
Ο Γιώργος Στόγιας, αφού διάβασε εκατοντάδες παιδικά βιβλία στις κόρες του και τους μαθητές του, έκατσε να γράψει το δικό του. Ένα βιβλίο για παιδιά που να είναι όπως ακριβώς θα το ήθελε, ως πατέρας, δάσκαλος και αναγνώστης λογοτεχνίας.
Η Book Press και ο συγγραφέας προσκαλούν μικρούς και μεγάλους να γίνουν οι «δοκιμαστές» της σειράς Ιστορίες σαν αυτοκόλλητα στον ουρανό. Να τις κάνουν θέατρο στο παιδικό δωμάτιο, στην τάξη ή απλά στη σκηνή του μυαλού τους με τα φώτα της φαντασίας. Εντυπώσεις ευπρόσδεκτες, σε οποιαδήποτε μορφή: ένα σχόλιο γονιού, μια ζωγραφιά ενός παιδιού, ένα τραγούδι μουσικού εμπνευσμένο από μια ιστορία. Όλα έχουν σημασία για το βιβλίο που θα φτιαχτεί στο τέλος αυτής της δημιουργικής διαδικασίας. Κάθε Κυριακή στην Book Press θα δημοσιεύεται μια από τις είκοσι ιστορίες της σειράς, συνοδευόμενη από ένα σχέδιο του moican και υποστηρικτικό υλικό για γονείς και εκπαιδευτικούς. Ένα ελάχιστο γλυκό δώρο για την εβδομάδα που ξεκινά...
Ιστορία 9η: Κλοπή στα φραουλοχώραφα
Μερικοί λένε ότι το χρυσάφι κλάπηκε από ξένα βασίλεια που το παίζανε σύμμαχοι.
Άλλοι ότι ξοδεύτηκε για να ζουν πλουσιοπάροχα κάθε μικρός βασιλιάς και βασίλισσα.
Δεν λείψανε κι εκείνοι που υποστήριζαν ότι το χρυσάφι δεν έφυγε ποτέ, απλά άλλαξε χέρια.
Για τον Τάσο, 12 χρονών, και τη δεκάχρονη αδελφή του, αυτά δεν είχαν σημασία.
Ποτέ δεν είχαν νιώσει γαλαζοαίματοι, ανώτεροι από οποιονδήποτε άλλον.
Πάντα οι γονείς τους ήταν μετρημένοι, έλεγαν αυτό μπορούμε να το αγοράσουμε, αυτό όχι.
Αλλά να, τα αδέλφια θυμόνταν το πάρτι γενεθλίων που είχαν κάνει πριν πέντε χρόνια.
Ήταν σε έναν παιδότοπο με φουσκωτά, τραμπολίνο, πέιντμπολ και ηλεκτρονικά.
Εξυπηρετικοί σερβιτόροι με στολή πρόσφεραν καφέδες και ποτά στους μεγάλους,
και γέμιζαν τους δίσκους με τα διάφορα φαγητά, μόλις πήγαιναν λίγο να αδειάσουν.
Οι δε τούρτες ήταν σαν τρισδιάστατα παραμύθια, να τις κοιτάς, να τις κόβεις, να τις τρως.
Στη μνήμη του Τάσου και της Όλγας το πάρτι εκείνο είχε αποκτήσει μυθικές διαστάσεις.
Το συζητούσαν επαναλαμβάνοντας φάσεις που είχαν γίνει (και άλλες της φαντασίας τους)
σαν να προσπαθούσαν να ρουφήξουν όλο το ζουμί από το ξεραμένο φρούτο της ευτυχίας.
Τα γενέθλιά τους πλησίαζαν πάλι, του Τάσου τον Μάρτιο και της Όλγας τον Μάιο.
Δεν είχανε αντίρρηση να τα γιορτάσουνε μαζί για οικονομία, ήταν καλόβολα αδέλφια.
