Σκέψεις με αφορμή την παράσταση του Δημήτρη Παπαϊωάννου «Ο Μεγάλος Δαμαστής» στη Λισαβόνα (Centro Cultural de Belém), στις 3 Μαρτίου 2018.
Του Παναγιώτη Λογγινίδη
«Νύν δ’ ουκ έθ’ ώς κεν θάνατον και κήρας αλύξαι» διαπιστώνει η Δήμητρα στον ομηρικό της ύμνο, αφού οι θνητοί απέδειξαν για άλλη μια φορά ότι, κάπου στην πορεία των πραγμάτων, μια αδέξια κίνησή τους θα τους στερήσει το αυτονόητο για τη Θεά Δήμητρα, την αθανασία. Ο «Μεγάλος Δαμαστής», άλλως ο πανδαμάτωρ αν θεωρήσουμε ότι η λέξη «μεγάλος» εμπερικλείει υπερτροφική αναπαράσταση μιας ασύλληπτης παντο-δυναμίας, είναι χωρίς αμφιβολία η σχέση του ανθρώπου με τον χρόνο, όπως αυτή συμβολοποιείται στον άχρονο θεό.
Από την άλλη ο δαμαστής δεν μπορεί να είναι άυλη έννοια. Αφού ο δαμασμός στην ανθρώπινη γλώσσα προϋποθέτει κίνηση και μάλιστα επιβεβλημένη, βίαιη και αδιαπραγμάτευτη. Αφού λοιπόν ο χρόνος δεν διαπραγματεύται και σίγουρα δεν επιτρέπει να είναι διαπραγματεύσιμος, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου βάζει στον ρόλο του δαμαστή τον υιό του χρόνου, τον άνθρωπο. Η μορφή του δαμαστή μάς μοιάζει. Έχει δυο χέρια, δυο πόδια, ένα γυμνό σώμα και μια ακροτελεύτια κατάληξη. Συγκλονιστικό στοιχείο αυτό το τελευταίο, η συνεχής συνομιλία του ανθρώπου-νομιζόμενου δαμαστή με το χώμα, το έδαφος, τη γη. Ξαφνικά, εκεί που μας ξαφνιάζει με την απρόσμενη αποκάλυψή του από κάτω, από τα έγκατα, από το Έρεβος, έπειτα, εξαφανίζεται, αφού μας δήλωσε με παρρησία την παρουσία του. Αυτό επαναλαμβάνεται πολλές φορές, μέχρι να γίνει η οπτική μας συνέχεια, η συνέχεια του πεπρωμένου μας.
Προερχόμαστε από τη γη. Εκεί είναι το βασίλειό μας. Δεν κουράζεται ο Δημήτρης Παπαϊωάννου να το επαναλαμβάνει με όση δύναμη διαθέτει η φαντασιακή του φωνή.
Προερχόμαστε από τη γη. Εκεί είναι το βασίλειό μας. Δεν κουράζεται ο Δημήτρης Παπαϊωάννου να το επαναλαμβάνει με όση δύναμη διαθέτει η φαντασιακή του φωνή. Πρέπει να ακουστεί παντού, το αδιαφιλονίκητο συμπέρασμα της σκέψης του. Τέχνη μεστή, παλιά, εξαίσια. Σπουδαία δράση, συνέχεια των μεγάλων τεχνιτών του θεάματος (λόγος, θέατρο, τέχνη) που χάθηκε κάτω από τη μαύρη σκιά της ρηχότητας των εννοιών που φρόντισε να μας κληρονομήσει η ομογενοποίηση και η έλλειψη αυθεντικών βιωμάτων, μέσω της εικονικότητας λόγου και δράσης. Σπάνιο θέαμα στις μέρες μας, να βροντοφωνάζει το αυτονόητο, την απόλυτη αξία του ελάχιστου.
