
Για την παράσταση «A quiet evening of dance» σε χορογραφία του William Forsythe, η οποία παρουσιάζεται στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης μέχρι και την Κυριακή 10 Φεβρουαρίου.
Του Νίκου Ξένιου
Με μεγάλη χαρά παρακολουθήσαμε την παράσταση A quiet evening of dance του William Forsythe, στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, ένα συνδυασμό δύο παλιών έργων του («Dialogue (DUO2015)», «Catalogue-Second Edition» και «Prologue») και δύο νέων συνθέσεών του («Epilogue» και «Seventeen/Twenty One»). Στο σώμα των κύριων χορευτών του William Forsythe (Ander Zabala, Cyril Baldy, Brigel Gjoka, Jill Johnson, Christopher Roman, Parvaneh Scharafali και Riley Watts) προστέθηκε ο Rauf «Rubber Legz» Yasit. Το έργο πρωτοανέβηκε στο «Sadler’s Wells».
Άσκηση του νου
Στην ησυχία δεν υπάρχει καν υποβαλλόμενος ρυθμός και ο χορευτής μπαίνει αναγκαστικά στη διαδικασία να «μετρά» μέσα του τον χρόνο, άρα και να το επαναπροσδιορίζει. Μια σκληρή άσκηση του νου που κόβει την ανάσα.
Καθαρός χορός, απογυμνωμένος από διανθίσματα και φιγούρες, σε μια σκηνή άδεια από κάθε σκηνογραφικό στοιχείο, με ενδυματολογική επιλογή τα χρωματιστά t-shirts και τα παλ παντελόνια και με μοναδικό εκκεντρικό στοιχείο τα χρωματιστά μακριά μέχρι το μπράτσο ελαστικά γάντια που υπαγορεύουν μιαν ιδιότυπη θεατρικότητα στην κίνηση των χεριών και τα φλουό χρώματος παπούτσια «σνίκερς». Με γεωμετρικά, επαναλαμβανόμενα μοτίβα, καθαρές μαθηματικές δομές που διακρίνονται στους διπλασιασμούς και υποδιπλασιασμούς των κινήσεων, άρσεις και θέσεις σαφείς που ποικίλλουν στους ρυθμικούς τους συνδυασμούς, ενώ παράλληλα στην αίθουσα επικρατεί απόλυτη σιωπή: μια σιωπή που διακόπτεται μόνο από πνιχτά, αμήχανα βηχάκια και το μικρό λαχάνιασμα των χορευτών, μεγεθυμμένα στο κατανυκτικό κλίμα της αίθουσας.
Η ησυχία φέρει εντυπωμένη μιαν ιδιάζουσα ποιότητα σύγχρονου χορού ακόμη και σε ένα μπαλετικό μοτίβο: πρόκειται για κάτι διαφορετικό από την απουσία μουσικής υπόκρουσης. Στην ησυχία δεν υπάρχει καν υποβαλλόμενος ρυθμός και ο χορευτής μπαίνει αναγκαστικά στη διαδικασία να «μετρά» μέσα του τον χρόνο, άρα και να το επαναπροσδιορίζει. Μια σκληρή άσκηση του νου που κόβει την ανάσα.
Σαν περήφανα πουλιά
Η παράσταση ανοίγει με ένα τρίπτυχο: το πεντάλεπτο «Prologue» για ντουέτο άντρα και γυναίκας (με τους Ander Zabala και Parvaneh Scharafali) έχει μιαν «έκκεντρη» ποιότητα και μαρτυρεί μια τάση χειραφέτησης από τα κλασικά μπαλετικά δεδομένα, ενώ εντυπωσιάζει με τη χρήση των λευκών γαντιών που κυριολεκτικά «πετούν» και «φλερτάρουν» σαν μακρύλαιμα πουλιά.
Η σύνθεση διερευνά την έννοια του χρόνου μέσω της κίνησης: δύο ερμηνευτές καταγράφουν τις χρονικές στιγμές με «σπιράλ» τρόπο και τις εντάσσουν στον σκηνικό χώρο.
