
Για την παράσταση «Κλάρα Σούμαν: τα χαρισματικά πρόσωπα μιας υπερμαριονέτας», σε κείμενο της Μαρίας Γιαγιάννου και σκηνοθεσία Μιλτιάδη Φιορέντζη, η οποία παρουσιάζεται στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων – «Λευτέρης Βογιατζής».
Του Νίκου Ξένιου
Στο θέατρο της Οδού Κυκλάδων είδαμε το έργο της Μαρίας Γιαγιάννου Κλάρα Σούμαν: τα χαρισματικά πρόσωπα μιας υπερμαριονέτας. Ο Μιλτιάδης Φιορέντζης φέρνει επί σκηνής τον ήχο του πιάνου της εξαιρετικής Βικτωρίας Κιαζίμη και τη βαθειά, συγκινητική φωνή του βαρύτονου Νικόλα Καραγκιαούρη και δίνει με δεξιοτεχνία σάρκα και οστά στον ποιητικό λόγο των ημερολογίων του Ρόμπερτ και της Κλάρα Σούμαν. Το κείμενο ερμηνεύουν μέσα από τα studiolo τους η Μαρία Όλγα Αθηναίου και ο ίδιος ο σκηνοθέτης. Η Κλάρα Σούμαν είναι μια «πλαγγόνα», μια κούκλα, μια «υπερμαριονέτα», ενώ δυο παράλληλοι μονόλογοι παραπέμπουν ευθέως στον Κλάιστ τον Χόφμαν [1] και τον Καμίσο [2], ώστε να αποδοθεί το σταδιακό «ξεκούρδισμα» του πνεύματος του Σούμαν, σε μιαν εφιαλτική κατωφέρεια που ακολουθεί αυτό το puppetry δημιουργίας.
Το ζεύγος Σούμαν
Ο Μιλτιάδης Φιορέντζης φέρνει επί σκηνής τον ήχο του πιάνου της εξαιρετικής Βικτωρίας Κιαζίμη και τη βαθειά, συγκινητική φωνή του βαρύτονου Νικόλα Καραγκιαούρη και δίνει με δεξιοτεχνία σάρκα και οστά στον ποιητικό λόγο των ημερολογίων του Ρόμπερτ και της Κλάρα Σούμαν.
Γεννημένη στη βικτωριανή εποχή, η Κλάρα Βικ συνέθετε από μικρή. Στα δεκαέξι της (1834/5) έγραψε τις δικές της έξι μικρογραφίες υπό τον γενικό τίτλο «Μουσικά απογεύματα», με μαζούρκες, πολωνέζες, μπαλάντες και νυχτερινά στο πρότυπο του Σοπέν. Παράλληλα ο Ρόμπερτ Σούμαν συνθέτει το Καρναβάλι του. Παντρεύονται το 1840, παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα της Κλάρας. Οκτώ εγκυμοσύνες και γαλουχίες δεν την αποτρέπουν από μια λαμπρή καριέρα σολίστ, που της δίνει raison d' être σε μια κοινωνία ανδροκρατούμενη. Η καταξίωσή της προκαλεί τη ζήλεια του Σούμαν, που ιδρύει το μουσικό περιοδικό «Neue Zeitschrift fur Musik» και γράφει χρησιμοποιώντας δύο ψευδώνυμα, το «Ευσέβιος» και το «Φλορεστάν». Στην προσπάθειά του να γίνει βιρτουόζος στο πιάνο τραυματίζει τα χέρια του. Σε μιαν έκρηξη θυμού, κόβει τις σάρκες ανάμεσα στα δάχτυλά του θεωρώντας ότι θα μπορέσει να φτάσει την έκταση της οκτάβας. Τοποθετεί στο πάνω μέρος της παλάμης του έναν μηχανισμό δικής του κατασκευής, ωστόσο το μόνο που καταφέρνει είναι να επιδεινώσει το τραύμα του. Τότε συνθέτει τον κύκλο «λήντερ» Frauenliebe und Leben και τη Φαντασία σε C major.
