
Ο Γιώργος Στόγιας επιστρέφει με δέκα νέες αυτοτελείς ιστορίες για παιδιά, κάθε δεύτερη Κυριακή στην Book Press.
Στα γνώριμα στοιχεία από τον πρώτο κύκλο της σειράς –το ιδιαίτερο συγγραφικό ύφος, τα σχέδια του moican, το υποστηρικτικό υλικό για γονείς και εκπαιδευτικούς– έρχεται να προστεθεί η εμπειρία των ανθρώπων που χρησιμοποίησαν το υλικό στο σπίτι ή το σχολείο και μοιράστηκαν τις εντυπώσεις τους με τους δημιουργούς. Όσο πλησιάζει η ώρα που το πείραμα αυτό θα πάρει τη μορφή βιβλίου, τόσο σημαντικότερη είναι η συμβολή των αναγνωστών. Μπορείτε να στέλνετε τις εντυπώσεις και τις κριτικές σας στο earinoexamino@gmail.com. Προτεινόμενη ηλικία παιδιών 9+.
Ιστορία 15η: To αγόρι που δεν μπορούσε να σταματήσει να παίζει με τις αράχνες
Στάθηκε όρθιος πάνω από μια μεγάλη μυρμηγκοφωλιά και παρακολούθησε την κίνηση.
Ζωντανοί λεωφόροι διπλής κυκλοφορίας που δεν χρειάζονταν τροχονόμο. Ή έτσι νόμιζαν.
Ο Κωστάκης ανέλαβε καθήκοντα βάζοντας αχρείαστα εμπόδια, προκαλώντας μετωπικές.
Τα μυρμήγκια συνέχιζαν αδιαμαρτύρητα την πορεία τους, προσηλωμένα στον στόχο τους.
Είχε ακούσει ότι μπορούν να κουβαλήσουν πολλαπλάσιες φορές το βάρος τους. Σιγά, άμα
είσαι τόσο μικρός, δεν μετράει! Απέσπασε ένα άχυρο από τις δαγκάνες ενός πρωταθλητή,
ήταν εύκολο, και τον έστειλε «πίσω στην αφετηρία», όπως λένε στα επιτραπέζια παιχνίδια.
Δεν είχε όμως πλάκα. Όλα αυτά τα είχε δοκιμάσει πάμπολλες Κυριακές στην Ανάβυσσο,
την ώρα που οι γονείς του μάλωναν με τη γιαγιά για το αν θα πουλήσουν το παλιό σπίτι.
Μάλιστα μια φορά είχε πάρει ένα ξύλο και το έμπηξε στη φωλιά να δει τι γίνεται μέσα της,
αλλά οι υπόγειες σήραγγες μπούκωναν από τις κατολισθήσεις και έτσι δεν έφτασε βαθιά.
Τίποτα δεν έμοιαζε σήμερα πως μπορούσε να διεγείρει το ενδιαφέρον του, να έχει άκσιον.
Μια χρυσόμυγα πέρασε ξυστά από το δεξί του αυτί με το εκνευριστικό της βούισμα. Ξανά.
Μα σημάδι τον έβαλε; Ο Κωστάκης έκανε μια αντανακλαστική κίνηση για να προστατευτεί.
Η κατραπακιά που έριξε με τη χούφτα του πέτυχε το χοντρό έντομο σαν βαρύ δοκάρι
και το έστειλε να προσγειωθεί ακριβώς πάνω στην πολυσύχναστη είσοδο της φωλιάς.
Τα πλησιέστερα μυρμήγκια αντιλήφθηκαν ακαριαία ότι ένας μεζές έπεσε από τον ουρανό.
Σαν να έπεσε σύρμα έσπευσαν και άλλα για βοήθεια να βάλουν τη δαγκάνα τους στο θύμα,
έτσι ώστε αυτό να μην καταφέρει να χτυπήσει τα φτερά του, να πετάξει και να διαφύγει.
Ο ελάχιστος χρόνος που χρειάστηκε το έντομο για να συνέλθει αποδείχτηκε μοιραίος.
Μια κοιλιά σε μεταλλικό πράσινο στραφτάλισε στον ήλιο πριν χαθεί στο σκοτάδι της γης.
Τι να πρωτοθαυμάσει! Χίλιες φορές να έκανε το ίδιο, δεν θα πετύχαινε ξανά τέτοια μαγεία!
Με κομμένη την ανάσα από την έκπληξη, γονάτισε για να αφουγκραστεί πιθανούς ήχους.
