
Για την παράσταση «Άνθρωποι και ποντίκια» του Τζον Στάινμπεκ, σε σκηνοθεσία Βασίλη Μπισμπίκη, η οποία παρουσιάζεται στον Τεχνοχώρο Cartel.
Του Νίκου Ξένιου
To 1937 κυκλοφορεί το μυθιστόρημα Άνθρωποι και ποντίκια του νομπελίστα Τζον Στάινμπεκ που διασκευάζει και ανεβάζει στη σκηνή του Τεχνοχώρου Cartel ο Βασίλης Μπισμπίκης. Η μετάφραση και ελεύθερη απόδοση είναι της Σοφίας Αδαμίδου και η δραματουργική επεξεργασία και σκηνοθεσία του Βασίλη Μπισμπίκη. Ο περιορισμένος κοινωνικός χώρος και ο υποβαθμισμένος ρόλος καθενός από τους χαρακτήρες, η έλλειψη ανοχής και η βία, στην αντίθεσή τους προς το διαρκώς ματαιούμενο (ίσως «αμερικανικό») όνειρο της οικονομικής χειραφέτησης και αυτονομίας, ως προϋποθέσεων για ποιότητα ζωής, η αγάπη και η φιλία, είναι η τραγική θεματική του έργου. Εφηβική φρεσκάδα, εμφανής ομαδικότητα στη δουλειά, αγάπη για το θέατρο και επιρροές από τον κινηματογράφο είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της παράστασης.
Οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος
Το ιδεατό τους «κτήμα» είναι η τελετουργία επικοινωνίας τους, ο τρόπος κατήχησής τους σε μια προσωπική πεποίθηση ποιότητας ζωής.
Στην Αμερική του 1930 δύο εργάτες περιφέρονται πεζοί και αναλώνονται σε μικροεργασίες χαμάλη, ενώ μοιράζονται ένα κοινό όνειρο: ένα κτήμα δικό τους. Αίφνης, πιάνουν δουλειά σε μια φάρμα. Επτά εκπρόσωποι του λούμπεν προλεταριάτου εργάζονται εκεί. Η βία, η καχυποψία, η ζήλεια, ο έλεγχος κυριαρχούν στον κύριο χώρο όπου κινούνται οι ήρωες. «Λένε πως είναι μια χώρα ελεύθερη», διαπιστώνει με πικρία ο Στάινμπεκ. «Για δοκίμασε να κάνεις χρήση της λευτεριάς σου. Είσαι ελεύθερος, σου λέει ο άλλος, μόνο σαν σου βαστά η τσέπη σου να πληρώσεις τη λευτεριά σου!» Το Άνθρωποι και ποντίκια, φτιαγμένο με θεατρική δομή εξαρχής, διαδραματίζεται δίπλα σ’ ένα ποτάμι, στο ξύλινο σπίτι που βρίσκεται στις όχθες του, στο δωμάτιο του σταυλάρχη και στον κύριο χώρο της φάρμας. Είναι ένας τόπος όπου υποτίθεται πως κανείς φροντίζει τα ζώα και επιτρέπει την αναπαραγωγή τους: περιέργως, είναι παράλληλα ένας τόπος δολοφονίας και απόλυτης φρίκης. Αντίθετα, το ιδεατό «κτήμα» που οι δύο φίλοι σχεδιάζουν με θρησκευτική προσήλωση να αγοράσουν είναι μια απόλυτα συναισθηματική επένδυση της άδολης φιλίας τους, εκεί όπου θα στεγαστεί αυτό το υποκατάστατο οικογένειας που θεσπίζουν μεταξύ τους: το ιδεατό τους «κτήμα» είναι η τελετουργία επικοινωνίας τους, ο τρόπος κατήχησής τους σε μια προσωπική πεποίθηση ποιότητας ζωής. Εκεί θα ασχοληθούν με ζαρζαβατικά, γουρούνια, αγελάδες, κότες και κουνέλια. O ένας (ο σώφρων) αναπτύσσει υψηλό αίσθημα προστατευτικότητας προς τον άλλον (τον άφρονα).
