
Για την παράσταση «Το Χελιδόνι» του καταλανού Γκιλιέμ Κλούα, σε σκηνοθεσία της Ελένης Γκασούκα, η οποία παρουσιάζεται στο θέατρο Γκλόρια Μικρό.
Του Νίκου Ξένιου
Ένα έργο για τη διαφορετικότητα και τη μη αποδοχή της, για τη βία της εποχής μας και για τις κακοποιές επιδράσεις του μικροαστικού ιστού της οικογένειας. Η παράσταση του εξαιρετικού θεατρικού έργου Το Χελιδόνι του καταλανού Γκιλιέμ Κλούα στηλιτεύει τον φανατισμό, την ομοφοβία και την εθελοτυφλία των γονέων σε ό,τι αφορά τη διαφορετικότητα των παιδιών τους. Αφορά όμως και την κατανόηση, την ανοχή, την ανάληψη ευθυνών, τη διαχείριση της απώλειας. Kαλή μετάφραση της Μαρίας Χατζηεμμανουήλ και αξιοπρεπής σκηνοθεσία της Ελένης Γκασούκα, που αναδεικνύουν την επικοινωνιακή πτυχή του έργου. Βαθειές και εσωτερικές ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστών. Μια πολύ συγκινητική παράσταση.
Κλειστοί ορίζοντες και τρόμος
Την αφορμή θα δώσει η αφήγηση για την τρομοκρατική επίθεση σε ένα γκέι μπαρ και ο αναστοχασμός που θα ακολουθήσει, εν είδει συνειδησιακού «δικαστηρίου» και ελέγχου της ταυτότητας καθενός από τους δύο. Δραματουργικά θα επιτευχθεί μια πραγματική απογύμνωση, εγγύτερη στην ποθητή κάθαρση.
Ο φόβος και η στενότητα της κοινωνικής νόρμας εγκλωβίζουν μια μητέρα σε μια παραπλανητική εικόνα/φωτογράφιση/καταγραφή της προσωπικότητας, των επιλογών και της ατυχίας του γιου της. Μια επίσκεψη στο σπίτι της γίνεται αφορμή για να επανασυνδεθεί η μητέρα αυτή με την πραγματικότητα, για να «γειωθεί» και να αποβάλει τις αγκυλώσεις της. Η Αμέλια κρατά σε τρία φωτογραφικά άλμπουμ την ανάμνηση του Ντάνι («Εγώ έχω εδώ μέσα όλη τη ζωή του για να τον θυμάμαι!»), ενώ ο Ραμόν αμφισβητεί την αλήθεια αυτής της ανάμνησης («Αυτός που θυμάστε δεν είναι ο Ντάνι! Τουλάχιστον όχι ο αληθινός. Τι να τις κάνετε όλες αυτές τις φωτογραφίες αφού δεν ξέρετε ποιος είναι σ’ αυτές;»). Η σύγκρουση ανάμεσα στα δύο πρόσωπα του έργου, μιας αυστηρής καθηγήτριας φωνητικής και ενός απλού εργάτη, φωτίζει το μείζον γεγονός του πρόσφατου παρελθόντος που διατρέχει σαν φάντασμα το έργο, μαζί με ένα τραγούδι, το «Χελιδόνι»: το τραγούδι αυτό (στην ελληνική παράσταση, μια λυρική σύνθεση του Θέμη Καραμουρατίδη με στίχους του Γεράσιμου Ευαγγελάτου) έχει ειδική σημειολογία, καθώς με τους στίχους του καταρρίπτει τον θυμό και την εσωτερικευμένη άμυνα, τον φόβο και τις αναστολές.
Τα κίνητρα των δύο προσώπων του έργου δείχνουν τόσο διαφορετικά στην αρχή, που ο θεατής διερωτάται ποιο θα είναι το κοινό σημείο που θα τα συνδέσει, ποιος θα είναι ο άξονας νοηματοδότησης της συνύπαρξής τους. Την αφορμή θα δώσει η αφήγηση για την τρομοκρατική επίθεση σε ένα γκέι μπαρ και ο αναστοχασμός που θα ακολουθήσει, εν είδει συνειδησιακού «δικαστηρίου» και ελέγχου της ταυτότητας καθενός από τους δύο. Δραματουργικά θα επιτευχθεί μια πραγματική απογύμνωση, εγγύτερη στην ποθητή κάθαρση.
Η σημειολογία των λέξεων
Μια βία που, αν αναλυθεί στις συνιστώσες της, θα φέρει τους πάντες προ των ευθυνών τους, θα τους κάνει να αναγνωρίσουν την πολύ χαμηλή ουδό της ανοχής τους, την ευθραυστότητα της αγάπης τους, τα βαθύτερα εγωϊστικά κίνητρα της αφοσίωσής τους.