Τίποτα, καμία ένδειξη αντίστασης, κανένα ίχνος της σύντομης μάχης που είχε προηγηθεί.
Ο Κωστάκης αναρωτήθηκε μήπως έβγαλε από το μυαλό του αυτή την απίστευτη ιστορία.
Όχι βέβαια, δεν ήταν τρελός να φαντάζεται πράγματα για αλήθεια. Ίσως όμως να ήταν Θεός.
Ναι, χωρίς καν να το σκεφτεί, είχε ζητήσει από ένα πλάσμα της φύσης να τον υπακούσει.
Με τη δύναμη της θέλησής του και μόνο είχε προσφέρει τη χρυσόμυγα στα μυρμήγκια.
Ακριβώς αυτό ήταν, ένα θεϊκό δώρο, μάννα εξ ουρανού που έλεγαν στα Θρησκευτικά.
Δεν του άρεσε όμως η αχαριστία, έπρεπε τώρα να τον ευχαριστήσουν με μια θυσία.
Διάλεξε ένα μυρμήγκι-γίγας, το πιο ψωμωμένο της σειράς, και το σήκωσε με ένα ξύλο.
Το έπιασε με τον αντίχειρα και τον δείκτη προσέχοντας μην το λιώσει και το περιεργάστηκε
ενώ αυτό χτυπιόταν και τιναζόταν στον αέρα προσπαθώντας μάταια να ελευθερωθεί.
Θα μπορούσε να του βάλει φωτιά και να το δει να καίγεται, το είχε κάνει μια άλλη φορά,
έπρεπε να ανεβεί στην κουζίνα να πάρει με τρόπο τα σπίρτα της γιαγιάς, αχ, τον τσίμπησε,
τον δάγκωσε το καταραμένο, κρεμόταν τώρα από το μαλακό κάτω μέρος του δαχτύλου του,
ο Κωστάκης έβαλε κόντρα τον αντίχειρα, το σούταρε απότομα και αυτό πετάχτηκε μακριά,
ο οργισμένος θεός όμως είδε πού έπεσε και το ανακάλυψε παραζαλισμένο μέσα στα χόρτα.
Ακόμη και να μην το ήθελε, ένιωθε ότι ως αφέντης ήταν υποχρεωμένος να το τιμωρήσει,
αλλιώς θα μπορούσε να λειτουργήσει ως κακό παράδειγμα για τα υπόλοιπα μυρμήγκια.
Με συνοπτικές διαδικασίες συγκάλεσε ένα δικαστήριο και ανακοίνωσε τη σοφή απόφαση:
Το απείθαρχο μυρμήγκι καταδικαζόταν σε θάνατο και βρώση από αράχνες μονομάχους.
Όπως η φωλιά ευλογήθηκε με το δώρο της χρυσόμυγας, το μυρμήγκι θα γινόταν αντίδωρο.
Πήγε στο σκονισμένο δωματιάκι του κήπου που ο παππούς φύλαγε παλιά τα εργαλεία του.
Χρειαζόταν ώρα να συνηθίσεις τη μυρωδιά γιατί δεν είχε καθαριστεί από τότε που πέθανε.
Παχιά παπλώματα ιστών σκέπαζαν τις γωνίες των τοίχων, ρετάλια κρέμονταν απ' το ταβάνι.
Ποια από τις αράχνες που ζούσαν σε αυτή την πολυπληθή πολιτεία θα ήταν η τυχερή;
Ο Κωστάκης διάλεξε. Άφησε τον δούλο από ψηλά. Κολλώδη σκοινιά διέκοψαν την πτώση.
Το μυρμήγκι, χωρίς γνώση της μεγάλης εικόνας, τρανταζόταν σύγκορμο για την ελευθερία.
Βλακεία του, γιατί όσο πάλευε τόσο έστελνε ακριβή σήματα για τη θέση και το βάρος του.
Η ιδιοκτήτρια του ιστού διέκοψε την ύπουλη νάρκη της και ενθουσιασμένη έπιασε δουλειά:
Έλεγξε τα νήματα σαν ευαίσθητη σεισμογράφος που ψάχνει το επίκεντρο της δόνησης.
Ξαμολήθηκε με τρομακτική ταχύτητα, κυρίαρχη σαν τον Μινώταυρο στον λαβύρινθό του.
Όταν το ζωντανό δόλωμα ένιωσε να στροβιλίζεται σε μια φυλακή από φρέσκο κουκούλι,
θα πρέπει να κατάλαβε ότι εδώ αντιμετώπιζε κάτι περισσότερο από μια απλή αναποδιά.