Το ζεύγος Σούμαν συναντιέται με τον βιολονίστα Τζόζεφ Γιόαχιμ τον Νοέμβριο του 1844 και τον θαυμάζει για τη δεξιοτεχνία του, εγκαινιάζοντας μια φιλία και συνεργασία σαράντα χρόνων. Η Κλάρα κάνει μιαν εξαιρετική καριέρα βιρτουόζου του πιάνου: δίνει πάνω από 238 κονσέρτα στη Γερμανία και στη Βρετανία. Εμφανίζεται στο Queen Elizabeth Hall μαζί με τον Γιόαχιμ, αναδεικνύοντας τις σονάτες για βιολί και πιάνο του Μπετόβεν. Ερμηνεύει επίσης Μπαχ, Μπραμς, Μέντελσον και Μότσαρτ. Ερμηνεύει και αναδεικνύει το Κονσέρτο σε Λα ελάσσονα, το πρώτο Τρίο, Op. 63, το δεύτερο Τρίο, Op. 80, το τρίτο Τρίο, το Κουαρτέτο για πιάνο και το Κουιντέτο για πιάνο, Op. 44 του Σούμαν, καθώς και το Τρίο σε Σολ ελάσσονα, Op. 17 που φέρει ως τίτλο το όνομά της: Κλάρα. Το 1835 παίζει πιάνο με τον ίδιο τον Μέντελσον να διευθύνει την ορχήστρα Gewandhaus της Λειψίας.
Ο πολυπιεσμένος γυναικείος ψυχισμός του ανδράποδου
Υπό το βάρος των ευθυνών της ως μητέρας και ως συζύγου, η Κλάρα πτοείται ως προς την ικανότητά της να συνθέτει: «Πίστεψα κάποτε ότι είχα δημιουργικό ταλέντο, αλλά παραιτήθηκα πια από αυτήν την ιδέα. Μια γυναίκα δεν πρέπει να επιθυμεί να συνθέτει, καμιά γυναίκα δεν το κατάφερε μέχρι σήμερα. Πώς θα μπορούσα να ελπίζω ότι εγώ θα ήμουν η πρώτη;» [3]
Στο μεταξύ, διατηρεί μαζί με τον σύζυγό της ένα μουσικό ημερολόγιο και τον στηρίζει στις κρίσεις του, διατηρώντας κρυφό δεσμό με έναν άλλο μεγάλο συνθέτη της εποχής και φίλο του Σούμαν, τον Γιοχάνες Μπραμς. Ο Σούμαν ωστόσο θαυμάζει τον Μπραμπς και τον θεωρεί έναν από τους μεγαλύτερους πιανίστες της εποχής τους.
Στον οργανικό κόσμο, όσο σκοτίζεται και αδυνατίζει ο λογισμός, τόσο πιο αστραποβόλα και ηγεμονική προβάλλει η χάρη.
Όπως γράφει ο Κλάιστ: «Στον οργανικό κόσμο, όσο σκοτίζεται και αδυνατίζει ο λογισμός, τόσο πιο αστραποβόλα και ηγεμονική προβάλλει η χάρη». Στην περίοδο της ψυχιατρικής επιδείνωσής του ο Σούμαν συνθέτει αριστουργήματα, με γνωστότερα το Καρναβάλι, το Άλμπουμ για τη νεότητα, τις Σκηνές του δάσους, μουσική δωματίου, κονσέρτα για πιάνο και έγχορδα αλλά και τραγούδια. Το 1850 αναλαμβάνει χρέη καλλιτεχνικού διευθυντή στη Μουσική Ακαδημία του Ντίσελντορφ. Τον Οκτώβριο του 1853, στο Ντίσελντορφ, ο Σούμαν γράφει το «Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα σε ρε ελάσσονα». Το Koντσέρτο για βιολί αφιερώνεται στον Γιόζεφ Γιόαχιμ, όμως, προς μεγάλη απογοήτευση του συνθέτη, ο Γιόαχιμ αρνείται να το ερμηνεύσει, ισχυριζόμενος ότι είναι κατώτερο των προσδοκιών του.