Να τα κάνουν όμως φέτος σε εκείνον τον παιδότοπο, όχι να τους πουν πάλι «του χρόνου»!
Από το φθινόπωρο σχεδίαζαν ποιους φίλους θα καλούσαν, τι αναμνηστικά δώρα θα έδιναν.
Περίμεναν μόνο την κατάλληλη ευκαιρία για να φέρουν το θέμα στους γονείς τους.
Όπως πάντα, αψεγάδιαστοι στο σχολείο και στα αγγλικά (οι δραστηριότητες είχαν κοπεί).
Αποφάσισαν να μιλήσουν καθώς θα έτρωγαν οικογενειακά το βράδυ της Παραμονής,
εν όψει του νέου έτους ήταν πιο εύκολο και ταιριαστό να δοθούν μεγάλες υποσχέσεις.
Εδώ και δυο χρόνια η μητέρα είχε αφήσει τη δουλειά της («πριν την αφήσει εκείνη» έλεγε)
και έπλεκε σκούφους, κασκόλ, και άλλα χαριτωμένα που τα πουλούσε από το διαδίκτυο.
Στην αρχή αγοράζανε φίλοι και συγγενείς, μετά είχε παραγγελίες στη χάση και τη φέξη.
Μάλιστα, κάποιος την προειδοποίησε ότι αυτό που κάνει είναι παράνομο και θα μπλέξει.
Ο πατέρας ήταν σε καλή θέση στην τράπεζα αλλά η τράπεζα δεν ήταν σε καθόλου καλή.
Ακούγονταν δυνατοί ψίθυροι ότι θα έκλεινε ή θα την απορροφούσε κάποια «υγιής».
Ο πατέρας ανησυχούσε ότι «μια ωραία πρωία» θα βρισκόταν «επί ξύλου κρεμάμενος».
Η Όλγα δεν καταλάβαινε τι σημαίνανε αυτές οι εκφράσεις που τον άκουγε συνεχώς να λέει.
Ήξερε όμως ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, όταν αυτός είχε σπάνια πια όρεξη να παίξει μαζί της.
«Μαμά, να πάρω το μπούτι;» ρώτησε ο Τάσος. «Πες στον πατέρα σου που του αρέσει»,
«Ε, μπαμπά;» «Δεν με νοιάζει, με τον όρο ότι θα φας κι όλη σου τη σαλάτα» «Σύμφωνοι!»
Η Όλγα είχε ξεπατώσει την τυρόπιτα. Η τηλεόραση έπαιζε το εορταστικό πρόγραμμα.
Ο πατέρας έβαλε ένα ποτήρι κόκκινο κρασί ακόμα. Όλα έμοιαζαν όπως παλιά.
«Μπαμπά, μαμά, η Όλγα θέλει να σας πει κάτι». «Όχι, πες το εσύ» διαμαρτυρήθηκε εκείνη.
«Τι είναι, κάποια ζημιά κάνατε;» ρώτησε καχύποπτα η μητέρα, κι έριξε βλέμμα ερευνητικό.
«Έλα μωρέ, συνέχεια το κακό στο μυαλό σου, άσε ν' ακούσουμε τι θέλουν να μας πουν»
παρενέβη μεγάθυμα ο πατέρας. Ένιωθε καλά, κάτι σπάνιο, και δεν ήθελε να το χαλάσει.
«Λοιπόν, θέλουμε φέτος να κάνουμε πάρτι για τα γενέθλιά μας!» «Ναι, δεν πάει άλλο!»
ένωσε η Όλγα τη φωνή της με αυτή του αδελφού της σαν να ανέβαινε στους ώμους του.
«Να δούμε πώς θα είμαστε έως τότε» αντέδρασε άμεσα η μητέρα, κλείνοντας το θέμα.
Νόμισε ότι το έκλεισε, καθώς ο πατέρας φαινόταν να έχει διαφορετική άποψη.
