Περνάω την πλατεία του Σταλού και φτάνω στο ηρώον. Φοράω τα σανδάλια μου. Στους ώμους το σακίδιο. Θέλει μισή ώρα ακόμα περπάτημα μέχρι το σπίτι της νονάς μου. Είναι το τελευταίο σπίτι μετά το γεφύρι. Ο κουτσός σκύλος κοιμάται κάτω από την κληματαριά. Ησυχία παντού.
Της Λίλας Τρουλινού
Μόνο ο Ματηγής μοιράζει κρέατα στις μαδημένες γάτες. Αυτός παίρνει όρκο για το τίποτε. Μα τη γη, ορκίζεται κάθε τρεις και λίγο, οι μπριζόλες του είναι οι πιο νόστιμες, τα παϊδάκια τα πιο ζουμερά, η ρακή του σ’ ανασταίνει. Το σίγουρο, εδώ είναι ο μόνος φιλόζωος. Ο κάδος απορριμμάτων ξεχειλίζει ζωή και θάνατο. Τα νεογέννητα γατάκια σε κουτί παπουτσιών.
Ξαφνικά μια νεαρή γυναίκα αρχίζει να φωνάζει. «Άσε με, άσε με!» Όλα τα βλέμματα επάνω της. Το λουρί τεντώνεται ως στην πόρτα. Σπάει. Οι άλλοι σιωπηλοί στα τραπέζια. Κόβουν το κρέας με τα μαχαιροπήρουνα. Βίαιη ηρεμία. Σκύβουν στα πιάτα τους. Ο άντρας κάνει να σηκωθεί, το μετανιώνει. Άσε καλύτερα. Να δούμε ως πού θα πάει. Τότε εκείνη βουτάει μια αλατιέρα. Χυμάει στον δρόμο. Μαρκάρει μονοπάτι ίσαμε μένα. Κάνει έναν κύκλο γύρω μου, κύκλο λευκό από αλάτι. Με κλείνει εκεί μέσα. Θηρίο ανήμερο. Με παίζει, με τσιγκλάει. Μια απότομη κίνηση. «Θέλεις να δεις;» φωνάζει. «Θέλεις να δεις;» Δίνει ένα σάλτο και ανεβαίνει στον μαντρότοιχο. Κάτω χάσκει η λαγκαδιά. Βράχια και αμπελώνες. Μια ρόδινη συστάδα πικροδάφνες σαν αντεστραμμένο τρίγωνο. «Κοίτα με! Κοίτα με», ουρλιάζει. «Κοίτα τι θα κάνω! Θες να δεις πώς πηδάω;» Κάνω να φύγω. Πηδάει κάτω στο χώμα έξαλλη και αρχίζει να με κυνηγάει. Τρέχω. Με προφταίνει. Μου αρπάζει τα μαλλιά. «Εξαιτίας σου! Κλέφτρα!» Μιλάει χωρίς να με βλέπει. Στάζει μουντζούρα. Ρυάκια η μάσκαρα. Ανοιγοκλείνει τα γυάλινα μάτια. Τικ τακ. Λες και υπάρχει μηχανισμός ακριβείας. Τικ τακ. Ο Ματηγής ταΐζει τις γάτες του μια καινούρια πιατέλα. Η φωνή της μου τρυπάει τα αυτιά. Άγρια, τρομερή. Αλλά αυτή την τρελαμένη. Από κάπου τη ξέρω;
Κάνω να φύγω. Πηδάει κάτω στο χώμα έξαλλη και αρχίζει να με κυνηγάει. Τρέχω. Με προφταίνει. Μου αρπάζει τα μαλλιά. «Εξαιτίας σου! Κλέφτρα!» Μιλάει χωρίς να με βλέπει.
