
Για την παράσταση του Akram Khan «Xenos», η οποία παρουσιάστηκε τις προηγούμενες μέρες στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση.
Του Νίκου Ξένιου
Ως αφιέρωμα στην επέτειο των εκατό χρόνων από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Άκραμ Καν κάνει παγκόσμια πρώτη με την αριστουργηματική του περφόρμανς «Xenos» στην κεντρική αίθουσα της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση. Θέμα της παράστασης είναι η ξενοφοβία, η απώλεια της ανθρωπιάς, αλλά και η κατάσταση της ύπαρξης σε «ενέδρα», σε «συναγερμό», πάνω στη «νησίδα» όπου απομονώνεται ο διαφορετικός στη Δύση: πρόκειται για ένα δοκίμιο πάνω στην ετερότητα και τον φόβο για τον Άλλο που αποτέλεσε το κυριότερο κοινωνικό σύμπτωμα στις παραμονές των δύο παγκοσμίων πολέμων.
Ο Άκραμ Καν χορεύει για τελευταία φορά σόλο και συνεργάζεται με τη δραματουργό Ρουθ Λιτλ, τον καναδό συγγραφέα Τζόρνταν Τάναχιλ, τη γερμανίδα σκηνογράφο Μιρέλα Βάινγκαρτεν, τον διευθυντή φωτισμού Μάικλ Χαλς, την ενδυματολόγο Κίμι Νακάνο και τον συνθέτη Βινσέντζο Λαμάνια. Επί σκηνής, μαζί του, ο πασίγνωστος περκασιονίστας (κρουστός και τραγουδιστής μαζί) Μπαρτ Μάνγιουναθ, η τραγουδίστρια Aditya Prakash, η κοντραμπασίστα Νίνα Χάρις, ο βιολονίστας Andrew Maddick και ο σαξοφωνίστας Τάμαρ Όσμπορν.
Σκηνικό δοκίμιο πάνω στην ετερότητα
«Τα σκοινιά που χρησιμοποιώ συμβολίζουν τα καλώδια των ασυρμάτων που χρησιμοποιούνταν στα χαρακώματα για να την επικοινωνία των στρατευμάτων και με τα οποία ασχολούνταν κυρίως οι Ινδοί. Λειτουργούν ως γέφυρα που ενώνει τα νοήματα, από τον Προμηθέα Δεσμώτη περνάμε στους ασυρμάτους του πολέμου», λέει ο Άκραμ Καν.
Η ελληνική λέξη «Ξένος» αναφέρεται στην ελληνική μυθολογία και στον Προμηθέα ως σε σύμβολο του αιώνιου στρατιώτη και του αδιάκοπα αγωνιζόμενου και διωκόμενου ανθρώπου. Ο «αλλότριος» Τιτάνας δίνει στον καλλιτέχνη μια σαφή εκδοχή του ανθρώπινου πάσχοντος σώματος, όπως καταγράφεται σε έναν αρχετυπικό μύθο. «Ο Προμηθέας έδωσε στον άνθρωπο την τεχνολογία που του απαρνήθηκε ο Δίας, ο θεός. Σήμερα ο άνθρωπος είναι πια θεός, κλωνοποιεί και διαθέτει την τεχνολογία που δυνητικά θα τον καταστήσει αναντικατάστατο. Το έργο δεν αφορά πάντως καθόλου τον μύθο του Προμηθέα, ενσωματώνεται στον ινδό χορευτή που χάνει την ανθρώπινη υπόστασή του στον πόλεμο, όπως ο μυθικός ήρωας θυσιάστηκε για την ανθρωπότητα με συνείδηση του μάταιου της πράξης του, προβλέποντας πρώτος την καταδίκη της. Στο έργο αυτός ο Ινδός είναι ιδωμένος ως ο αιώνιος στρατιώτης. Εκείνος που θυσιάζεται για την ανθρωπότητα», λέει ο Άκραμ Καν.