«Έλα μωρέ Βάσω, είναι κι η γιορτή σου αύριο, μην είσαι τόσο μίζερη!»
«Τι εννοείς "είμαι μίζερη";» ρώτησε η μητέρα, ψυχρότερη από τη βασίλισσα του χιονιού.
«Το παιδί έχει δίκιο, δεν πάει άλλο, γκώσαμε, δεν το καταλαβαίνεις;»
«Πώς μιλάς έτσι μπροστά στα παιδιά;» «Άσε τα παιδιά έξω, δεν είναι αυτά το θέμα μας!»
Ο καβγάς έπιασε να φουντώνει και η Όλγα έκλεισε τα αυτιά της με τα χέρια της.
«Και ποιο είναι το θέμα μας...» επέμεινε η μητέρα στα πρόθυρα αναφιλητού χωρίς κλάμα,
«που δεν ρωτάς, δεν καταλαβαίνεις, πώς περνώ όλη μέρα στο σπίτι να τα έχω όλα εντάξει».
«Γιατί τότε δεν μου μιλάς;» τη διέκοψε ο πατέρας, «Δεν θέλω να σε φορτώνω κι άλλο...»
«ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ ΝΑ ΦΩΝΑΖΕΤΕ!» φώναξε ο Τάσος με την παιδική ακόμη φωνή του.
«Θα γίνει ό,τι πω!» ξεκαθάρισε ο πατέρας, τόσο βέβαιος, που εξέπληξε και τον εαυτό του.
«Φέτος θα κάνετε το καλύτερο πάρτι γενεθλίων που έχετε κάνει ποτέ, το υπόσχομαι!»
«Τέλεια, μπαμπούλη μου σε λατρεύω!» πετάχτηκε η Όλγα, τον αγκάλιασε και τον φιλούσε.
Λιγότερο παρορμητικός, ο Τάσος ζήτησε διευκρινίσεις και εγγυήσεις:
«Δηλαδή μπαμπά, θα μπορέσουμε να το κάνουμε στο Strawberry Fields, όπως τότε;»
«Αυτό το πάρτι θα αφήσει ιστορία, θέλω να μην σας λείπει τίποτα! Έχετε παράπονο;»
«Όχι μπαμπά» αναφώνησαν εν χορώ τα παιδιά. Η μητέρα σηκώθηκε να μαζέψει τα πιάτα.
Το υποκατάστημα στο οποίο εργαζόταν ο πατέρας έκλεισε. Τον μεταφέρανε στα κεντρικά.
Εκεί πήγαινε το πρωί και σχεδόν δεν είχε πού να κάτσει, ούτε κάποια δουλειά να κάνει.
Μετά την περικοπή του μισθού περίμενε την απόλυση σαν να έπαιζε μουσικές καρέκλες.
Τα δυο αδέλφια έβλεπαν τις εβδομάδες να περνούν χωρίς να γίνεται καμία προετοιμασία.
Η μόνη συζήτηση στο σπίτι ήταν για το αν θα πουλούσαν ένα χρόνια ανοίκιαστο μαγαζί.
Ο Τάσος και η Όλγα σε μυστικοσυμβούλιο για την πραγματοποίηση του πάρτι πάση θυσία:
«Τάσο, το θέλω τόσο πολύ! Άσε που το έχω πει σε όλες τις φίλες μου, θα γίνω ρεζίλι!»
« Πήρα τηλέφωνο και ρώτησα τιμές. Χρειάζονται 200 ευρώ για να κλείσουν ημερομηνία».
«Κι αυτά είναι; Δεν θα χρειαστούν άλλα χρήματα;» «Μετά θα αναλάβουν οι γονείς μας».
«Έχεις 200 ευρώ;» «Όχι βέβαια. Ξέρω όμως πώς να τα βρω, έχω μια τρομερή ιδέα!»
