Για την παράσταση «Ο Φάρος» σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη, η οποία παρουσιάζεται στο Θέατρο Αθηνών.
Του Νίκου Ξένιου
Τη νατουραλιστική μαύρη κωμωδία του Κόνορ Μακφέρσον «Ο φάρος» [1] σκηνοθετεί ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης στο Θέατρο Αθηνών με ένα εκλεκτό καστ συμπρωταγωνιστών. Ο διάλογος πέντε βαριεστημένων ανδρών, αλκοολικών, χοντροκομμένων και σχεδόν παραιτημένων, που επιδίδονται σε ένα μεθυσμένο «προσκύνημα» της αιωνιότητας και στην αναμέτρηση ανάμεσα στην πνευματικότητα και το άγγιγμα του Αιώνιου. Ένας συνδυασμός χειμωνιάτικης θαλπωρής και φρικώδους αιώρησης στο υπαρξιακό κενό, ένας ιρλανδικός θρύλος-παραβολή που υμνεί την αγιότητα της ματαιωμένης ζωής. Μια εξαιρετική παράσταση, πέντε υπέροχοι πρωταγωνιστές και μια μοναδική σκηνοθετική ματιά.
The Seafarer: μια ανδρική υπόθεση
Ο Νίκος Ψαρράς κρατά, μαζί με τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη, τα ερμηνευτικά ηνία της παράστασης, φιλοτεχνώντας έναν «ατσούμπαλο» γκαφατζή που διατηρεί έναν έξοχο ψευδοευφορικό τόνο, έναν περιφερόμενο loser που διαδραματίζει τον παράγοντα τελικής διάσωσης όλων χωρίς καλά καλά να το καταλαβαίνει...
Σαν σε πίνακα συμβολιστή ζωγράφου, ο ιρλανδός θεατρικός συγγραφέας βάζει τους ήρωές του να υφίστανται μια τραγικωμική αιώρηση ανάμεσα στο χαρμόσυνο μήνυμα των Χριστουγέννων και σε έναν απόηχο προσωπικής δοκιμασίας και απολογίας που ανακαλεί το Πνεύμα των Χριστουγέννων («Christmas Carols») του Ντίκενς. Το έργο ξεκινά την παραμονή των Χριστουγέννων, όταν ο Σάρκι Χάρκιν ανάβει ένα κόκκινο ηλεκτρικό καντήλι που τρεμοπαίζει διαρκώς κάτω από ένα εικόνισμα του Χριστού σαν φάρος έτοιμος να σβήσει, καθώς κατεβαίνει την εσωτερική σκάλα του ιρλανδέζικου σπιτιού του στο Μπάλντοϊλ, στην υποβλητική σκηνογραφία της Αθανασίας Σμαραγδή. Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος στον ρόλο του Σάρκι δίνει τον καλύτερο εαυτό του, αυτόν τον συνδυασμό εφηβικής τρέλας και ανησυχαστικής αοριστίας στην έκφραση που τον χαρακτηρίζει. Ο Σάρκι έχει επιστρέψει στο πατρικό σπίτι για να φροντίσει τον αδελφό του Ρίτσαρντ, που πρόσφατα έχει τυφλωθεί σε ένα ατύχημα. Στην πρώτη πράξη φτιάχνει, μαζί με τον αδελφό του, τη λίστα με τα τρόφιμα και το αλκοόλ που θα ψωνίσουν για τη νύχτα των Χριστουγέννων.
Στο πάτωμα του σπιτιού τους έχει ξημερωθεί ο φίλος τους Ιβάν, που η γυναίκα του τον έχει πετάξει έξω από το σπίτι και που προσπαθεί να συνέλθει από το αμέσως προηγούμενο μεθύσι του πίνοντας κρυφά και αναζητώντας τα γυαλιά του μέσα στη γενική ακαταστασία. Ο Νίκος Ψαρράς κρατά, μαζί με τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη, τα ερμηνευτικά ηνία της παράστασης, φιλοτεχνώντας έναν «ατσούμπαλο» γκαφατζή που διατηρεί έναν έξοχο ψευδοευφορικό τόνο, έναν περιφερόμενο loser που διαδραματίζει τον παράγοντα τελικής διάσωσης όλων χωρίς καλά καλά να το καταλαβαίνει, επειδή έχει απλώς χάσει τα γυαλιά του και δεν βλέπει την τράπουλα ή επειδή είναι μονίμως μεθυσμένος. Το δίδυμο Νίκου Ψαρρά-Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη σε αυτήν την παράσταση νομίζω πως θα μείνει στα χρονικά του θεάτρου μας.