Τεχνικά, το νόημα συμπυκνώνεται σε δυο βασικούς άξονες: η επανάληψη και η αντίθεση. Η επανάληψη δεν κουράζεται να επαναλαμβάνεται αφού όπως εύστοχα επισημαίνει η ψυχανάλυση «la répétition existe parce qu’il n’y a pas de repetition» (η επανάληψη υπάρχει γιατί δεν υπάρχει επανάληψη). H ζωή λοιπόν είναι μια συνεχής διαφορετική επανάληψη των ίδιων πραγμάτων, του ίδιου χρόνου, της ίδιας ημέρας. Ο νεκρός σκεπάζεται για να αναφανεί. Μυστικό ή ακόμα καλύτερα, μυστικιστικό στοιχείο της επανάληψης είναι η από την αρχή εκκίνηση της κάθε ανθρώπινης ημέρας. Θα μπορούσαμε εξ αρχής να βαριόμαστε ή να θλιβόμαστε με κάθε ξύπνημά μας, αφού πάνω-κάτω καλούμαστε να επαναλάβουμε τις χθεσινές μας πράξεις. Τι είναι αυτό όμως που ουσιαστικά καθιστά αυτή τη διαδικασία σωτήρια για τον ψυχισμό, μαζί με τη ρίζα, τη γη, το χώμα, τη φαντασιακή «πατρίδα»;
Ίσως το ερώτημα να μην απαντάται σε βάθος από το θέαμα, όμως η λακανική διαπίστωση είναι τόσο φανερή στον Παπαϊωάννου που σχεδόν το έρμο κοινό τη θυμάται. Ήδη το ξεκίνημα της παράστασης (;) είναι μία συνεχής επανάληψη του τέλους του ανθρώπου. Η κατάληξη του θνητού επιταχύνεται από το πρώτο δίδυμο, μέσα από μία συγκεκριμένη σκηνή, ώσπου να μας πείσει ότι ζωή και θάνατος είναι μια διαρκής συνέχεια και επομένως το ίδιο ακριβώς πράγμα. Ο άνθρωπος οδηγείται στο τέλος αλλά αυτόματα αποτινάζει τον θάνατο για να ξαναπεθάνει, αφού ο μόνος νεκρός είναι τελικά ο ζωντανός. Όσο κι αν η νεκρική σινδόνη καλύπτει το σώμα, τόσο ένας ελαφρύς αέρας θα ξεσκεπάζει τη μνήμη και θα επαναφέρει το χώμα στη ζωή.
Κυρίαρχο στοιχείο της επιτυχίας του σπάνιου, ουσιαστικού θεάματος που βλέπουμε, η σύμπτωση των αντιθέτων, η χρονική στιγμή της πραγμάτωσης του «ελάχιστου», που τελικά είναι το μόνο ουσιαστικό για την ανθρώπινη ισορροπία. Έτσι ζούσε πάντα ο άνθρωπος, με το ελάχιστο. Ελάχιστες μετακινήσεις, ελάχιστες ομιλίες, ελάχιστη κατανάλωση αντικειμένων και εννοιών. Η αλάνθαστη οικονομία της φύσης συμβαίνει με την έκβαση του ελαχίστου και τη σύμπτωση των αντιθέτων (coincidentia oppositorum, κατά τον Αρανίτση, όπως αρμονικά το αναλύει στον σχολιασμό του για το «ελυτικό ελάχιστο») και ο Δημήτρης Παπαϊωάννου είναι ο δεξιοτέχνης τής σύμπτωσης των αντιθέτων, δηλαδή της αδιάρρηκτης ενότητας, του ενός.
Ο δημιουργός έχει καλά κατανοήσει ότι το νόημα είναι στο ένα, στο μικρό, στο παρόν, και γυρίζει την πλάτη στις χιλιάδες εικόνες της εποχής, στην πολυερμηνευτική προσέγγιση των πραγμάτων, στην πολύπλοκη αλληλοκάλυψη του «αληθινού νοήματος» από φλύαρες πολυδάπανες νεκρές ερμηνείες. Το νόημα δεν πρέπει να μας στοιχίζει τίποτα γιατί είναι μια σύγχρονη της στιγμής –και άρα της ζωής– σύμπτωση. Και ως τέτοια βιώνεται και δεν ερμηνεύεται, όπως αυτιστικά έμαθε ο σύγχρονος άνθρωπος να κάνει, κλεισμένος σε τεχνητά περιβάλλοντα. Νεκρός-ζωντανός, όρθιος-κεκλιμένος, γυμνός-ντυμένος, ολόκληρος-κομματιασμένος, όλα είναι ένα· και μόνο τότε επιτυγχάνεται η κατανόηση της ύπαρξης και το νόημα, όταν η σύμπτωση συμβαίνει. Δείτε τα ξένα πόδια που γίνονται δικά μου. Δείτε ο βηματισμός μου πως συγχρονίζει τον ξένο βηματισμό. Τα χέρια μου που γίνονται τανάλια για τον γύψο του άλλου. Τυχαίες συμπτώσεις ή δηλωτικά της τυχαίας σύμπτωσης της πραγμάτωσης του νοήματος, θα αναρωτηθεί ο υποψιασμένος θεατής, αφού του το επιτρέπει το θέαμα.