Ένας νέος μύθος γράφεται από τον συγγραφέα Τζόρνταν Τάναχιλ: πρωταγωνιστεί ένας στρατιώτης από τις αποικίες, ένας από τους περισσότερους από 4 εκατ. άνδρες που κινητοποιήθηκαν για λογαριασμό της βρετανικής αυτοκρατορίας. Περίπου 1,5 εκατ. από τους νεοσύλλεκτους ήταν αγρότες από τη βόρεια και τη βορειοδυτική Ινδία που πολέμησαν και πέθαναν στην Ευρώπη, την Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Μόνο πρόσφατα άρχισαν να έρχονται στην επιφάνεια ντοκουμέντα που μαρτυρούσαν την παρουσία αυτών των ανθρώπων που τέθηκαν στην υπηρεσία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, πολέμησαν και πέθαναν στην Ευρώπη, εκτοπισμένοι από τις πατρίδες και τις κουλτούρες τους.
Και, το χειρότερο: σε ένα πόλεμο που εξαπέλυσαν οι ευρωπαίοι λευκοί, ο χαμός τους εξελήφθη ως «παράπλευρη απώλεια». Ένας αντι-μύθος, λοιπόν, ένα κόντρα-αφήγημα που αποκαθιστά τις αποσιωπήσεις του επίσημου story του ιμπεριαλισμού, της κεφαλαιοκρατίας, του απόλυτου αρσενικού, που δένει το ανθρώπινο κορμί, το υποτάσσει, το μετατρέπει σε αντικείμενο εκμετάλλευσης: «Τα σκοινιά που χρησιμοποιώ συμβολίζουν τα καλώδια των ασυρμάτων που χρησιμοποιούνταν στα χαρακώματα για να την επικοινωνία των στρατευμάτων και με τα οποία ασχολούνταν κυρίως οι Ινδοί. Λειτουργούν ως γέφυρα που ενώνει τα νοήματα, από τον Προμηθέα Δεσμώτη περνάμε στους ασυρμάτους του πολέμου», λέει ο Άκραμ Καν.
Το κορμί και τα όριά του
Η παράσταση βασίζεται στη συλλογική μνήμη, μετατρέποντας σε χορό το μετατραυματικό σοκ του άγνωστου/ανώνυμου ινδού στρατιώτη που είναι παγιδευμένος σε μια τάφρο/χαράκωμα αντιμέτωπος με μιαν απρόσωπη «φωνή».
Η παράσταση βασίζεται στη συλλογική μνήμη, μετατρέποντας σε χορό το μετατραυματικό σοκ του άγνωστου/ανώνυμου ινδού στρατιώτη που είναι παγιδευμένος σε μια τάφρο/χαράκωμα αντιμέτωπος με μιαν απρόσωπη «φωνή»: ένας αυτοκινούμενος φωνόγραφος, που είναι παράλληλα και περιστρεφόμενος προβολέας νυκτερινού φωτισμού ενός στρατοπέδου συγκέντρωσης, αλλά και σειρήνα πολέμου, συγκαλεί ένα μακάβριο «προσκλητήριο νεκρών». Μια σειρά από διαφορετικές εκδοχές της χρονικότητας, αλλά κυρίως η καταμέτωπον αντιπαράθεση του ανθρώπου αυτού με τη θνητότητά του, να το θέμα της χορογραφίας. Το σκηνικό είναι μια τεράστια κεκλιμμένη επιφάνεια, που «απορροφά» τα οικεία πολιτισμικά αντικείμενα (καρέκλες, μαξιλάρια, υφάσματα, μουσικά όργανα, αναλόγια, μια κούνια, εργαλεία της τέχνης) και αφήνει τον άνθρωπο έρμαιο και ανδράποδο κάποιου εξωτερικού παράγοντα που κινεί τα νήματα: αυτός μπορεί να είναι η τεχνολογία, ή ο «αρχηγός», ή κάποιος big brother που αποφασίζει ότι θα διεξαχθεί ένας πόλεμος και ότι αυτό το σώμα (και μαζί και η μνήμη του) θα θυσιαστεί ως αμνός επί σφαγή.
