Για την παράσταση «Ένα φεγγάρι για τους καταραμένους» του Ευγένιου Ο' Νηλ, σε σκηνοθεσία Μαριλίτας Λαμπροπούλου, η οποία παρουσιάζεται στο Θέατρο «Πορεία».
Του Νίκου Ξένιου
To έργο του Ο’ Νηλ «Ένα φεγγάρι για τους καταραμένους» (1943) πρωτοπαρουσιάστηκε στο Οχάιο το 1947, δοκιμάστηκε σε πολλές πόλεις του Midwest και ανέβηκε για πρώτη φορά στο Μπρόντγουεϊ το 1957. Στη γραμμή του ωμού ρεαλισμού και τοποθετημένο σε ένα άνυδρο, αφιλόξενο τοπίο, στον αγώνα για την υλική και ψυχική επιβίωση μιας λούμπεν οικογένειας, το έργο στοιχειοθετεί τους χαρακτήρες του με τον τρόπο και τις κορυφώσεις της τραγωδίας. Είδαμε την άκρως ενδιαφέρουσα σκηνοθετική άποψη της Μαριλίτας Λαμπροπούλου, στο θέατρο «Πορεία», στη ρέουσα, σύγχρονη μετάφραση του κειμένου που υπογράφουν οι Θοδωρής Τσαπακίδης και Ισμήνη Φραγκιουδάκη.
Στο σφαγείο των ψυχών
Τον Φιλ ερμηνεύει εκπληκτικά ο Γιάννης Νταλιάνης, εκσφενδονίζοντας «χλιαρές» απειλές και προδίδοντας την αδυναμία που έχει ο χαρακτήρας αυτός για τη μοναδική του κόρη, ένα ατίθασο αγριοκόριτσο που βρίζει σαν φορτηγατζής και έχει τη φήμη της «εύκολης ανδροφάγου» στην περιοχή.
Η είσοδος μιας παράγκας είναι ένα μετατρέψιμο σκηνικό, είσοδος στο υπνοδωμάτιο μιας ανέγγιχτης γυναίκας, στο ανεξιχνίαστο εσωτερικό της ανθρώπινης ψυχής και ταυτόχρονα κατώφλι του θανάτου. Φθινόπωρο του 1923, απομεσήμερο σε ένα χοιροστάσιο του Κοννέκτικατ. Ο τελευταίος αρσενικός αδελφός Μάικ (πειστικός ο Ντίνος Γκελαμέρης) εγκαταλείπει επιπόλαια και ανεύθυνα τη φάρμα, φυγαδευμένος από την αδελφή του. Το ντουέτο με την αδελφή του Τζόσι (Ιωάννα Παππά) ανοίγει δυναμικά τη σκηνή, για να επιστεγαστεί από το δίδυμο ερμηνειών της Τζόσι με τον πατέρα της Φιλ: τον Φιλ ερμηνεύει εκπληκτικά ο Γιάννης Νταλιάνης, εκσφενδονίζοντας «χλιαρές» απειλές και προδίδοντας την αδυναμία που έχει ο χαρακτήρας αυτός για τη μοναδική του κόρη, ένα ατίθασο αγριοκόριτσο που βρίζει σαν φορτηγατζής και έχει τη φήμη της «εύκολης ανδροφάγου» στην περιοχή. Στον ρόλο του αφερέγγυου Φιλ Χόγκαν ο Γιάννης Νταλιάνης επιδεικνύει ελεγχόμενο κυνισμό και μια «τρυφερή» πατρική αγριότητα. Αντίστοιχα, το μετατρέψιμο σκηνικό της Νίκης Ψυχογιού υπηρετεί τη σύλληψη της σκηνοθέτιδος, ενώ η μουσική των Κώστα Γάκη και Κώστα Λώλου είναι εμπνευσμένη και αναβαθμίζει αισθητά την παράσταση. Το ίδιο και οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη. Οι Νίκος Γκελαμέρης και Ιωάννης Κοτίδης πλαισιώνουν