
Κάποια στιγμή φαίνεται εκείνος με άκουσε γιατί γύρισε απότομα και με κοίταξε ξαφνιασμένος.
- Θέλεις κάτι, μικρέ; με ρώτησε. Πού πας τέτοια ώρα ολομόναχος μες στο σκοτάδι;
΄Ηταν όμορφος κι ευγενικός, με μουστάκι κι ένα λευκό περιποιημένο γενάκι, και κρατούσε στα χέρια του μια μεγάλη τσάντα. ΄Υστερα η ματιά του έπεσε πάνω στο τριγωνάκι που κράταγα στα ξυλιασμένα μου δάχτυλα κι άρχισε να γελάει.
- Είμαι σίγουρος πως κουβαλάω ένα δώρο για σένα… μου είπε.
΄Εβαλε το χέρι του στην εσωτερική τσέπη του παλτού του και τράβηξε από μέσα, σαν ταχυδακτυλουργός, το παραφουσκωμένο σακκούλι μου!
΄Εμεινα με το στόμα ανοιχτό.
- Δικό σου δεν είναι, νεαρέ; με ρώτησε και, καθώς τον κοίταζα άλαλος, άρχισε πάλι να γελάει.
΄Οταν άπλωσα το χέρι μου για να το πάρω, για μια στιγμή, φαντάστηκα πως εκείνος θα το τραβούσε πίσω και δε θα μου το ‘δινε. Πως ήθελε να με περιπαίξει. Αντίθετα, όμως, αυτός μου το ΄βαλε στην παλάμη και με χάιδεψε τρυφερά στα μαλλιά.
- Ποιος είστε, κύριε; τον ρώτησα ξαφνιασμένος, καταπίνοντας στα γρήγορα ένα λυγμό που πήγε να βγει απρόσμενα απ’ το λαιμό μου.
Χαμογέλασε και με κοίταξε για λίγο σιωπηλός, σαν κάτι να συλλογιζόταν.
- Αν ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς θα σου ‘λεγα πως είμαι ο ΄Αγιος Βασίλης, απάντησε. Επειδή όμως έχουμε Χριστούγεννα, ας πούμε, πως είμαι ο Τέταρτος Μάγος. Αντε, τρέχα τώρα στο σπίτι σου για να μη παγώσεις κι άλλη φορά να είσαι πιο προσεκτικός. Εγώ πάω να χαρίσω τα υπόλοιπα δώρα μου.
Κι έφυγε βιαστικός.
Ο Αργύρης και ο Τάσης έτριβαν τα μάτια τους όταν με είδαν να επιστρέφω με τα γλυκά και τα λεφτά μας στην τσέπη του πανωφοριού μου.
- Ζήτωωω, γιούπιιι, ξεφώνιζαν και πήδαγαν όλο ενθουσιασμό πάνω στο χιόνι.
Εκείνες τις ημέρες που ψηνόμουνα στον πυρετό, νομίζω πως αυτός ο ευγενικός κύριος ήρθε στο σπίτι μας και με είδε. Δε θυμάμαι πότε ήταν ακριβώς. Μου έχωσε κι ένα κουτάλι στο στόμα και αφού ψαχούλεψε το σώμα και το κεφάλι μου τον άκουσα που έδινε με σιγανή φωνή οδηγίες και συμβουλές στη μητέρα μου. Πριν φύγει πρέπει να με είχε ξαναπάρει ο ύπνος, έτσι κι αλλιώς τον τελευταίο καιρό συνέχεια κοιμάμαι. ΄Ισως μάλιστα να τον είδα στο όνειρό μου...
Νομίζω πως πρέπει να είμαι εδώ και αρκετό καιρό άρρωστος. Όταν πρωτοέπεσα στο κρεβάτι αργούσε πολύ να νυχτώσει κι έκανε ακόμη ζέστη. ΄Ακουγα τους φίλους μου που έπαιζαν μπάλα στο δρόμο.
- Μη στεναχωριέσαι, γρήγορα θα γίνεις καλά και θα πας να παίξεις κι εσύ μαζί τους, μου ‘λεγε η μάνα μου.
Κάποιες φορές ερχόντουσαν ο Αργύρης κι ο Τάσης και μου κράταγαν παρέα. Επίσης και ο παππούς μου, που καθόταν στην άκρη του κρεβατιού μου και μου διηγούνταν ιστορίες από τα παλιά, τότε που είχε ανέβει στα βουνά και πολέμαγε τους Γερμανούς.
Τώρα, νυχτώνει πια πολύ γρήγορα γι’ αυτό μάλλον κι εγώ συνέχεια κοιμάμαι. Οι φίλοι μου δεν έρχονται πια να με δουν, ούτε κι ο παππούς. Κι εγώ πολύ φοβάμαι πως ο κύριος Χάρος, που τριγυρνά τελευταία στη γειτονιά μας, τον έχει βάλει στο μάτι για να τον πάρει, κι αυτός είναι υποχρεωμένος να κρύβεται, όπως παλιά, στο βουνό.
- Μόνο ένα θαύμα, μόνο ένα θαύμα μπορεί να τον σώσει, άκουσα το γιατρό του χωριού, να λέει τις προάλλες στη μάνα μου.