«Είσαι ο καλύτερος αδελφούλης στον κόσμο!» «Πού το ξέρεις; Δεν έχεις γνωρίσει άλλον!»
«Χα χα, είχες πολύ καιρό να μου πεις αυτό το αστείο! Το αγαπημένο μου όμως είναι άλλο».
«Ξέρω ποιο! Αυτό που λέω: "Πού σε βρήκα, σε σοκολατένιο αυγό με δωράκι έκπληξη;»
«Ναι, αυτό είναι! Κι εγώ σε ρωτώ: "Πώς με συναρμολόγησες;"» «Κι εγώ σου απαντώ,
διάβασα με προσοχή τις οδηγίες, έβαλα ένα χέρι από εδώ, ένα πόδι από εκεί...»
«Έι, με γαργαλάς, σταμάτα, χα χα!» «και μετά πατάω ένα κουμπί...» «όχι στον αφαλό!»
«και βγαίνει μια χοντρή... ε, ήθελα να πω μια ψηλή!» «Θα σε δείρω, σταμάτα!»
«Καλά, σηκώνω τα χέρια ψηλά! Μη με δείρετε, κυρία αστυνόμε, μόνο στην ιδέα τρέμω!»
«Θα σας αφήσω ελεύθερο μόνο αν μοιραστείτε μαζί μου την τρομερή σας ιδέα!»
«Υπόσχεσαι ότι δεν θα σου ξεφύγει τίποτα στον μπαμπά και τη μαμά;» «Φιλάω σταυρό».
«Στην τελευταία βόλτα με τον νονό στο Μοναστηράκι ανακάλυψα ένα παλαιοβλιοπωλείο».
«Ε και, έχουμε ένα σωρό αδιάβαστα στο σπίτι» «Μη διακόπτεις, μικρή και χαριτωμένη.
Λοιπόν, θυμάσαι τις στοίβες τα παλιά περιοδικά που έχει ο μπαμπάς στην αποθήκη;»
«Ναι, εννοείται, λες αυτά που είναι μέσα στις κούτες, τα τεύχη που έχει σε συλλογή».
«Ναι αυτά. Άκου με. Ρώτησα τον άνθρωπο στο κατάστημα αν ενδιαφέρεται να αγοράσει.
Όταν του είπα ότι είναι Αστερίξ, Λούκι Λουκ, Τεν Τεν, και μάλιστα σε σειρά, άνοιξε το μάτι».
«Μα Τάσο, αυτά τα περιοδικά είναι τα αγαπημένα του μπαμπά, τα μαζεύει από παιδί!»
«Εδώ συζητάνε να πουλήσουνε ολόκληρο μαγαζί, λίγα παλιοπεριοδικά σε μαράνανε!»
«Θα στενοχωρηθεί ο μπαμπάς. Και κάποτε μας διαβάζει ιστορίες από αυτά».
«Ναι, σιγά! Ούτε που θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που μας διάβασε!»
«Να του το πεις ότι θα τα πουλήσεις!» «Όχι θα είναι έκπληξη! Κι εσύ ορκίστηκες!
Σε τελική ανάλυση, θέλεις να κάνουμε το πάρτι ή όχι;» «Θέλω» «Σκάσε λοιπόν».
Την επόμενη Κυριακή, ο Τάσος, με τη βοήθεια ενός φίλου του, έβγαλε τα περιοδικά.
Πήραν το τρένο για το Μοναστηράκι και τους βγήκαν τα χέρια από το βάρος.
Στο κατάστημα, ο άνθρωπος με τον οποίο είχε μιλήσει ο Τάσος έδειξε ψιλοαδιάφορος.
Αφού περιεργάστηκε με έμπειρο χέρι τα περιοδικά, ξεκίνησε να μετρά τα τεύχη ένα ένα.
Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε... Ο Τάσος αναρωτιόταν τι τιμή θα του έδινε ο αγοραστής.
