Για την παράσταση «Οι Δούλες» του Jean Genet, σε σκηνοθεσία και μετάφραση της Μαριάννας Κάλμπαρη, η οποία παρουσιάζεται στο «Υπόγειο» του Θεάτρου Τέχνης – Καρόλου Κουν.
Του Νίκου Ξένιου
Φωτογραφία © Σταύρος Χαμπάκης
Προσπάθησα να εδραιώσω μιαν αποστασιοποίηση, που επιτρέποντας το ρητορικό ύφος, θα μετέφερε το θέατρο μέσα στο θέατρο.
Έτσι, έλπιζα να πετύχω και την κατάργηση των χαρακτήρων... και να τους αντικαταστήσω με σύμβολα όσο το δυνατόν πιο απομακρυσμένα
στην αρχή από αυτό που αντιπροσωπεύουν, εξακολουθώντας όμως να είναι προσκολλημένα σ' αυτό,
για να μπορούν να συνδέσουν –χρησιμοποιώντας μόνο αυτά τα μέσα- τον συγγραφέα με το κοινό.
Ζαν Ζενέ
Οι τόσο γνώριμες στο ελληνικό κοινό «Δούλες» («Les bonnes», 1947) του Ζαν Ζενέ, στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης στη σκηνοθεσία της Μαριάννας Κάλμπαρη αναδεικνύουν τη γκρίζα ζώνη της αστικής ζωής μέσα από μιαν αλληγορία της σύνθλιψης του ανθρώπου από την εξουσία. Το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε στο Θέατρο Τέχνης πριν από πενήντα χρόνια σε σκηνοθεσία Δημήτρη Χατζημάρκου. Μια πολύ καλή παράσταση, με περιθώρια μεγάλης εξέλιξης.
Ένα φεμινικό μικροσύμπαν
Μίσος, μικρότητα, φθόνος, ζήλεια, αδυναμία, κακουργία: οι αναβαθμίδες μιας παράλογης κλίμακας συναισθημάτων που καθορίζει το λεξιλόγιο και τις χειρονομίες των ηρωίδων, ενσωματώνοντας τον λόγο της εξουσίας και υποκρύπτοντας την αυτοακύρωση.
Έργο που ο συγγραφέας προόριζε για άνδρες ηθοποιούς, οι Δούλες εκφέρουν ένα λόγο θεμελιώδους υποταγής, περιορίζοντας την εξέγερση στο λεκτικό επίπεδο. Οι ιστορικές αδελφές Παπέν δίνουν το έναυσμα στον Ζενέ να καταγράψει τον νοσηρό ψυχισμό των δυο υπηρετριών και υλοποιούν μια θεμελιώδη φαντασίωση αναρρίχησης στο βάθρο της «Κυρίας». Η Σολάνζ και η Κλαιρ της Μαριάννας Κάλμπαρη ζουν στην ταπεινή σοφίτα τους τη φαντασίωση της εξολόθρευσης της Κυρίας, μέσα από τη βαθύτατη ταύτιση μαζί της. Η ύπαρξη της Κυρίας στοιχειοθετεί, δικαιολογεί και συντηρεί την υπόσταση των δύο υπηρετριών της. Η ίδια η Κυρία εμπλέκεται σ’ ένα παίγνιο υποταγής προς το φάσμα του απόντος Κυρίου. Η Μαριάννα Κάλμπαρη διατηρεί για τον εαυτό της τον διπλό ρόλο της Κυρίας και της σκηνοθέτιδος. Υποδύεται τους δυο ρόλους με έλεγχο των εκφραστικών της μέσων και συνέπεια στην αποστασιοποίηση του θεατή.
Οι συνένοχες αδελφές υπηρέτριες του Ζενέ καθρεφτίζονται η μια στα μάτια της άλλης, ανταγωνίζονται, μισούν και ταυτόχρονα λατρεύουν η μια την άλλη, ποδηγετούν η μια την άλλη, ψεύδονται και εκρήγνυνται σε ποταμούς ειλικρίνειας, φέρονται δουλοπρεπώς και κρίνουν τον εαυτό τους όπως ένα κοινό κρίνει μια παράσταση, πάνω απ’ όλα, όμως, συγχέουν το επίπεδο της πραγματικότητας με αυτό της ψευδαίσθησης. Μίσος, μικρότητα, φθόνος, ζήλεια, αδυναμία, κακουργία: οι αναβαθμίδες μιας παράλογης κλίμακας συναισθημάτων που καθορίζει το λεξιλόγιο και τις χειρονομίες των ηρωίδων, ενσωματώνοντας τον λόγο της εξουσίας και υποκρύπτοντας την αυτοακύρωση [1]. Το σάλιο της υπηρέτριας δεν πρέπει να λερώνει το φόρεμα της Κυρίας, όμως είναι το κύριο υλικό της στίλβωσης του τραπεζιού, στο ρεσιτάλ σαρκικότητας που δίνει η Κωνσταντίνα Τάκαλου στον ρόλο της Κλαιρ.