Ο Στάινμπεκ δείχνει πώς οι κοινοί, καθημερινοί άνθρωποι του μόχθου μπορούν να γίνουν πρωταγωνιστές της προσωπικής τους τραγωδίας, γεγονός που οδηγεί απαρεγκλίτως στη ρεαλιστική διαπίστωση ότι οι κοινοί, καθημερινοί άνθρωποι έχουν μεγάλη αξία.
Τα ποντίκια συνήθως ενσαρκώνουν τις φρούδες ελπίδες για σωτηρία που τρέφει ο «άφρων» Λένι. Όμως το βιβλίο ξεκινά με ένα ήδη νεκρό ποντίκι στις τσέπες του, πράγμα που αντικατοπτρίζει την πραγματική αδιαφορία του ήρωα για τον θάνατο. Γι’ αυτόν, τα ποντίκια είναι μια ανακουφιστική συνθήκη, του υπενθυμίζουν την αγαπημένη του θεία, ωστόσο συμβολίζουν και τη φυσική του ανικανότητα να διαχειριστεί και να ελέγξει το συναίσθημά του. Έρμαιο των παρορμήσεών του, στην ουσία καταστρέφει ό,τι αγαπά και χαϊδεύει, και αυτό τον πληγώνει βαθύτατα. Το σημαντικό σχετικά με τα ποντίκια είναι το μέγεθός τους: τα ποντίκια πεθαίνουν επειδή είναι μικρά, τρωτά και ανυπεράσπιστα. Μέσα στην αρχετυπική τους αθωότητα, τα ποντίκια γίνονται έρμαια της τυχαιότητας που κομίζει η μοίρα. Αντίστοιχα, στην εποχή της Μεγάλης Κρίσης των Η.Π.Α., η φάρμα είναι μια «ποντικοφωλιά» που στεγάζει όλους τους φτωχούς και παραγκωνισμένους αυτής της ζωής. Ο Στάινμπεκ (όπως και στην Κοιλάδα της Τορτίγια) δείχνει πώς οι κοινοί, καθημερινοί άνθρωποι του μόχθου μπορούν να γίνουν πρωταγωνιστές της προσωπικής τους τραγωδίας, γεγονός που οδηγεί απαρεγκλίτως στη ρεαλιστική διαπίστωση ότι οι κοινοί, καθημερινοί άνθρωποι έχουν μεγάλη αξία. Ο «επιστημονικός», όμως, τρόπος, η αντικειμενικότητα της ματιάς του συγγραφέα χαρακτηρίζει το έργο του ως απόλυτα νατουραλιστικό. Ο κόσμος είναι ένα πεδίο μάχης, το σύμπαν δεν διαπνέεται από ηθική και αδιαφορεί για τον άνθρωπο. Οι χαρακτήρες του νατουραλισμού είναι «ανθρώπινα κτήνη», είναι θύματα των συνθηκών που τους εκτρέφουν και ελέγχονται απόλυτα από το περιβάλλον, την κληρονομικότητα, το έντστικτο και την τύχη.
Μέσα στον πραγματισμό του, εκφαίνεται ως κυνικός, όμως η τρυφερότητά του φαίνεται στην αφοσιωμένη φροντίδα του περιορισμένης διανοητικής ικανότητας συντρόφου του Λένι.
Οι χαρακτήρες του Στάινμπεκ είναι διαυγείς μέσα στην πολυπλοκότητά τους: ο επιστάτης Κέρλι συμβολίζει το «ανθρωπάκι» που μονίμως νιώθει υποτιμημένος και επιδεικνύει ακατάπαυστα την ελάχιστη και εφήμερη εξουσία του. Ο νεαρός ζηλότυπος επιστάτης είναι, φυσικά, το σύμβολο της συμπλεγματικής εξουσίας. Η γυναίκα του επιστάτη είναι μια αρχετυπική Εύα που δελεάζει κομίζοντας την «αμαρτία» στις συνειδήσεις των ανδρών. Παράλληλα, είναι σύμβολο της κάθε καταπιεσμένης γυναίκας των ανδροκρατούμενων κοινωνιών. Ο ρατσισμός στο έργο βαδίζει χέρι χέρι με τον σεξισμό. Ο μαύρος Κρουκς είναι το σύμβολο των ανθρώπων που παραγκωνίζονται λόγω ρατσισμού, των αλλοδαπών που κανείς δεν τους θέλει, ενώ το δωμάτιό του μοιάζει με κελί φυλακής. Εκεί κυριαρχούν η απομόνωση, ο φόβος, τα παρατσούκλια που αποδίδονται στους μετανάστες, η διαρκής απειλή του λιντσαρίσματος. Ο Κάντι είναι ο τύπος που οι άλλοι τον υποτιμούν λόγω της ηλικίας του και τον φωνάζουν «γέρο». Ζει με τον μόνιμο φόβο του παραγκωνισμού και προσπαθεί να μοιραστεί το όνειρο της ιδεατής φάρμας. Ο Κάρλσον είναι ο κλασικός «αδιάφορος» προς τα συναισθήματα των άλλων. Ο Σλιμ είναι ο αρχετυπικός «ηγέτης», κατ’ ουσίαν ένα κοινό κάθαρμα, όπως όλοι οι ηγέτες.
