
Για την παράσταση «Herrumbre» σε χορογραφία του Νάτσο Ντουάτο, η οποία παρουσιάζεται στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος μέχρι και τις 17 Φεβρουαρίου.
Του Νίκου Ξένιου
Το Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος και το μπαλέτο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής παρουσιάζουν το έργο Herrumbre («Σκουριά») του ισπανού χορογράφου Νάτσο Ντουάτο, για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Βαρύτητα στην κίνηση και υψηλή συγκίνηση είναι τα κυρίαρχα γνωρίσματα της παράστασης, που ανακινεί ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο ζήτημα. Η εμβληματική αυτή χορογραφία παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 2004 – στο Μεγάλο Θέατρο Λισέου της Βαρκελώνης, ενώ ως το 2009 έκανε τουρνέ σε πολλές πόλεις της Ισπανίας, στο Παρίσι, στο Μόναχο, στη Staatsoper του Βερολίνου και στη Χάγη. Ο Νάτσο Ντουάτο (καλλιτεχνικός διευθυντής, μεταξύ άλλων, και του Θεάτρου Μιχαηλόφσκι της Αγίας Πετρούπολης) ήρθε αυτοπροσώπως στην Αθήνα για να παραστεί στις τελικές πρόβες.
Υπέρβαση των ορίων του ανθρωπισμού
Οι τρομοκρατικές επιθέσεις στη Μαδρίτη εμπνέουν τον Ντουάτο να καταγράψει στο ιδιόλεκτο του χορού το άλεκτο, την αλλοτρίωση, τη φρίκη, την απανθρωποποίηση, την απώλεια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Το Herrumbre αποτείνεται στην κοινή γνώμη επιστρατεύοντας την επικαιρότητα: το 2004 ξεκινά μια σπουδή στα βασανιστήρια, το καθημερινό όνειδος που δεν ανέχεται ο δυτικός κόσμος. Ο Ντουάτο εμπνέεται τον τίτλο «Σκουριά» από το ποίημα «Θραύσματα» («Chatarra») του Άνχελ Γκονθάλεθ, όταν το Διεθνές Φόρουμ Πολιτισμών παρήγγειλε σε αυτόν και στο Εθνικό Συγκρότημα Χορού της Ισπανίας (Compañía Nacional de Danza) ένα νέο έργο με θέμα τα βασανιστήρια. Ήταν η εποχή του τρομοκρατικού χτυπήματος στον σιδηροδρομικό σταθμό Ατότσα της Μαδρίτης, αλλά και των βασανιστηρίων στις φυλακές υψίστης ασφαλείας του Γκουαντάναμο.
Οι τρομοκρατικές επιθέσεις στη Μαδρίτη εμπνέουν τον Ντουάτο να καταγράψει στο ιδιόλεκτο του χορού το άλεκτο, την αλλοτρίωση, τη φρίκη, την απανθρωποποίηση, την απώλεια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, όλα τα θέματα που εμπλέκονται με τέτοιες ενέργειες. Πρόκειται για μια καλλιτεχνική καταγγελία της ηθικής και της αισθητικής του «βιασμού» της ανθρώπινης φύσης. Ο χορογράφος συνεργάστηκε με τη Διεθνή Αμνηστία, θέλοντας να αναδείξει σημαντικά κοινωνικά ζητήματα μέσω της τέχνης του χορού (Η Διεθνής Αμνηστία ήταν παρούσα στους τόπους των τρομοκρατικών ενεργειών και των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με στόχο τη συγκέντρωση υπογραφών του κοινού ενάντια στους βασανισμούς και την κακομεταχείριση κρατουμένων).
Μοτίβα που αναδεικνύουν το σκοτεινό θέμα
Η σκηνογραφία είναι, λίγο ως πολύ, εμπνευσμένη από τον Γκόγια, καθώς το μεταλλικό διαφανές ταμπλώ του ιρακινού σκηνογράφου και διακοσμητή Jaffar Chalabi είναι ευκίνητο, μπορεί να στήνεται και να ξεστήνεται, να ακολουθεί τους χορευτές και να μεταπλάθεται σε φυλακή, τοίχο, ελικόπτερο, στέγαστρο, κελί απομόνωσης και φραγμό ανάμεσα στις ανθρώπινες ομάδες.