Χαμένα κορμιά, χαμένες ψυχές
Η «τυφλότητα» των χαρακτήρων φτάνει έως το σημείο της ανικανότητας για αυτοκριτική και της επιφανειακής πίστης στο Θείο. Ο Σάρκι, όπως ο ανώνυμος ναυτικός της αγγλικής μπαλάντας του 8ου μ.Χ. αιώνα «The Seafarer», έχει πλοηγηθεί στη ζωή χωρίς προσανατολισμό, έχει υποφέρει, έχει μαρτυρήσει στην αναζήτηση μιας κάποιας εκδοχής σωτηρίας, και τώρα προσπαθεί να επιστρέψει σε μιαν ασφαλή ξηρά κοντά στον τυφλό αδελφό του. Ολιγόλογος και «φοβισμένος», ο Σάρκι επιχειρεί ένα νέο ξεκίνημα χωρίς πολλές ελπίδες να προκόψει, ενώ κρύβει το γεγονός ότι, δεκαεπτά χρόνια πριν, έδειρε έναν άνθρωπο μέχρι θανάτου. Μια ανοιχτή παρτίδα πόκερ «εκκρεμεί» ανάμεσα σ’ αυτόν και στον θάνατο, όπως εκείνη η παρτίδα σκακιού που εκκρεμεί ανάμεσα στον ιππότη και τον Θάνατο στην «Εβδόμη Σφραγίδα» του Μπέργκμαν (μόνο που εδώ η έκβαση είναι διαφορετική). Σε φαουστική αναφορά, ο θάνατος «τότε του τη χάρισε», και έρχεται τώρα να πάρει πίσω «τα χρεωστούμενα», το «rematch». Ακολουθώντας τη λογική μιας ειρωνικής φάρσας, ο Μακφέρσον βάζει τον χαρακτήρα αυτόν σε μιαν αγωνιώδη αναμέτρηση με τον υποσυνείδητο ηθικό έλεγχό του, σε μιαν ύστατη παρτίδα πόκερ, και ενώ η θύελλα μαίνεται έξω από το παράθυρο.
Βασανισμένοι, όλοι, φαλαινοθήρες στα ανοιχτά της υπαρξιακής περιπλάνησης, με κύριο αφηγητή τον τυφλό Ρίτσαρντ που, σε μια στιγμή μανιακού ξεσπάσματος υμνολογεί το μεγαλείο του Θεού περιγράφοντας μια μύγα που του αποκαλύπτεται στο όνειρό του ως θέαση της Δημιουργίας.
Όμως και ο Ιβάν είναι μια χαμένη ψυχή, που κρύβει την ανάμειξή του, πριν είκοσι χρόνια, σε μια πυρκαγιά που ξεκλήρισε δύο ολόκληρες οικογένειες. Παγιδευμένοι στα ψέμματα και τις φενάκες μιας παροντικής ψευδαίσθησης ευωχίας, οι πέντε φίλοι του «Φάρου» εκκινούν για ένα ταξίδι μέσα στο ίδιο τους το συναίσθημα, ψάχνοντας «με την ψυχή στα χείλη» τις μεγάλες τους αλήθειες. Βασανισμένοι, όλοι, φαλαινοθήρες στα ανοιχτά της υπαρξιακής περιπλάνησης, με κύριο αφηγητή τον τυφλό Ρίτσαρντ που, σε μια στιγμή μανιακού ξεσπάσματος υμνολογεί το μεγαλείο του Θεού περιγράφοντας μια μύγα που του αποκαλύπτεται στο όνειρό του ως θέαση της Δημιουργίας. Ο δεινός αφηγητής Ρίτσαρντ θα περάσει τα πρώτα του Χριστούγεννα στο σκοτάδι. Διατηρώντας επικριτική στάση έναντι του αδελφού του, και καθηλωμένος στην πολυθρόνα με το μπαστούνι και το ποτήρι το ουίσκι στο χέρι, παραμένει απόλυτα εξουσιαστικός και επικριτικός απέναντί του, επανενεργοποιώντας μια σχέση κυρίου-δούλου, ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης στον ρόλο του Ρίτσαρντ, πέραν του απόλυτου σκηνοθετικού ελέγχου που έχει αυτής της καλοκουρδισμένης και ρυθμικής παράστασης, έχει διαπλάσει ένα χαρακτήρα εκπληκτικό: τα μονίμως διεσταλμένα μπλε μάτια του, η απόλυτα μελετημένη κίνησή του, ο αυτοοικτιρόμενος αλλά και χειριστικός τόνος του, οι μεταπτώσεις και τα ξεσπάσματά του, ο τόνος της φωνής του, όλα συνθέτουν μια μοναδική ερμηνεία.