Ο Τζορτζ είναι ο «καθένας» ανάμεσά μας, ο μέσος άντρας που επιβιώνει σε όλες τις συνθήκες και με τον οποίο ταυτίζεται συνήθως ο αναγνώστης. Μέσα στον πραγματισμό του, εκφαίνεται ως κυνικός, όμως η τρυφερότητά του φαίνεται στην αφοσιωμένη φροντίδα του περιορισμένης διανοητικής ικανότητας συντρόφου του Λένι, που στο βιβλίο είναι ένας μεγαλόσωμος, καλόκαρδος χαμάλης. Ο «σαλός» Λένι αγαπά να χαϊδεύει μαλακές επιφάνειες, χνουδωτά ζωάκια και μαλλιά γυναικών: αυτή η ειρωνική συνθήκη τρυφερότητας είναι και το κομμάτι του πεπρωμένου που του αντιστοιχεί.
Η ελληνική προσαρμογή του κλασικού έργου
Μια σιδερένια συρόμενη πόρτα ανοίγει προς την πλευρά του δρόμου και τα κίτρινα, ζεστά φώτα ομίχλης επιστρατεύονται ως φυσικός φωτισμός. Τα νυχτερινά αυτοκίνητα που περνούν τυχαία από την οδό Μικέλη «εκθέτουν» την παράσταση στις συνθήκες της πραγματικότητας.
Στην προσέγγιση του κύριου Μπισμπίκη και στην ελεύθερη απόδοση της Σοφίας Αδαμίδου επιβάλλεται μια νέα, πειθαρχημένη φόρμα στο κλασικό κείμενο: εν είδει εργοταξίου, ο χώρος του Καρτέλ προσφέρει τις αντικειμενικές συνθήκες της νατουραλιστικής σκηνοθεσίας που επιδιώχθηκε. Μια σιδερένια συρόμενη πόρτα ανοίγει προς την πλευρά του δρόμου και τα κίτρινα, ζεστά φώτα ομίχλης επιστρατεύονται ως φυσικός φωτισμός. Τα νυχτερινά αυτοκίνητα που περνούν τυχαία από την οδό Μικέλη «εκθέτουν» την παράσταση στις συνθήκες της πραγματικότητας, τη στιγμή που οι δύο ελληνοποιημένοι απόκληροι ήρωες του Στάινμπεκ, σαν δύο σκιαγραφήματα, ρίχνουν ξύλα σ’ ένα βαρέλι για να ζεσταθούν και ανοίγουν κονσέρβες με φασόλια. Στη θέση του Τζορτζ εδώ έχουμε τον Βασίλη (Βασίλης Μπισμπίκης) και στη θέση του Λένι έχουμε τον Λένο (Δημήτρης Δρόσος). Οι αναλογίες τηρούνται απολύτως και το αρχικό σκηνικό είναι ομολογουμένως πολύ υποβλητικό.