«Θα τα μετρήσει και θα κάνει επί τρία ευρώ το ένα. Πρέπει να παζαρέψω για τέσσερα».
Ήταν σύνολο 120 τεύχη. Με ένα γρήγορο υπολογισμό θα έπαιρνε τουλάχιστον 360 ευρώ.
«120 κομμάτια επί 20 το ένα μας κάνουν...» είπε ο έμπορος και έκανε την πράξη στο μυαλό.
Ο Τάσος ενθουσιασμένος σκέφτηκε «Γιούπι, 20 το ένα, τα μετρά συλλεκτικά!» 2400 ευρώ...
Του φάνηκαν υπερβολικά πολλά κι ένιωσε την ανησυχία να πλημμυρίζει το στομάχι του.
«24 ευρώ» είπε ο έμπορος, έβγαλε από το πορτοφόλι του ένα εικοσάευρο και το έδωσε.
Έβγαλε επίσης δυο κέρματα των δύο ευρώ από την τσέπη του λιγδιασμένου τζιν του.
Ο Τάσος τον κοιτούσε αποσβολωμένος. Μάζεψε το θάρρος του και είπε: «Μα, είναι λίγα!»
Το πρόσωπο του ανθρώπου σκοτείνιασε, αυτή τη φορά δεν έπαιζε, ήταν θυμωμένος:
«Τρεις πελάτες μού έφυγαν έως τώρα! Νομίζεις ότι έχω την όρεξή σου να χασομερώ;»
Ο Τάσος κοίταξε τον φίλο του για υποστήριξη αλλά εκείνος σήκωσε τους ώμους.
«Εντάξει, κύριε» συναίνεσε ο Τάσος και απομακρύνθηκε χωρίς να κοιτάξει πίσω.
Τώρα, χωρίς τα περιοδικά να τον βαραίνουν, θα έπρεπε να περπατά πιο ανάλαφρα, μα όχι.
Τα πόδια του ήταν σαν τρυπημένα καλαμάκια που ρουφάνε αέρα αντί για αναψυκτικό.
Αποχαιρέτησε τον φίλο του που θα πήγαινε να δει κάπου που κάνανε σκέιτμπορντ.
Μπήκε στο τρένο για Νέα Ιωνία, μακάρι η διαδρομή να μην τελείωνε ποτέ, να μην έφτανε.
Κοιτούσε από το τζάμι. Τα αυτοκίνητα, οι άνθρωποι, τα σπίτια ήταν ένα θλιβερό τοπίο.
Πώς θα στενοχωριόταν η Όλγας όταν θα μάθαινε πως η αποστολή απέτυχε!
Κρατούσε ακόμη στην χούφτα τα 24 ευρώ, παράσημο ανοησίας. Τι θα έλεγε στον πατέρα;
Μακάρι να μπορούσε με αυτά τα χρήματα να αγοράσει πίσω ό,τι είχε πουλήσει.
Μίσησε την ιδέα του πάρτι στο «Φραουλοχώραφο», όπως το έλεγε κοροϊδευτικά η μητέρα.
Έφτασε στον σταθμό του, κατέβηκε από το τρένο και περπάτησε μέχρι το σπίτι.
Ήθελε να ανοίξει η γη, ζούσε έναν εφιάλτη από όπου δεν μπορούσε να ξυπνήσει.
Με το που η Όλγα τον άκουσε να ανεβαίνει τις σκάλες, έτρεξε να τον προϋπαντήσει.
Δεν πίστευε στα μάτια της πως τα χρήματα ήταν τόσα λίγα, «μη με βασανίζεις» του είπε.
Κατάλαβε πως δεν είναι ανόητο αστείο και ξεκίνησε να τον χτυπά με τις μπουνίτσες της.
Η μητέρα αντιλήφθηκε την αναστάτωση στην πόρτα και ήρθε να δει τι συμβαίνει.
