
Για τη παράσταση «Κατεστραμμένο δωμάτιο», σε σκηνοθεσία Μιχάλη Βιρβιδάκη, η οποία παρουσιάστηκε στο θέατρο «Σφενδόνη».
Του Νίκου Ξένιου
Είδαμε το Κατεστραμμένο δωμάτιο του Μάθιου Λέντον σε σκηνοθεσία Μιχάλη Βιρβιδάκη στο θέατρο «Σφενδόνη». Η τόσο προσεγμένη ελληνική μετάφραση είναι του Δημήτρη Κιούση και η επιμέλεια ήχου και εικόνας της Γαλάτειας Σαραντάκου. Η εξαιρετική αυτή παράσταση περιλαμβάνει τη συνομιλία τριών ηθοποιών, που τοποθετούνται πάνω στην αδυναμία του δυτικού ανθρώπου να δράσει, στο αίσθημα ματαιότητας κάθε παρέμβασης σε ανεπίλυτα ζητήματα της ανθρωπότητας, όπως είναι η βία, η καταπάτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και το προσφυγικό. Πρόκειται για το δεύτερο μέρος μιας τριλογίας που εισηγήθηκε ο Μιχάλης Βιρβιδάκης στο θέατρο «Κυδωνία» των Χανίων, τα δύο άλλα μέρη της οποίας αποτελούν τα θεατρικά έργα Λαμπεντούζα του Άντερς Λουστγκάρτεν και Άγγελέ μου του Χένρι Νέιλορ, όλα σε προσεγμένη μετάφραση του Δημήτρη Κιούση.
Μεταξύ τυρού και αχλαδιού
Το “Κατεστραμμένο δωμάτιο” μιλά για τσουνάμι, για θανατικές ποινές χωρίς οίκτο, για τον φανατισμό, για τη βία, για το προσφυγικό ζήτημα, όλα όμως παρατάσσονται ως θέματα χωρίς έναν υποδόριο ιστό που να συνδέει τα κίνητρα με τις συμπεριφορές με σχέση αιτίου-αιτιατού. Και, βεβαίως, αυτό δεν είναι τυχαίο.
Ο πίνακας του Ευγένιου Ντελακρουά O θάνατος του Σαρδανάπαλου (1827) περιγράφει την καταστροφή του ανακτόρου του Σαρδανάπαλου και τη σφαγή των θεραπαινίδων του με την αναγγελία της ήττας. Η σύνθεση του Ντελακρουά ενέπνευσε και τη φωτογραφία του Τζέφ Ουώλ «Κατεστραμμένο δωμάτιο», που με τη σειρά της ενέπνευσε τον Μάθιου Λέντον στην ομώνυμη δραματουργική σύνθεσή του. Το σκηνικό, οι συμπότες, οι τηλεοπτικές κάμερες, όλα αναπαράγουν σε συμβολικό επίπεδο αυτό που κάνουμε εμείς οι δυτικοί: χάνουμε όλη την ενέργειά μας και αναλωνόμαστε σε αδιέξοδες συζητήσεις που δεν συνιστούν λύση στα φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα. Το έργο στήνει τον διάλογο τριών ηθοποιών: η πρώτη θέτει το ερώτημα: «Είναι σήμερα οι άνθρωποι πιο ευτυχισμένοι απ’ όσο ήταν παλαιότερα;» και η κουβέντα ξεκινά, με θέμα την ανθρώπινη ευτυχία, την τρομοκρατία, τους πρόσφυγες, τους εαυτούς τους. Πρόκειται για μια σεναριογραφημένη προσομοίωση μια πραγματικής συζήτησης που θα μπορούσε να διεξαχθεί οπουδήποτε: σε ένα κινηματογραφικό στούντιο, στο σαλόνι ενός αστικού σπιτιού, σε μια πολιτική συγκέντρωση, μα πάνω απ’ όλα στο θέατρο.
