
Για τη θεατρική παράσταση «Heisenberg», σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, η οποία παρουσιάζεται στο «Θέατρο του Νέου Κόσμου».
Του Νίκου Ξένιου
Έχει ένας εβδομηντάχρονος χώρο για να πορευτεί στον έρωτα; Την απάντηση δίνει το έργο Heisenberg του Σάιμον Στήβενς που σκηνοθετεί ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Πρόκειται για ένα από σκηνής δοκίμιο για την ανθρωπιά, την τυχαιότητα και την αστάθμητη έκβαση των σχέσεων. Με την Κόρα Καρβούνη στον ρόλο της Τζόρτζι Μπερνς και τον Περικλή Μουστάκη στον ρόλο του Άλεξ Πριστ. Ήδη από τον τίτλο το έργο εφαρμόζει την αρχή της απροσδιοριστίας της κβαντομηχανικής στην ανθρώπινη συνθήκη: o άνθρωπος, στη φυσική του κατάσταση, δεν είναι μόνο σωματίδιο. Είναι και κύμα.
Εξαιρετική μετάφραση του Μενέλαου Καραντζά για μια έξοχη, συγκινητική παράσταση που, με ακρίβεια στην απόδοση των χαρακτήρων, λιτότητα και έλεγχο στην κίνηση και την ερμηνεία, υλοποιεί τον καινοφανή αυτόν «νόμο» του Στήβενς και κάνει τη ζωή ενδιαφέρουσα, προσβλέποντας στις συναρπαστικές μεταπτώσεις της τύχης.
Έρωτας και σωματιδιακή φυσική
Σε έξι σκηνές και στο χρονικό διάστημα έξι εβδομάδων γνωριμίας ενός ζευγαριού ο συγγραφέας διεξέρχεται όλο το φάσμα των συναισθημάτων έλλειψης εμπιστοσύνης και βαθμιαίας κατάκτησης της εμπιστοσύνης, απουσίας καταφυγίου και σταδιακής οικοδόμησης μιας κοινής ζωής, αδυνατότητας επικοινωνίας και βαθύτατου ψυχικού αγγίγματος.
Εξ ορισμού τα σωματίδια υπάρχουν σε μια συγκεκριμένη θέση κάθε χρονική στιγμή. Αντίθετα, τα κύματα είναι διαταραχές που εξαπλώνονται στον χώρο. Και μια τυχαία γνωριμία κάτι τέτοιο είναι. Και ο έρωτας κάτι τέτοιο είναι, όπως και η μοναξιά, και το θνησιγενές των σχέσεων, αλλά και ο θάνατος ο ίδιος. Aν αγαπάς την έκπληξη και δεν διστάζεις να δοκιμάσεις νέες θέσεις, στάσεις, συμπεριφορές, σκέψεις, τότε η ζωή σού επιφυλάσσει πολλές εκπλήξεις. Η ηλικία, υπ’ αυτό το πρίσμα, σχετικοποιείται. Η αρχή της απροσδιοριστίας («Μπορείς να μετρήσεις επακριβώς τη θέση ή την ταχύτητα ενός σωματιδίου, όχι όμως και τα δύο ταυτόχρονα») απαιτεί να αναγνωρίσουμε στο ανθρώπινο υποκείμενο τη δυνατότητα πολλών και διαφορετικών ορμών. Προϋποθέτει όλο το εύρος των συνάψεων, συσχετισμών και μερισμάτων στον έρωτα που αντιστοιχούν στον κάθε άνθρωπο. Αναδεικνύει τις λεπτές ποιότητες των λέξεων, που εντασσόμενες σε διαφορετικό συγκείμενο εκρήγνυνται επί σκηνής και επιτρέπουν στον συγγραφέα να φωτίσει με έξοχη ανθρωπιά την παρουσία και το άγγιγμα του άλλου.