Το πρόσωπό της μοιάζει… ναι, μοιάζει λίγο εκείνης. Μισοξεχασμένο, αχνό, το φέρνω στη μνήμη. Μικρά ρόδινα χείλη, χέρια και πόδια σφικτά ακροβάτισσας. Λάθος, πυγμάχου. Ή μήπως είναι μια από τις πολλές, τις ολόιδιες; Τις ρεπλίκες που έχουν πάρει τη θέση της, αλλά όχι ακριβώς. Όχι, όχι, θυμίζει εκείνη, την πρώτη τη φίλη, τη Φεβρωνία, το κορίτσι που κάθεται μαζί μου στο θρανίο στην τετάρτη γυμνασίου, μου λέει τα μυστικά της, στο δρόμο μού κρατάει το χέρι, στη Ρωμαϊκή Αγορά δίνουμε όρκους αιώνιας φιλίας, αγαπημένη, αγαπημένη, δεν θα σε βαρεθώ ποτέ, και μετά από μία δυνατή πρέζα εθιστικής ευδαιμονίας, όπου η φρενίτιδα μας καταπίνει σαν δίνη κι αγκαλιασμένες τρέμουμε στο ψυχεδελικό μας λιβάδι, με τα ηλιοτρόπια, τις φορσύθιες, τις γιαπωνέζικες βεντάλιες, ο ενθουσιασμός μένει εμβρόντητος,
η Φεβρωνία με στριμώχνει στην αυλή, πλάι στον κάδο απορριμμάτων, και όλες οι συμμαθήτριες απομακρύνονται γρήγορα σα να προαισθάνονται τη μάχη, στέκονται πιο πέρα και κάνουν χάζι, η ποδιά της βρώμικη, ο λαιμός της γυμνός, χωρίς το δαντελωτό γιακαδάκι, η φούστα από κάτω κρεμάει, όλες την ξέρουν, η Φεβρωνία μένει με τη μεγάλη της αδελφή, συνετή ρηγήτισσα, στην Ανωτάτη Βιομηχανική, και όλες τη φθονούν, καμία επιτήρηση, ελεύθερη, ασύδοτη, χωρίς γονείς, σκοτώθηκαν πριν τρία χρόνια σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στην Ουρανούπολη, ανυπότακτη, αλαζονική, ένα χρόνο τώρα με μαγεύει, μου κάνει δώρα, δίσκους του Τσικ Κορία και του Θελόνιους Μονκ που βουτάει από την μεγάλη, χρωματιστά γυαλιά ηλίου, γκλάμουρ φορέματα από δεύτερο χέρι, σε φτηνοφαγάδικα στην Ευαγγελίστρια με ταΐζει κομματάκια ψωμί βουτηγμένα σε αίμα λαγού, σε ρεμπετοσκυλάδικα με χυμένα τα εντόσθια στα καλντερίμια, σε μπαρ με παραισθητική μουσική, ψιθυρίζοντας λέξεις, επικλήσεις, ποιήματα ξεδιάντροπα, εκμαυλιστικά, με μαγεύει στο ισόγειο διαμέρισμα, έξω στη βεράντα, όλη τη νύχτα με μαγεύει, λόγια γεμάτα φλόγα, στο αίθριο της Θεολογικής, όπου γνώρισε εκείνον, τον περιπλανώμενο και πλάνο, στο μεγάλο ετήσιο φοιτητικό πάρτι, τρεμοφώτιστη νύχτα, τα αστέρια ριγμένα χαλίκια, κοφτερά, γεμάτα κακία, και ο ενθουσιασμός μένει εμβρόντητος, η Φεβρωνία φεύγει μαζί του, για ένα δύο μήνες, δεν ξέρω, το καλοκαίρι, αλλά επιστρέφει μόνη,
και τώρα με στριμώχνει στην αυλή, έξω από την τάξη, με αρπάζει από τα μαλλιά και μου ρίχνει μια δυνατή γροθιά στο πρόσωπο, «εξαιτίας σου, κλέφτρα», και το δόντι μου σπάει, ναι, σπάει, και φτύνω το αίμα στο χώμα, δίπλα στο κουτί όπου ξεψυχούν νεογέννητα γατάκια και είναι μισάνοιχτο, βλέπω το στόμα τους να προσπαθεί να αναπνεύσει, ακούω τον τελευταίο ρόγχο, δεν σκέφτηκα να αντισταθώ, μόνο που έκλαψα, λίγο, δυο δάκρυα μαζί με το αίμα, δάκρυα αδυναμίας, και ντράπηκα που εκείνη με είδε να κλαίω, που είδε την αδυναμία, την παθητικότητά μου,