Το σκηνικό σκόπιμα παραπέμπει σε φτηνό τηλεοπτικό chat show, γιατί περιλαμβάνει φυτά σε γλάστρες, ράφια με βιβλία και περιοδικά, μποτίλιες με κόκκινο κρασί και ξηρούς καρπούς, σοκολατάκια, στημένα ολόγυρα. Αυτά πλαισιώνουν μια χαλαρή συζήτηση με λεκτικά τσιτάτα αντλημένα αποσπασματικά από άρθρα του Guardian. Επίσης σκόπιμα, οι απόψεις των τριών συνομιλητών δεν είναι επαρκώς επιχειρηματολογημένες. Οι αντιρρήσεις του ενός στις τοποθετήσεις του άλλου είναι σαθρές ως προς τη λογική στήριξη, η οινοποσία χαλαρώνει ελαφρά το ύφος του ξεκινήματος και οι εξομολογήσεις γίνονται ειλικρινέστερες, αλλά κατ’ ουσίαν δεν θέτουν υπό πραγματικήν αμφισβήτηση τους στόχους της πολεμικής που έδειχναν να θέτουν στην αρχή. Η συζήτηση στοχοποιεί έντονα τα Μαζικά Μέσα Ενημέρωσης και τον χυδαίο τρόπο με τον οποίο γενίκευσαν τη μόδα τού να αναρτά κανείς στο facebook ή στο twitter τη γαλλική σημαία ως ένδειξη συμπαράστασης στους πληγέντες από την τρομοκρατία δυτικοευρωπαίους «εταίρους».
Η μεταστροφή της κουβέντας στην «ηδονοθηρική» παρακολούθηση αυτών των απάνθρωπων φιλμ που αφορούν τις εκτελέσεις του ISIS (που μπορεί κανείς να τα έχει στο κινητό του) εντάσσεται στην ίδια, ελαφρά τη συνειδήσει, τάση να κρίνεις τον άλλον βγάζοντας τον εαυτό σου «απέξω». Το Κατεστραμμένο δωμάτιο μιλά για τσουνάμι, για θανατικές ποινές χωρίς οίκτο, για τον φανατισμό, για τη βία, για το προσφυγικό ζήτημα, όλα όμως παρατάσσονται ως θέματα χωρίς έναν υποδόριο ιστό που να συνδέει τα κίνητρα με τις συμπεριφορές με σχέση αιτίου-αιτιατού. Και, βεβαίως, αυτό δεν είναι τυχαίο.
Η αθλιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης
Για τον συγγραφέα η συνειδητοποίηση της αδυνατότητας κάθε συνειδητής παρέμβασης δεν είναι παρά η διαπίστωση της αθλιότητας της ανθρώπινης ύπαρξης. Η σύγχυση πραγματικότητας και ψυχαγωγίας, η ανυπαρξία προσφερόμενων λύσεων, η φιλελεύθερη οπτική της «διαφύλαξης» των κεκτημένων του δυτικού ανθρώπου, οδηγούν στην εκποίηση της υποτιθέμενης «ανησυχίας» για το μέλλον της Δύσης σε συζήτηση επιπέδου chat με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι, σε σκόρπιες λεκτικές κορυφώσεις διαμαρτυρίας, σε δημόσια έκθεση κάποιων προσωπικών κινήτρων (π.χ. απώλεια ενός παιδιού) ή της ευαισθησίας που οδηγεί στην κρυφή, ένοχη και συχνά «ηδονοθηρική» παρακολούθηση της δυστυχίας των άλλων και στην αποδοχή της κουλτούρας του facebook.
Το έργο θέτει κυρίως το ζήτημα της ατομικής ευθύνης και της επιβαρυντικής συναισθηματικής εμπλοκής στο δράμα του συνανθρώπου, αλλά φροντίζει να μην το διεκπεραιώνει, ώστε εμμέσως να θέτει και το ζήτημα της “αποσύνθεσης” του ίδιου του θεάτρου ως βήματος εκπόρευσης νοήματος.