Η ενοχή και ο συμβολικός Φόνος
H Σολάνζ ενσαρκώνει τη λογική, ενώ η Κλαιρ το πάθος, ενώ οι συγκρουσιακές συνθήκες μιας αρχαίας τραγωδίας διαμορφώνονται σε συνδυασμό με το τραγικό τους δίλημμα.
Το χτύπημα της δούλας με τα τακούνια που φορά η κυρία είναι δηλωτικό της σαδομαζοχιστικής σχέσης που συνάπτεται μεταξύ εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου. Σ’ αυτό το σύμπαν σύνθλιψης της ανθρώπινης προσωπικότητας συγχέονται ο θαυμασμός με την εκδικητικότητα. Η λεξιλαγνία και ο αισθησιασμός των λέξεων που «θυμίζουν» την υποταγή συμβάλλουν στην κορύφωση της αυτοακύρωσης του δεύτερου: «Πρέπει να υπενθυμίσω στην Κυρία ότι πρέπει να πάρει το τίλιο της;».
Η αποτυχία της τελετής δολοφονίας της Κυρίας με το δηλητηριασμένο τίλιο ταυτίζεται με την αποτυχία της αποκάλυψης των κινήτρων τους και δηλώνει την έντονη κρίση αυτογνωσίας, δηλαδή το ζήτημα της «θολής» ταυτότητας: η Σολάνζ ενσαρκώνει τη λογική, ενώ η Κλαιρ το πάθος, ενώ οι συγκρουσιακές συνθήκες μιας αρχαίας τραγωδίας διαμορφώνονται σε συνδυασμό με το τραγικό τους δίλημμα. Μέχρι την τελευταία σκηνή, η Κλαιρ παίζει τον ρόλο της «Κυρίας», την οποία δολοφονεί μόνο συμβολικά. Στο λυρικό διπολικό της ντελίριο διακρίνεται η επιθυμία ταύτισης μαζί της: «Είναι καλή! Η κυρία είναι καλή και μας λατρεύει!».
Στα Γαλλικά το επίθετο «καλή» (bonne) μπορεί και να σημαίνει και «δούλα, παραδουλεύτρα». Δημιουργείται, έτσι, η οξύμωρη δήλωση: «Είναι δούλα! Η κυρία είναι δούλα και μας λατρεύει!» Μέσα στο κενό φόρεμα της Κυρίας η Κάτια Γέρου ως Σολάνζ διακρίνει τις «αρωματικές ανάσες», το «στήθος από αλάβαστρο» και τις ποιότητες που εξιδανικεύουν την εξουσιαστική, τυραννική φιγούρα που μιλά σε προστακτική έγκλιση. Η κυρία Γέρου έχει δουλέψει τον εκτενή της μονόλογο έως την τελευταία λεπτομέρεια, έχει επιτύχει το «δέσιμο» με την περσόνα της αδελφής της, όμως η ασθματική εκφορά του λόγου της και η απουσία της γκριμάτσας από το πρόσωπό της κρατούν τον ρόλο της δέσμιο μιας κανονικότητας που δεν του αρμόζει, εμποδίζοντάς τον να απογειωθεί.
Κωνσταντίνα Τάκαλου, Μαριάννα Κάλμπαρη, Κάτια Γέρου Φωτογραφία © Μυρτώ Αποστολίδου |
Ένα παιχνίδι αμοιβαίων αντανακλάσεων
H κυρία Κάλμπαρη στήνει μιαν απέριττη, κομψή, άρτια παράσταση, που σέβεται τον θεατή και διέπεται από επιδαύρεια, αφαιρετική αισθητική μαύρου και ασημένιου χρώματος.
