Για την παράσταση «Ψηλά από τη γέφυρα», σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη, η οποία παρουσιάζεται στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου.
Του Νίκου Ξένιου
I was turning against myself, struggling to put my life behind me, order and disorder at war in me, in a kind of parallel of the stress between the play’s formal, cool classicism and the turmoil of incestuous desire and betrayal within it. Arthur MillerΈνα απ’ τα σημαντικότερα έργα του παγκοσμίου ρεπερτορίου, το Ψηλά από τη γέφυρα του Άρθουρ Μίλερ, ανεβαίνει στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, με πρωταγωνιστή τον Γιώργο Κιμούλη, σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη και σε κοινή τους μετάφραση του έργου. Το έργο μιλά για τον μικρόκοσμο των μεταναστών της περιοχής Red Hook του Μπρούκλιν. Πραγματευόμενος τις ταξικές διαφορές ανάμεσα στη φιλοξενούσα κουλτούρα και την «κλειστή» κουλτούρα των μεταναστών, τις διαφορές του φύλου και της ηλικίας και το στοιχείο της ηθικής και της τραγωδίας στην ανθρώπινη ζωή, ο Μίλερ καυτηριάζει το ταξικό σύστημα της Αμερικής του ’50 που οδηγεί τον Εντι Καρμπόνε σε αδιέξοδο. Το bloody course της υπόθεσης βασίζεται στην ανεδαφική επιδίωξη της ευτυχίας: το έργο είναι, κατά κύριον λόγο, απαισιόδοξο.
A view from the bridge
Πραγματευόμενος τις ταξικές διαφορές ανάμεσα στη φιλοξενούσα κουλτούρα και την «κλειστή» κουλτούρα των μεταναστών, τις διαφορές του φύλου και της ηλικίας και το στοιχείο της ηθικής και της τραγωδίας στην ανθρώπινη ζωή, ο Μίλερ καυτηριάζει το ταξικό σύστημα της Αμερικής του ’50.
Ο κεντρικός ήρωας Έντι Καρμπόνε είναι Σιτσιλιάνος δεύτερης γενιάς, χαρακτήρας υπερπροστατευτικός και πατριαρχικός, εξωστρεφής και γεμάτος πάθος. Εργάζεται ως λιμενεργάτης για να συντηρήσει τη σύζυγό του Μπέατρις και την ανιψιά της Κάθριν, την οποία μεγαλώνουν σαν δικό τους παιδί. Η φιλοξενία δύο λαθρομεταναστών διαταράσσει την ισορροπία της οικογένειας. Η Κάθριν ερωτεύεται τον Ροντόλφο και ο θείος Έντι βιώνει μια καταστροφική ζήλια. Ο πατερναλισμός του και η κτητικότητά του προς την ανιψιά εγκυμονούν τους όρους μιας βαθύτατης τραγικότητας, γιατί είναι παράλογοι και αδιέξοδοι. Ο χαρακτήρας του Έντι Καρμπόνε (μια αλληγορία του Μακάρθυ;) φέρει ενστιγματικά τα γνωρίσματα του ομοφοβικού, «μάτσο», φαλλοκράτη pater familiae, που συντηρεί παλαιού τύπου ιεραρχήσεις και απαιτεί –χωρίς να εμπνέει, αντιστοίχως– σεβασμό, με ανόητο τρόπο: ανίκανος να διαδραματίσει τον ρόλο του προστάτη, μεταστρέφεται σε αρωγό της εξουσίας, αμαυρώνοντας τον ήδη τρωτό ψυχισμό του και επιβαρυνόμενος με το άχθος της προδοσίας.
Η διαφορά της οπτικής γωνίας θεώρησης της πραγματικότητας είναι το κεντρικό θέμα του έργου. Ο Έντι αδυνατεί να δει «αντικειμενικά» την πραγματικότητα, καθώς τη θεάται από εκείνο το μετέωρο, σφύζον σημείο μετάβασης που του υποβάλλει η ίδια η ανασφαλής θέση του. Διεκδικεί χιμαιρικά την αφοσίωση της ανιψιάς του ενώ παράλληλα χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του. Η ερωτική διεκδίκηση της ανιψιάς από τον Έντι είναι μια ύβρις και σχετίζεται με την ψευδαίσθηση πως ο Άλλος του «ανήκει», πλάνη που του υπαγορεύει μιαν ανυπόφορα χειριστική και καταστροφική στάση προς όλους τους άλλους χαρακτήρες που τον περιβάλλουν. «Αυτό που δεν μπορώ να έχω, το σκοτώνω» λέει ο Εντι Καρμπόνε, ενώ ο Αλφιέρι λέει: «Αυτό που δεν μπορώ να έχω το κάνω αφήγημα. Έργο τέχνης».