Αυτό που έχει σημασία στο κείμενο είναι η χρήση των λέξεων «τρομοκράτης» και «βία»: αυτός που σε πρώτη ανάγνωση εμφανίζεται ως «τρομοκράτης» θα έπρεπε να μετονομαστεί σε «φασίστα» και το γνώρισμα της βίας θα έπρεπε να προσλάβει τις πραγματικές του διαστάσεις, περιλαμβάνοντας και την ψυχική βία που βιώνει ο διαφορετικός, ο ομοφυλόφιλος, ο περιθωριακός. Μια βία τρομακτική, που του απαγορεύει την πρόσβαση στην ευτυχία και την ολοκλήρωση. Μια βία που, αν αναλυθεί στις συνιστώσες της, θα φέρει τους πάντες προ των ευθυνών τους, θα τους κάνει να αναγνωρίσουν την πολύ χαμηλή ουδό της ανοχής τους, την ευθραυστότητα της αγάπης τους, τα βαθύτερα εγωϊστικά κίνητρα της αφοσίωσής τους.
Πώς ο απόλυτος τρόμος και η μισαλλοδοξία θα κρατηθούν μακριά από εμάς; Πώς δεν θα άρουν τις συνθήκες της καθημερινής μας επανάπαυσης και ευζωίας; Πώς θα «βγάλουμε την ουρά μας απ’ έξω»; Ο αιφνιδιασμός και η ανακοπή της ροής της καθημερινότητας είναι ένας προϊδεασμός για τη θνητή φύση όλων μας. Πρόκειται για ένα κοινωνικό δράμα που τροφοδοτείται από την πραγματικότητα που μας περιβάλλει, ένα θέατρο-ντοκουμέντο, η μυθοπλασία του οποίου είναι μεν νατουραλιστική, ωστόσο λαμβάνει σοβαρά υπ’ όψιν της τις κοινωνικές δομές του ρατσισμού και της απομόνωσης, τις κοινωνικές αντιθέσεις και την ιστορική συγκυρία: για την αποκατάσταση της βαρύτητας των λέξεων, δεν είναι τυχαίος ένας διάλογος που πραγματεύεται με χιούμορ τα γεγονότα στο Μπατακλάν: «Εννοείτε, δηλαδή, πως οι τρομοκράτες έσφαξαν τον κόσμο στο Μπατακλάν επειδή πήγε εκεί για να ακούσει hardrock;».
![]() |
Ο Γκιλιέμ Κλούα |
Οι ερμηνείες και η σκηνοθεσία
Ο κύριος Μαυρογεωργίου δίνει μιαν ερμηνεία ευαίσθητη και προτείνει μιαν εκδοχή τρωτού ανδρισμού που είναι πολύ εντυπωσιακή.
Ο κύριος Μαυρογεωργίου δίνει μιαν ερμηνεία ευαίσθητη και προτείνει μιαν εκδοχή τρωτού ανδρισμού που είναι πολύ εντυπωσιακή. Ως άγγελος με ρομφαία επανεμφανίζεται στο οικείο περιβάλλον του αστικού σπιτιού όπου έχει ξαναμπεί υπό διαφορετικές συνθήκες και με διαφορετικό ρόλο και, τώρα, με σωστή διαχείριση του νέου του ρόλου επιτρέπει στο θεατρικό κείμενο να αποκαλύψει σταδιακά και με χιούμορ, με λεπτότητα και με ευθυκρισία, αλλά και με πολύ προσωπικό ύφος, τις διαστάσεις του ερωτικού του συναισθήματος και το ανοιχτό αίτημα για κατανόηση, άγγιγμα, τρυφερότητα και αποκατάσταση της δικαιοσύνης. Η προσέγγιση του Βασίλη Μαυρογεωργίου επιβεβαιώνει την πεποίθησή μου ότι πρόκειται για έναν ηθοποιό με «πρόταση» στο θεατρικό μας στερέωμα.
Τα σκηνικά, οι φωτισμοί, η χρήση του χώρου, όλα ήταν ισορροπημένα και συντονισμένα με το πνεύμα του έργου και τον απαιτούμενο σεβασμό στον θεατή. Αν όμως, στη συνολική αποτίμηση της παράστασης, συνυπολογίσει κανείς τη σκηνοθετική ματιά της Ελένης Γκασούκα, θα διαπιστώσει ότι αυτή συνέθλιψε την «τερατώδη» διάσταση που θα μπορούσε να προσλάβει ο συγκεκριμένος ρόλος της μάνας, προτάσσοντας τη γλυκύτητα της συμφιλίωσης και το ανθρωπιστικό μήνυμα του έργου. Με το δεδομένο της ανεπίδοτης επιστολής που «κλείνει» το έργο, θα έβρισκα περισσότερο ενδιαφέρον, στην απόδοση του πορτρέτου μιας μάνας που με την ασφυκτική της αγάπη συνέβαλε στον αφανισμό του παιδιού της και της οποίας η συντριβή θα έπρεπε να έρχεται με όλες τις τραγικές διαστάσεις που συνεπιφέρει η αναγνώριση της ευθύνης. Η συγκεκριμένη παράσταση βάζει «ένα φρένο» στον μελοδραματισμό που έχω την αίσθηση ότι συμπαρασύρει και την ενδιάθετη τραγικότητα των ανθρωπίνων. Δεν αποκλείω, ωστόσο, η δαιμονική διάσταση που αναζητώ στον μητρικό ρόλο να αποτελεί δική μου εμμονή και να μην εμπίπτει διόλου στις προθέσεις του συγγραφέα.