Αφ’ εαυτών ο τίτλος και το θέμα του έργου είναι επαναστατικά, γιατί αγκαλιάζουν τις απρόβλεπτες και ενδιαφέρουσες τροπές της ζωής μας, αφενός, κι αφετέρου γιατί με μια πλάγια ματιά δυναμιτίζουν τις μικροαστικές μας «ασφάλειες» και εγκαθιστούν στον ορίζοντα των σχέσεών μας την μη προβλεψιμότητα και την αβέβαιη έκβαση. Σε έξι σκηνές και στο χρονικό διάστημα έξι εβδομάδων γνωριμίας ενός ζευγαριού ο συγγραφέας διεξέρχεται όλο το φάσμα των συναισθημάτων έλλειψης εμπιστοσύνης και βαθμιαίας κατάκτησης της εμπιστοσύνης, απουσίας καταφυγίου και σταδιακής οικοδόμησης μιας κοινής ζωής, αδυνατότητας επικοινωνίας και βαθύτατου ψυχικού αγγίγματος.
Η μουσική βρίσκεται ανάμεσα στις νότες
Ο «αμερικανισμός» και η εξωστρεφής σεξουαλικότητα, το «ολισθηρό» και απατηλό των λεκτικών της δηλώσεων, ο υψηλός βαθμός των προσδοκιών και η τρωτή ιδιοσυγκρασία της σαρανταδυάχρονης Τζόρτζι αποδίδονται υπέροχα από μια Κόρα Καρβούνη ώριμη, συγκροτημένη και επιβλητική.
Οι ξύλινες παλέττες της Μαγδαληνής Αυγερινού, σε συνδυασμό με τους φωτισμούς του Σάκη Μπιρμπίλη, τη μουσική του Σταύρου Γασπαράτου και την κινησιολογία της Σεσίλ Μικρούτσικου, δημιουργούν τις συνθήκες ώστε οι άρτιες ερμηνείες των δυο ηθοποιών να αναδείξουν και να απογειώσουν το κείμενο.
Ο «αμερικανισμός» και η εξωστρεφής σεξουαλικότητα, το «ολισθηρό» και απατηλό των λεκτικών της δηλώσεων, ο υψηλός βαθμός των προσδοκιών και η τρωτή ιδιοσυγκρασία της σαρανταδυάχρονης Τζόρτζι αποδίδονται υπέροχα από μια Κόρα Καρβούνη ώριμη, συγκροτημένη και επιβλητική. Ενώ αρχικά δείχνει να μην μπορεί να φιλτράρει τις καταστάσεις («έχω ένα γιο» και μετά: «η τεχνολογία θα μας τελειώσει», αίφνης προτείνει ένα στοιχειώδη επικοινωνιακό άξονα («θα σου άρεσε να μιλάμε μια γλώσσα που θα φτιάξουμε οι δυο μας;»), με επίγνωση της σχετικότητας των λέξεων, όχι πλέον σαν να πάσχει από κάποια διαταραχή, αλλά προσδίδοντας στις λέξεις απύθμενο συναισθηματικό βάθος («Δεν μπορείς να χαραμίζεις έτσι τη ζωή σου! (...) Πόσα Χριστούγεννα έχεις ακόμα να ζήσεις, πόσα πασχαλινά αυγά έχεις ακόμα να φας;») και φέρνοντας το ζήτημα της ανθρώπινης συνάφειας στο προσκήνιο.
Στη δική της λογοδιάρροια αντιπαρατίθεται ο λακωνισμός και η ολιγολογία του θυμόσοφου, μοναχικού τύπου του Άλεξ, που σε έξι μήνες μέσα θα εξερευνήσει πτυχές του ψυχισμού του πρωτόγνωρους και θα ανατρέψει το ρυθμικό υπαρξιακό του ρολόι. Με ευαίσθητη και εσωτερική ερμηνεία ο Περικλής Μουστάκης φιλοτεχνεί το πρόσωπο του ηλικιωμένου Ιρλανδού που πιστεύει ότι δεν θα ερωτευτεί ξανά, αλλά και που δοκιμάζει τα όρια της ανοχής του διανοίγοντας νέους ορίζοντες σωματικής και ψυχικής επαφής και αξιώνοντας νέο μερίδιο στη ζωή. Το κοινό τους ταξίδι στο Νιου Τζέρσι για τη μάταια αναζήτηση ενός χαμένου παιδιού, όπως και η θέα του Μανχάταν από ψηλά, είναι τα τελικά σημεία όπου θα διασταυρωθούν οραματικά οι προσδοκίες των δύο ηρώων.