Ο Μίλερ υπονομεύει τους όρους της ανδρικής κυριαρχίας γελοιοποιώντας την, βάζοντας τον Έντι να φιλά στο στόμα πρώτα την ανιψιά του και μετά τον Ροντόλφο, μέσα στα πλαίσια της απονενοημένης και ανόητης διαβολής που επιθυμεί να πετύχει. Η επιθυμία προς την κατά πολύ νεότερη και ως ένα σημείο ανυποψίαστη ανιψιά έχει σχέση με την έννοια της στέρησης, γιατί δεν σχετίζεται με ένα αντικείμενο υπαρκτής κατοχής αλλά με την επιθυμία (τόσο με τη λιμπιντινική έννοια, όσο και με την έννοια της στέρησης του ποθούμενου, της έλλειψης σχήματος, ταυτότητας και κατεύθυνσης).
Αποτίμηση της παράστασης
Ο Έντι, μεθυσμένος, αντικρίζει τη σκηνή του έρωτα και τυφλώνεται από τη ζήλεια. Μετανάστης ψυχολογικά «αγκιστρωμένος» στον νέο τόπο, ο Έντι διακρίνεται από ένα ψευδές αίσθημα εντοπιότητας και ιδιοκτησίας, στην ουσία όμως ακροβατεί ανάμεσα σ’ έναν «τόπο» ψυχικής καταγωγής και σ’ έναν τόπο ιδεατό στον οποίο αποβλέπει μάταια να ενταχθεί. Η ρεαλιστική ερμηνεία του Γιώργου Κιμούλη, παρά την ειλικρινή κατάθεση και τη σκληρή δουλειά που μαρτυρεί, κινείται σε μια γκάμα προσωπείων και επιστρατεύει μεγάλη δόση αυτοσχεδιασμού: αυτό είναι δίκοπο μαχαίρι, γιατί αφενός επιμηκύνει τη διάρκεια της παράστασης και αφετέρου εστιάζει τα φώτα στον κεντρικό ρόλο, αφήνοντας αρκετά στο ημίφως τους υπολοίπους.
Ο χαρακτήρας της Μπέατρις, της συζύγου του Έντι, κινείται στον παραδοσιακό χώρο που της επιτάσσουν το φύλο και η ιδιότητά της, επιλέγοντας ένα «πλάγιο» ρυθμιστικό ρόλο και έχοντας εξαρχής πλήρη επίγνωση της υπαρξιακής, ηλικιακής και αξιακής κρίσης του Έντι, καθώς και του ατελέσφορου της μοίρας τους.
Ο χαρακτήρας της Μπέατρις, της συζύγου του Έντι, κινείται στον παραδοσιακό χώρο που της επιτάσσουν το φύλο και η ιδιότητά της, επιλέγοντας ένα «πλάγιο» ρυθμιστικό ρόλο και έχοντας εξαρχής πλήρη επίγνωση της υπαρξιακής, ηλικιακής και αξιακής κρίσης του Έντι, καθώς και του ατελέσφορου της μοίρας τους. Η Μαρία Κεχαγιόγλου ερμηνεύει με μεγάλη ευαισθησία αυτήν τη σκληραγωγημένη σύζυγο, που προσπαθεί να εξισορροπήσει τα αντιφατικά στοιχεία που συνθέτουν τη βαθμιαία εγκατάλειψή της.
Ο ιταλικής καταγωγής δικηγόρος Αλφιέρι αφηγείται την ιστορία της «πτώσης» ενός ανθρώπου, λειτουργώντας ως χορός δράματος και ως «γέφυρα» ανάμεσα στις δύο κουλτούρες. Παρομοιάζει τον εαυτό του με έναν νομομαθή της εποχής του Ιούλιου Καίσαρα, ανίκανο να παρακολουθήσει αντικειμενικά τη ροή των γεγονότων. Ο Νίκος Χατζόπουλος όμως παίζει «παραδοσιακά» με έναν ακαδημαϊσμό που απάδει του γενικότερου ύφους της παράστασης.
Η Ηλιάννα Μαυρομάτη στον ρόλο της Κάθριν σχεδιάζει ένα αγοροκόριτσο, αντλημένο από μια σύγχρονη παλέτα χαρακτήρων. Η ερμηνεία της είναι επιθετική και αρκετά κραυγαλέα για τα πλαίσια της συγκεκριμένης σκηνοθεσίας. Οι δύο νεαροί μετανάστες, ο Μάρκο (Στάθης Παναγιωτίδης) και ο «υποψήφιος γαμπρός» Ροντόλφο (Αλέξανδρος Μαυρόπουλος) πλαισιώνουν επάξια την καλή σύνθεση του θιάσου. Το ίδιο ισχύει και για τους άλλους ηθοποιούς.