Στη συνέχεια οι θεατές μεταφέρονται σε μια δεύτερη, παράπλευρη αίθουσα θεάτρου, όπου περνούν στη συνθήκη ενός άρτιου σιδηρουργείου της περιοχής του Ελαιώνα Αττικής. Εδώ, οι επιμέρους χώροι που επιμελήθηκε ευφυώς η σκηνογράφος Αλεξία Θεοδωράκη είναι το γραφείο του ιδιοκτήτη με τη φωτογραφία του πρόωρα χαμένου «σκυλά» τραγουδιστή Παντελίδη, ο πάγκος για τις οξυγονοκολλήσεις, το ψυγείο και η τηλεόραση, η μπασκέτα και το τραπέζι του κολατσιού μες στη μέση, το δωμάτιο ενός Κούρδου εργάτη (τον ερμηνεύει ο Γιανμάζ Ερντάλ), και στον πάνω όροφο δύο ακόμη διαμερίσματα για τον ύπνο των εργατών, με γυάλινα σπασμένα παράθυρα, ώστε να περνά ο ήχος προς το κοινό. Στη θέση του επιστάτη εδώ υπάρχει ο Στέλιος (Στέλιος Τυριακίδης), που ζηλεύει θανάσιμα τη «φτηνή» Νικολέτα (Νικολέτα Κοτσαηλίδου), μια νέα, ελαφρών ηθών γυναίκα που μπαίνει ντυμένη προκλητικά ως «γυναίκα του αφεντικού» και προκαλεί σεξουαλικά τους άντρες εργάτες. Στον ρόλο του «γέρου» ο Γιώργος Σιδέρης με μεγάλη ευκρίνεια: η ανάγκη του να μοιραστεί το όνειρο του κτήματος ματαιώνεται άμεσα και καταλυτικά. Τον ρόλο του Μάνου με τις gay αποχρώσεις και την έντονη κινητικότητα και τον δυναμισμό ερμηνεύει εκπληκτικά ο Μάνος Καζαμίας, σαν κανονικός περιθωριακός εργάτης που καλείται να ενσαρκώσει τον ίδιο του τον εαυτό σε αυτές τις άθλιες συνθήκες εργασίας. Όσο για τον Θάνο (Θάνος Περιστέρης), αυτός είναι ο κλασικός ωμός φαλλοκράτης που μισεί τους αλλοδαπούς και τα ζώα, ο σεξιστής, ο ακαλλιέργητος, το «ζώον» που συναντά κανείς παντού στην καθημερινότητα. Οι άντρες πίνουν μπίρες και είναι μπρούτοι και ανεπεξέργαστοι, ονειρεύονται καλής ποιότητας καπνιστό ουίσκι και τρακάρουν τσιγάρα ο ένας τον άλλον. Στο ξεκίνημα του δεύτερου μέρους της παράστασης, μια έντονα σεξιστική σκηνή με μια πόρνη (Αγγέλα Πατσέλη) ολοκληρώνει τη συνθήκη ωμού ρεαλισμού που επιδιώκει η παράσταση. Η εκπομπή πρωϊνάδικου στην τηλεόραση, τα γκράφιτι με την ημερομηνία στον τοίχο, η μουσική από το τρανζιστοράκι, καθώς και κάποια γνωστά τραγούδια του Μπιθικώτση, του Νταλάρα και του Μητροπάνου συμβάλλουν, επίσης, σε αυτήν την αίσθηση.
Αποτίμηση της παράστασης
Αναδεικνύει αυτήν την ιδιότυπη συνθήκη του «τακιμιού», μιας συγκινητικής φιλίας ανδρών αδελφοποιτών που βασίζεται στην επισφαλή συνθήκη της ανεδαφικής εμπιστοσύνης: ο νοητικά υστερημένος δεν μπορεί να επιβιώσει, η εμπιστοσύνη του προστάτη φίλου του δεν αρκεί.
