Για την παράσταση «Ανώνυμο» σε σύλληψη & χορογραφία της Τζένης Αργυρίου, η οποία παρουσιάζεται και σήμερα στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση.
Του Νίκου Ξένιου
Η performance maker και media artist Τζένη Αργυρίου παρουσιάζει την παράσταση «Ανώνυμο» στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης, αντιπαραθέτοντας τη σωματικότητα των χορευτών της ομάδας amorphy.org στο «ασώματο» υποκατάστατο της ανθρώπινης παρουσίας που διανοίχθηκε από την ψηφιακή τεχνολογία κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Μια παράσταση που προέκυψε από residency στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση το 2016 και της οποίας η άκρως εγκεφαλική σύλληψη μεταπλάθεται σε ένα θαύμα σωματικότητας, κατορθώνοντας να πετύχει υψηλό βαθμό μέθεξης του κοινού.
Για την έννοια της Ανωνυμίας
Η επωνυμία, στην περίπτωση των έργων τέχνης, είναι ταυτόσημη με μια μορφή «καλλιτεχνικής ιδιοκτησίας» τους (authorship), στενά συνδεδεμένης με απηχήσεις των κυρίαρχων οικονομικών-κοινωνικών συνθηκών.
Αν κανείς μελετήσει τη σύγχρονη τέχνη, θα διαπιστώσει πολλές κατηγορίες καλλιτεχνικής έκφρασης όπου τα υλικά, η ιστορία, τα θέματα και οι τεχνικές φαντάζουν πανανθρώπινα, διαπολιτισμικά. Η αποτίμηση αυτών των έργων τέχνης δεν μπορεί, εκ φύσεως, να είναι επικεντρωμένη στον δημιουργό. Μεγάλο ποσοστό της «πληροφορίας ως προς το συγκείμενο» (contextual information) παραμένει, σε αυτές τις περιπτώσεις, συγκεκαλυμμένο. Κυρίως, όμως, παραμένει θολή η παράμετρος «θεσμοποίησης» του ανώνυμου έργου τέχνης, καθώς περιπλέκονται οι μορφές πρόσληψης του μηνύματος και αυξάνεται ο αριθμός των καθημερινών αντικειμένων που συναπαρτίζουν το «πλαίσιο» όπου το έργο τέχνης εντάσσεται. Η επωνυμία, στην περίπτωση των έργων τέχνης, είναι ταυτόσημη με μια μορφή «καλλιτεχνικής ιδιοκτησίας» τους (authorship), στενά συνδεδεμένης με απηχήσεις των κυρίαρχων οικονομικών-κοινωνικών συνθηκών.
Πρέπει να επισημανθεί το γεγονός ότι η επωνυμία είναι, στα πλαίσια της ψηφιακής επικοινωνίας, μια ιδιαίτερα στρεβλωμένη, παραπειστική έννοια. Εφόσον λοιπόν η προσωπικότητα μπορεί να προσδώσει «ταυτότητα» στο έργο τέχνης, εξίσου ταυτοτικά μπορεί να λειτουργήσει και η ανωνυμία, ιδιαίτερα όταν το θέμα του έργου είναι, αφ’ εαυτού, η απώλεια της ταυτότητας του σύγχρονου ανθρώπου. Η άγνοια της προσωπικής ιστορίας του δημιουργού δεν τον καθιστά απαραιτήτως λιγότερο ανθρώπινο, ούτε περιορίζει την οικουμενικότητα της σύλληψης και των συναισθημάτων που εκφράζει η τέχνη του, αντιθέτως, καθιστά την τέχνη αυτή πιο οικουμενική. Οι απεικονίσεις των προϊστορικών σπηλαίων του Λασκώ και της Αλταμίρα επιβίωσαν ως υψηλή μορφή τέχνης για 20.000 χρόνια, δίχως να χαίρουν κάποιας επώνυμης υπογραφής.
Είναι η τέχνη της απόλυτης σωματικότητας, δηλαδή η αρμοδιότερη μεταξύ των τεχνών στο να κατακτήσει τον φυσικό χώρο, στο να οριοθετήσει τον τεχνητό (πολιτισμικό) χώρο, στο να διεκδικήσει την απολεσθείσα σωματικότητα του ανθρώπου.
Όσο για τον χορό, αυτός υπήρξε πιθανότατα η αρχαιότερη μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης του ανθρώπου, είτε στην τελεστική, πρωτόγονη ή ομοιοπαθητική εκδοχή του, είτε στις ποικίλες ανθρωπολογικές/εθνολογικές του εκφάνσεις, ενώ άργησε πολύ να προσλάβει επώνυμη υπογραφή και να γίνει αντιληπτός ως προσωπική δημιουργία ενός χορογράφου. Και είναι φυσικό κάτι τέτοιο, εφόσον ο χορός είναι η μοναδική τέχνη (με φυσικό διάδοχο το θέατρο) της οποίας το υλικό είναι το ίδιο το ανθρώπινο κορμί. Είναι η τέχνη της απόλυτης σωματικότητας, δηλαδή η αρμοδιότερη μεταξύ των τεχνών στο να κατακτήσει τον φυσικό χώρο, στο να οριοθετήσει τον τεχνητό (πολιτισμικό) χώρο, στο να διεκδικήσει την απολεσθείσα σωματικότητα του ανθρώπου. Είναι η πιο «φυσική» τέχνη, ούτως ειπείν, της οποίας μέσον και θέμα ταυτόχρονα μπορεί να είναι το ανθρώπινο κορμί, με την προϋπόθεση να καθορισθούν τα όριά του. Η μελέτη της φόρμας κάποιων προ-χορογραφικών μορφών χορευτικής έκφρασης (δημοτικών χορών, χορευτικής κουλτούρας πρωτόγονων κοινωνιών, κ.ο.κ.) φαίνεται πως ήταν η καταλληλότερη για τη σχετική έρευνα.