Το έργο θέτει κυρίως το ζήτημα της ατομικής ευθύνης και της επιβαρυντικής συναισθηματικής εμπλοκής στο δράμα του συνανθρώπου, αλλά φροντίζει να μην το διεκπεραιώνει, ώστε εμμέσως να θέτει και το ζήτημα της «αποσύνθεσης» του ίδιου του θεάτρου ως βήματος εκπόρευσης νοήματος. Με πιο απλά λόγια, συζητώντας θεωρητικά, οι δυτικοί άνθρωποι παραμένουν απαθείς θεατές της ηθικής αποσύνθεσης, όπως ο Σαρδανάπαλος στον πίνακα του Ντελακρουά. Τα «ethics» της παρακολούθησης του ανθρώπινου πόνου περιλαμβάνουν απαραιτήτως την εστίαση στη φρίκη, ως εάν επρόκειτο για μια καλλιτεχνική εξεικόνιση της ανθρώπινης φύσης που απλώς ηλεκτρίζει την ατμόσφαιρα και γίνεται ένα ακόμη ακαδημαϊκό ζήτημα μεταξύ άλλων, «ανώδυνων» θεμάτων συζήτησης.
Η φωτογραφία του μικρού Άιλαν πνιγμένου και ξεβρασμένου μπρούμητα στην αμμουδιά γίνεται επίσης εφαλτήριο συζητήσεων που κατ’ ουσίαν στρέφονται κατά της επανάπαυσης και αιτιώνται τη μικροαστική αναδίπλωση του κάθε «οικογενειάρχη» και του κάθε «γονιού» στην ασφάλεια της δικής του, οργανωμένης και περιφυλασσόμενης ζωής. Στις προθέσεις του Λέντον εμπίπτει η ενοχοποίηση ενός εκάστου εκ των θεατών, καθώς η απεύθυνση βεβαίως γίνεται προς το κοινό και καθώς ο καναπές, οι μικροανέσεις του αστικού πλαισίου και ο ρηχός προβληματισμός ανακλά τις οικείες σε όλους μας παραστάσεις ανάλογων συζητήσεων, εκ των οποίων φυσικά ουδέποτε εξάγεται συμπέρασμα, και οι οδυνηρές διαπιστώσεις των οποίων ουδόλως οδηγούν σε δραστηριοποίηση, ακτιβισμό, διαμαρτυρία ή άμεση ανθρωπιστική παρέμβαση. Η ρηχότητα των παρατηρήσεων και των σχολίων συμβολοποιεί έντονα τα στοιχεία αποσύνθεσης και ηθικής έκπτωσης που χαρακτηρίζουν τον πολιτισμό μας επί συνόλω: θυμήθηκα εδώ το «Περιμένοντας τους βαρβάρους» του Καβάφη: «Τι περιμένουμε στην Αγορά συναθροισμένοι;»
Μεταπυρηνικό τοπίο, άγνοια και ενοχή
Η παράσταση της Εταιρείας Θεάτρου «Μνήμη» είναι αποτέλεσμα της αισθητικής παρέμβασης του Μιχάλη Βιρβιδάκη, που με τη σκηνοθεσία του υπογραμμίζει την ηθική εξαχρείωση των τριών χαρακτήρων. Η Στελλίνα Ιωαννίδου στον ρόλο της Τζέην είναι αισθαντική, οι τόνοι της είναι υψηλοί και η εκφραστικότητα και ο παρορμητισμός της παραπέμπουν σε στρατευμένες, μαχητικές συνομιλήτριες που όλοι μας γνωρίζουμε προσωπικά: ο θεατής ταυτίζεται μαζί της και μετά επιφορτίζεται την ενοχή της ουσιαστικής της αποχής από το φλέγον θέμα της ανθρώπινης δυστυχίας. Η Ντία Κοσκινά ως Τζάκυ είναι εύθραυστη και το πρόσωπό της «γράφει» στον φακό με ένα είδος αποκρυσταλλωμένου πόνου που επίσης προκαλεί την ταύτιση του θεατή, και φυσικά την αντίστοιχη ενοχοποίηση.