όπως ένιωσαν τόσες φορές την αδυναμία μου, δεν την είδαν, την οσφράνθηκαν, με άγρια βουλιμία, τη μυρωδιά από τον τρόμο μου, την παράλυση, την κατάρρευση, παιδί, δεκατεσσάρων χρoνών δεκαπέντε, εκείνα τα λαγωνικά, τα λαμόγια, ο δάσκαλος της κιθάρας, ο προπονητής του στίβου, το κομματόσκυλο της παράταξης, ο επίδοξος επαναστάτης του κώλου, που με έγδαραν, με ξεφλούδισαν, με κομμάτιασαν, και με άφησαν σε ένα δωμάτιο αλειμμένο με βούτυρο και θρυμματισμένα αμύγδαλα, με στήλες περιττώματα σε καθρέφτες και πορσελάνινες λεκάνες ξενοδοχείου,
και κάθε φορά όλοι οι υποκριτές ανατρίχιαζαν για τις αισχρότητες εις βάρος των παιδιών, και αγανακτούσαν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης για δύο ολόκληρες μέρες, τις ονομάτιζαν, τις κατηγοριοποιούσαν και μετά πάλι η κοινωνία τις ξεχνούσε, έως ότου να έρθουν στο φως καινούρια αίσχη, ακατανόμαστα, και αόρατα μέχρι τα μέσα να δώσουν το πράσινο φως στο κοινό για αγανάκτηση,
για συγκάλυψη, για αγανάκτηση, για συγκάλυψη, για αγανάκτηση,
και, ναι, άρχισα να κλαίω με λυγμούς, όπως κάθε φορά, όταν στρεφόταν εναντίον μου η αγαπημένη, κι ένιωσα μπερδεμένη, τι της είχα υποσχεθεί και δεν της το έδωσα, τι άραγε της έκλεψα, εκείνον τον τύπο στο πάρτι της Θεολογικής, με το παράξενο όνομα Ισίδωρος Τρυφερός, αυτός όμως το άλλαξε και το έκανε Σιδερής Σκληρός, τριτοετής φοιτητής της Γεωπονικής, από την Αγιάσο της Λέσβου, έμενε σε ετοιμόρροπο σπίτι απέναντι από το καφενείο «Το Τσινάρι», στην οδό Κλειούς στην Άνω Πόλη, με μισοβυθισμένα πατώματα, πατανίες στους τοίχους, και σακιά κριθαρένια παξιμάδια στον πάγκο της κουζίνας, το είχε βέβαια για άλλοθι, εκεί δύσκολα τον έβρισκες, εμφανιζόταν ξαφνικά και πάλι χανόταν, «πού εξαφανίζεσαι συνέχεια;» τον ρωτούσε η φίλη μου, «στα δώματα της Περσεφόνης», της έλεγε και γελούσε, τον Άδη εννοεί, την Κόλαση, σκεφτότανε η Φεβρωνία, ή μήπως την παρανομία, και τότε ήταν που έσκασε το νέο με τις βόμβες στο αστυνομικό τμήμα Ευόσμου και έγιναν πολλές συλλήψεις, τον χάσαμε τον Σιδερή για ένα διάστημα, και πολλές φήμες κυκλοφόρησαν για χαφιέδες και πράκτορες, αλλά αυτός επανήλθε περιφέροντας την αγγελική του ομορφιά, με μοτοσυκλέτα και δερμάτινο μπουφάν, με μόνη επίγεια αποστολή να ενσαρκώσει – εξόχως αντιφατικά – με τον θυελλώδη του ναρκισσισμό την επαναστατική «θεία» δίκη, που ήταν κατά τα λεγόμενά του αντιανθρωποκεντρική και ζωοφόρα, επανήλθε απτόητος και επί έξι μέρες απήγγελλε στο αυτί της Τα άσματα του Μαλντορόρ, ένα άσμα κάθε βράδυ, αλλά έναν τόνο πιο δυνατά για να ακούω κι εγώ, με τρόπο αλλόκοτα ευφορικό, επιταχύνοντας την ομιλία και τους χτύπους της καρδιάς, ξυπνώντας ηφαίστεια στο ανάγλυφο του ποιήματος, αβυσσαλέες ζωικές ενέργειες, ρίγος της σάρκας, πλημμυρίδα των υγρών, πάφλασμα του αίματος,
και ποιος ξέρει, ίσως τότε να εισέπραξα ένα του βλέμμα, το αχνοφέγγισμα μιας ταραγμένης ματιάς, που μαρτυρούσε την ύπαρξη εντός του ενός ιδεαλιστικού κήπου ανεκπλήρωτου πόθου, ενός κήπου με ανέγγιχτα ρόδα, και αυτή η θολωμένη το ’πιασε στον αέρα και το μέτρησε αυτό το βλέμμα,
τι είχα κάνει λοιπόν και την είχα ξεγελάσει, εγώ, ναι εγώ, η δολερή, η ραδιούργα, η απατεώνισσα, η ύπουλη, η καταχθόνια, η κάλπικη, η κλέφτρα. Τέτοιο κομμάτιασμα για ένα ζευγάρι ρόδα!