Η κυρία Σεϊρλή ενσαρκώνει ένα μεγάλο ποσοστό της αλήθειας του ρόλου της: σαν να προέρχεται από μιαν άλλην εποχή, ως απολογήτρια μιας καθεστηκυίας στάσης ζωής και φορέας της τρέχουσας ηθικής, αρνείται πεισματικά να αντικρίσει την πλήρη αλήθεια των λόγων και των πεπραγμένων της. Διαχειρίζεται τη συγκίνηση και το πένθος της συγκρατημένα, ανοίγει «μικρά παράθυρα» στην εισβολή της αλήθειας και της φρίκης στη ζωή της.
Όπως και αν έχει το πράγμα, η κυρία Σεϊρλή ενσαρκώνει ένα μεγάλο ποσοστό της αλήθειας του ρόλου της: σαν να προέρχεται από μιαν άλλην εποχή, ως απολογήτρια μιας καθεστηκυίας στάσης ζωής και φορέας της τρέχουσας ηθικής, αρνείται πεισματικά να αντικρίσει την πλήρη αλήθεια των λόγων και των πεπραγμένων της. Διαχειρίζεται τη συγκίνηση και το πένθος της συγκρατημένα, ανοίγει «μικρά παράθυρα» στην εισβολή της αλήθειας και της φρίκης στη ζωή της, πλην διατηρεί ένα προσωπείο ευταξίας και καθωσπρεπισμού που υψώνεται ως κάθετο τείχος στην επικοινωνία και την ολοκλήρωση του συναισθήματος. Αν προσεγγίσει κανείς την ερμηνεία της Σοφίας Σεϊρλή με αυτό το πρίσμα, θα διαπιστώσει πως πρόκειται για μιαν ολοκληρωμένη, βαθιά μελετημένη κατανόηση της περσόνας της Αμέλια, και μάλιστα υπό όλα τα διαφορετικά προσωπεία που της επιβάλλει η δική της εκδοχή «αξιοπρέπειας», με απόλυτη εσωτερίκευση και αξιοθαύμαστο έλεγχο των εκφραστικών της μέσων.
Ο δημιουργός
Ο Γκιλιέμ Κλούα (Βαρκελώνη, 1973) είναι καινοτόμος και διεισδυτικός συγγραφέας. Με σπουδές δημοσιογραφίας και θεάτρου, έχει στο ενεργητικό του τα έργα «Οι Αόρατοι» (2002), «Δέρμα στις φλόγες» (2005, στην Ελλάδα από το Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν σε σκηνοθεσία Διαγόρα Χρονόπουλου το 2013, από το Θέατρο Olvio τον Νοέμβριο του 2015 και το 2017 στο Ηράκλειο Κρήτης σε σκηνοθεσία Κώστα Μεταξάκη-Πέτρου Μαυροματίδη), «Γεύση από στάχτη» (2006), «Μάρμπουργκ» (2008), «Killer» (2011, παρουσιάστηκε στην Κύπρο το 2012 σε σκηνοθεσία Νικόλα Κουρουμτζή και το 2013 στην Αθήνα σε σκηνοθεσία του Χρήστου Καρχαδάκη), «Η γη της επαγγελίας» (2011, στην Ελλάδα το 2013 από το Ινστιτούτο Θερβάντες), «Smiley» (2011, στην Αθήνα σε σκηνοθεσία Μάνου Πετούση και στην Κύπρο, σε σκηνοθεσία Μαρίνου Ανωγυριάτη), «Εισβολή» και «Η επανάσταση δεν θα ανακοινωθεί από το twitter» (2013), ενώ το τελευταίο έργο του τιτλοφορείται «73 λόγοι για να σε αφήσω» και έκανε πρεμιέρα στο Θέατρο Γκόγια της Βαρκελώνης τον Δεκέμβρη του 2015. Το 2016 έγραψε «Το χελιδόνι», με αφορμή την τρομοκρατική επίθεση σε ένα γκέι μπαρ του Ορλάντο εκείνη τη χρονιά. Ως σεναριογράφος συμμετείχε στη συγγραφή τού σεναρίου της πιο γνωστής πετυχημένης σειράς της δημόσιας καταλανικής τηλεόρασης «El cor de la ciutat».
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, η νουβέλα «Το κυνήγι του βασιλιά Ματθία» (εκδ. Κριτική).
Το χελιδόνι
Γκιλιέμ Κλούα
Μτφρ. Μαρία Χατζηεμμανουήλ
Κάπα Εκδοτική 2018
Σελ. 80, τιμή εκδότη €8,50