Στο δεκαπεντάλεπτο «Catalogue» (το οποίο για πρώτη φορά παρουσιάστηκε ως μέρος του Elixir Festival, το 2017), δηλαδή στο κεντρικό μέρος του έργου, οι Jill Johnson και Christopher Roman ως ντουέτο επιδεικνύουν εκπληκτική μνήμη απομονώνοντας κι ενεργοποιώντας μεμονωμένα συστατικά ενός «καταλόγου» μηχανικής του μπαλέτου: ξεκινώντας από τα χέρια, τους ώμους και τα «φλεξ» του κορμιού και σταδιακά κομίζοντας βήματα στην όλη κινησιολογική σύνθεση. Ακολουθεί το «Epilogue», το ντουέτο των Parvaneh Scharafali και Ander Zabala με την μπαρόκ ποιότητα και τα μικρά βήματα, τα χέρια στις τσέπες και τη στάση «ανέμελου περιπάτου», ενώ από πίσω ακούγεται το μακρινό, σβησμένο κελάηδισμα ενός πουλιού. Στο «Epilogue» η υπόκρουση είναι μια ατονική σύνθεση του Morton Feldman για πιάνο. Η διαδοχή ντουέτων και soli επιστρατεύει πέντε χορευτές, ενώ επί σκηνής επιστρέφουν οι Jill Johnson και Christopher Roman, τώρα φορώντας τα χρωματιστά τους γάντια.
Στο κλείσιμο του τρίπτυχου, το αντρικό ντουέτο DUO2015 χορεύει το «Dialogue» (που στον αρχικό του σχεδιασμό προοριζόταν για δυο γυναίκες) υπό την υπόκρουση του ίδιου κελαηδίσματος. Η σύνθεση διερευνά την έννοια του χρόνου μέσω της κίνησης: δύο ερμηνευτές καταγράφουν τις χρονικές στιγμές με «σπιράλ» τρόπο και τις εντάσσουν στον σκηνικό χώρο. Μια αναδόμηση της γλώσσας του κλασικού μπαλέτου με λυγισμένη τη μέση και εκτάσεις χαρακτηριστικές των χεριών, όπου οι Brigel Gjorka και Riley Watts εντυπωσιάζουν με τον δυναμισμό τους.
Και εδώ μπαίνει η προκλασική μουσική...
Ο Forsythe εστιάζει στο πέρασμα σε μια «τυπική» διάρθρωση των κινήσεων που είναι γνωστές από το κλασικό μπαλέτο, χωρίς ωστόσο να στέκεται καχύποπτα απέναντι σε νέα κινησιολογικά μοτίβα.
Στο δεύτερο μέρος η μουσική μπαίνει με έμφαση και υπογραμμίζει τις λεπτομέρειες και τις κινήσεις του πρώτου μέρους: η νέα δουλειά του Forsythe που ολοκληρώνει την παράσταση φέρει τον τίτλο «Seventeen/Twenty One» και είναι εμπνευσμένη από κωδικοποιημένες φιγούρες αυλικών χορών της εποχής του Λουδοβίκου 14ου. Αξέχαστο θα μας μείνει το ανδρικό τρίο σε μια επίδειξη πραγματικής δεξιοτεχνίας. Εννοείται ότι η υπόκρουση είναι συνθέσεις του Jean-Philippe Rameau. Ο Forsythe εστιάζει στο πέρασμα σε μια «τυπική» διάρθρωση των κινήσεων που είναι γνωστές από το κλασικό μπαλέτο, χωρίς ωστόσο να στέκεται καχύποπτα απέναντι σε νέα κινησιολογικά μοτίβα. Εδώ επιστρατεύεται η ιδιοτυπία των ελαστικών άκρων του νέου του συνεργάτη Rauf Yasit, που ως χορευτής εδάφους του σύγχρονου χορού και του street dance δικαίως φέρει το παρατσούκλι «λαστιχοπόδαρος» («Rubber Legz»). Ο Forsythe συνεργάζεται με τον Rauf Yasit από το 2017, διερευνώντας μαζί του την πιθανότητα «παντρέματος» του hip hop με άλλες χορευτικές φόρμες, πράγμα που προσθέτει πρωτοτυπία και χιούμορ στο θεατρικό momentum.
«Χίλια επτακόσια είκοσι ένα»
Η χορογραφία χρησιμεύει μόνο ως δίαυλος για να διοχετευθεί η επιθυμία του ερμηνευτή να χορέψει: το αντικείμενο της χορογραφικής σκέψης/σύλληψης μετατίθεται αυτόματα από το σώμα στο μυαλό.