επάξια τους τρεις πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Ήδη από την αρχή του έργου έχουμε τρεις πειστικές ερμηνείες, που προϊδεάζουν για μιαν εξαιρετική παράσταση. Επίσης, έχουμε σαφείς ψυχαναλυτικές αναφορές σε ένα διαφορετικό θέατρο, όπως η σκηνοθέτις τις οργανώνει με τη «γουρουνοκεφαλή» και την αιματηρή σκηνή θυσίας της αρχής. Το έργο αποτελεί νοερά τη συνέχεια του προηγούμενου (Το Μακρύ Ταξίδι της Μέρας Μέσα στη Νύχτα) διανοίγοντας στον ρεαλισμό του Ο’ Νηλ μια διέξοδο προς τη φαντασίωση. Παρά τη ρεαλιστική επίστρωση των διαλόγων, εκκρεμεί μια απατηλή, θεατρική διάσταση στο κοινωνικό πρόσωπο του πατέρα και της κόρης, που υλοποιούν επί σκηνής μιαν αρχετυπική σχέση βαθύτατα ψυχαναλυτική. Ο μεθύστακας πατέρας βρυχάται αλλά είναι άκρως ανασφαλής. Η «αμαζόνα» ιρλανδέζα κόρη, σκληραγωγημένη στις δουλειές της φάρμας και εθισμένη στο να σφουγγαρίζει τα αίματα του σφαγείου, λειτουργεί ως οικοδέσποινα, σύζυγος και ερωμένη, χωρίς κατ’ ουσίαν να πληροί τις προϋποθέσεις για κανέναν από αυτούς τους ρόλους.
Η πίστη, η αγάπη, η εξάρτηση, το ψέμα, η ενοχή και η συγχώρηση
Ο Τζιμ είναι μια προβληματική προσωπικότητα γοητευτικού αλκοολικού που προσωρινά περνά από την άνυδρη αυτήν επαρχία έως ότου η γη περιέλθει στα χέρια του από κληρονομιά: μπορεί, δυνητικά, να διαδραματίσει τον ρόλο της «σωσίβιας λέμβου» για την επιβίωση της οικογένειας των αγροτών.
Ο πατέρας υποτίθεται ότι «σκηνοθετεί» μια σχέση ανάμεσα στην κόρη του και τον ιδιοκτήτη της φάρμας, τον «δεύτερης διαλογής» ηθοποιό Τζιμ Ταϊρόν. Ο Τζιμ είναι μια προβληματική προσωπικότητα γοητευτικού αλκοολικού που προσωρινά περνά από την άνυδρη αυτήν επαρχία έως ότου η γη περιέλθει στα χέρια του από κληρονομιά: μπορεί, δυνητικά, να διαδραματίσει τον ρόλο της «σωσίβιας λέμβου» για την επιβίωση της οικογένειας των αγροτών. Ο ίδιος, όμως, κινείται σαν μαριονέτα έτοιμη να καταρρεύσει και το αλκοόλ είναι απόλυτα καθοριστικός παράγοντας διασάλευσης των ισορροπιών του. Άλλωστε, η εγγύτητα της όλης σκηνής προς μια ταβέρνα τείνει να εντάξει το έργο στον παραδειγματικό άξονα των «απεθιστικών» κειμένων. Υπό ένα άλλο πρίσμα, πρόκειται για μια παραβολή «εξαγνισμού», στο αφηγηματικό πλαίσιο της οποίας οι ήρωες είναι τραχείς και ανεπεξέργαστοι, οι περιστάσεις οδηγούν στην αποκτήνωση, αλλά ένας υπερβατικός παράγοντας παρεισφρέει και λειτουργεί ως συνθήκη λύτρωσης από το αφόρητο υπαρξιακό βάρος.