Αυτοακυρούμενοι, άκρως επιεικείς προς τον εαυτό τους, «χαλαροί» ως προς τη συνείδησή τους που τους τύπτει και αλλοτριωμένοι/αναισθητοποιημένοι σε σημείο μη αναγνώρισης ενός κάποιου «εαυτού», οι τρεις πρωταγωνιστές υπηρετούν πιστά την ιδέα του έργου, σταδιακά ολισθαίνοντας σε μια μακαριότητα που εξοργίζει.
Ο Μιχάλης Βιρβιδάκης στον ρόλο του Τζον διακρίνεται για τη στιβαρότητα της παρουσίας του που αντιφάσκει προς το εύκολα αλώσιμο ηθικό προφίλ που φιλοτεχνεί επί σκηνής. Δύσκολος ρόλος, που ακροβατεί ανάμεσα στη βεβαιότητα του «δυτικού καλλιεργημένου ανθρώπου» και στο τρωτό πορτρέτο του ηθικού συνενόχου. Είναι ευκρινής ο «ψιλός έλεγχος» που ο σκηνοθέτης ασκεί στην εξέλιξη της σκηνικής πράξης, αποτελώντας και ο ίδιος μέρος της. Και είναι απόλυτα εύστοχες οι σκηνοθετικές επιλογές, που αναδεικνύουν τα σημαντικά σημεία του κειμένου και καθιστούν κοινοποιήσιμα τα μηνύματά του. Ο Εμμανουήλ Στεφανουδάκης (που είναι και βοηθός σκηνοθέτη) και ο Πάρις Χαμουρίκος συμβάλλουν τα μάλα στην ολοκλήρωση της παράστασης, ως σιωπηροί μάρτυρες και διαμεσολαβητές, με την κάμερα στο χέρι. Ειδωμένοι μέσα από το μικροσκόπιο του θεατρικού κειμένου, οι χαρακτήρες του έργου αδυνατούν να βιώσουν τη συμπόνια που αναλογεί στο μέγεθος της ανθρώπινης δυστυχίας της οποίας γίνονται μάρτυρες, και ο λόγος είναι ότι ενέχουν τη θέση των θεατών σε ένα ευρέως καταναλώσιμο θέαμα: με άλλα λόγια, μετατρέπονται σε ηθελημένους συνενόχους του εγκλήματος που διενεργείται στην ανθρωπότητα.
Η σύλληψη μιας αδιόρατης αλλά ευκρινώς επικείμενης απειλής εις βάρος του δυτικού πολιτισμού είναι η ιδέα που διαπνέει τόσο το θεατρικό κείμενο όσο και την τόσο αξιόλογη προσέγγιση του Μιχάλη Βιρβιδάκη. Καθώς η κάθε λεπτομέρεια της αδιέξοδης συζήτησης προβάλλεται σε γιγαντοοθόνη, οι χαρακτήρες εμπλέκονται με τις προσωπικές σκέψεις του θεατή και το βίντεο κάνει «εισβολή» στον ψυχισμό όλων. Αυτοακυρούμενοι, άκρως επιεικείς προς τον εαυτό τους, «χαλαροί» ως προς τη συνείδησή τους που τους τύπτει και αλλοτριωμένοι/αναισθητοποιημένοι σε σημείο μη αναγνώρισης ενός κάποιου «εαυτού», οι τρεις πρωταγωνιστές υπηρετούν πιστά την ιδέα του έργου, σταδιακά ολισθαίνοντας σε μια μακαριότητα που εξοργίζει. Αντίστοιχη οργή ένιωσα και ως θεατής του άλλου μέρους της τριλογίας του θεάτρου «Κυδωνία», του Άγγελέ μου του Χένρι Νέιλορ, όπου η εξαιρετική Κατερίνα Μαντίλ ενσάρκωνε τη Ρεχάνα από το Κουρδιστάν, ένα κορίτσι που ζει τη φρίκη του πολέμου στη Συρία και γίνεται ηρωίδα, αυτοθυσιαζόμενη στον βωμό των ιδεωδών της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας. Στο τέλος αυτής της παράστασης ένιωσα, επίσης, τον ίδιο βαθμό ενοχής για τη στάση μου ως δυτικού ανθρώπου απέναντι στο θέμα.