Η ωμότητα και αθυροστομία του κειμένου είναι χαρακτηριστική της κινηματογραφικής και θεατρικής δουλειάς του κύριου Οικονομίδη, που συνιστά πλέον «μανιέρα» και υιοθετείται από το θέατρο του νατουραλισμού με μεγάλη ευκολία. Αυτό είναι δίκοπο μαχαίρι, γιατί ναι μεν παραπέμπει στο κυνικό και βωμολόχο ιδιόλεκτο κάποιων τάξεων χειρωνακτών, όμως αντίκειται, από ένα σημείο και πέρα, στην πειστικότητα ενός κειμένου που θα ’πρεπε να διέπεται από σιωπές και να αναζητά στο ευτελές την ποιητικότητα. Οι αφελείς και βίαιες συζητήσεις μιας παρέας φαλλοκρατών ανδρών θα ’πρεπε να περιλαμβάνει περισσότερα εκφραστικά ολισθήματα και λάθη, μικρές «κοτσάνες» λεκτικές που είναι διακριτικό γνώρισμα αυτής της συνεύρεσης (αρκεί κανείς να θυμηθεί την εμπειρία της στρατιωτικής θητείας), ενώ εμφανώς λείπει το βιοσοφικό γνώρισμα κάποιων στιγμών (αρκεί κανείς να συναναστραφεί για μεγάλα χρονικά διαστήματα ανθρώπους χειρώνακτες για να διαπιστώσει τη βαθύτατη γνησιότητα των συναισθημάτων και την τρυφερότητά τους). Παρά τις αντιρρήσεις μου σχετικά με τις λεκτικές υπερβολές και παρά το ότι η παράσταση διακρινόταν από μια συνεχή ένταση, που της στερούσε τις στιγμές σιωπής και ενατένισης, κατάφερε να αποτυπώσει, ακολουθώντας πιστά τον απεγνωσμένο αφηγηματικό υμένα του μεγάλου συγγραφέα, την αγάπη, τη φιλία, την αλληλεγγύη, την πίστη, την αγωνιστικότητα και τις ελπίδες του (βαθύτατα ευγενούς) ανθρώπινου υποκειμένου. Και, το κυριότερο, αναδεικνύει αυτήν την ιδιότυπη συνθήκη του «τακιμιού», μιας συγκινητικής φιλίας ανδρών αδελφοποιτών που βασίζεται στην επισφαλή συνθήκη της ανεδαφικής εμπιστοσύνης: ο νοητικά υστερημένος δεν μπορεί να επιβιώσει, η εμπιστοσύνη του προστάτη φίλου του δεν αρκεί.
Ο σαρκασμός και η απαισιοδοξία αυτού του χαρακτήρα συνυπάρχουν με ένα λαμπρό όραμα χειραφέτησης και ένα βαθύτατο αίσθημα δικαιοσύνης.
Για να επαινέσω, δε, το κεντρικό ερμηνευτικό ντουέτο: ο Δημήτρης Δρόσος είναι πειστικός και συγκινητικός στην αφοσίωση που επιδεικνύει προς τον «δικό του» Βασίλη. Ο αβανταδόρικος, μανικός ρόλος του δεν τον αφήνει να παρασυρθεί σε στερεοτυπίες για τη νοητική υστέρηση, το βάδισμά του είναι χαρακτηριστικά δουλεμένο, το σκύψιμο του κεφαλιού διασώζει τον ρόλο από τα γνωρίσματα του «καρπαζοεισπράκτορα», ενώ οι «μικροκινήσεις» του στις «επικίνδυνα» κινητικές σκηνές διασώζουν με αξιέπαινη ακρίβεια τις εμμονές του. Η ερμηνεία του κύριου Μπισμπίκη στιβαρή, εφάμιλλη της σκηνοθεσίας του, αναδεικνύει τα θετικά γνωρίσματα του κεντρικού χαρακτήρα. Στον ρόλο θα αναζητούσα λιγότερο πραγματισμό και μεγαλύτερο ποσοστό υποδόριας ποίησης και ευγένειας: αυτή η ευγένεια μπορεί να λειτουργήσει ως προϊδεασμός της μεγάλης αγκαλιάς με την οποία περιβάλλει τον φίλο του, αλλά και της τελειωτικής, λυτρωτικής λύσης που του επιφυλάσσει. Ο σαρκασμός και η απαισιοδοξία αυτού του χαρακτήρα συνυπάρχουν με ένα λαμπρό όραμα χειραφέτησης και ένα βαθύτατο αίσθημα δικαιοσύνης, γι’ αυτό πρόκειται για δύσκολο ρόλο και απαιτεί λεπτότατες ισορροπίες ανάμεσα στην πηγαία βιαιότητα και την εξίσου πηγαία τρυφερότητα που συνοικούν στην ψυχή ενός ανθρώπου κατώτατης κοινωνικής τάξης και τον οδηγούν, έστω και μέσω του θανάτου, σε ρεαλιστική ανάταση και κοινωνική λύτρωση.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, η νουβέλα «Το κυνήγι του βασιλιά Ματθία» (εκδ. Κριτική).