Ο χαρακτήρας του «χλωμού» Τζιμ είναι αυτός του αλλοτριωμένου womanizer, εκτεθειμένου στο σεξ και τα θέλγητρα μιας φτηνής «κοκότας» του Μπρόντγουεϊ, η συγκεκαλυμμένη ευαισθησία του οποίου είναι επίσης βαθύτατα ψυχαναλυτική. Η Γυναίκα-Πόρνη από τη μια και η Μητέρα από την άλλη (που βρίσκεται νεκρή στο διπλανό βαγόνι την ώρα που αυτός βιώνει τον πληρωμένο έρωτα) είναι ένα δίπολο από το οποίο αυτός ο άντρας αδυνατεί να απεγκλωβιστεί. Ο υποβόσκων αντιφεμινισμός και η έντονη τάση του προς συμπεριφορά «φαλλικού βιαστή» εύκολα καταρρίπτονται υπό την επίδραση του αλκοόλ. Η εμφάνιση του Τζιμ επί σκηνής και το φλερτ του προς την ατίθαση Τζόσι δεν επιτρέπει να αποκαλυφθούν, τουλάχιστον σε πρώτη προσέγγιση, τα βαθύτερα κίνητρά του. Βαθύτατα αυτός ο χαρακτήρας είναι «εξουθενωμένος» από τις καταχρήσεις, καλλιεργημένος και αυτοκαταστροφικός, ενώ του είναι πολύ δύσκολο να εμπιστευθεί μιαν άλλη ανθρώπινη ψυχή. Τα λατινικά ρητά και τα θεατρικά τσιτάτα στο στόμα του παίρνουν αποχρώσεις θυμοσοφικής σαχλαμάρας. Εκεί, νομίζω, θα έπρεπε να επικεντρώνεται κάθε ερμηνεία του ρόλου. Στο γεγονός ότι πρόκειται για έναν ακυρωμένο ηθοποιό, ένα ρεμάλι που στέκει ένα βήμα πριν από την καταστροφή και που το φως του φεγγαριού κάνει το χλωμό του πρόσωπο να φαίνεται ήδη σαν το πρόσωπο ενός νεκρού («a dead man walking slow behind his own coffin»).
Σαν από έναν άλλο κόσμο
Οι ήρωές του ψεύδονται προς όλες τις κατευθύνσεις, μα κυρίως απέναντι στον εαυτό τους, φοβούμενοι να μεταλάβουν από το «δισκοπότηρο» της αλήθειας και της σωτηρίας, μέχρι τη στιγμή όπου το φεγγάρι θα γίνει ο καταλύτης όλων των εξομολογήσεων και η καθαρτική νύχτα θα ολοκληρώσει την απελπισία.
Ο Γιώργος Τριανταφυλλίδης δίνει εξαρχής το στίγμα της υπερβολής, γρήγορα όμως επιδίδεται σε ερμηνευτικούς ακροβατισμούς που σπάνια βλέπουμε στο θέατρο. Θα ’λεγε κανείς ότι ο νέος ηθοποιός πειραματίζεται επικίνδυνα με τα άκρα, με τα σκαμπανεβάσματα της φωνής του να «στήνουν» τις προδιαγραφές μιας εξαιρετικής αυτοσαρκαστικής περσόνας και αμέσως κατόπιν να δυναμιτίζουν αυτήν τη δυνατότητα. Προσωπικά δεν μπορώ παρά να διακρίνω μια στόφα «σταρ» και ένα τεράστιο ερμηνευτικό δυναμικό στον Γιώργο Τριανταφυλλίδη, που βεβαίως πρέπει να χαλιναγωγηθεί. Δεν νομίζω όμως ότι η Μαριλίτα Λαμπροπούλου κατόρθωσε να δαμάσει την ανεξέλεγκτη γκάμα αυτοσχεδιασμών του πρωταγωνιστή της, και εύκολα αυτό θα μπορούσε να κατατροπώσει τις ευγενείς προθέσεις της παράστασης. Δεν αποκλείω η άξια σκηνοθέτις να το έκανε αυτό εσκεμμένα, όμως το έργο έχει δώσει τις συντεταγμένες του μέσα στον χρόνο και ο θεατής έχει εθιστεί στο να περιμένει συγκεκριμένες νοηματοδοτήσεις. Υπό αυτό το πρίσμα, η ενδιαφέρουσα κατακόκκινη σκηνή με το ανδρόγυνο θύμα να παραπατά φορώντας τη γουρουνοκεφαλή λειτουργεί ως «γέφυρα» προς μια προσέγγιση πιο σύγχρονη, εγγύτερη στον εναλλακτικό αμερικανικό κινηματογράφο των τελευταίων δεκαετιών.