Τότε που ο ένας άγγιζε τον άλλον
Στο πλαίσιο ενός τριήμερου συμποσίου με θέμα την Ανωνυμία, διάφορες ειδικότητες (ανθρωπολόγοι, εθνολόγοι, ιστορικοί, χάκερς, ψυχαναλυτές και κοινωνιολόγοι) εκλήθησαν να τροφοδοτήσουν τη χορογράφο Τζένη Αργυρίου με τη θεωρητική τους σκευή, ενώ κάποια εργαστήρια έρευνας που ακολούθησαν επιστράτευσαν κινησιολογικές παρατηρήσεις, ρυθμολογικές αναλύσεις, σχολιασμό για την αρχιτεκτονική του χώρου και γνώσεις για τη σημασιολογία της μάσκας, σε συνδυασμό με τη γνωριμία με έθνικ εκδοχές χορών από πολλά μέρη του κόσμου. Είναι χαρακτηριστικές οι κινήσεις φλαμένκο και ποντιακών χορών που επιστρατεύθηκαν στη συγκεκριμένη χορογραφία, και οι οποίες εκ φύσεως διακρίνονται για τη δυναμική της συλλογικότητας και το duende, αντικατοπτρίζοντας υψηλό βαθμό κοινωνικής συνοχής. Οι γνώσεις που ενσωματώθηκαν στη χορογραφία λειτούργησαν ως ψήγματα, σπαράγματα και αποτυπώματα μιας εμπειρίας που ανατρέχει βαθιά στον χρόνο.
Με αφόρμηση την ελλειπτική επαφή των ανθρώπων της ψηφιακής εποχής, ο προβληματισμός της χορογράφου ανατρέχει στις καταβολές της τέχνης του χορού, σε εποχές όπου αυτή λειτουργούσε ως μέσον άμεσης προσωπικής έκφρασης και επικοινωνίας, τόσο με τον συνάνθρωπο, τον ομοτράπεζο, τον συνδαιτημόνα, τον συμπολίτη, όσο και με το θεϊκό/μεταφυσικό στοιχείο.
Η παράσταση της Τζένης Αργυρίου τοποθετεί το έργο τέχνης στα όρια μιας τέτοιας «προ-χορογραφικής εποχής», διανοίγεται στο κλίμα μιας κοινωνίας αμεσότερης, σωματικής επαφής, καταρρίπτει τους περιορισμούς του ψηφιακού «ακρωτηριασμού» της ανθρώπινης σωματικότητας, εσκεμμένα διανύοντας μιαν αντίστροφη πορεία: με αφόρμηση την ελλειπτική επαφή των ανθρώπων της ψηφιακής εποχής, ο προβληματισμός της χορογράφου ανατρέχει στις καταβολές της τέχνης του χορού, σε εποχές όπου αυτή λειτουργούσε ως μέσον άμεσης προσωπικής έκφρασης και επικοινωνίας, τόσο με τον συνάνθρωπο, τον ομοτράπεζο, τον συνδαιτημόνα, τον συμπολίτη, όσο και με το θεϊκό/μεταφυσικό στοιχείο.
Έτσι, η χορογράφος Τζένη Αργυρίου προέβη σε αναστοχασμό, διάνοιξε ένα πεδίο συζήτησης, χορογράφησε μια καλλιτεχνική ομάδα και παρουσίασε στο κοινό ένα πρότζεκτ που απέβλεπε στον επαναπροσδιορισμό του τρόπου σύνδεσης, τόσο των σωμάτων των χορευτών μεταξύ τους, όσο και του ανθρωπίνου σώματος, εν γένει, με τους ισχύοντες τρόπους συλλογικής έκφρασης. Η έρευνα για το έργο πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του residency της Τζένης Αργυρίου στη «Στέγη» τα έτη 2016 και 2017, και το υλικό της έρευνας έχει ήδη παρουσιαστεί σε διεθνείς συναντήσεις. Οι επτά πολύ καλοί ερμηνευτές –Ερμής Μαλκότσης, Δήμητρα Μερτζάνη, Κωνσταντίνος Παπανικολάου, Ιωάννα Παρασκευοπούλου, Σταυρούλα Σιάμου, Νάνσυ Σταματοπούλου, Δημήτρης Σωτηρίου– εκτέλεσαν με εξαντλητική ακρίβεια τη χορογραφία της Τζένης Αργυρίου ακολουθώντας τη δραματουργική άποψη του Miguel Angel Melgares.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.