Η Κλάρα, ως γυναίκα της βικτωριανής εποχής που είναι, θέλει να αποφύγει το σκάνδαλο. Η εξώφθαλμη υποστήριξη μιας υποτιθέμενης «ψυχικής υγείας» του Σούμαν την οδηγεί στο να ερμηνεύσει έργα της ωριμότητάς του, που απαιτούν από τον ερμηνευτή να έχει επιλύσει ζητήματα τεχνικής και δεξιοτεχνίας, ώστε να μπορέσει να ασχοληθεί με την απόδοση της μορφής. Σε μια νέα κρίση, ο Σούμαν βγαίνει από το σπίτι του φορώντας τη ρόμπα και τις παντόφλες της γυναίκας του και πέφτει τρέχοντας από μια γέφυρα στον παγωμένο Ρήνο. Όταν τον ρωτούν γιατί έκανε κάτι τέτοιο, απαντά: «Με κυνηγούσε το Σολ δίεση!». Μεταφέρεται σε ψυχιατρείο κοντά στη Βόννη μετά από επιθυμία της Κλάρας. Τον Μάρτιο του 1854 ο Μπραμς, ο Γιόαχιμ, ο Άλμπερτ Ντήτριχ και ο Τζούλιους Ότο Γκριμ προσπαθούν να τη συντροφεύσουν και να απαλύνουν τον πόνο της.
Η τρέλα και ο μεταρομαντισμός
Η Κλάρα Σούμαν αντιμετώπισε τον θάνατο της εικοσάχρονης κόρης της Τζούλι από φυματίωση στα είκοσί της χρόνια. Τον θάνατο του γιου της Φελίξ από φυματίωση στην εφηβεία του. Τον θάνατο του γιου της Φερδινάνδου από εθισμό στη μορφίνη. Τον θάνατο του γιου της Εμίλ σε ηλικία δεκαέξι μηνών. Την ψυχοπάθεια του γιου της Λούντβιχ και τον εγκλεισμό του σε ψυχιατρική κλινική για δεκαέξι ολόκληρα χρόνια.
Ο Σούμαν παραμένει έγκλειστος στο άσυλο για δύο χρόνια όπου και τελικά πεθαίνει στις 26 Ιουλίου 1856. Ο Μπραμς βοηθά την Κλάρα στην ανατροφή των οκτώ παιδιών που έχει αποκτήσει με τον Σούμαν και παραμένει στο πλευρό της. Η Κλάρα και ο Μπραμς δεν περιλαμβάνουν το Κοντσέρτο για βιολί στην πρώτη έκδοση των Απάντων του εκλιπόντος, την οποία επιμελούνται οι ίδιοι. Τον Μάιο του 1856 η Κλάρα ερμηνεύει το Κοντσέρτο για Πιάνο σε Λα ελάσσονα με τη New Philharmonic Society υπό τη διεύθυνση του Dr. Wylde, γεγονός που έδωσε συνέχεια στη σολιστική της καριέρα, που σταδιακά περιέλαβε και μουσική δωματίου. Έδειξε έντονα την απέχθειά της για τον Λιστ και τον Μπρικνέρ και την προτίμησή της για τον Στράους, ενώ αρνήθηκε να παίξει στην εκατονταετηρίδα για τον Μπετόβεν που δόθηκε στη Βιέννη το 1870, όταν πληροφορήθηκε ότι θα συμμετείχαν ο Λιστ και ο Βάγκνερ, του οποίου το Τανχώυζερ επίσης απεχθανόταν. Από το 1876 ως το 1892 δίδαξε πιάνο στο κονσερβατόριο Hoch της Φρανκφούρτης. Το τελευταίο έργο που ερμήνευσε, τον Μάρτιο του 1891, ήταν οι Παραλλαγές σε ένα θέμα του Χάυντν του Μπραμς. Δίδαξε σε τραγουδιστικό τόνο, ακολουθώντας ένα ρεπερτόριο και μια τεχνική στενά υπαγορευόμενη από τον Σούμαν.
Η Κλάρα Σούμαν αντιμετώπισε τον θάνατο της εικοσάχρονης κόρης της Τζούλι από φυματίωση στα είκοσί της χρόνια. Τον θάνατο του γιου της Φελίξ από φυματίωση στην εφηβεία του. Τον θάνατο του γιου της Φερδινάνδου από εθισμό στη μορφίνη. Τον θάνατο του γιου της Εμίλ σε ηλικία δεκαέξι μηνών. Την ψυχοπάθεια του γιου της Λούντβιχ και τον εγκλεισμό του σε ψυχιατρική κλινική για δεκαέξι ολόκληρα χρόνια. Υπήρξε, επίσης, μια γιαγιά που ανάστησε ένα εγγόνι και μια συντηρητική μάνα που χρειάστηκε να διαχειριστεί τις λεσβιακές επιλογές της κόρης της. Στο πλευρό της στάθηκε πολύ αφοσιωμένα η μεγάλη της κόρη Μαρία, όταν πια χρειαζόταν αναπηρική καρέκλα και η ακοή της είχε μειωθεί αισθητά. Πέθανε στα 76 της χρόνια από εγκεφαλικό επεισόδιο το 1896 και θάφτηκε δίπλα στον Σούμαν.