Γεννημένο αγωνιστής, επέτεινε την προσπάθειά του, πέρα από τα μυρμηγκίσια όρια.
Τραβώντας κατάφερε να κόψει τα δεσμά του, αλίμονο μόνο για να κυλήσει λίγους πόντους.
Η αλάνθαστη αράχνη το έφερε ξανά στην πελώρια αγκαλιά της, έτοιμη να το νανουρίσει,
να του δώσει το δηλητηριώδες φιλί και να του ρουφήξει όλους τους θρεπτικούς χυμούς.
Το παιχνίδι είχε λοιπόν ουσιαστικά τελειώσει αλλά ο Κωστάκης ήθελε να δει κι άλλη πίστα.
Σκέφτηκε ότι «τη σήμερον ημέρα», που λέει κι ο μπαμπάς, δεν υπάρχει δωρεάν γεύμα.
Με το ξύλο του ψάρεψε τη μεγαλύτερη αράχνη της αποθήκης, παρασύροντας τον ιστό της.
Την κουβάλησε μέχρι την αρένα και την ανάγκασε να γίνει εισβολέας στην ξένη επικράτεια.
Η μικρότερη αράχνη αντιλήφθηκε ότι είχε απρόσκλητο επισκέπτη τη χειρότερη στιγμή,
η μεγαλύτερη ότι η βίαιη μετακόμιση συνοδευόταν από δυνατότητα γερής αποζημίωσης.
Η αναμέτρηση προβλεπόταν αμφίρροπη καθώς το φαβορί έπαιζε εκτός έδρας, στα τυφλά.
Το μυρμήγκι παρακολουθούσε τις εξελίξεις με τις τοξικές ουσίες να έχουν μισοπαραλύσει
το νευρικό του σύστημα. Πού και πού συνταρασσόταν από απέλπιδα σκιρτήματα ζωής,
ανώφελες φιγούρες για την τιμή των όπλων, χρήσιμες μόνο ως ενθύμηση του βραβείου.
Οι δυο αράχνες πήραν θέση μάχης και έμειναν ακίνητες περίπου για μια αιωνιότητα.
Εκεί που ο Κωστάκης πήγαινε πάλι να βαρεθεί, η μεγάλη εφόρμησε με φονική μανία.
Η αστραπιαία επαφή ήταν αρκετή για να κάνει τη μικρή να τα παρατήσει όλα κακήν κακώς.
Η μεγάλη αράχνη νοικοκύρεψε με λίγες εκκρίσεις το νέο της σπιτάκι και πήγε για ζεστό φαΐ.
«Κωστάκη! Έλα γρήγορα! Πρέπει να ξαπλώσεις μια ώρα να ξεκουραστείς. Το βράδυ που
θα πάμε στα ξαδέλφια σου θα κουτουλάς πάλι από τη νύστα κι ο πατέρας σου έχει τη μέση
του, δεν μπορεί να σε κουβαλά, πού είσαι; Δεν σου έχω πει να μην παίζεις με τις αράχνες;»
Ο Κωστάκης παραξενεύτηκε γιατί η φωνή που άκουσε δεν έμοιαζε ακριβώς με της μαμάς.
Σαν κάτι να προσπαθούσε να της μοιάσει. Και η μαμά του δεν ήξερε για τα παιχνίδια του!
«Οι μαμάδες τα ξέρουν όλα» απάντησε μια θεόρατη ακρίδα με μαύρη στολή διαιτητή ενώ
σήκωνε τον Κωστάκη από το μαλλί και τον μετέφερε έξω στο χωράφι κάτω από τον ουρανό,
με τη διαφορά ότι τώρα τα χόρτα ήταν τόσο ψηλά που έκλειναν την πόρτα της αποθήκης.
Απόθεσε άγαρμπα τον Κωστάκη στην ταράτσα ενός κάθετου σωρού από καυτές πέτρες.
Εκείνος, μουδιασμένος, σηκώθηκε όρθιος και τον έπιασε ίλιγγος όταν είδε το θέαμα κάτω.
Ένα λιβάδι από σαρκοβόρα λουλούδια λικνιζόταν στο απαλό φύσημα του ανέμου.
«Τι συμβαίνει;» φώναξε. Ως άνθρωπος είχε τη δύναμη του λόγου, όχι αστεία.
«Έχεις διαβάσει τον Βασιλιά Ληρ;» ρώτησε η ακρίδα από το ύψος της που έκρυβε τον ήλιο.