Βαθιά στοχαστικό το εικονοπλαστικό θέαμα, σαν αεικίνητη γλυπτική, σαν ζωγραφική με ρευστά μοτίβα που ανακυκλώνονται κάθε που πάει 12, τοποθετεί τον άνθρωπο στο διακύβευμα της εποχής: πρόοδος και τεχνολογική ανάπτυξη ή απλότητα κι αδυναμία. Το γυμνό σώμα αρκεί ως παλίμψηστο, άρα «ελάχιστο», να μας παρασύρει στην αναζήτηση του ουσιαστικού. Η αδυναμία και το ευάλωτο του ανθρώπινου και άρα φυσικού γυμνού σώματος, δεν αποτελεί παρά τον καθρέφτη του αρχετύπου, του μόνου ουσιαστικού εγγυητή της ευτυχίας· της ταύτισης δηλαδή του ρέοντα χρόνου με την πραγμάτωση του ρόλου του ανθρώπινου όντος, εντός του φυσικού περιβάλλοντος. Προκλητικά μας το τονίζει ο Δημήτρης Παπαϊωάννου όταν αντιπαραθέτει την «κανονικότητα» του γυμνού, αδύναμου σώματος με τη διαστημική εμφάνιση του ρομποτικού ανθρώπου. Του ανθρώπου δηλαδή που χωρίς χαρακτηριστικά ή ακόμα καλύτερα με καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του από τους άλλους και τον θεό, προσπαθεί να δαμάσει. Αλλά τι; Τι μπορείς να δαμάσεις με βαριά ανάσα, χωρίς συναισθήματα, βλέμμα και δερματική επαφή; Έτσι, δαμαστής και δαμαζόμενος ταυτίζονται, με αποτέλεσμα το ίδιο υποκείμενο να αυτοκρούεται (σκηνή στην παράσταση) και αντί να κτυπάει με το ρόπαλο τον «άλλο», κτυπάει τον ανυπόφορο ανθρωποεαυτό του.
Το σώμα στον Παπαϊωάννου είναι το όλον. Και το σπουδαίο σε αυτό το όλον είναι αυτό ακριβώς, ότι έτσι όπως μας το παρουσιάζει –και που έτσι κι αλλιώς είναι στα αλήθεια– είναι το ελάχιστο, αδύναμο σώμα.
Το σώμα στον Παπαϊωάννου είναι το όλον. Και το σπουδαίο σε αυτό το όλον είναι αυτό ακριβώς, ότι έτσι όπως μας το παρουσιάζει –και που έτσι κι αλλιώς είναι στα αλήθεια– είναι το ελάχιστο, αδύναμο σώμα. Με έναν τρόπο που μόνο ο δημιουργός γνωρίζει, το σώμα δεν υπερτιμάται μέσα από τις χορευτικές κινήσεις του, παρ’ ότι τεχνικά δεν είναι απλές. Το σώμα δεν χορεύει μόνο. Συμμετέχει στην απεικόνιση διαρκών σημαινόντων. Από τον Rembrandt ως τον Matisse, η ανθρώπινη παρουσία δηλώνεται ως επαναστατική στον «Μεγάλο δαμαστή», αφού τελικά η μόνη επανάσταση του ανθρώπου είναι η τέχνη, ο μεγάλος πολέμιος του χρόνου, ειδικά του ιστορικού.
Ο Παπαϊωάννου είναι όντως μεγάλος τεχνίτης και συνεχιστής της μεγάλης τέχνης. Οι άνθρωποί του το αποδεικνύουν αφού εύκολα θα τους ταύτιζε με τον χορό στις Βάκχες, βασικό συντελεστή της πλοκής, κινητήρια δύναμη που δίνει πάντα την σπρωξιά ώστε να δημιουργηθεί κίνηση από την απόλυτη σταθερότητα. Και ως διά μαγείας η ακινησία γίνεται πράξη (σύμπτωση αντιθέτων) ώστε να αποδειχθεί ότι κίνηση και ακινησία, πράξη και μη πράξη είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα, το συνολικό ένα. Μαυροφορεμένοι οι χορευτές, που δεν είναι και ακριβώς χορευτές και δεν είναι και ακριβώς μαυροφορεμένοι, επιτελούν τον σημαντικό ρόλο που τους ανατίθεται κάθε φορά, ώστε η ροή του νοήματος να ακολουθεί τη ροή του χρόνου. «Ανόητοι άνθρωποι, αθύρματα της γης και του Χρόνου, ποιον νομίζετε ότι συμπαρασύρετε στην παιδαριώδη αυταπάτη σας» μας υπενθυμίζουν οι άνθρωποι που κάνουν τα πάντα επί σκηνής και περνούν με μαθηματική υστερία από τα βλέμματά μας.
Γήινο και φανταστικό, ρευστό και ακλόνητο, παχύρευστο και με καθαρή σύνθεση, το θέαμα πετυχαίνει τον σκοπό που κάθε θέαμα και κάθε λέξη πρέπει να έχει: να μας σπρώξει στη σκέψη, να κινήσει το cogito, να μας βάλει στη θέση μας, ως καρτεσιανά υποκείμενα. Κι αν ο συμβολιστής Laforgue έγραφε «Αναριγώ με όλα μου τα μέλη, ανησυχώντας για την υγεία σου», ο Δημήτρης Παπαϊωάννου ανακαλεί στη μνήμη των θεατών τα μέλη που έχουν, την ανατριχίλα που νιώθουν τα μέλη όταν ακούν τον ήχο του μετάλλου να σέρνεται πάνω στα σώματα των χορευτών ή ακόμα τον ήχο του θανάτου, όταν προηγείται της ζωής.
* Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΛΟΓΓΙNIΔΗΣ είναι ποιητής.