Ο Ευγένιος Ο’ Νηλ προχωρεί σε μια στοχοθεσία αποπροσανατολιστική, στήνει μια παρεξήγηση, διαχέει εσφαλμένες πληροφορίες, συσκοτίζει τα κίνητρα των χαρακτήρων, βάζει τους ήρωές του να προβάρουν συμπεριφορές, ώστε τελικά να τους εκθέσει στο ανακριτικό φως του φεγγαριού. Οι ήρωές του ψεύδονται προς όλες τις κατευθύνσεις, μα κυρίως απέναντι στον εαυτό τους, φοβούμενοι να μεταλάβουν από το «δισκοπότηρο» της αλήθειας και της σωτηρίας, μέχρι τη στιγμή όπου το φεγγάρι θα γίνει ο καταλύτης όλων των εξομολογήσεων και η καθαρτική νύχτα θα ολοκληρώσει την απελπισία. Πρόκειται για ένα έργο που από μόνο του πλατειάζει στο δεύτερο μέρος, η σκηνοθεσία του οποίου απαιτεί σκληρή μελέτη και ολοκληρωμένη προσέγγιση ώστε να προσληφθεί από το σύγχρονο κοινό.
Κάτω από το αμείλικτο φεγγάρι
Η ερμηνεία της Ιωάννας Παππά υποδειγματική.
Το ιρλανδέζικο yokel χιουμοριστικό ύφος του Ο’ Νηλ στις πρώτες σκηνές διατηρείται ακόμη και στην τραγική εξέλιξη της δεύτερης πράξης. Όμως, το γεγονός ότι αυτή η γυναίκα-αγρίμι απεκδύεται τη γυναικεία της φύση δεν μπορεί παρά να θολώνει το χιουμοριστικό περίγραμμά της. Η Τζόσι είναι, κατ’ ουσίαν, ένα «φρικιό», μια «κατσίκα» που όλα τα καταφέρνει, όπως λέει ο ίδιος της ο πατέρας. Φέρνει βόλτα τα της φάρμας και ασκείται στον να αγαπά τον Τζιμ ήδη από τα παιδικά της χρόνια. Επίσης, έχει εθιστεί στο να ακυρώνει τον ερωτισμό της, να τον υποσκάπτει, να τον παραγκωνίζει. Με τη διαισθητική της προσέγγιση του κόσμου, αυτή η «άλλη Ηλέκτρα», η ανδρόγυνος, η πασαλειμμένη από τα αίματα του σφαγείου, την ώρα που καλλωπίζεται για την παρθενική της ερωτική βραδιά, θα διακρίνει στον Τζιμ ψυχική ευγένεια και λεπτότητα. Θα τον κανακέψει στον κόρφο της και θα του προσφέρει τη θλιμμένη τρυφερότητα που χρειάζεται. Θα του καλύψει ανιδιοτελώς και αυτοθυσιαζόμενη ένα τεράστιο έλλειμμα μητρικής ή πλατωνικής αγάπης. Θα θαφτεί για πάντα στην άνυδρη αυτή γη, αφού εμπιστευθεί στο φως του φεγγαριού τις θηλυκές της, αρχετυπικές μνήμες, τις υγρές της φαντασιώσεις και τη ματαιωμένη της μητρότητα. Εδώ εστιάζει ο συγγραφέας για να σκιαγραφήσει την τραγικότητα της ηρωίδας του και να ανασκάψει την απέλπιδα επιφάνεια των υπόλοιπων χαρακτήρων. Η ερμηνεία της Ιωάννας Παππά υποδειγματική.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, η νουβέλα «Το κυνήγι του βασιλιά Ματθία» (εκδ. Κριτική).