Το σώμα του χορευτή αποκαλύπτει τον πολλαπλό τραυματισμό, τον ακρωτηριασμό, το αδιέξοδο, τις αλυσίδες που το κρατούν δέσμιο στο χώμα. Παράλληλα, γίνεται φορέας μιας παράδοσης που αντλεί από τη βία μια –οιανδήποτε– παράμετρο δημιουργικότητας: η σύνδεση της χορευτικής παράδοσης του kathak (κατάκ: βεδική, σανσκριτική λέξη που σημαίνει «αφήγηση») με τον σύγχρονο χορό γίνεται ο καμβάς όπου θα πλακεί αυτό το πένθιμο έπος. Ο χορευτικός κώδικας του κατάκ χρησιμοποιεί τα πόδια και το στήθος λιγότερο, τα μπράτσα και τα χέρια περισσότερο. Χαρακτηριστικά τεχνικά στοιχεία είναι το χτύπημα των ποδιών και οι εκφράσεις του προσώπου, οι κάμψεις και τα λυγίσματα της μέσης. Χαρακτηριστική ενδυμασία είναι το ινδουιστικό κοστούμι με τη μπλούζα choli και το φουλάρι «όρνι», τα κοσμήματα, το μεταξωτό σάρι δεμένο στη μέση, η χαλαρή ζακέτα μπεζ χρώματος ή το πάνω μέρος του σώματος γυμνό, κυρίως όμως τα κουδουνάκια που δένονται στους αστραγάλους και μετά λύνονται και μετατρέπονται σε αλυσίδες.
Η μέγιστη δυνατή αξιοποίηση της παράδοσης γίνεται μετά από «εργαστήρι» μελέτης της μουσικής: τα ντραμς «τάμπλα», τα κύμβαλα χεριών «μάντζιρα», η φωνή με τα λαρυγγικά vocals καθορίζουν απόλυτα τις κινήσεις του χορευτή. Οι ρίζες του χορού του μεγάλου ερμηνευτή είναι το κατάκ. Το περίπλοκο, μαθηματικά υπολογισμένο χτύπημα των ποδιών (αντίστοιχο του «θαπατεάδο» στο φλαμένκο), οι συνεχείς, ιλιγγιώδεις στροφές σε συνεχή αντίστιξη προς την ακινησία, και κυρίως τα υπέροχα χέρια: αυτά που, με κυκλικές κινήσεις γύρω από το κρανίο και το στήθος, παριστούν όλη τη γνωστή ως σήμερα ιστορία του κόσμου μας.
O Άκραμ Καν πρόσφατα δήλωσε ότι θα εξακολουθήσει να ερμηνεύει μικρότερους ρόλους, αλλά οι απαιτήσεις ενός σόλο στη σκηνή για περισσότερο από μία ώρα είναι πλέον υπερβολικές.
O Άκραμ Καν πρόσφατα δήλωσε ότι θα εξακολουθήσει να ερμηνεύει μικρότερους ρόλους, αλλά οι απαιτήσεις ενός σόλο στη σκηνή για περισσότερο από μία ώρα είναι πλέον υπερβολικές. Ο 43χρονος χορευτής και χορογράφος είπε ότι το σώμα του αλλάζει και γίνεται πιο επιρρεπές σε τραυματισμούς. Εξήγησε ότι τα σόλο μεγάλης διάρκειας «ασκούν τεράστια πίεση στο σώμα», πράγμα που άρχισε να αισθάνεται το 2011 όταν συνειδητοποίησε επί σκηνής «ότι ο χρόνος τελειώνει, το ρολόι χτύπησε». Αφήνοντας τις σόλο παραστάσεις θα μπορεί πλέον να επικεντρωθεί περισσότερο στη χορογραφία. Ελπίζει, επίσης, να κάνει περισσότερη δουλειά για την τηλεόραση. Στο πλαίσιο αυτό, τον ερχόμενο Νοέμβριο θα παρουσιάσει στο Channel 4 ένα ντοκιμαντέρ για τις επιπτώσεις που θα έχουν τα ρομπότ και η τεχνητή νοημοσύνη στις ανθρώπινες σχέσεις.
Δεν μπορώ παρά να αποκαλυφθώ μπροστά σε ένα καλλιτέχνη τέτοιου διαμετρήματος, που αποφασίζει στα 43 του να αποσυρθεί από τη σολιστική καριέρα, «κλείνοντας» είκοσι εφτά χρόνια διαδρομής με ένα δοκίμιο πάνω στην ανθρωπιά και με ένα τόσο έντονο προβληματισμό, σχεδιασμένο στη βάση της προσωπικής, συνειδησιακής του ολοκλήρωσης. Και με πλήρη συναίσθηση των ανθρώπινων ορίων του.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.