Ο άνθρωπος εμφανίζεται εγκλωβισμένος σε κάγκελα που έχουν στήσει οι δήμιοί του, όμως είναι ξεκάθαρο πως δεν υπάρχουν συγκεκριμένοι χαρακτήρες ή σαφής ιστορικότητα. Πρόκειται για μιαν αλληγορία, ο σκληρός ρομαντισμός και η ποιητικότητα της οποίας ανακλώνται στη σκληρή φόρμα της χορογραφίας και στις ηχητικές επιλογές που τη συνοδεύουν (έλικες ελικοπτέρων, ραδιοφωνικές εκπομπές με παράσιτα, ηλεκτρικές εκκενώσεις που παραπέμπουν σε βασανισμό με ηλεκτρικό ρεύμα, θόρυβοι εκκωφαντικοί από φυσικούς χώρους εργασίας κ.λπ.). Στη μουσική των Πιέδρο Αλκάδε και Σέρχιο Καβαγιέρο, των δύο διευθυντών του Festival Sónar της Βαρκελώνης, το βιολοντσέλο και το κοντραμπάσο υπογραμμίζουν τον ζοφερό χαρακτήρα και το λατινικό ταμπεραμέντο της παράστασης. Η αφόρμηση δόθηκε από τη new age σύνθεση για ηλεκτρονικό τσέλο με τίτλο «Σκοτεινό ξύλο» («Dark Wood») του Ντέιβιντ Ντάρλινγκ.
Η σκηνογραφία είναι, λίγο ως πολύ, εμπνευσμένη από τον Γκόγια, καθώς το μεταλλικό διαφανές ταμπλώ του ιρακινού σκηνογράφου και διακοσμητή Jaffar Chalabi είναι ευκίνητο, μπορεί να στήνεται και να ξεστήνεται, να ακολουθεί τους χορευτές και να μεταπλάθεται σε φυλακή, τοίχο, ελικόπτερο, στέγαστρο, κελί απομόνωσης και φραγμό ανάμεσα στις ανθρώπινες ομάδες. Ένας τοίχος-φυλακή με κάγκελα, γύρω από τον οποίο θα κινηθούν οι ερμηνευτές, γρήγορα τους περικλείει ή περικλείεται από αυτούς, παραπέμποντας σε εικόνες από στρατόπεδα συγκέντρωσης ή από βασανιστήρια. Ο δημιουργός αντιλαμβάνεται την όλη σύνθεση σε χρωματικές ποιότητες εύκολα διακριτές: μια λάμψη ή λευκότητα ελπίδας τη μια στιγμή, ένα ζοφερό σούρουπο την άλλη, ενώ η ενδυματολογική χρωματική γκάμα περιλαμβάνει «σπασμένα» χρώματα που εξασφαλίζουν μια κομψότητα σκοτεινή και μεταλλική ως προς το ποιόν. Η χρήση της φανέλας, μια αναφορά στην κουκούλα των κρατουμένων της απομόνωσης, είναι πολύ επιτυχημένη. Τα ανθρώπινα μέλη στρεβλωμένα, παραμορφωμένα, βασανισμένα. Οι στάσεις των αναρτημένων σωμάτων είναι, ίσως, μια σειρά από φιγούρες αντλημένες από πίνακες του Φράνσις Μπέικον.
Πολιτικό δράμα και χορός
Η αισθητική σύλληψη του Ντουάτο προάγει την άποψη ότι ο χορός αφ’ εαυτού μπορεί να δώσει την εικόνα της πραγματικότητας, χωρίς άλλη προσπάθεια εξεικόνισής της.