«Παίγνιον καμπεσίγυιον» [4]
Το αυτόματο της Μαρίας Αντουανέτας και ο «φθόνος» για τη λατρεία της αυτοματοποιητικής τέχνης συνδυάζονται ως πληροφοριακό υλικό για να παραγάγουν μια φεμινική αναφορά στον κυρίαρχο ρόλο του άνδρα κατά τη διαδικασία της παραγωγής τέχνης: μια παγίδα θανάτου για τον γυναικείο ψυχισμό.
Mε αναφορές στο «ερεθιστικό παράδοξο» του Ντιντερό, τις Μαριονέτες του Κλάιστ, αλλά και τις συλλήψεις των Κρέιγκ, Αρτώ, Μπέρνχαρντ, Μύλλερ και Ζαν Ζενέ, η αναζήτηση της ταυτότητας της υποκριτικής τέχνης κυριαρχεί στο από σκηνής δοκίμιο της Μαρίας Γιαγιάννου [5]. Το δοκίμιο «Περί του θεάτρου των μαριονετών» («Uber das Marionettentheater») ανήκει στα κείμενα που έγραψε ο Χάινριχ φον Κλάιστ για την «Berliner Abendblatter», την ημερήσια εφημερίδα που διατήρησε με τον Adam Muller στο Βερολίνο από τον Οκτώβριο του 1810 ως τον Μάρτιο του 1811. Στο δικό του κείμενο ο Κλάιστ βάζει έναν εξαίρετο χορευτή να εκφράζει το πάθος του για το θέατρο των μαριονετών και βεβαιώνει τον αφηγητή πως «το νευρόσπαστο έχει μεγαλύτερη χάρη από το ανθρώπινο σώμα»: «Στο Μ… όπου περνούσα το χειμώνα του 1801, πέτυχα κάποιο βράδυ, σ’ ένα δημόσιο κήπο τον κύριο Κ. λίγο καιρό πιο πριν, τον είχαν διορίσει πρώτο χορευτή της Όπερας στην πόλη εκείνη, όπου συνάντησε εξαιρετική υποδοχή από το κοινό» [6].
Στο κείμενο της Μαρίας Γιαγιάννου η Κλάρα Σούμαν εμφανίζεται ως ανδρείκελο, ως νευρόσπαστο [7], ως κατασκευή με εξαρθρωμένα μέλη που τα κινεί ο Σούμαν-χειριστής με λεπτά, αόρατα νήματα. Το αυτόματο της Μαρίας Αντουανέτας και ο «φθόνος» για τη λατρεία της αυτοματοποιητικής τέχνης συνδυάζονται ως πληροφοριακό υλικό για να παραγάγουν μια φεμινική αναφορά στον κυρίαρχο ρόλο του άνδρα κατά τη διαδικασία της παραγωγής τέχνης: μια παγίδα θανάτου για τον γυναικείο ψυχισμό.
Η Κλάρα είχε μια καριέρα που υπήρξε «το προϊόν μιας εποπτευόμενης ελευθερίας», όπως θα ’λεγε ο Ρολάν Μπαρτ. Μια πιανίστρια με είκοσι ένα χέρια, που παίζει σε «μπραβούρα» με εξαίρετη τεχνική, στο κείμενο της Μαρίας Γιαγιάννου είναι μια δημιουργός οικογένειας, μια γυναίκα που θηλάζει τα οκτώ μωρά της και θάβει τα μισά από αυτά, μια σύζυγος και ερωμένη, μια κυρία του κόσμου, μια σκληροτράχηλη, ανθεκτική γυναίκα που υποστηρίζει αισθητικώς τη σύλληψη της παντοδύναμης ανθρώπινης φύσης.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.