Το quantum του σκηνοθέτη και ο συγγραφέας
Η συγκεκριμένη δουλειά του κύριου Θεοδωρόπουλου στο Heisenberg διακρίνεται για τους χαμηλούς της τόνους και την υπαινικτική απόδοση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Επανεπισκεπτόμενος τον φυσικό του χώρο της σκηνοθεσίας ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος καταγράφει τις μεταπτώσεις, την έκπληξη, την είσοδο της αγάπης στη σκηνή με λακωνικό μάτι και ακρίβεια χρονομέτρου. Eπεξεργαζόμενος το odd couple που πρέπει να αποδώσουν οι ηθοποιοί του, ανακαλύπτει πόσο τρωτή είναι η Τζόρτζι και πόσο νέος ο Άλεξ, ώστε να αποκαλύψει τους κώδικες «εξημέρωσης» του ενός από τον άλλον. Πρωτοειδωμένες φράσεις τον καθηλώνουν, διαισθάνεται την κλίση του κάθε ηθοποιού, απελευθερώνει την ιδιοτυπία στην ερμηνεία και ενορχηστρώνει τις ανύποπτες σιωπές σε συγκίνηση. Η ωριμότητα του σκηνοθέτη φαίνεται στις λεπτομέρειες, αλλά και στη γνωριμία του με τον συγγραφέα και στην πρόθεσή του να εντάξει την απροσδιοριστία στο κάδρο των πιθανών εκβάσεων της ανθρώπινης γνωριμίας. Η συγκεκριμένη δουλειά του κύριου Θεοδωρόπουλου στο Heisenberg διακρίνεται για τους χαμηλούς της τόνους και την υπαινικτική απόδοση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας: έτσι, το σιωπηρό αλλά σπαρακτικό κλάμα του Άλεξ μοιάζει με την «Κραυγή» του Μουνκ, ατενίζει το επικείμενο φάσμα του θανάτου με ένα κράμα απελπισίας μπροστά στις χαμένες ευκαιρίες, απευθύνει στο σύμπαν ένα νεύμα ευγνωμοσύνης για την ανέλπιστη νέα ευκαιρία.
Ο συγγραφέας Σάιμον Στήβενς γεννήθηκε στο Μάντσεστερ το 1971, είναι απόφοιτος του τμήματος Ιστορίας του Πανεπιστημίου του York, έζησε και παντρεύτηκε στο Εδιμβούργο, δούλεψε μέχρι τα σαράντα του ως δάσκαλος και διατέλεσε μέλος του σκωτσέζικου γκρουπ μουσικής πανκ Country Teasers. Σήμερα ζει στο Λονδίνο, όπου διδάσκει στο πρόγραμμα για Νέους Συγγραφείς του θεάτρου Royal Court και είναι καλλιτεχνικός συνεργάτης του Lyric Hammersmith. Στις Η.Π.Α. συνέγραψε έργα για την ομάδα Steep Theatre του Σικάγο, όπου και πρωτοανέβηκαν τα δικά του «Harper Regan» και «Motortown» (που έχει ανέβει στο Θέατρο Νέου Κόσμου το 2007/2008), καθώς και μια ευρεία γκάμα διασκευών άλλων θεατρικών έργων. Τα πιο γνωστά του έργα είναι: «Pornography» (ανέβηκε στη χώρα μας από την ομάδα ΑΣΙΠΚΑ την άνοιξη 2017), «Three Kingdoms» και «Nuclear War». Το Heisenberg παίχτηκε για πρώτη φορά το 2015, στη Νέα Υόρκη, σε σκηνοθεσία του Μαρκ Μπρόκοου, στο New York City Center-Stage II, μια off Broadway σκηνή, κατόπιν μεταφέρθηκε στο Broadway και από τον Οκτώβριο του 2017 παίζεται και στο Wyndham's του Λονδίνου, σε σκηνοθεσία της Marianna Elliott.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.