Ο Αιμίλιος Χειλάκης, μεφιστοφελικός, γοητευτικός και αινιγματικός, με μιαν εκπληκτική αίσθηση κυνισμού ζωγραφισμένη στα χαρακτηριστικά του προσώπου του, έρχεται να ανατρέψει το χλιαρό εθιμικό των Χριστουγέννων. Περιγράφει απειλητικά την Κόλαση σαν ένα χώρο μικρότερο από φέρετρο, όπου ο Σάρκι θα παραμείνει αιώνια κλεισμένος, άυπνος και ξεπαγιασμένος να βασανίζεται στους αιώνες των αιώνων.
«Θα περάσεις μαζί μου από τη σχισμή του τοίχου»
Ο τέταρτος φίλος, ο αξιαγάπητος Νίκι (ερωτικός αντίζηλος του Σάρκι) κομίζει στην ομήγυρη και έναν πέμπτο: τον κομψό κύριο Λόκχαρτ, που θα συμμετάσχει στον εορτασμό των Χριστουγέννων παίζοντας πόκερ με τους υπόλοιπους. Στον ρόλο του Νίκι, ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος στέκει ισάξια στο πλευρό των σπουδαίων συμπρωταγωνιστών του, σε αυτό το χριστουγεννιάτικο «bachelor’s party» που σαρκάζει τον γάμο και τον έλεγχο των γυναικών. Η γυναικεία παρουσία στο έργο γίνεται μόνο με λεκτικές αναφορές, κυρίως σαρκαστικές, γι' αυτές τις Βαλκυρίες που ελέγχουν την αυτονομία των ανδρών. Όσο για τον «womanizer Doctor Faustus» κύριο Λόκχαρτ, αυτός συνιστά το άγγιγμα του Υπερφυσικού στο έργο: ένας μηδενιστής, κυνικός, σαρκαστικός «big spender», μια ανατριχιαστική προσωπικότητα που απεχθάνεται τη μουσική και πίνει αλκοόλ νιώθοντας άβολα μέσα στο κορμί ενός άλλου, η ενσάρκωση των τύψεων, η προσωποποίηση του Διαβόλου ή του Θανάτου, αυτή η μορφή που ξεπηδά από την «Εβδόμη Σφραγίδα» και εμφανίζεται εδώ επί σκηνής, ως παράγων υποσυνείδητου ηθικού ελέγχου των χαρακτήρων.
Ο Αιμίλιος Χειλάκης, μεφιστοφελικός, γοητευτικός και αινιγματικός, με μιαν εκπληκτική αίσθηση κυνισμού ζωγραφισμένη στα χαρακτηριστικά του προσώπου του, έρχεται να ανατρέψει το χλιαρό εθιμικό των Χριστουγέννων. Περιγράφει απειλητικά την Κόλαση σαν ένα χώρο μικρότερο από φέρετρο, όπου ο Σάρκι θα παραμείνει αιώνια κλεισμένος, άυπνος και ξεπαγιασμένος να βασανίζεται στους αιώνες των αιώνων. Είναι, όμως, παράλληλα, και ένας μηδενιστής, ανάξιος να απολαύσει οτιδήποτε, ένας αξιοθρήνητος little devil, που αιωρείται σε ένα κοσμικό κενό και φθονεί την ανδροπαρέα για την καλοπέρασή της, για την αισθησιακή μουσική που απολαμβάνει, για τα φίλια συναισθήματα που μοιράζεται. Ανακαλώντας εκείνες τις μεσαιωνικές μπαλάντες των θαλασσοδαρμένων φαροφυλάκων και τον Γερο-Ναυτικό του Κόλεριτζ, ο συγγραφέας κάνει ένα παιχνίδι chiaroscuro ανοίγοντας με σκοτάδι και κλείνοντας με άπλετο φως, ενώ ο κύριος Γιάνναρος (φωτισμοί) αξιοποιεί ωραιότατα τον φεγγίτη ως εξ αποκαλύψεως φωτιστική συνθήκη.
