Για την παράσταση «O Καραφλομπέκατσος και η Σπυριδούλα» σε σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Μάρκελλου, στο θέατρο «Σταθμός».
Του Νίκου Ξένιου
Δύο διηγήματα από τη συλλογή της Λένας Κιτσοπούλου Το μάτι του ψαριού άψογα εναρμονισμένα στην παράσταση O Καραφλομπέκατσος και η Σπυριδούλα του Κωνσταντίνου Μάρκελλου. Ατμόσφαιρα εκμυστήρευσης και ύφος noir, έκφραση καταπιεσμένων συναισθημάτων, femmes fatales, αλμοδοβαρική αισθητική και μεγάλος βαθμός ευαισθησίας χαρακτηρίζουν την παράσταση αυτή, που μετατρέπει χαλαρές καταστάσεις σε γκροτέσκα δράματα. Μία από τις καλύτερες παραστάσεις της χρονιάς.
Οι χωρισμοί είναι μικροί θάνατοι
Η υπερβολή του κειμένου εξισορροπείται από τη λιτότητα των εκφραστικών μέσων του ηθοποιού, τη στιγμή που η τρέλα (εκπεφρασμένη σε βρισιές και λεκτικούς τραυματισμούς) πυροδοτεί την αποκάλυψη των πραγματικών του κινήτρων.
Η ομάδα This Famous Tiny Circus Theater Group ενσωματώνει στην παράσταση αυτήν τον εξαιρετικό ηθοποιό Κωνσταντίνο Αβαρικιώτη, που θα ενσαρκώσει ένα πενηντάχρονο μουσικό που πασχίζει να πείσει τον εαυτό του για το νέο του ξεκίνημα, στο νέο του σπίτι, με διαγραφή των τραυματικών του αναμνήσεων και με υψηλό ποσοστό αυτοσαρκασμού. Νιώθει εγκαταλελειμμένος και αυτό το νιώθουν και οι θεατές. Η υπερβολή του κειμένου εξισορροπείται από τη λιτότητα των εκφραστικών μέσων του ηθοποιού, τη στιγμή που η τρέλα (εκπεφρασμένη σε βρισιές και λεκτικούς τραυματισμούς) πυροδοτεί την αποκάλυψη των πραγματικών του κινήτρων. Υπάρχει ένας έντονος αιφνιδιασμός σε αυτό το έργο: πώς να αποκολληθείς από το ερωτικό σου αντικείμενο όταν υποδορίως μόνος σου το έχεις μετατρέψει σε ψυχαναγκασμό και όταν υποσυνείδητα είσαι ένας σεξοθήρας-βιαστής; Πώς να καλυφθεί το κενό, παρά με τη συνεχή ροή του εσωτερικού μονολόγου στη μεγαλόφωνη εκδοχή του;
Η (κυριολεκτική) απογύμνωση του ήρωα επί σκηνής είναι συναρπαστική και ο κύριος Αβαρικιώτης, χωρίς να σοκάρει ο ίδιος αλλά αναδεικνύοντας τα σαρκαστικά επίχειρα της ενδοσκόπησης, σημειώνει έναν ερμηνευτικό άθλο «μια μέρα, όπως κάθε μέρα, σε ένα διαμέρισμα από τα χιλιάδες διαμερίσματα της Αθήνας, αυτά με τα κουφώματα ασφαλείας και τους βολικούς καναπέδες, σε κατάσταση αμόκ»,[1] ενώ το λιτό σκηνικό με το ασπρογάλαζο λουλουδάκι στα πλακάκια του μπάνιου και τον κακόγουστο μπιντέ αποτυπώνει τον μικροαστισμό ως προσωπική επιλογή του θυματοποιημένου ήρωα: ο στρεβλός του χαρακτήρας τον έχει προσφέρει, ως αμνόν επί σφαγή, στη δικαιοδοσία της αυτοακύρωσης. Ξεχωριστή και η ερμηνεία του Μπαχ, που επισύρει τα φάσκελα της απέναντι βεράντας: το κύριο χαρακτηριστικό του κειμένου είναι η επιείκεια της συγγραφέως απέναντι στο πραγματικά χαμηλό ψυχοσυναισθηματικό επίπεδο, την «κατινιά» των ηρώων της. Γεγονός που ανακλά και την αντικομφορμιστική της στάση έναντι όλων των «μορφωτικών» ή άλλων κριτηρίων πραγματικής καλλιέργειας που συνήθως υιοθετούμε.
Άλλη μια βίαιη εγκατάλειψη
Το ερμηνευτικό ρεσιτάλ της Ελένη Στεργίου υποστηρίζει το κειμενικό χιούμορ που σπάει κόκκαλα, τον κυνισμό και την πικρή μελαγχολία της παραίτησης.
Ο ακυρωμένος άντρας είναι το θέμα και του δεύτερου μέρους της παράστασης: η Σπυριδούλα, μια κοκκινοντυμένη, υπερβολικά βαμμένη βαμπ βγαλμένη από ταινία της δεκαετίας του ’60 έρχεται να εκθέσει δημόσια το φλογερό συναίσθημα της ζήλειας της για την «κοντή» γυναίκα που της έκλεψε τον άντρα, αποκαλύπτοντας ένα βιασμένο –και ως εκ τούτου βίαιο– ψυχισμό με ξεκαρδιστική ειλικρίνεια. Σε αυτό το κείμενο είναι χαρακτηριστική η οικογενειακή χριστουγεννιάτικη συγκέντρωση της απόλυτα καταπιεστικής ελληνικής οικογένειας των μικροαστών που κακοποιεί τα τέκνα της, ενώ τα γεμίζει με «πρέπει» και απαγορεύσεις. Η Ελένη Στεργίου είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο στις ενζενύ του θεάτρου μας, γιατί το ερμηνευτικό της ρεσιτάλ υποστηρίζει το κειμενικό χιούμορ που σπάει κόκκαλα, τον κυνισμό και την πικρή μελαγχολία της παραίτησης.
Οι ήρωες της Λένας Κιτσοπούλου «ζούνε δίπλα μας, κόβουνε βασιλόπιτες, πετάνε χαρταετούς, ερωτεύονται, τρώνε σουφλέ σοκολάτας, έχουν τις γυναίκες και τα παιδιά τους, τις φυσιολογικές δουλειές τους… Όταν όμως χρειαστεί να πονέσουν, να γίνουν θύματα της απώλειας, της ματαίωσης και της αναπόφευκτης μοίρας τους, τότε θα βρεθούν μέσα στις σκοτεινές τρύπες των πατρικών τους σπιτιών και θα αντισταθούν με τον τρόπο που μάθανε».[2]
Φυσικά ο κύριος έπαινος ανήκει στον σκηνοθέτη Κωνσταντίνο Μάρκελλο, που κάνει προσωπική του υπόθεση τα δύο διηγήματα της Λένας Κιτσοπούλου και με σίγουρα βήματα φέρνει τους ηθοποιούς του κοντά στο όραμά του. Η γνώση του της θεατρικής σύμβασης φαίνεται ξεκάθαρα από τη δεξιοτεχνική χρήση που κάνει των σκηνικών, των κοστουμιών, του μακιγιάζ, των φωτιστικών συνθηκών και του κορμιού των ηθοποιών του: στην προσέγγισή του, ο παραμικρός συναισθηματικός νυγμός εγκυμονεί μιαν αποκάλυψη, που αντλεί από την αισθητική του carnavalesque, σκιαγραφεί την περιοχή του απαγορευμένου και αξιοποιεί το θεατρικό κοστούμι και το μακιγιάζ για να το δραματοποιήσει.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.