Η Όλγα τα μαρτύρησε όλα σαν έτσι να τίναζε από πάνω της κάθε υποψία δικής της ενοχής.
Η μητέρα θύμωσε απίστευτα με τον γιο της, λες κι αυτός έφταιγε για όλα τα κακά.
Η οιμωγή της και οι κατηγορίες που εξαπέλυε ακούγονταν έως τη γωνία του δρόμου.
Μέσα της τρόμαζε με το άδικο του θυμού της αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει.
Ο Τάσος κλείστηκε στο δωμάτιό του χτυπώντας την πόρτα πίσω του με όλη του τη δύναμη.
Για δυο ώρες υπήρχε σχετική ησυχία. Ο πατέρας έλειπε σε 5Χ5, η μόνη του διασκέδαση.
Όταν επέστρεψε, ο Τάσος είχε κολλημένο το αυτί στην πόρτα. Ακούγονταν ψίθυροι.
Απόλυτη σιωπή. Σαν να έχουν φύγει όλοι από το σπίτι. Και μετά ένα βουβό κλάμα.
Ο Τάσος βγαίνει δειλά από το δωμάτιό του και με αργά βήματα φτάνει στο τραπέζι.
«Με συγχωρείς μπαμπά». Ο πατέρας σηκώνει το κεφάλι και του χαμογελά σπαστά.
Ο Τάσος καταρρέει, ο πατέρας του τον αγκαλιάζει σφιχτά, τα δάκρυά τους μια ήρεμη λίμνη.
Η μητέρα προτείνει να κάνουν το πάρτι στο πάρκο της γειτονιάς όταν θα φτιάξουν οι μέρες.
ΥΠΟΣΤΗΡΙΚΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
Οι ερωτήσεις που μπορείτε να βρείτε είναι εδώ είναι ανοιχτές και προσφέρονται για συζήτηση. Είναι καλό να χρησιμοποιηθούν, προσαρμοσμένες στο επίπεδο των παιδιών, αφού έχει επιτευχθεί η βασική κατανόηση της ιστορίας.
- Τι πιστεύεις ότι έγινε τελικά με το χρυσάφι που αναφέρει ο συγγραφέας στην εισαγωγή; Μήπως αυτό που πιστεύεις ταιριάζει με μια από τις τρεις ερμηνείες που δίνει; Αν ναι, με ποια;
- Έχεις ακούσει μεγάλους να συζητάνε για ποιο λόγο υπάρχει η οικονομική κρίση; Τι έχεις σκεφτεί εσύ όταν τους ακούς;
- Τα δυο αδέλφια δεν είχαν νιώσει ποτέ «γαλαζοαίματοι». Μπορείς να υποθέσεις τι σημαίνει αυτή η έκφραση και ποια είναι η ιστορία της; Ψάξε να το βρεις.
- Περιέγραψε πώς θα ήταν το δικό σου ιδανικό πάρτι γενεθλίων.
- Τι θα μπορούσε να σημαίνει η έκφραση «μια τράπεζα είναι υγιής»; Ψάξε τι σημαίνει και προσπάθησε να το εκφράσεις με τα δικά σου λόγια.
- Πώς ο τίτλος της ιστορίας συνδέεται με αυτή; Σύμφωνα με τον συγγραφέα υπάρχουν δυο εξωκειμενικές αναφορές, η μία ένα τραγούδι των Beatles, και η άλλη ένα περιστατικό στην Ηλεία σε σχέση με τους εργάτες στις φράουλες. Με τη βοήθεια ενός ενήλικα, διερεύνησέ τες και εκτίμησε αν και πώς μπορεί να συνδέονται με την ιστορία. Δώσε έναν διαφορετικό τίτλο στην ιστορία.
- Γιατί κλαίει ο πατέρας και γιατί ο γιος στην τελευταία σκηνή; Τι μπορεί να σημαίνει η πρόταση «τα δάκρυά τους μια ήρεμη λίμνη;»