«Ποιος είναι αυτός, δεν τον ξέρω!» «Μη χολοσκάς. Άκουσε τη μουσική και χαλάρωσε».
Μια χορωδία από χιλιάδες μυρμήγκια με αποκριάτικες στολές υπερηρώων τραγουδούσε
«όχι δεν χωριζόμαστε για πάντοτε παιδιά / μα θα ξαναβλεπόμαστε με αγάπη στην καρδιά».
Μια χρυσόμυγα μεγάλη σαν ζέπελιν έριξε ένα άλλο παιδί, συνομήλικο με τον Κωστάκη.
Ήταν σίγουρα από άλλη χώρα, τα μάτια του ήταν σκιστά. Έπαιζε κι αυτό με τις αράχνες;
Τον ρώτησε αλλά μάλλον δεν καταλάβαινε ελληνικά, λογικό. Και τότε εκείνος τον χτύπησε.
Ο Κωστάκης αντέδρασε, δεν ήταν κανένα μαμόθρευτο, πλακωνόταν συχνά στο σχολείο.
Όμως ο άλλος, παρότι πολύ αδύνατος και κάπως κοντούλης, είχε τρομερό νεύρο.
Πριν ο Κωστάκης προλάβει να υπερασπιστεί τον εαυτό του βρέθηκε με το κεφάλι στο κενό.
Γύρισε κι είδε τα ανοιχτά στόματα των λουλουδιών να περιμένουν να τον καταβροχθίσουν,
τις ελικοειδείς γλώσσες τους... Ήταν όνειρο, δεν μπορούσε να ήταν πραγματικότητα, φιουξ!
«Φίλε μου σταμάτα, τώρα, σε λίγο, ξυπνάω! Παραδέχομαι ότι ήταν σούπερ εφιάλτης!»
Ο άλλος τον κοίταξε σαν ένας από τους δύο να ήταν χαζός και τον έσπρωξε μέχρι να πέσει.
ΥΠΟΣΤΗΡΙΚΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
Οι ερωτήσεις που μπορείτε να βρείτε είναι εδώ είναι ανοιχτές και προσφέρονται για συζήτηση. Είναι καλό να χρησιμοποιηθούν, προσαρμοσμένες στο επίπεδο των παιδιών, αφού έχει επιτευχθεί η βασική κατανόηση της ιστορίας.
- Ποιο είναι κατά τη γνώμη σου το πρόβλημα του αγοριού της ιστορίας; Δικαιολογείται η συμπεριφορά του;
- Προσπάθησε να εξηγήσεις με δικά σου λόγια γιατί οι άνθρωποι δεν θεωρούμε σωστό να βασανίζουμε τα πλάσματα της φύσης. Ακολουθούμε αυτό τον κανόνα σε όλες τις περιπτώσεις;
- Ποια είναι η ιδέα του «άκσιον» που έχει ο Κωστάκης, και πώς λες να έχει φτιαχτεί;
- Έχεις «παίξει» ποτέ με κάποιο ζωντανό με τρόπο που αν ήσουν στη θέση του δεν θα σου άρεσε; Αν θέλεις συζήτησε την εμπειρία, τι σκεφτόσουν και πως ένιωθες, πριν, κατά τη διάρκεια και μετά.
- Η αράχνη, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, είναι ένα έντομο που διεγείρει τη φαντασία του ανθρώπου. Γιατί νομίζεις ότι συμβαίνει αυτό; Ψάξε μύθους και καλλιτεχνικές δημιουργίες που αντλούν έμπνευση από τη ζωή των αραχνών.
- Τι νομίζεις ότι εννοεί ο συγγραφέας με την πρόταση «Το παιχνίδι είχε τελειώσει αλλά ο Κωστάκης ήθελε να δει κι άλλη πίστα»;
- Το απόσπασμα από τον «Βασιλιά Ληρ» του Σαίξπηρ στα οποία αναφέρεται εμμέσως η ακρίδα είναι το «Σαν τις μύγες τα τρελόπαιδα έχουν εμάς οι θεοί, μας χάνουν για το γούστο τους» (μετ. Β. Ρώτα). Από πού κι ως πού στο διήγημα η ακρίδα έχει διαβάσει Σαίξπηρ; Δώσε τη δική σου ερμηνεία.
- Γράψε ένα δικό σου διήγημα, ή ζωγράφισε ένα δικό σου σχέδιο, όπου τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και την τρομακτική φαντασία να είναι δυσδιάκριτα για όλους, ακόμη, έως ένα σημείο έστω, και για τον ίδιο τον δημιουργό.