«Time just slips away»
Η απελπισία και το ωκεάνειο συναίσθημα αιώρησης των χαρακτήρων αποδίδεται εντονότατα στη διάρκεια του έργου, με το μεθύσι ως παράγοντα εξατομίκευσης και αναδίπλωσης στον εαυτό, ως μονόδρομο προς τη μοναξιά.
Στην κομητεία του Ουίκλοου ένας κέλτικος θρύλος μιλά για το περίφημο «Hellfire Club», ένα ερείπιο όπου κάποτε μια παρέα από γαιοκτήμονες πήγαν για να μεθύσουν και να παίξουν πόκερ, όταν εμφανίστηκε ένας ξένος. Στη διάρκεια της παρτίδας, ένα χαρτί της τράπουλας πέφτει κάτω, ένας από τους συμπαίκτες σκύβει για να το σηκώσει και τότε βλέπει έντρομος κάτω από το τραπέζι ότι ο ξένος δεν έχει πόδια. Και τότε ο ξένος μυστηριωδώς εξαφανίζεται. Το στοιχείο του ταξιδιού σε ανοιχτές θάλασσες που διατρέχει υπαινικτικά το έργο δεν είναι παρά ένα σύμβολο μιας εκστατικής κατάστασης του νου, που συνιστά κατάφωρην αντίθεση προς το στοιχείο της «ασφαλούς» γης, όπου εδράζουν οι παλαιότερες χαρές της ζωής. Πρόκειται για ένα κοσμικό δράμα με αλληγορικές προεκτάσεις στον χώρο της πίστης. Τα πέντε μέλη της αντροπαρέας του έργου, φορείς μιας hard-core κοσμικότητας, ζουν τον τρόμο και την παραίσθηση της μεταφυσικής παρουσίας, όπως σκηνοθετικά αποδίδεται με το ηχηρό παιχνίδι των darts.
Ο χρόνος στο έργο του Μακφέρσον είναι ολισθηρός, συνιστά συνθήκη ανάπλασης των χαρακτήρων. Όσο για τον αλκοολισμό, πέρα από πάθηση και εξάρτηση, λειτουργεί και ως υπαρξιακή συνθήκη: προκαλεί αμνησία, και μάλιστα ηθικής τάξεως. Επιφέρει αναισθησία, και μάλιστα ηθικής τάξεως. Φαίνεται εναρμονισμένος με το πνεύμα των Χριστουγέννων αλλά συνιστά και μέγιστο αμάρτημα, τουλάχιστον υπό το πρίσμα ενός υποθάλλοντος Καθολικισμού. Η απελπισία και το ωκεάνειο συναίσθημα αιώρησης των χαρακτήρων αποδίδεται εντονότατα στη διάρκεια του έργου, με το μεθύσι ως παράγοντα εξατομίκευσης και αναδίπλωσης στον εαυτό, ως μονόδρομο προς τη μοναξιά. Γιατί η υπόθεση της «σωτηρίας της ψυχής» είναι «πολύ μεγάλο πράγμα», όπως όλοι ξέρουμε.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
[1] Ο αγγλικός τίτλος του έργου, «The Seafarer» (ο Ναυτικός), είναι δανεισμένος από την ομότιτλη μπαλάντα ανώνυμου ποιητή που γράφτηκε στα αρχαία Αγγλικά, στα μέσα του 8ου αιώνα μ.Χ., και όπου ένας ναυτικός μιλάει στους στεριανούς για τις οδύνες της ζωής στη θάλασσα και προσεύχεται στον Θεό. Μια ανάλυση του Χιλ ορίζει το ποίημα αυτό ως «σημαντικό θυμοσοφικό κείμενο που αφορά τον ορισμό του Σοφού ανθρώπου, αναφέρεται στις Εποχές της ανθρωπότητας και στην ανάγκη της αντιπαλότητας, ώστε να επέλθει η Σωτηρία». Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης απέδωσε τον τίτλο ως: «Ο Φάρος».