Δυσκολία επικοινωνίας, έλξη και απώθηση, χάσμα ανάμεσα στους ανθρώπους, είναι τα θέματα που καλούνται να σχολιάσουν οι δεκαεπτά χορευτές του συγκροτήματος συνθέτοντας, σε τρίο και κουαρτέτα, όλη τη φρίκη και την απόκλιση του ανθρωπίνως ανεκτού. Εντυπωσιάστηκα από το «τρίξιμο» και την αίσθηση ηλεκτρικής εκκένωσης που προσέδιδε τον ρυθμό στις πιο ορμητικές σκηνές, ή στα σημεία όπου ομάδες χορευτών διέσχιζαν διαγώνια τη σκηνή για να σχηματίσουν άμεσα υποομάδες με απόλυτα συντονισμένες κινήσεις. Άμεσος είναι ο συνειρμός προς τη séquence της ωμής πολιτικής βίας από την ταινία «Tango» του Κάρλος Σάουρα: εκεί, αντίστοιχα, ομάδες «αρρενωπών» βασανιστών βαδίζουν με στρατιωτικό βήμα, απόλυτα συμμορφωμένοι προς κάποια διαταγή ανωτέρου, εκτελώντας ανθρώπους ή βασανίζοντάς τους χωρίς έλεος, αλλά υπό το κράτος μιας οργουελικής πλύσης εγκεφάλου. Επίσης, κοινός τόπος είναι ο βασανισμός των γυναικών από τους άντρες, που είναι εντυπωσιακά ωμός και σκόπιμα δεν έχει αισθησιασμό. Η παράσταση είναι συνεπής ως προς τις προθέσεις της και το εικαστικό της μέρος αξίζει ιδιαίτερης μνείας, έτσι όπως το μεταλλικό πλέγμα τέμνει κάθετα και οριζόντια τη σκηνή για να παραγάγει μικρά υποσύνολα δρωμένων άψογα συντονισμένων με τον ρυθμό. Όσο για την εμβατηριακή αυστηρότητα και τη βίαιη υπαγωγή του ανθρώπινου σώματος στο έλεος της βίας, αυτή έρχεται σε έντονη αντίθεση με κάποια λυρικότατα pas de deux: η αισθητική σύλληψη του Ντουάτο προάγει την άποψη ότι ο χορός αφ’ εαυτού μπορεί να δώσει την εικόνα της πραγματικότητας, χωρίς άλλη προσπάθεια εξεικόνισής της.
Οι κινήσεις είναι «εκτελεστικές» όχι μόνον ως προς τη θεματική αλλά και ως προς την καλλιτεχνική τους ποιότητα: φαίνεται σαν να μην δίνεται η ευκαιρία στους δεκαεπτά χορευτές να ερμηνεύσουν πραγματικά, καθώς υποτάσσονται στην υπηρεσία του πολιτικού μηνύματος.
Τι ωθεί την ενδογενή βία του ανθρώπου να εξωτερικεύεται, πώς επιδρά η βία σε αυτόν που την ασκεί; Πώς γίνεται οι άνθρωποι να μετατρέπονται σε τόσο σκληρούς θύτες των συνανθρώπων τους; Πώς «οξειδώνεται» το μέταλλο της ανθρώπινης ακεραιότητας; Ποια είναι η αναφορά ανάμεσα στο θύμα και στον θύτη; Ερωτήματα που αναδύονται από μια χορογραφία σύγχρονης προβληματικής που, δυστυχώς, ανάγεται σε κώδικες ήδη γνωστούς και χιλιοειπωμένους και στερείται επινοητικότητας και πάθους, παρά τις εκπεφρασμένες της προθέσεις. Αφενός, η πειθαρχία και η ακρίβεια είναι υποδειγματικές και οφείλει κανείς να αναγνωρίσει το εξαιρετικό καλλιτεχνικό δυναμικό και τη φροντισμένη επιμέλεια της όλης παράστασης. Αφετέρου, όμως, οι κινήσεις είναι «εκτελεστικές» όχι μόνον ως προς τη θεματική αλλά και ως προς την καλλιτεχνική τους ποιότητα: φαίνεται σαν να μην δίνεται η ευκαιρία στους δεκαεπτά χορευτές να ερμηνεύσουν πραγματικά, καθώς υποτάσσονται στην υπηρεσία του πολιτικού μηνύματος. Το Herrumbre είναι μια στρατευμένη χορογραφία εντυπωσιακή και, κατά τόπους, προκλητική για κάποιους σολίστες. Παρόλα αυτά, δίνει την εντύπωση ότι οι κινησιολογικές της επιλογές αντλούνται από το οπλοστάσιο περασμένων δεκαετιών και ότι μια ανώτερη βούληση (αυτή του χορογράφου) «κρατά δέσμιους» τους χορευτές σε κάποιον κεντρικό σχεδιασμό.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, η νουβέλα «Το κυνήγι του βασιλιά Ματθία» (εκδ. Κριτική).