Η Κυρία, ευνοημένη από την ταξική της υπεροχή και υποκρίτρια, δεν γνωρίζει τις «υποδεέστερες» περιοχές της κουζίνας και της σοφίτας: η υπεροψία της γίνεται θέμα του ρόλου που υποδύονται οι δυο παραδουλεύτρες, υλοποιώντας αποκλειστικά σε φαντασιωσικό επίπεδο την επανάστασή τους. Στο παιχνίδι «Η Κυρία ντύνεται για να βγει» το μαύρο σκληρό ύφασμα θα μετατραπεί στο υπέροχο φόρεμα εξόδου της Χριστίνας Κάλμπαρη, ενώ τα παπούτσια, οι αγκράφες και τα λουλούδια (γλαδιόλες και réséda: σύμβολα πάθους και έρωτα) μπήγονται σε όλες τις εσοχές του κορμιού της Κυρίας για να οικοδομήσουν επί σκηνής ένα μικρό σύμπαν αστικής πολυτελείας, που ολοκληρώνεται με το στρώσιμο του «μαρμάρινου» δαπέδου. Παράλληλα, η παρουσία των ροζ πλαστικών γαντιών υπερτονίζει το λανθάνον αίσθημα κατωτερότητας που διακρίνει τις παραδουλεύτρες, ενώ το μαύρο χρώμα της στολής τους δηλώνει την κοινοτοπία και την έλλειψη «ατού» που τις οδηγεί στην αυτοπεριφρόνηση. Η Κλαιρ υποδύεται την Κυρία και η Σολάνζ υποδύεται την Κλαιρ, ενώ ο πατερναλισμός της πραγματικής Κυρίας απηχεί στο γεγονός ότι μονίμως τις συγχέει.
Η κυρία Τάκαλου κρατά τα ηνία της παράστασης, εμπλουτίζοντας το ρεπερτόριό της με μια εξαιρετική ερμηνεία νεύρωσης και αυτοερωτισμού.
Με τη συνεργασία του Βασίλη Μαυρογεωργίου, της Μαριλένας Μόσχου και της Έλενας Τριανταφυλλοπούλου η κυρία Κάλμπαρη στήνει μιαν απέριττη, κομψή, άρτια παράσταση, που σέβεται τον θεατή και διέπεται από επιδαύρεια, αφαιρετική αισθητική μαύρου και ασημένιου χρώματος: το αποτέλεσμα ενισχύουν οι εξαιρετικοί φωτισμοί της Στέλλας Κάλτσου, η μουσική επιμέλεια του Νέστορα Κοψιδά, η επιμέλεια κίνησης της Βάλιας Παπαχρήστου και η επεξεργασία ήχου του Κωνσταντίνου Ευστρατίου. Οι δύο δούλες της κυρίας Κάλμπαρη είναι μεν ταυτόσημες με τα υπαρκτά πρόσωπά τους, όμως ταυτόχρονα θέλουν να τα υποκαταστήσουν, εισάγοντας θέατρο μέσα στο θέατρο και επιτυγχάνοντας το παράλογο (mise en abyme). Η κυρία Τάκαλου κρατά τα ηνία της παράστασης, εμπλουτίζοντας το ρεπερτόριό της με μια εξαιρετική ερμηνεία νεύρωσης και αυτοερωτισμού και υπονομεύοντας δεξιοτεχνικά την ακεραιότητα του χαρακτήρα που υποδύεται κάθε στιγμή.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
[1] Βλέπε, σχετικά Martin Esslin Το θέατρο του παραλόγου, (μτφρ. Μάγια Λυμπεροπούλου), εκδ. Δωδώνη, 1996
Info
Μετάφραση-Σκηνοθεσία: Μαριάννα Κάλμπαρη
Συνεργάτης στη Σκηνοθεσία: Βασίλης Μαυρογεωργίου
Δραματολόγος παράστασης: Έλενα Τριανταφυλλοπούλου
Σκηνικά-Κοστούμια: Χριστίνα Κάλμπαρη
Μουσική επιμέλεια: Νέστωρ Κοψιδάς
Επιμέλεια κίνησης: Βάλια Παπαχρήστου
Σχεδιασμός φωτισμού: Στέλλα Κάλτσου
Βοηθός σκηνοθέτη- Εκτέλεση παραγωγής: Μαριλένα Μόσχου
Επεξεργασία ήχου- Β βοηθός σκηνοθέτη: Κωνσταντίνος Ευστρατίου
Φωτογραφίες: Μυρτώ Αποστολίδου
Παίζουν: Κάτια Γέρου, Κωνσταντίνα Τάκαλου, Μαριάννα Κάλμπαρη