Το κενό διάστημα και η σχεδία του homesweethome
Η σκηνοθετική προσέγγιση της κυρίας Κοντούρη είναι υφολογικά ανομοιογενής και ελάχιστα «δεμένη» στα επί μέρους: λείπει ένα κεντρικό όραμα συνολικής τοποθέτησης πάνω στο κείμενο του Μίλερ, εφόσον η δική της σκοπιά (μετάφραση, σχολιασμός, υπόδυση ρόλων, χρήση κομπάρσων, κοστούμια, σκηνικά και μουσική) επιχειρεί την επικαιροποίηση του έργου. Η εξαιρετική μουσική της κυρίας Καμαγιάννη παραμένει ένα «παράλληλο» σχόλιο, πλημμελώς ενταγμένο σε έναν κεντρικό σχεδιασμό. Το ίδιο συμβαίνει με τους περιφερόμενους λιμενεργάτες που θα ’πρεπε, τουλάχιστον, να «κατασκοπεύουν» ή να «εποπτεύουν» το δρώμενο στην κεντρική «σχεδία» της οικίας, αντί να περιφέρονται και να κάθονται διαρκώς. Η κάπως συμβατική «αναπαράσταση» της σύλληψής τους από το Αλλοδαπών έχει μια τετριμμένη κινητικότητα άσχημα στημένη, στο βάθος της σκηνής: έωλη, μη ενταγμένη, «ξεκάρφωτη». Το ίδιο και οι φωτισμοί της παράστασης, παραμένουν διακοσμητικοί.
Oφείλει κανείς να αναγνωρίσει τη συναισθηματική θερμοκρασία της ερμηνείας του Γιώργου Κιμούλη που προσδίδει μεγάλη σωματικότητα στο «φροϋδικό χάος» του χαρακτήρα του Έντι.
Το μόνο που διασώζει τη ροή και προσδίδει ενότητα στην παράσταση είναι η κεντρική εστίαση στον ρόλο του κυρίου Κιμούλη. Τα πάντα στη συγκεκριμένη σκηνοθεσία στρέφονται γύρω από τον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα, πράγμα που τον βαρύνει ιδιαίτερα και μετατρέπει τη δομή του έργου σε δυσανάλογο σχόλιο. Ως εκ τούτου, ακόμη και αν διαφωνεί, οφείλει κανείς να αναγνωρίσει τη συναισθηματική θερμοκρασία της ερμηνείας του Γιώργου Κιμούλη που προσδίδει μεγάλη σωματικότητα στο «φροϋδικό χάος» του χαρακτήρα του Έντι. Επίσης, δίνει κανείς εύσημα στην κυρία Κεχαγιόγλου για την επάξια, sotto voce πλαισίωσή του: οι πραγματικοί τραγικοί ήρωες αναδύονται από την κοινή ροή της καθημερινότητας. Μπορείς επίσης να ξεχωρίσεις τον κύριο Mαυρόπουλο –τώρα σε ένα πολύ σημαντικό σημείο εκτίναξης της καριέρας του προς τα πάνω–, που συνθέτει ένα σκηνικό χαρακτήρα ενδιαφέροντα, με μια πρωτοφανή ευαισθησία και έναν «ειδικού τύπου» αισθησιασμό που προτείνει.
Ο εξαιρετικός κλαρινετίστας Χρήστος Καλκάνης διαδραματίζει επί σκηνής τον ρόλο του περιοδεύοντος, ειρωνικού μουσικού σχολιαστή στη σκηνή της απρόοπτης επιστροφής του Έντι από το μπαρ. Η παρουσία του περιοδεύοντος αυτού μουσικού ευθύς από την αρχή της παράστασης θα μπορούσε, πιστεύω, να θέσει το σκηνοθετικό ζήτημα μιας πολύ πιο ουσιαστικής αξιοποίησής του ή και να θέσει ζήτημα μουσικού αυτοσχεδιασμού. Αυτό ίσως να απήλλασσε την παράσταση από κάποια στατικότητα που τη διακρίνει.
Τέλος, οφείλει κανείς να αναγνωρίσει την υψηλή αισθητική του σκηνικού του εκλιπόντα Γιώργου Πάτσα, που κυριαρχείται από αιωρούμενα τεράστια άγκιστρα. Διερωτάται, βεβαίως, αν αυτά παραπέμπουν σε μια συμβολική «αγκίστρωση στις εμμονές μας», πέρα από τη νατουραλιστική διάσταση: το βέβαιο είναι πως αυτά τα άγκιστρα δεν είναι άσχετα με το σενάριο «The hook» που ετοίμαζε ο Μίλερ το 1951 για τον Ηλία Καζάν, ούτε άσχετο με την αμερικανική έκφραση «he is hooked»: τέλος, το κόκκινο άγκιστρο κομίζει μια συνεχή απειλή στο στήσιμο του έργου. Το σκηνικό παριστά, επίσης, έναν ανελκυστήρα που φέρνει τους μετανάστες στα docks του Μπρούκλιν και τους διασπείρει επί σκηνής, ενώ στήνει μια μικρή εξέδρα στο κέντρο της σκηνής, εμβόλιμη σαν πλεούμενο, ένα αναβατόριο όπου θα διαδραματισθούν οι «εντός οικίας» σκηνές και το οποίο, με μια βίαιη χειρονομία, θα μετατραπεί σε τελικό «ρινγκ» αναμέτρησης και θανάτου.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.