...τότε λοιπόν εγώ πείσμωσα και είπα, για πρώτη φορά στη ζωή μου, όχι, εγώ δεν έκανα τίποτα, δεν έκλεψα τίποτα, δεν είμαι κίβδηλη εγώ, δεν ξεγέλασα κανέναν και θα παραμείνω αυτή που είμαι...
Κι άλλα δάκρυα. Μετά όμως πείσμωσα. Όσο η άλλη με καταριόταν, εγώ έβλεπα το πρόσωπο να μεταμορφώνεται σε κάτι άγνωστο, δεν ήταν το γλυκό πρόσωπο της Φεβρωνίας, ούτε καμιάς άλλης που πήρε τη θέση της, κανένα ίχνος ομοιότητας, ήταν δύο παγερά μάτια αποδοκιμασίας, το άδειο πρόσωπο με τη γκριμάτσα της υπεροπτικής απόρριψης, που αναδυόταν, τόσο απογυμνωμένο, σαν φωλιά πουλιού που επρόκειτο να την εγκαταλείψει, και από συνήθεια και μόνο, από ιδεολογική νωθρότητα και ακαμψία, κατέτρωγε την επιδερμίδα της χαράς και της επιθυμίας, κατέτρωγε τα χαρακτηριστικά, ήταν το αιώνιο μελόδραμα της διάψευσης πικρό και καλοπαιγμένο,
τότε λοιπόν εγώ πείσμωσα και είπα, για πρώτη φορά στη ζωή μου, όχι, εγώ δεν έκανα τίποτα, δεν έκλεψα τίποτα, δεν είμαι κίβδηλη εγώ, δεν ξεγέλασα κανέναν και θα παραμείνω αυτή που είμαι, και χωρίς να αγγίξω την τρελαμένη, χωρίς να ανταποδώσω τα χτυπήματα, προχώρησα, κι ο άντρας βγήκε επιτέλους από την ταβέρνα και τραβώντας την μαλακά από το χέρι, εσύ μωρό μου, δεν βάζεις μυαλό, της λέει, έλα τώρα μέσα, και της φοράει το λουρί,
πέρασα απέναντι και κατηφόρισα το μονοπάτι για το σπίτι της νονάς, ανάμεσα στους αγρούς και τα χωράφια και τα λιόδενδρα, μέχρι που έφτασα στο σχεδόν ξεραμένο ποτάμι, και βούτηξα τα πόδια μου σε μια λακκούβα νερό. Το δόντι μου κρεμόταν από μια αιμάτινη κλωστή. Το τράβηξα και το φύλαξα στην τσέπη μου. Ο κουτσός σκύλος από το χωριό είχε ξυπνήσει από τη φασαρία και με ακολούθησε μέχρι κάτω. Ήταν ολόιδιος με τον σκύλο μου, τον μικρόσωμο σκύλο μου, που εκείνος ο άθλιος κτηνοτρόφος από την στάνη με τους τσίγκους και τις χήνες τον είχε πυροβολήσει πέρυσι στο κεφάλι. Ήταν το πνεύμα του σκύλου μου, σκέφτηκα, που ήρθε να με συντροφεύσει στην όχθη του ποταμού Κερίτη, και με αυτή τη σκέψη γαλήνεψα.
Info: Η Λίλα Τρουλινού είναι εκπαιδευτικός και πεζογράφος. Έχει γράψει τις νουβέλες Στον κάμπο στροβιλίζονται τ’ αγκάθια και Αουρέλια - Η πρώτη μνήμη, καθώς και το μυθιστόρημα Το ίδιο χώμα - Κατεβαίνοντας τις ανηφόρες της Ιστορίας (Περισπωμένη, 2016, 2017 και 2021 αντίστοιχα).
Το σχέδιο της κεντρικής εικόνας ειναι της Παγώνας Ξενάκη.
***
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 30 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.