Σε λίγες μέρες θα έχουμε πάλι Χριστούγεννα. Συνέχεια προσεύχομαι. «Μη μας τον πάρεις Χριστούλη μου», παρακαλάω. «Και θ’ αργήσω πολύ να σου ξαναζητήσω να μου κάνεις άλλη χάρη. Ολα τα ‘χω στο κάτω κάτω. Και θα έρχομαι πιο συχνά στην εκκλησία, θα μελετάω, θα κάνω μπάνιο και θα κόβω τα νύχια μου, χωρίς να γκρινιάζω, όποτε μου το λέει η μαμά μου».
Σήμερα το πρωί όταν ξύπνησα χτύπαγαν χαρμόσυνα οι καμπάνες. Από την κουζίνα μύριζε η γαλοπούλα και οι πίτες που έψηναν η γιαγιά και η μητέρα μου. ΄Ακουσα ύστερα από πολύ καιρό ξανά το γέλιο τους, που το είχα σχεδόν ξεχάσει. Ανοιξαν κάποια στιγμή την πόρτα του δωματίου μου και μπήκαν και οι δυο μέσα. Πίσω τους ακολουθούσαν ο παππούς, λάμποντας από υγεία και φορώντας τα γιορτινά του, και ο .... Τέταρτος Μάγος!
- Είδες, πάλι φέτος σου έκανα ένα πολύ μεγαλο δώρο, μου είπε εκείνος, χαϊδεύοντάς μου στοργικά τα μαλλιά, όπως πέρυσι, την πρώτη φορά που τον είχα συναντήσει.
- Σας ευχαριστώ γιατρέ μου, μπήκε στην κουβέντα η μάνα μου, με μάτια που έλαμπαν από φως, όπως τα χριστουγεννιάτικα αστέρια στον χειμωνιάτικο ουρανό, να σας έχει πάντα καλά ο Θεός και να σας χαρίζει ό,τι ποθείτε.
- Γιατρός είστε; τον ρώτησα με το στόμα ανοιχτό από την έκπληξη... Γιατρός; Δεν είστε μάγος; Τότε σας ευχαριστώ κι εγώ μέσα από την καρδιά μου που κάνατε καλά τον παππού μου!
΄Εμειναν όλοι να με κοιτάνε κατάπληκτοι. Η μαμά μου με πλησίασε ανήσυχη κι έβαλε το χέρι της στο μέτωπό μου, για να δει αν έχω πυρετό,
- Μα εγώ δεν ήμουν άρ... πήγε να πει ο παππούς, όμως σταμάτησε απότομα, ύστερα από μια γερή σκουντιά που του έριξε η γιαγιά.
Τον είχα δει όμως εγώ, παππού, τον κύριο Χάρο, τον είχα δει που έκοβε βόλτες έξω από το σπίτι μας και προσευχόμουνα συνέχεια να μη μας πειράξει, μέρες που είναι...
Η μαμά μου κοίταζε ανήσυχη, μια εμένα και μια το γιατρό, χωρίς να μιλάει, έκανε μάλιστα να πιάσει το χέρι μου για να πάρει το σφυγμό μου, κάτι που συνήθιζε τον τελευταίο καιρό, μα ο γιατρός την σταμάτησε.
-΄Εχει δίκιο ο νεαρός, της είπε, γυρίζοντας προς το μέρος της. Ο κύριος Χάρος πράγματι βολτάριζε τελευταία στην αυλή σας. Τώρα όμως έφυγε για τα καλά και Κύριος οίδε πότε θα σας ξαναενοχλήσει. Οταν προσεύχεται βαθιά κανείς, και μάλιστα ένα παιδί, τις περισσότερες φορές αναγκάζεται και φεύγει.
΄Ενιωσα την καρδιά μου να φτερουγίζει από χαρά. Ο γιατρός έμεινε να μιλάει λίγο ακόμη με τους δικούς μου και ύστερα, αφού μας ευχήθηκε χρόνια πολλά, παίρνοντας μαζί του ένα κουτί σπιτικές δίπλες που του είχε ετοιμάσει η γιαγιά, μας χαιρέτησε κι έφυγε. Εμένα έσκυψε και με φίλησε στο μάγουλο. Σκέφτηκα πως μπορεί να πήγαινε να μοιράσει και σ’ άλλους, σ’ όσους τον είχαν ανάγκη, τα δώρα του.
Καθώς διαβαινε την καγκελόπορτα της αυλής πρόσεξα πως είχε αρχίσει πάλι και χιόνιζε. ΄Οπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές στα μέρη μας, όταν έρχονται τα Χριστούγεννα!
* Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο υπ’ αριθ. 445 τεύχος της ΕΥΘΥΝΗΣ τον Ιανουάριο του 2009.
Info
Η Ζέτα Κουντούρη γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά και εργάστηκε ως δικηγόρος. Στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου υπήρξε μέλος του Επιστημονικού Διδακτικού Προσωπικού, δίδαξε από το 2007 έως το 2009 Δημιουργική Γραφή στο Εργαστήρι της Φοιτητικής Λέσχης. Διηγήματά της έχουν ανθολογηθεί στην Ελλάδα και στο εξωτερικό (Ισπανία και Ιταλία) κι έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Από τις εκδόσεις Κέδρος κυκλοφορούν τα βιβλία της: Η Λεγάμενη, μυθιστόρημα, 2006 - Όμορφη ζωή, διηγήματα, 2007 - Ρωγμές στη σιωπή, μυθιστόρημα, 2010 - Πίστωση χρόνου, μυθιστόρημα, 2013 - Λίγο πριν βρέξει, διηγήματα, 2017 - Κασκόλ από κασμίρι, μυθιστόρημα, 2022