Είναι ξεκάθαρο, στη δουλειά του Forsythe, ότι η χορογραφία αποτελεί ένα διακριτό πεδίο, ανεξάρτητο από τις χορευτικές δυνατότητες των ερμηνευτών του. Μια νέα ιεράρχηση, μια κλίμακα σχέσεων ανάμεσα στον χρόνο και τη μετατόπιση των μελών του σώματος έχει αρχίσει να καθιερώνεται ως «γλώσσα» αναγνωρίσιμη του μεγάλου χορογράφου: σταδιακή εξαφάνιση του διαστήματος, με διάκενα ανάμεσα στα μπλεγμένα μέλη ενός ντουέτου, για παράδειγμα. Και, βέβαια, μαζί με την αλλαγή στην αντίληψη του χώρου έρχεται και μια μερική εξαφάνιση του χρόνου. Η χορογραφία χρησιμεύει μόνο ως δίαυλος για να διοχετευθεί η επιθυμία του ερμηνευτή να χορέψει: το αντικείμενο της χορογραφικής σκέψης/σύλληψης μετατίθεται αυτόματα από το σώμα στο μυαλό.
Πρόκειται για μια πυρετώδη εγκεφαλική διεργασία, που απαιτεί, παράλληλα, πανίσχυρη μνήμη, απόλυτο αυτοέλεγχο και συντονισμό των χορευτών μεταξύ τους. Ιδεώδης «γεωμετρία» του κλασικού χορού (πουέντ στο κάτω μέρος του ποδιού και λυγισμένα γόνατα, «pas de chat» και αραμπέσκ) και παράλληλα «πίβοτ», στροφές και λυγίσματα των ώμων, κινήσεις των γοφών και των αγκώνων που δεν υπηρετούν απαραίτητα μια δραματοποίηση, απλώς μεταφέρουν την εικαστική τους ποιότητα και προσφέρονται γενναιόδωρα στον θεατή. Οι φωτισμοί της Tanja Rühl και ο σχεδιασμός των κομψών, λιτών κοστουμιών από τη Dorothée Merg ενισχύουν την αίσθηση πως ο λακωνισμός και η εσωστρεφής δεξιοτεχνία μπορούν να οδηγήσουν σε άκρα κομψότητα.
Ένας μεγάλος δημιουργός
Θεωρείται ο συνεχιστής της παράδοσης του Balanchine, καθώς αντικρίζει το κλασικό μπαλέτο υπό την οπτική γωνία του σύγχρονου χορού και την αισθητική κατεύθυνση του 21ου αιώνα.
Ο αμερικανικής καταγωγής William Forsythe διδάχθηκε χορό από τους Maggy Black, Finis Jung, Jonathan Watts, Meredith Baylis, William Griffith, Leon Danelian, Mme. Peryaslavec και Pat Wilde. Οταν στα είκοσί του έφυγε για την Ευρώπη και έγινε χορευτής των Μπαλέτων της Στουτγάρδης, απολάμβανε τη μαθητεία σε μια διαφορετική κουλτούρα, μέχρι που, το 1974, γίνεται η μετάκλησή του ως χορογράφου από τον John Cranko. Από το 1984 ως το 2004 είναι καλλιτεχνικός διευθυντής του Μπαλέτου της Φρανκφούρτης. Ο Ρούντολφ Νουρέγιεφ, αφού βάφτισε μέσα σε μια νύχτα «étoile» τη 19χρονη τότε Σιλβί Γκιλέμ, τον κάλεσε το 1987 στο Μπαλέτο της Όπερας του Παρισιού. Από το 2005 ως σήμερα διευθύνει την Forsythe Company. Συνεργάστηκε με τους Kenneth MacMillan και Glen Tetley. Θεωρείται ο συνεχιστής της παράδοσης του Balanchine, καθώς αντικρίζει το κλασικό μπαλέτο υπό την οπτική γωνία του σύγχρονου χορού και την αισθητική κατεύθυνση του 21ου αιώνα. Στην καλλιτεχνική του δραστηριότητα εντάσσονται τα έργα: Impressing the Czar (που έφτιαξε το 1988 για να ειρωνευτεί τον δυτικό πολιτισμό), ALIE/ NA(C)TION (1992) και Eidos:Telos (1995), τα Limb'sTheorem (1990), με φανερές επιρροές από τον διάσημο αρχιτέκτονα Ντάνιελ Λίμπεσκινττο 2007 (το 1990 παρουσιάστηκε στο Μέγαρο Μουσικής το τρίπτυχο «Limb’s Theorem» από το Μπαλέτο της Όπερας της Λυόν), The loss of small detail (1991), Endless House (1999), Kammer/Kammer (2000), Decreation (2003), Three atmospheric studies (2005), Heterotopia (2006), Human Writes (2005), The Defenders (2007), Yes we can't (2008/2010), I don't believe in outerspace (2008), The Returns (2009), Sider (2011) και Hypothetical Stream.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, η νουβέλα «Το κυνήγι του βασιλιά Ματθία» (εκδ. Κριτική).